Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Δευτέρα τῆς Ἃ΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν (Καθαρὰ Δευτέρα – Καθαρὰ Ἑβδομὰς) καὶ τελειώνει τὴν Παρασκευὴ τῆς ΣΤ΄ Ἑβδομάδος (πρὸ τῶν Βαΐων). Τὰ τροπάρια αὐτῆς τῆς τελευταίας μέρας στὸ “Τριώδιο”, φανερώνουν “τὴν πλήρωσιν τῆς ψυχοφελοὺς Τεσσαρακοστής” καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς “ἁγίας ἑβδομάδας τοῦ Πάθους”. 

Εἶναι περίοδος νηστείας, προσευχῆς,ἐγκράτειας, περισυλλογῆς ποῦ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὀνομάζεται Τεσσαρακοστὴ γιατί θεσμοθετήθηκε κατὰ μίμηση τῆς σαραντάμερης νηστείας τοῦ Κυρίου μας (Μάτθ. δ΄, 2), ὡς καὶ τῶν σαραντάμερων νηστειῶν τῶν Προφητῶν Μωυσέως ( Ἐξοδ. λδ΄, 28) καὶ Ἡλιοῦ (Γ΄ Βάσ. ἲθ΄ 8). Ἐπίσης λέγεται Μεγάλη γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.

Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνάγεται ἤδη στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καί μαζὶ μὲ τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς, εἶναι οἱ ἀρχαιότερες καὶ μόνες νηστεῖες, ποῦ ἐπικυρώθηκαν μὲ Κανόνες Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ξθ΄ Ἄγ. Ἀποστ., ἐ΄ τῆς Ἅ΄, β΄, κθ΄ καὶ πθ΄ τῆς ΣΤ΄). Εἶναι αὐστηρή, ἄνευ καταλύσεως “οἴνου καὶ ἐλαίου”. Λάδι καὶ κρασὶ καταλύουμε μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακὲς.

Ψάρι καταλύουμε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. 

Στην είσοδο της Αγίας Τεσσαρακοστής

αναλογιον

Θέλω να σας αναγγείλω ότι ήλθε η αγία Τεσσαρακοστή, που είναι το φάρμακο των ψυχών μας. Διότι ο Κύριός μας, σαν Πατέρας φιλόστοργος θέλει να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες, που κάναμε επί τόσον καιρό. Κανόνισε μάλιστα ως μέσο θεραπείας και τη νηστεία. 

Κανείς λοιπόν ας μη γίνεται κατσούφης, κανείς ας μη σκυθρωπάζει, αλλά ας σκιρτά και ας χαίρεται και ας δοξάζει τον Θεό, ο Οποίος φροντίζει για τις ψυχές μας. Αυτός μας καθόρισε την άριστη οδό της νηστείας, που με πολλή χαρά πρέπει ο καθένας μας να την υποδεχθεί. 

Οι ειδωλολάτρες νομίζουν για γιορτές και πανηγύρεις τη μέθη και όλη την άλλη ακολασία και τις ελεεινότητες και ασχήμιες, που ακολουθούν. Η Εκκλησία του Θεού όμως θεωρεί ως γιορτή και πανηγύρι τη νηστεία και την απάρνηση της κοιλιοδουλείας και όλες τις αρετές, που προέρχονται από αυτήν. 

Διότι η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο πνευματικό. Γι’ αυτό πρέπει εκείνοι που έρχονται στην Εκκλησία να παίρνουν τα κατάλληλα φάρμακα και να τα τοποθετούν στα τραύματα της ψυχής τους και έτσι να επιστρέφουν στο σπίτι τους. 

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Εἰσαγωγή στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή


Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.

Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.

Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” - αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.

Ἑβδομαδιαῖον Πρόγραμμα Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν

Κυριακάτικο Κήρυγμα


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
(Ματθ. ς΄ 14-21)

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή Κυριακή τῆς Τυρινῆς μᾶς φέρνει στό κατώφλι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας παρομοιάζει μέ ἕνα ὄμορφο θαλασσινό ταξίδι.

Ἕνα ταξίδι πνευματικό ξεκινᾶ ἀπό αὔριο, Καθαρά Δευτέρα ἕως καί τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου, μέ κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τήν προσευχή, τήν ἔντονη λατρευτική ζωή καί τή νηστεία καί σκοπό τήν πνευματική προετοιμασία μας, γιά νά προσκυνήσουμε τά ἄχραντα Πάθη καί τήν ζωοποιό Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νά ἑορτάσουμε τό ἐτήσιο Πάσχα καί νά λάβουμε ἀφορμή νά ἑορτάζουμε τό Πάσχα καί κάθε Κυριακή τοῦ χρόνου.

Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας γιά 40 ἡμέρες νά μιμηθοῦμε τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας, ὁ Ὁποῖος πρίν ξεκινήσει τήν ἐπί γῆς δημόσια δράση του γιά τή σωτηρία μας νήστευσε στήν ἔρημο 40 ἡμερονύκτια. Κατόπιν ἀντιμετώπισε τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Βλ. Ματθ. δ, 1-11), ὁ πρῶτος ἀπό τούς ὁποίους σχετίζεται μέ τήν τροφή. 

Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὁ Ἀδάμ νικήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς τροφῆς καί ἔχασε τήν ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου. Ὅμως ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Χριστός, ὡς ἀπόγονος καί ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους θά λέγαμε, ἐνίκησε τόν διάβολο καί θριάμβευσε ἐπί τοῦ πειρασμοῦ στόν ὁποῖον καταδέχθηκε νά ὑποβληθεῖ γιά νά μᾶς ἀποδείξει τήν ἄμετρη συμπάθειά Του, στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τῶν πειρασμῶν.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

† Κυριακῇ 17 Μαρτίου 2024 (Τυρινῆς)


† Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ

Τὸ Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον
Κεφ. στ' : 14-21

Εἶπεν ὁ Κύριος· ῞Εὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. ῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ, σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων, ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν, καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ, ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ


Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στὴ Ρώμη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.) ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. 

Ὁ πατέρας του Εὐφημιανὸς ἦταν συγκλητικός, φιλόπτωχος καὶ συμπαθής, ὥστε καθημερινὰ τρεῖς τράπεζες παρέθετε στὸ σπίτι του γιὰ τὰ ὀρφανά, τὶς χῆρες καὶ τοὺς ξένους ποὺ ἦταν πτωχοί. Ἡ γυναίκα του ὀνομαζόταν Ἀγλαΐς καὶ ἦταν ἄτεκνη. Στὴ δέησή της νὰ ἀποκτήσουν παιδί, ὁ Θεὸς τὴν εἰσάκουσε. Καὶ τοὺς χάρισε υἱό. 

Ἀφοῦ τὸ παιδὶ μεγάλωσε καὶ ἔλαβε τὴν κατάλληλη παιδεία, ἔγινε σοφότατος καὶ θεοδίδακτος. Ὅταν ἔφθασε στὴ νόμιμη ἡλικία, τὸν στεφάνωσαν μὲ θυγατέρα ἀπὸ βασιλικὴ καὶ εὐγενικὴ γενιά. Τὸ βράδυ ὅμως στὸ συζυγικὸ δωμάτιο ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ τὴν ζώνη, τὰ ἐπέστρεψε στὴν σύζυγό του καὶ ἐγκατέλειψε τὸν κοιτώνα.

Οι τριμερήτες


Τα χείλη του μουδιασμένα ζητούσαν νερό. Είχε τρεις μέρες να φάει και να πιει κάτι. Ακολουθίες πολύωρες, μετάνοιες, μελέτη, ο κανόνας στο κελί του, η κατα μόνας αγρυπνία. Όλα μαζί του δίνανε μια μικρή γεύση από την άσκηση των μεγάλων ασκητών της ερήμου που ζούσανε έτσι όχι για μερικές ημέρες αλλά σχεδόν όλη τους την ζωή. 

-------------------- 

Ήταν τυπικό του μοναστηριού του να κρατούνε τριήμερη -απόλυτη- νηστεία οι πατέρες μέχρι την πρώτη Προηγιασμένη. Ήταν παράδοση να κάνουνε ένα γερό ξεκίνημα στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. 

-------------------- 

Δίψα. Αυτό το αίσθημα ήταν φοβερό. Ήταν πλέον Τετάρτη απόγευμα. Η Προηγιασμένη έφτανε στο τέλος της. Έφτανε η στιγμή που μετά από σχεδόν τρεις ημέρες πλήρους νηστείας θα άνοιγε το στόμα του για να φάει. Ο ιερέας κάλεσε τους πιστούς. «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Μια μικρή ζαλάδα τον έκανε να πιάσει την κολόνα του ναού. Ένας ένας οι μοναχοί σαν πουλάκια άνοιγαν το στόμα τους περιμένοντας την μάνα τους Εκκλησία να τα ταΐσει. Ήρθε η σειρά του. Άνοιξε το στόμα του. 

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Λόγος Κατηχητήριος επί τη ενάρξει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής (2024)


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,

ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,

ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

* * *

Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης μᾶς ἠξίωσε καί πάλιν νά εἰσέλθωμεν εἰς τήν ψυχωφελῆ περίοδον τοῦ Κατανυκτικοῦ Τριῳδίου καί νά φθάσωμεν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εἰς τό πλῆρες ἄνωθεν δωρημάτων καί σταυροαναστασίμου εὐφροσύνης στάδιον τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων. Κατά τό εὐλογημένον αὐτό διάστημα ἀποκαλύπτεται εὐκρινῶς ὁ πνευματικός πλοῦτος καί ὁ δυναμισμός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἡ σωτηριολογική ἀναφορά ὅλων τῶν ἐκφάνσεών της.

Συνέχεια νικημένοι

20160202-2

Αυτοί που φοβούνται τον θάνατο και αγαπούν την μάταιη ζωή, φοβούνται ακόμη και τα μικρόβια, και επόμενο είναι να βρίσκονται συνέχεια νικημένοι από την δειλία,

Πώς ξέρουμε ότι η Παναγία ακούει τις προσευχές και βοηθά;


“Μην αφήνουμε ούτε μία ημέρα χωρίς να επικαλούμαστε την Παναγία μας.

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος ευλαβής πού ωνομαζόταν Αγαθόνικος. Αυτός είχε διδαχθή, ἀκόμη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, να λέγη μπροστά στήν Εικόνα της Παναγίας, τόν ύμνο αυτό: «Θεοτόκε, Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σού. Ευλογημένη, σύ εν γυναιξί καί Ευλογημένος ὁ καρπός της κοιλίας σου. Ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών».

Αργότερα έκανε μιά ζωή με πολλές φροντίδες καί έλεγε σπανιώτερα αυτόν τον Ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά-σιγά έπαυσε νά τον λέγη. Ο Θεός όμως, ὁ Οποίος δέν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, έστειλε στο σπίτι του έναν ερημίτη ἀπό την Θηβαΐδα γιά να τον ελέγξη, διότι ἐξέχασε αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Ο Αγαθόνικος ἀπήντησε στον ερημίτη μοναχό ότι έπαυσε να τον λέγη, διότι, παρότι τον έλεγε για πολλά χρόνια, όμως δεν εύρησκε καμμία ωφέλεια. Τότε ο ερημίτης του είπε:

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Πότε η προσευχή μένει αναπάντητη


Η προσευχή μένει ἀναπάντητη, ὅταν τό περιεχόμενό της ἔλθη σέ ἀντίθεσι μέ ἐκεῖνο πού παρέδωσε ὁ Κύριος.

«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήση τά θελήματά του, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ὁ Θεός καί δέχεται τήν προσευχή του».

Καί ἄν ἀπαντήση κανείς ὅτι μερικοί, μολονότι ζήτησαν ἀπό τόν Θεό ἀγαθά πράγματα, δηλαδή κτῆσι ἀρετῶν καί θεῖο φωτισμό, δέν ἔλαβαν τίποτε ἀπό ἐκεῖνα, πού ζήτησαν, τότε ἀπαντοῦμε «ὅτι οὐ αὐτά καθ’ ἑαυτά τά ἀγαθά ἠξίωσαν λαβεῖν, ἀλλ’ ἕνεκα τοῦ ἐπαινεῖσθαι δι’ αὐτά”, δηλαδή δέν ζήτησαν αὐτά καθ’ ἑαυτά τά ἀγαθά, ἀλλά ἡ αἴτησί τους ἦταν γεμάτη ἀπό ὑπερηφάνεια. 

Ἤθελαν νά ὑπερηφανεύωνται μέ τά ἀγαθά, τά ὁποῖα θά ἐδέχοντο ἀπό τόν Θεό”. Μέ ἄλλα λόγια, καί ἄν ἀκόμη τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς εἶναι ἀγαθό, ἡ πρόθεσις ὅμως τοῦ προσευχομένου εἶναι πονηρή, τότε ἡ ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ στόν προσευχόμενο εἶναι ἀρνητική, ὁ Θεός ἀπαντᾶ μέ τό ὄχι.

Ὅταν ζητήσουμε κάτι καί δέν λάβουμε, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, νά σκεφθοῦμε τά ἑξῆς:

α) «Ἤ χρειαζόταν μεγαλύτερη ἐπιμονή καί καρτερία στήν προσευχή»