Κάποτε λοιπόν δύο φιλόσοφοι ήλθαν προς αυτόν, ειδωλολάτρες, που νόμιζαν ότι μπορούν να ελέγξουν τον Αντώνιο. Ήταν στο όρος το έξω. Ο Αντώνιος κατάλαβε ποιοί άνθρωποι είναι όταν τους είδε και εξήλθε προς αυτούς και είπε με διερμηνέα: "Γιατί τόσο πολύ κοπιάσατε να έλθετε, ω φιλόσοφοι, προς ανόητο άνθρωπο;"
Όταν είπαν αυτοί ότι δεν είναι ανόητος, αλλά και πολύ φρόνιμος, είπε προς αυτούς: "Αν μεν προς ανόητο ήλθατε, περιττός ο κόπος σας. Αν όμως θεωρείτε ότι είμαι φρόνιμος, να γίνετε όπως είμαι εγώ. Επειδή πρέπει να μιμούμαστε τα καλά. Και αν μεν εγώ ερχόμουν προς εσάς, τότε θα εμιμόμουν εσάς. Αν όμως εσείς (ήλθατε) προς εμένα, να γίνετε όπως εγώ. Επειδή είμαι Χριστιανός. Αυτοί θαυμάζοντας ανεχώρησαν επειδή έβλεπαν και τους δαίμονες να φοβούνται τον Αντώνιο.
Όταν άλλοι από αυτούς τον συνάντησαν προς το όρος το έξω και νόμισαν ότι θα τον χλευάσουν επειδή δεν είχε μάθει γράμματα, είπε προς αυτούς ο Αντώνιος: "Εσείς τι λέτε; Ποιό είναι πρώτο, ο νους ή τα γράμματα; και ποιό είναι αίτιο ποίου, ο νους των γραμμάτων, ή τα γράμματα του νου;"