Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Η κλειστή καρδιά δεν έχει πληρωθή ακόμη υπό του Πνεύματος του Αγίου. Είναι βουτηγμένη στην μοναξιά της, στην θλίψι της, στην αγωνία της, στον προβληματισμό της, στην ερημιά της. Είναι άδεια. Όπως, όταν το στομάχι μας μείνη άδειο, διαμαρτύρεται και συρικνούται, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την κλειστή καρδιά.
Ὅλος ὁ ἄνθρωπος κλείνεται ἐν ἑαυτῷ, ἀντί νά ἀνοιχθῆ πρός τόν Θεόν, ἀντί νά χωρέση ὁ Θεός καί νά τά σκεπάση ὅλα. Τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος τρώγεται μέ τά νύχια του, βγάζει τά μάτια του μόνος του, τσακώνεται μέ τόν ἑαυτό του. Οἱ λογισμοί του, οἱ περιπέτειές του, τά πάθη του, οἱ νόμοι συγκρούονται μέσα του. Καί τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος;
Ὅπως κάποιος πού κρατάει ἕνα μαχαίρι κόβει τά πάντα καί τά πετάει, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διασπᾶται, κατακρεουργεῖται. Καί ἀφοῦ ἡ ψυχή εἶναι κλειστή, σκοτεινή, ἀκυριάρχητη, διότι ἔκανε αὐτοκράτορά της κάποιον πού δέν μπορεῖ νά τῆς δώση εἰρήνη καί ἠρεμία, μέσα της βασιλεύει ἡ παγωνιά, οἱ φόβοι, ἡ μοναξιά.