Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Ανακοίνωση Εσπερινού


Πως θα μπορέσουμε να αποσπάσουμε τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος...

Πως όμως θα μπορέσουμε να αποσπάσουμε τη βοήθεια του Πνεύματος και να το πείσουμε να μείνει κοντά μας;

Με έργα αγαθά και άριστο τρόπο ζωής. Γιατί όπως το φως του λυχναρίου διατηρείται με λάδι και όταν ξοδευθεί αυτό σβήνει και το φως μαζί του και τελειώνει, έτσι ακριβώς και η χάρη του Πνεύματος, όταν έχουμε να παρουσιάσουμε έργα αγαθά και η ψυχή μας είναι γεμάτη από πολλή ελεημοσύνη, μένει η φλόγα σαν να διατηρείται από λάδι, όταν όμως αυτή δεν υπάρχει, φεύγει καιαναχωρεί, πράγμα που έγινε και στις πέντες παρθένες... Γιατί το παράπτωμά τους προήλθε μόνο από αδιαφορία...

Είναι καλό πράγμα η παρθενία και υπερφυσικό το κατόρθωμα. Αλλά το καλό και μεγάλο και υπερφυσικό αυτό πράγμα αν δεν είναι ενωμένο με τη φιλανθρωπία, δεν θα μπορέσει να φθάσει ούτε στα πρόθυρα του νυμφώνα.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Χριστολογία Ιωάννη του Δαμασκηνού

(Από το έργο του: 
΄Εκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως)


1.- Το Θείον είναι αόρατο και ακατάληπτο. «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε».

2.- Ο Υιός και Λόγος του Θεού κατά την φύση είναι ίδιος με τον Πατέρα, είναι όμως διαφορετικό πρόσωπο από εκείνον.

3.- Η Αγία Τριάδα αποτελείται από τρία πρόσωπα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το Άγιο, τρεις τέλειες υποστάσεις, ενωμένες με ασύγχυτο τρόπο και συνάμα διαιρούμενες αδιάστατα.

4.- Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι γέννημα του Πατέρα αείποτε.

5.- Τα ακοινώνητα της Αγίας Τριάδας είναι, ότι ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό.

6.- Θεότητα ονομάζεται η Αγία Τριάδα.

7.- Ο Υιός ως άνθρωπος θα κατέβει και θα καθίσει σε θρόνο δόξας και θα κρίνει ολόκληρη την οικουμένη με δικαιοσύνη.

8.- Ο Λόγος του Θεού είναι ο Υιός του Θεού, αυτός που ουσιαστικά βρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Πατέρα.

9.- Η Δημιουργία ξεκινά με την δημιουργία των αιώνων. Έπεται η δημιουργία των αγγέλων και κατόπιν της κτίσης.

10.- Με την ευδοκία του Θεού Πατέρα, ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, που είναι στον κόλπο του Πατέρα, ο ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ο τέλειος Θεός,γίνεται τέλειος άνθρωπος και ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος αναδεικνύεται μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

11.- Η σύλληψη του Λόγου έγινε στην άχραντη μήτρα της Παρθένου, όχι από θέλημα ή από επιθυμία ή από συνάφεια με άνδρα ή από γέννηση ηδονική, αλλά από το Άγιο Πνεύμα και την πρώτη γένεση του Αδάμ.

12.- Ο Θεός ενανθρωπίστηκε, δεν θεώθηκε ο άνθρωπος. Γιατί, ως τέλειος Θεός κατά φύση, έγινε ο ίδιος τέλειος άνθρωπος κατά φύση. Ενώθηκε καθ’ υπόσταση ασύγχυτα και αναλλοίωτα και αδιαίρετα με τη σάρκα, που πήρε από την αγία Παρθένο, δεν μετέβαλε τη φύση της θεότητάς του στην ουσία της σάρκας, ούτε βέβαια την ουσία της σάρκας του στη φύση της θεότητάς του και δεν αποτέλεσε μια σύνθετη φύση από τη θεία φύση και την ανθρώπινη που προσέλαβε.

13.- Το όνομα Χριστός λέμε ότι είναι της υποστάσεως, χωρίς να λέγεται μόνο για μια φύση, αλλά σημαίνει και τις δυο φύσεις.

14.- Ότι βέβαια ο Χριστός πριν από την ένωση ήταν μιας φύσεως είναι ολοφάνερο (Μη ορθή διατύπωση, καθότι Χριστόν δεν έχουμε πριν την ενανθρώπηση. Το ορθό είναι ότι ο Λόγος είχε μια φύση, τη θεία και αφού ενανθρώπησε ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση, που εντάχθηκε στην υπόστασή του και έγινε ενυπόστατη. Ο Χριστός είναι η μια υπόσταση του Λόγου με τις δυο φύσεις, τη θεότητα και την ανθρωπότητα, όπως ο ίδιος διευκρινίζει στα σημεία 28, 29 και 30)..

15.- Στη μια υπόσταση του Χριστού, το κτιστό έχει μείνει κτιστό και το άκτιστο άκτιστο, το θνητό έμεινε θνητό και το αθάνατο έμεινε αθάνατο, το περιγραπτό περιγραπτό και το απερίγραπτο απερίγραπτο, το ορατό ορατό και το αόρατο αόρατο. Το ένα φωτίζει με τα θαύματα, ενώ το άλλο έχει υποπέσει στις ταπεινώσεις.

16.- Ο Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα κατά την θεότητα και ομοούσιος με την Μητέρα κατά την ανθρωπότητα.

17.- Ο Χριστός όλος λοιπόν είναι Θεός τέλειος, όμως ως ολότητα δεν είναι Θεός (γιατί δεν είναι μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος) και όλος είναι άνθρωπος τέλειος, όμως ως ολότητα δεν είναι άνθρωπος (γιατί δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός). Η ολότητα είναι παραστατικό της φύσης, ενώ όλος σημαίνει την υπόσταση, όπως ακριβώς το άλλο σημαίνει τη φύση, ενώ το άλλος την υπόσταση.

18.- Ο Χριστός είναι ένας, Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος, που τον προσκυνούμε μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, με μια προσκύνηση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η άχραντη σάρκα του.

19.- Η Αγία Τριάδα έμεινε Τριάδα και μετά τη σάρκωση του Λόγου.

20.- Στον Τρισάγιο Ύμνο, το «Άγιος ο Θεός» αποδίδεται στον Πατέρα, το «Άγιος Ισχυρός» αποδίδεται στον Υιό και το «Άγιος Αθάνατος» στο Πνεύμα το Άγιο.

21.- Ο Λόγος έγινε αμετάβλητα άνθρωπος, δεν έγινε η Θεότητα άνθρωπος, αλλά μια από τις υποστάσεις της Θεότητας.

22.- Το όνομα Θεός βάζουμε σε καθεμιά από τις υποστάσεις, το όνομα όμως της Θεότητας δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για κάθε υπόσταση, αλλά μόνο για τη μια φύση της Τριάδας.

23.- Από τα τρία πρόσωπα της Θεότητας, ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα με κανένα τρόπο δεν κοινώνησαν με τη σάρκωση του Λόγου, παρά μόνο κατά τα θαύματα, την ευδοκία και τη βούληση.

24.- Ο Χριστός, μετά την ανάσταση, αναχώρησε στους ουρανούς και έτσι κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, θέλοντας και ενεργώντας θεϊκά και ανθρώπινα τη σωτηρία μας.

25.- Η Ανάσταση από τη γη στους ουρανούς και η κατάβαση είναι ενέργειες σώματος που περιγράφεται, γιατί όπως λέγει η Γραφή «Ούτως γαρ πάλιν ελεύσεται προς υμάς, όν τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν».

26.- Ο Χριστός κάθισε δεξιά του Θεού πατέρα, όχι όμως τοπικά. Γιατί ο απερίγραπτος δεν έχει δεξιά με τοπική έννοια. Δεξιά και αριστερά είναι γνωρίσματα αυτών που περιγράφονται. Δεξιά του Πατέρα λέμε τη δόξα και την τιμή της Θεότητας, όπου ο Υιός του Θεού πριν από τους αιώνες υπάρχοντας, ως Θεός και ομοούσιος με τον Πατέρα, τελευταία επειδή σαρκώθηκε,κάθεται και σωματικά, αφού δοξάστηκε μαζί του και η σάρκα.

27.- Η υπόσταση του Θεού Λόγου πριν από τη σάρκωση ήταν απλή και ασύνθετη και ασώματη και άκτιστη, όταν όμως σαρκώθηκε έγινε και υπόσταση στη σάρκα και σύνθετη από τη θεότητα, που είχε πάντοτε και από τη σάρκα που προσέλαβε και φέρνει τα ιδιώματα των δυο φύσεων, γνωριζόμενη σε δυο φύσεις, ώστε η ίδια είναι μια υπόστασηάκτιστη στη θεότητα και κτιστή στην ανθρωπότητα, ορατή και αόρατη, οπότε έχουμε «διαφορά» μεταξύ των θεαρχικών προσώπων στην αγία Τριάδα («διαφέρει του τε Πατρός και του Πνεύματος κατά το υπάρχειν Θεόν τε ομού και άνθρωπον τον αυτόν»). Εν τούτοις, η «διαφορά» αυτή δεν επιφέρει οιανδήποτε «τροπήν» ή «αλλοίωσιν» στην υπερούσια Τριάδα, εφ’ όσον είναι υποστατική, τα δε υποστατικά «ιδιώματα» στη Θεότητα δεν «λυμαίνονται» την θεία ενότητα.

28.- Ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε και ονομάστηκε Χριστός, από τη στιγμή που σκήνωσε στη μήτρα της αγίας Αειπαρθένου και έγινε άτρεπτα σάρκα και η σάρκα χρίστηκε με τη Θεότητα.

29.- Δεν πρέπει να ονομάζεται Χριστός Ιησούς, ούτε ο Λόγος του Θεού χωρίς την ανθρωπότητα, ούτε βέβαια η σάρκα που γεννήθηκε από γυναίκα και δεν ενώθηκε με το Λόγο. Γιατί ο Λόγος του Θεού, φερόμενος μυστικά μαζί με την ανθρωπότητα, με ένωση κατά το σχέδιο της οικονομίας, νοείται ως ο Χριστός. Όταν ο Λόγος έγινε σάρκα, τότε λέμε ότι και ονομάστηκε Χριστός Ιησούς.

30.- Ο Θεός, που προϋπήρχε, πριν από τη σάρκωσή του δεν ήταν άνθρωπος, αλλά Θεός προς τον Θεό, ως αόρατος και απαθής. Ούτε λοιπόν το όνομα Χριστός χρησιμοποιείται χωρίς τη σάρκα, επειδή στο όνομα αυτό ακολουθεί το πάθος και ο θάνατος.

31.- Η σύλληψη του Χριστού έγινε δια μέσου της ακοής, ενώ η γέννηση δια μέσου της συνηθισμένης εξόδου αυτών που γεννιούνται, χωρίς να παραβιαστεί η πύλη εξόδου.

32.- Ο Χριστός έδωσε την εντολή στους Αποστόλους «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Εδώ ο Υιός είναι αποκλειστικά ο Θεός Υιός.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ο νέος Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος


Σήμερα Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014, συνήλθε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για να προβεί στην πλήρωση του Μητροπολιτικού θρόνου της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, εκλέγοντας το νέο Ποιμενάρχη μας.

Νέος Μητροπολίτης Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος εκλέχθηκε ο :



κ.κ. Γεώργιος Χρυσοστόμου




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ | ΑΡΧ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964.

Πτυχιούχος της Θεολογικής και της Φιλοσοφικής Σχολής, Διπλωματούχος Θεολογίας και Διδάκτωρ Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Παρακολούθησε ευρύτερες σπουδές στη Γαλλία και στην Ιταλία.

Υπηρετεί ως καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης.

Διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Ορθόδοξου Πανεπιστημίου στη Ρεπουπμλικανική Δημοκρατία του Κονγκό – R.D.C και στη Θεολογική Ακαδημία Κιέβου.

Συνέγραψε 6 βιβλία και 50 επιστημονικά άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, ενώ επιμελήθηκε πολλές επιστημονικές εκδόσεις.

Διοργάνωσε 30 επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες, ενώ έλαβε μέρος ως εισηγητής σε πολλά επιστημονικά συνέδρια και επιμορφωτικά σεμινάρια.

Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στη Θεσσαλονίκη.
Διετέλεσε διάκονος του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης και εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων Θεσσαλονίκης, καθώς και του ομώνυμου Ναού της Βέροιας.

Κατά καιρούς κατείχε διάφορες επιτελικές θέσεις στην εκκλησιαστική διοίκηση στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας.

Μέλος εκκλησιαστικών και ακαδημαϊκών αποστολών στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.

Ομιλεί αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ρωσικά.

Ονομαστική εορτή: 3 Νοεμβρίου (Ανακομιδή λειψάνων Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου).



Α Ξ Ι Ο Σ ! ! !

Πολλά τά ἕτη Δέσποτα ! ! !


Οι Ιερείς,
Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο
και το Προσωπικό
του Ιερού Ναού Παντανάσσης

Τί πρέπει νὰ αἰτούμεθα τὸν Θεὸ καὶ τί ὄχι

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς 


«Ἐὰν τὶς ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. Ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ» (Α” Ἰωάννου 5,16).

Εὐαγγελικὸ εἶναι νὰ ἐπιθυμεῖς γιὰ τὸν καθένα τὴν σωτηρία του καὶ νὰ ἐργάζεσαι γι” αὐτήν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Χριστοῦ γιὰ καθέναν, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι καὶ δική μας ἐπιθυμία. 

Καὶ τοῦτο σημαίνει: νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε γιὰ κανέναν τὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἁμαρτωλό, ἀλλὰ πάντα νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Πανάγαθο· νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε γιὰ κανέναν τὸ θάνατο καὶ ὅ,τι εἶναι θανατηφόρο, ἀλλὰ πάντα νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀθανασία καὶ ὅ,τι ὁδηγεῖ στὴν ἀθανασία· νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε γιὰ κανέναν τὸν διάβολο καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι διαβολικό, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθέναν νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ ὅ,τι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἁμαρτία, ἐπιθυμοῦν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς τὸν θάνατο. Ἐὰν κάποιος εἶναι ἀνεπιστρεπτὶ ἐρωτευμένος μὲ τὶς ἁμαρτίες του, αὐτὸς ἤδη θανάτωσε τὸν ἐαυτό του. Ἐὰν ἐπιθυμεῖ κάποιος τὴν ἁμαρτία γι' ἄλλον, αὐτὸς ἐπιθυμεῖ τὸν θάνατό του. Ἐπειδὴ «ἡ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον» (Ἰακ. α’, 15).

Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἁμαρτίας: 

ἡ «ἁμαρτία μὴ πρὸς θάνατον» 
καὶ ἡ «ἁμαρτία πρὸς θάνατον». 

Ἡ «ἁμαρτία μὴ πρὸς θάνατον» εἶναι ἐκείνη ἡ ἁμαρτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ. Κάθε ἁμαρτία φέρνει στὴν ψυχὴ ἀπὸ ἕνα μικρὸ θάνατο· ἐνῶ μὲ τὴν μετάνοια ὁ ἄνθρωπος διώχνει τὴν ἁμαρτία ἀπὸ μέσα του, διώχνει τὸν θάνατο, ἀνασταίνει τὴν ψυχὴ του ἐκ νεκρῶν. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι μόνο δεύτερη βάπτιση, ἀλλὰ καὶ πρώτη ἀνάσταση. Ἀνάσταση τῆς ψυχῆς ἐκ νεκρῶν. Ἡ μετάνοια καταστρέφει τὸν τάφο τῆς ψυχῆς, ἐξαφανίζει τὸν πνευματικὸ θάνατο, εἰσάγοντας τὸν ἄνθρωπο στὴν αἰώνια ζωή. Ὁποιεσδήποτε ἁμαρτίες κι ἂν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν μετανοήσει, «ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν»: «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἢν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε’, 24.32). 

Ἔτσι, «ἁμαρτία μὴ πρὸς θάνατον» εἶναι κάθε μετανοημένη ἁμαρτία, ἀκόμα καὶ ἂν πραγματοποιήθηκε «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας», ἐφόσον αὐτὸς ποὺ τὴν διέπραξε εἶπε «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας» «μετανοῶ» (Λουκ. ιζ’, 3-4). 

Ἐνῶ «ἁμαρτία πρὸς θάνατον» εἶναι κάθε ἀμετανόητη ἁμαρτία, δηλαδὴ κάθε ἁμαρτία κατὰ τὴν ὁποία καὶ στὴν ὁποία παραμένει ὁ ἄνθρωπος συνειδητά, ἑκούσια καὶ ἐπίμονα. Τέτοια ἁμαρτία προκαλεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς. Καὶ ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ στέρηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν χαρισματικῶν δωρεῶν καὶ δυνάμεών Του ἀπὸ τὴν ψυχή. 

Ὁ ἅγιος Θεολόγος εὐαγγελίζεται: «Ἐὰν τὶς ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. Ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήςῃ».«Αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν». 

Ἐπειδὴ ἔκανε ἁμαρτία πέθανε, νέκρωσε τὸν ἑαυτό του, σκότωσε τὸν ἑαυτό του· ἐὰν παρακαλέσει, θὰ τοῦ δοθεῖ μέσω τῆς μετανοίας ἀνάσταση ἐκ νεκρῶν, ζωή. Ἔτσι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μετάνοια εἶναι νικητὲς τοῦ θανάτου· ἀνασταίνουν νεκρούς. 

Γιὰ τὴν «ἁμαρτία πρὸς θάνατον» νὰ μὴν «ἐρωτήσῃ». Γιατί; Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος μ' ὅλο του τὸ εἶναι, μ' ὅλη τὴν ψυχή, μ' ὅλη τὴ συνείδηση, μ' ὅλη τὴ θέληση εἰσέρχεται στὴν ἁμαρτία καὶ παραμένει συνειδητὰ καὶ ἑκούσια σ' αὐτήν. Δὲν θέλει νὰ τὴν ἀπαρνηθεῖ, νὰ τὴν μισήσει. 

Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ «δεύτερος θάνατος», ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν ἀνασταίνεται. Σὲ τέτοιον ἄνθρωπο ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ, οὔτε θέλει νὰ τοῦ ἐπιβάλλει μὲ βία τὴν μετάνοια. Οὔτε ἐπιθυμεῖ, οὔτε θέλει, οὔτε μπορεῖ, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, καὶ διὰ τῆς ἀγάπης «εἶναι» καὶ ζεῖ καὶ ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο μὲ θεόμορφη ἐλευθερία. 

Ἐὰν ἐπέβαλλε μὲ τὴ βία στὸν ἄνθρωπο τὴ θέλησή Του, τὸ Εὐαγγέλιό Του, τὴ σωτηρία Του, τὴ Βασιλεία Του, τὸν Ἑαυτό Του, τότε θὰ κατέστρεφε τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὁ ἄνθρωπος θὰ σταματοῦσε νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ θὰ γινόταν αὐτόματο, μηχανή, ρομπότ.

Ἐνῶ ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι στὴν φύση τῆς ἀγάπης. Ἐὰν θὰ τὸ ἔκανε, θὰ σταματοῦσε νὰ εἶναι Ἀγάπη. Ἐὰν σταματοῦσε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἀγάπη θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι Θεός. 

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ ἅγιος Μύστης συμβουλεύει ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὴν «ἁμαρτία πρὸς θάνατον». Καὶ μ' αὐτὸ τὸν τρόπο μᾶς ὑποδεικνύει τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς πρὸς τί πρέπει νὰ αἰτούμεθα τὸν Θεὸ καὶ τί ὄχι.


Ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκδ. Ἐν πλῷ

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Για τα ελαφρά αμαρτήματα

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης


Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο πνευματικότατο βιβλίο του Πνευματικά Γυμνάσματα (Μελέτη ΙΔ) αναπτύσσει με πολλά επιχειρήματα πόσο μεγάλη ζημιά προξενούν τα λεγόμενα ελαφρά ή μικρά ή συγγνωστά αμαρτήματα.

Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι, επισημαίνει ο Άγιος, με ελαφρά συνείδηση δικαιολογούν πολλές παρεκκλίσεις τους από το θέλημα του Θεού, λέγοντας, δεν είναι τίποτε που είπα ένα μικρό ψεματάκι, δεν είναι τίποτε…, που αστειεύθηκα, που κάπνισα, που θύμωσα, που είπα πειρακτικούς λόγους εις βάρος του αδελφού μου, που έφαγα περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν και παραγέμισα το στομάχι μου.

Η Αγία Γραφή μας βεβαιώνει ρητώς ότι και για τους αργούς λόγους θα δώσουμε λόγο στο Θεό (βλ. Ματθ. ιβ 36)· και για την εμπεπλησμένη γαστέρα και για τους γέλωτες θα δώσουμε λόγο στο Θεό (βλ. Λουκ. ς 25). Αν πούμε λόγου ψέματα, μεγάλα, αμαρτάνουμε ενώπιον του Θεού. Μικρά ονομάζονται χάριν διακρίσεως, για να ξεχωρίζουν από τα θανάσιμα. Μια λίμνη ονομάζεται μικρή, όταν συγκρίνεται με τον ωκεανό. Αλλά αυτή καθ’ εαυτήν δεν είναι μικρή.

Έχει χιλιάδες και εκατομμύρια κυβικά νερού. Άρα όλα τα αμαρτήματα έχουν το βάρος τους, είτε μικρά ονομάζονται είτε μεγάλα. Μας ζημιώνουν λοιπόν και τα λεγόμενα ελαφρά ή μικρά αμαρτήματα.

Πρωτίστως διότι ασχημίζουν την ψυχή, τη στερούν από την αφθονία της θείας Χάριτος, ψυχραίνουν τη θερμότητα της αγάπης της προς τον Θεό, εξασθενίζουν τις νοερές δυνάμεις της, αδυνατίζουν τις καλές συνήθειές της, μειώνουν χάριν ψέματα είτε μικρά είναι είτε τον ενθουσιασμό για τους αγώνες της ευσεβείας, συνηθίζουν τη θέληση να κλίνει με ευκολία προς το κακό, ξηραίνουν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς.

Οι περισσότερες σωματικές ασθένειες δεν οδηγούν ακαριαίως στον βιολογικό θάνατο. Στην αρχή προξενούν πονοκέφαλο, πυρετό, εξάντληση· σιγά- σιγά όμως φθείρουν την υγεία μας. Έτσι και τα ελαφρά αμαρτήματα δεν οδηγούν αστραπιαίως στον πνευματικό θάνατο.

Στην αρχή προξενούν όλες τις παρενέργειες που προαναφέραμε, αλλά σιγά-σιγά επιβαρύνουν την ασθένεια της ψυχής μας. Επίσης μας ζημιώνουν τα ελαφρά αμαρτήματα, διότι ανοίγουν τον δρόμο προς τα θανάσιμα αμαρτήματα. Εφόσον μας σπρώχνουν συνεχώς στον γκρεμό, κάποια στιγμή, χωρίς καν να το αντιληφθούμε, μας ρίχνουν στα βάραθρά του.

Θεωρούμε μικρό αμάρτημα, γράφει ο άγιος Νικόδημος, το να επιθυμήσουμε «το μάταιον κάλλος», αλλά ας μετρήσουμε πόσα κακά προέρχονται από αυτό: Ολόκληρη αλυσίδα αμαρτημάτων που ακολουθούν το ένα κατόπιν του άλλου, ώσπου στο τέλος μας ρίχνουν στα βάραθρα της κολάσεως. Ο κατήφορος δεν έχει σταματημό.

Βρισκόμαστε χαλαροί και δεν αντικρούουμε την πρώτη προσβολή. Αλλά η υποχώρηση αυτή φέρνει και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, ώσπου στο τέλος μας οδηγεί στη θανάσιμη αμαρτία. Ο κλέφτης αρχίζει να κλέβει μικροποσά και καταλήγει μεγαλοαπατεώνας.

Έτσι κι εμείς αρχίζουμε να πέφτουμε στα ελαφρά και καταλήγουμε να πέφτουμε και σε θανάσιμα αμαρτήματα. «Ο εξουθενών τα ολίγα κατά μικρόν πεσείται» (Σοφ. Σειρ. ιθ 1). Αυτός που καταφρονεί τα μικρά αμαρτήματα πέφτει και στα μεγάλα.

Μην υποτιμούμε τη ζημιά που προξενούν τα ελαφρά αμαρτήματα. Όπως μία αλεπού, αν μπει στο αμπέλι τον καιρό που είναι ώριμα τα σταφύλια, κάνει μεγάλη ζημιά, έτσι και τα μικρά αλεπουδάκια της, αν μπουν στο αμπέλι την ίδια εποχή, κάνουν εξίσου μεγάλη ζημιά. Αφανίζουν αμπελώνες (βλ. Άσμ. β 15).

Επιπλέον μας ζημιώνουν τα ελαφρά αμαρτήματα, διότι μας αιχμαλωτίζουν στον μισάνθρωπο διάβολο, όπως μας αιχμαλωτίζουν και τα θανάσιμα αμαρτήματα. Ας υποθέσουμε, προσθέτει ο άγιος Νικόδημος, ότι ένα λιοντάρι πιάνεται στην παγίδα από το ένα πόδι του, και άλλο λιοντάρι πιάνεται από τα τέσσερα.

Εφόσον και τα δυό πιάνονται στις παγίδες, είναι εξίσου αιχμάλωτα. Ας υποθέσουμε ότι μια βάρκα βυθίζεται, όταν τη φορτώσουμε με έναν πολύ μεγάλο και βαρύ βράχο που δεν αντέχει να τον σηκώσει. Εξίσου βυθίζεται, αν τη φορτώσουμε και με αμέτρητους κόκκους άμμου. Και οι μικροσκοπικοί κόκκοι της άμμου και ο γιγαντιαίος βράχος την ίδια ζημιά κάνουν. Από τις θεοφώτιστες επισημάνσεις του αγίου Νικοδήμου φαίνεται πολύ καθαρά ότι και τα ελαφρά αμαρτήματα προξενούν μεγάλη ζημιά, όπως και τα θανάσιμα. Και τα ελαφρά αμαρτήματα οδηγούν στον πνευματικό θάνατο, όπως και τα θανάσιμα.

Να μην υποχωρούμε λοιπόν στο κακό. Να παρακαλούμε τον άγιο Θεό να μας δίνει τη χάρη Του να μην κυριευθούμε από καμιά αμαρτία. «Μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία» (Ψαλμ. ριη 133). 

Να μη γλιστρούμε ούτε στα ελαφρά ούτε στα θανάσιμα αμαρτήματα, αλλά να βαδίζουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού «το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. ιβ 2).

Περί του πνευματικού κόσμου

Γέροντας Θαδδαίος


Όταν ήμουν στον ενοριακό ναό του Βλάσκι Ντολ ήρθε ένας χωρικός να με δει και να μου πει την ιστορία του. Να τι μου διηγήθηκε:

Καθόταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού του, κουρασμένος έπειτα από ένα επίπονο μεροκάματο στα χωράφια, όταν εμφανίστηκε απ᾿ το πουθενά ένας ξένος. Ο χωρικός φαντάστηκε ότι ο άνθρωπος εκείνος ήταν κάποιος απρόσμενος επισκέπτης στο σπίτι του, αλλά ο ξένος τον προσκάλεσε να βαδίσουν για λίγο μαζί. Έτσι κι έγινε. Ο χωρικός δεν είχε ιδέα πού τον οδηγούσε ο ξένος. Στην πορεία, εμφανίστηκε έξαφνα μπροστά τους μια γυναίκα. Έλαμπε ολόκληρη. Ρώτησε:

«Πού τον πηγαίνεις;» κι ο ξένος μονομιάς εξαφανίστηκε. Κατόπιν, ρώτησε τον παραξενεμένο χωρικό, «Ξέρεις πού βρίσκεσαι;». Εκείνος της απάντησε όχι. Τότε η γυναίκα του έδωσε ένα χαστούκι και ξαναέκανε την ερώτηση. Ο χωρικός συνέχιζε να μην αναγνωρίζει πού βρισκόταν. Η γυναίκα τον χαστούκισε για δεύτερη φορά και τότε εκείνος αναγνώρισε το σπίτι του και τα γύρω χωράφια. 

Η γυναίκα τού ζήτησε να γυρίσει σπίτι του. Ο χωρικός θέλησε να την ευχαριστήσει, αλλά εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί. Όταν πήγε σπίτι του, το πρώτο πράγμα που τον ρώτησε η σύζυγός του ήταν: «Τι είναι αυτό γύρω από τον λαιμό σου;». Εκείνος κοίταξε και είδε στο λαιμό του μια θηλιά. Ο ξένος -επρόκειτο προφανός για κάποιον δαίμονα- τον οδηγούσε να πάει να κρεμαστεί. Ο χωρικός μού ζήτησε να του δώσω μια μικρή χάρτινη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, διότι πίστευε ότι ήταν εκείνη που τον έσωσε.

Βλέπετε λοιπόν ότι κάποιες φορές ο Θεός επιτρέπει στην Υπεραγία Θεοτόκο ακόμα και να εμφανιστεί σε μας, προκειμένου να μας σώσει.

Ένας άνθρωπος της ύλης δεν μπορεί να καταλάβει έναν πνευματικό άνθρωπο. Ό,τι λέει ένας πνευματικός άνθρωπος αποτελεί για τον άνθρωπο της ύλης μια φαντασία, διότι η ουράνια λογική είναι ολότελα διαφορετική από τη λογική του κόσμου τούτου. Ωστόσο, όταν συζητά κανείς με έναν άνθρωπο της ύλης μπορεί ίσως να τον κάνει να συμπεράνει ότι υπάρχει τελικά κάτι που κινεί τον κόσμο, και ότι υπάρχει αρμονία στο σύμπαν και δυσαρμονία στη γη.

Επομένως, οι υιοί του φωτός έχουν κληθεί να λάμψουν με τη ζωή τους όσο περισσότερο μπορούν, ώστε να σκορπίσουν το φως παντού. Διότι ο Κύριος είπε, «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω εἰ ήδη ανήφθη!» (Λουκ. 12: 49). Αυτό το πυρ είναι η θεία αγάπη.

Εμείς οι χριστιανοί έχουμε κληθεί να σκορπίσουμε στη γη την ατμόσφαιρα του ουρανού, την αιωνιότητα, την αγάπη, την ειρήνη, την αλήθεια και την ηρεμία. Αλλά είναι πολύ δύσκολο, αφού εκ νεότητός μας έχουμε μάθει την οργή και την ανυπακοή· έχουμε εθιστεί στο να ανταποδίδουμε τα ραπίσματα και να προσεγγίζουμε τον καθένα με δυσπιστία καί επιφυλακτικότητα. Έχουμε επιτρέψει να μπει στην καρδιά μας πολύ κακό και πρέπει τώρα να απαλλαγούμε από δαύτο.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας διδάσκει ότι όλο το κακό προέρχεται πρωτίστως από μας και δευτερευόντως από τον διάβολο. Αν επαγρυπνούμε, τηρώντας κραταιό στην πίστη τον νου και την καρδιά μας, δεν έχει σε μας πρόσβαση ο διάβολος. 

Ο διάβολος ενεργεί μονάχα πάνω στους δικούς μας κακούς λογισμούς και επιθυμίες. Όταν οργιζόμαστε ή φθονούμε, ή όταν συντηρούμε μέσα μας για μεγάλο χρονικό διάστημα βίαια συναισθήματα απέναντι σε κάποιον, ανοίγουμε από μόνοι μας το παράθυρο της καρδιάς μας στους δαίμονες.

Εκείνοι κατόπιν τρέφουν τις αμαρτίες μας και τις καλλιεργούν, κι εμείς δεν μπορούμε να τους ξεφορτωθούμε εύκολα. Ενίοτε βαλτώνουμε σε μια συγκεκριμένη αμαρτία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που καθίσταται αυτή δεύτερη φύση μας. Σ᾿ αυτή την περίπτωση, μόνο ο Θεός μπορεί να μας σώσει, τόσο από τον ίδιο μας τον εαυτό όσο και από τα νύχια των δαιμόνων.

Η μετάβαση από αυτή τη ζωή στην αιωνιότητα είναι πολύ δύσκολη. Πριν από αυτό μας το πέρασμα, μπορούμε να προσευχηθούμε, αλλά μετά από αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τον εαυτό μας -μόνο τα αγαπημένα μας πρόσωπα μπορούν να μας βοηθήσουν με τις προσευχές τους. Στην κατάσταση που θα μας βρει ο Κύριος την ώρα του θανάτου μας, έτσι και θα μας κρίνει.

Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να προσευχόμαστε για τα αγαπημένα μας πρόσωπα που έχουν αναχωρήσει από αυτή τη ζωή· αυτό είναι το πιο σημαντικό που χρειάζονται από μας. Ο Κύριος εισακούει τις προσευχές μας, όταν προσευχόμαστε εκ καρδίας, ακόμα κι αν είμαστε μεγάλοι αμαρτωλοί. Ο Κύριος κοιτάζει συνεχώς μέσα στην καρδιά μας, οπότε αν στραφούμε προς το πρόσωπό Του εκ βάθους καρδίας, τότε κι Εκείνος θα είναι μαζί μας εκεί. Θα ακούσει τις προσευχές μας ακόμα κι αν είμαστε πολύ αμαρτωλοί, αλλά συνάμα θά περιμένει από μας να μετανοήσουμε όσο ακόμα είναι καιρός.

Εμφανίστηκε σε όραμα κάποτε η Υπεραγία Θεοτόκος μπροστά σε κάποιον από τους Αγίους Πατέρες, ο οποίος ποθούσε να πληροφορηθεί πόσο γρήγορη είναι η κίνηση του πνεύματος. Του είπε: «Όταν ζητάμε μεσολάβηση, λαμβάνουμε συχνά βοήθεια άμεσα, ειδικά όταν βρισκόμαστε μεταξύ ζωής και θανάτου. Λαμβάνουμε βοήθεια άμεσα, αν κραυγάσουμε εκ βάθους καρδιάς». 

Η Υπεραγία Θεοτόκος απάντησε ότι το πνεύμα ανταποκρίνεται με την ταχύτητα της σκέψης κι ακόμα γρηγορότερα. Με τους λογισμούς μας μπορούμε να είμαστε παντού σε χρόνο μηδέν. Μπορεί να μην έχουμε καν τον χρόνο να σκεφτούμε και η βοήθεια είναι κιόλας εδώ. Είναι μια ταχύτητα αφάνταστη. Ο νους του ανθρώπου μπορεί να διαπεράσει την αιωνιότητα μέσα σε μια και μόνο στιγμή.

«Υπάρχει διαρκής πόλεμος μεταξύ καλού και κακού. Επιθυμούμε να είμαστε καλοί, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας δεν θέλουν να έχουμε ούτε ένα καλό χαρακτηριστικό στην προσωπικότητά μας – μόνο αρνητικά. Γι᾿ αυτό και πρέπει να πολεμάμε. Δεν μπορούμε να πολεμάμε μόνοι μας, αλλά ο Κύριος είναι προστάτης μας, διότι από τη στιγμή που θα Του ζητήσουμε ειλικρινά να μας βοηθήσει, θα έρθει αμέσως προς βοήθειά μας.

Κάποτε που ήμουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, είδα σε όραμα τον Σωτήρα να μου λέει ότι πρέπει να προσπέσω στην Υπεραγία Μητέρα Του, διότι εκείνη είναι η προστάτις των μοναχών. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να πασχίζουμε διαρκώς· αυτός είναι ο λόγος που έχουμε «πόλεμο λογισμών». Αυτός ο πόλεμος των λογισμών δεν μαίνεται εναντίον σάρκας και αίματος, αλλά εναντίον των πονηρών πνευμάτων, που κρατούν τον αιώνα τούτο, (πρβλ. Εφεσ. 6, 12). Ο απόστολος Παύλος λέει, «Τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι… τήν πίστιν τετήρηκα» (Β΄ Τιμ. 4:7).

Κι έτσι, πρέπει πάντοτε να προσπίπτουμε στον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο. Πρέπει να προσευχόμαστε να μας αξιώσει να Τον αγαπήσουμε όπως Τον αγαπούν η Υπεραγία Θεοτόκος, οι άγγελοι και οι Άγιοι. 

Ο παντοδύναμος Κύριος μπορεί σίγουρα να μας βοηθήσει σ᾿ αυτό. Ποθεί να είμαστε έτσι, ώστε να είμαστε εν αγάπη μαζί Του, εγκολπωμένοι για πάντα και για όλη την αιωνιότητα. Εύχομαι να προσεύχεστε όλοι σας στον Κύριο να σας αξιώσει να Τον αγαπήσετε κατ᾿ αυτό τον τρόπο. Έτσι θα νιώσετε ειρήνη, ηρεμία στην καρδιά σας, διότι θα έχετε δώσει την καρδιά σας σ᾿ Εκείνον που είναι άπειρος και που μπορεί να σας χαρίσει απεριόριστη αγάπη και ειρήνη.


Από το βιβλίο: «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας»
Εκδόσεις: Εν πλω

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Το να γίνει καλός κάποιος από φόβο στον Θεό κι όχι από αγάπη δεν έχει τόση αξία


Το Ευαγγέλιο, βέβαια, λέει με συμβολικές λέξεις για τον άδικο ότι θα βρεθεί εκεί, όπου υπάρχει «ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων», διότι μακράν του Θεού έτσι είναι. 

Και από τους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας πολλοί ομιλούν για φόβο θανάτου και κολάσεως. Λένε: «Έχε μνήμη θανάτου πάντοτε». 

Αυτές οι λέξεις, αν τις εξετάσομε βαθιά, δημιουργούν τον φόβο της κολάσεως. Ο άνθρωπος προσπαθώντας ν' αποφύγει την αμαρτία, κάνει αυτές τις σκέψεις, για να κυριευθεί η ψυχή του απ' το φόβο του θανάτου, της κολάσεως και του διαβόλου. 

Όλα έχουν τη σημασία τους, το χρόνο και την περίστασή τους. Η έννοια του φόβου είναι καλή για τα πρώτα στάδια. Είναι για τους αρχάριους, γι' αυτούς που ζει μέσα τους ο παλαιός άνθρωπος.

Ο άνθρωπος ο αρχάριος, που δεν έχει ακόμη λεπτυνθεί, συγκρατείται απ' το κακό με το φόβο. Και ο φόβος είναι απαραίτητος, εφόσον είμαστε υλικοί και χαμερπείς. Αλλ' αυτό είναι ένα στάδιο, ένας χαμηλός βαθμός σχέσεως με το θείον.

Το πάμε στη συναλλαγή, προκειμένου να κερδίσομε τον Παράδεισο ή να γλιτώσομε την κόλαση. Αυτό, αν το καλοεξετάσομε, δείχνει κάποια ιδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Εμένα δε μου αρέσει αυτός ο τρόπος.

Όταν ο άνθρωπος προχωρήσει και μπεί στην αγάπη του Θεού, τι του χρειάζεται ο φόβος; Ό,τι κάνει, το κάνει από αγάπη κι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία αυτό. Το να γίνει καλός κάποιος από φόβο στον Θεό κι όχι από αγάπη δεν έχει τόση αξία.


Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Μέσα στην Εκκλησία, που έχει τα μυστήρια που σώζουν, δεν υπάρχει απελπισία

Μέσα στην Εκκλησία, που έχει τα μυστήρια που σώζουν, δεν υπάρχει απελπισία. Μπορεί να είμαστε πολύ αμαρτωλοί. Εξομολογούμαστε όμως, μας διαβάζει ο παπάς κι έτσι συγχωρούμαστε και προχωρούμε προς την αθανασία, χωρίς καθόλου άγχος, χωρίς καθόλου φόβο.

Όποιος ζει τον Χριστό, γίνεται ένα μαζί Του, με την Εκκλησία Του. Ζει μια τρέλα! Η ζωή αυτή είναι διαφορετική απ' τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρά, είναι φως, είναι αγαλλίαση, είναι ανάταση. 


Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή του Ευαγγελίου, η Βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» (Λουκ. 17,21). Έρχεται μέσα μας ο Χριστός κι εμείς είμαστε μέσα Του. Και συμβαίνει όπως μ' ένα κομμάτι σίδηρο που τοποθετημένο μές στη φωτιά γίνεται φωτιά και φως· έξω απ' τη φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.

Όσοι κατηγορούν την Εκκλησία για τα λάθη των εκπροσώπων της, με σκοπό δήθεν να βοηθήσουν για την διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αυτοί δεν αγαπούν την Εκκλησία. Ούτε, βέβαια τον Χριστό. Τότε αγαπάμε την Εκκλησία, όταν με την προσευχή μας αγκαλιάζουμε κάθε μέλος της και κάνομε ό,τι κάνει ο Χριστός. Θυσιαζόμαστε, αγρυπνούμε, κάνομε το παν, όπως εκείνος, ο οποίος «τις λοιδορίες δεν τις ανταπέδιδε, και όταν έπασχε δεν απειλούσε» (Α΄ Πετρ. 2,23).

Να προσέχουμε και το τυπικό μέρος. Να ζούμε τα μυστήρια, ιδιαίτερα το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Σ' αυτά βρίσκεται η Ορθοδοξία. Προσφέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία με τα μυστήρια και κυρίως με την Θεία Κοινωνία.


Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Πώς να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου όταν θυμώνει

Μη λες ότι αυτά και αυτά έπαθα, ότι το και το μου είπαν, γιατί εσύ είσαι που ελέγχεις τα πάντα. 

Ακριβώς όπως μπορείς να σβήσεις και να ανάψεις μια σπίθα, έτσι και το θυμό μπορείς μέσα σου να τον ξανάψεις ή να τον συγκρατήσεις. Όταν δεις εκείνον που σε στενοχωρεί ή όταν έρθουν στο νου σου όσα σου είπε ή σου έκανε και σε στενοχώρησε, να τα ξεχάσεις όλα αυτά. Κι αν τα θυμηθείς, να τα ρίχνεις στον πειρασμό.

Αντίθετα, ψάξε και βρες κάτι καλό που μπορεί να είπε ή να έκανε κάποτε. Και αν έχεις αυτά στο μυαλό σου, γρήγορα θα νικήσεις την εχθρότητα.

Και αν πρόκειται να του πεις το σφάλμα του και να κάνεις συζήτηση μαζί του, πρώτα βγάλε από μέσα σου το πάθος και σβήσε το θυμό σου, και τότε να του ζητήσεις ευθύνες και να τον ελέγξεις για τις πράξεις του. 

Και έτσι θα μπορέσεις εύκολα να είσαι σε θέση υπεροχής. Γιατί, όταν είμαστε θυμωμένοι, δεν μπορούμε ούτε να πούμε, ούτε να ακούσουμε τίποτα σωστό.

Αν όμως απαλλαγούμε από το πάθος, τότε ούτε θα μας ξεφύγει κάποια σκληρή κουβέντα, ούτε και θα μας φανεί σκληρό κάτι που είπαν οι άλλοι. Γιατί συνήθως δεν μας εξαγριώνουν τα ίδια τα λόγια που θα μας πουν αλλά η εχθρική διάθεση που έχουμε. 

Πολλές φορές, αν τα ίδια περιπαιχτικά λόγια τα ακούσουμε από φίλους που αστειεύονται ή από μικρά παιδιά, δεν θα νιώσουμε δυσαρέσκεια, ούτε θα θυμώσουμε, αλλά θα γελάσουμε και θα τα πάρουμε για αστεία. Γιατί δεν τα ακούσαμε με κακή διάθεση, ούτε με την ψυχή μας προκατειλημμένη από το θυμό.

Επομένως και με αυτούς που έχεις πρόβλημα, αν σβήσεις το θυμό και διώξεις την εχθρότητα, τίποτα από όσα λέγονται δεν θα μπορέσει να σε στενοχωρήσει.


Ιωάννης Χρυσόστομος (Εις Δαυίδ και Σαούλ, Ομιλία Γ',
επιλογή και μετάφραση Ελένη Κονδύλη)

Από το βιβλίο της Ελένης Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, 
εκδόσεις Ακρίτας, έκδοση β’, 2007, σελ. 86-87).

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Η φιλοπτωχία

Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει κανείς την υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές και να της δώσει το πρωτείο και το βραβείο, όπως ακριβώς δεν είναι εύκολο να βρει μέσα σ’ ένα ολάνθιστο και μοσχοβόλο λιβάδι το πιο ωραίο κι ευωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε το ένα και πότε το άλλο του τραβάει την προσοχή και τον προκαλεί να το κόψει πρώτο.[...]

Και αν ο Παύλος, που ακολουθεί κι αυτός το Χριστό, θεωρεί την αγάπη ως την πρώτη και μεγαλύτερη εντολή, ως τη σύνοψη του νόμου και των προφητών, το καλύτερο μέρος της θεωρώ πως είναι η αγάπη στους φτωχούς και, γενικότερα, η ευσπλαχνία και η συμπάθεια στους συνανθρώπους. 

Γιατί τίποτα άλλο δεν ευχαριστεί τόσο πολύ το Θεό και τίποτα άλλο δεν Του είναι τόσο αγαπητό όσο η ευσπλαχνία. Αυτή, μαζί με την αλήθεια, πηγαίνει μπροστά Του και αυτή και αυτή πρέπει να Του προσφερθεί πριν από την Κρίση. Μα και σε τίποτα άλλο δεν δίνεται ως ανταπόδοση από Εκείνον, που κρίνει με δικαιοσύνη και ζυγίζει με ακρίβεια την ευσπλαχνία, όσο στη φιλανθρωπία.

Σ’ όλους λοιπόν τους φτωχούς και σ’ εκείνους που για οποιανδήποτε λόγο κακοπαθούν, οφείλουμε μα δείχνουμε ευσπλαχνία, σύμφωνα με την εντολή: «Να μετέχετε στη χαρά όσων χαίρονται και στη λύπη όσων λυπούνται» (Ρωμ.12, 15).

Και οφείλουμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους, ως άνθρωποι κι εμείς, την εκδήλωση της καλοσύνης μας, όταν τη χρειάζονται, χτυπημένοι από κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ή ορφάνια ή ξενητιά ή σκληρά αφεντικά ή άδικους άρχοντες ή άσπλαχνους κλέφτες ή δήμευση περιουσίας ή ναυάγιο. Όλοι είναι αξιολύπητοι. Όλοι βλέπουν τα χέρια μας, όπως εμείς βλέπουμε τα χέρια του Θεού.

Τι θα κάνουμε λοιπόν εμείς, που έχουμε τιμηθεί με το μεγάλο όνομα «χριστιανοί» και αποτελούμε τον διαλεχτό και ξεχωριστό λαό, ο οποίος οφείλει να καταγίνεται σε καλά και σωτήρια έργα; Τι θα κάνουμε εμείς οι μαθητές του πράου και φιλάνθρωπου Ιησού, που σήκωσε τις αμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας την ανθρώπινη φύση μας, κι έγινε φτωχός, για να γίνουμε εμείς πλούσιοι με τη θεότητα; [...]

Ας μη γίνουμε, αγαπητοί μου φίλοι και αδελφοί, κακοί διαχειριστές των αγαθών που μας δόθηκαν. Ας μην κοπιάζουμε για να θησαυρίζουμε και ν’ αποταμιεύουμε, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείνα. Ας μιμηθούμε τον ανώτατο και κορυφαίο νόμο του Θεού, που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επίσης για όλους. [...]

Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστο, σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Γιατί και το ελάχιστο δεν είναι ασήμαντο για τον άνθρωπο που όλα τα στερείται, μα ούτε και για το Θεό, εφόσον είναι ανάλογο με τις δυνατότητές σου. Αντί για μεγάλη προσφορά, δώσε την προθυμία σου. Κι αν δεν έχεις τίποτα, δάκρυσε. Η ολόψυχη συμπάθεια είναι μεγάλο φάρμακο γι’ αυτόν που δυστυχεί. Η αληθινή συμπόνια ανακουφίζει πολύ από τη συμφορά.

Δεν έχει μικρότερη αξία, αδελφέ μου, ο άνθρωπος από το ζώο, που, αν χαθεί ή πέσει σε χαντάκι, σε προστάζει ο νόμος να το σηκώσεις και να το περιμαζέψεις (Δευτ. 22, 1-4). Πόση ευσπλαχνία, επομένως, οφείλουμε να δείχνουμε στους συνανθρώπους μας, όταν ακόμα και με τ’ άλογα ζώα έχουμε χρέος να είμαστε πονετικοί;

«Δανείζει το Θεό όποιος ελεεί φτωχό», λέει η Γραφή (Παροιμ. 19, 17). Ποιος δεν δέχεται τέτοιον οφειλέτη, που, εκτός, από το δάνειο, θα δώσει και τόκους, όταν έρθει ο καιρός; Και αλλού πάλι λέει: «Με τις ελεημοσύνες και με την τιμιότητα καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15, 27α).

Ας καθαριστούμε λοιπόν με την ελεημοσύνη, ας πλύνουμε με το καλό βοτάνι τις βρωμιές και τους λεκέδες μας, ας γίνουμε άσπροι, άλλοι σαν το μαλλί κι άλλοι σαν το χιόνι, ανάλογα με την ευσπλαχνία του ο καθένας. «Μακάριοι», λέει, «όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεός Του» (Ματθ. 5, 7). Το έλεος υπογραμμίζεται στους μακαρισμούς. 

Και αλλού: «Μακάριος είν’ εκείνος που σπλαχνίζεται τον φτωχό και τον στερημένο» (Ψαλμ. 40, 2). Και: «Αγαθός άνθρωπος είν’ εκείνος που συμπονάει τους άλλους και τους δανείζει» (Ψαλμ. 111, 5). Και: «Παντοτινά ελεεί και δανείζει ο δίκαιος» (Ψαλμ. 36, 26). 

Ας αρπάξουμε το μακαρισμό, ας τον κατανοήσουμε, ας ανταποκριθούμε στην κλήση του, ας γίνουμε αγαθοί άνθρωποι. Ούτε η νύχτα να μη διακόψει την ελεημοσύνη σου. Μην πεις, «Φύγε τώρα κι έλα πάλι αύριο να σου δώσω βοήθεια».»(Παροιμ. 3, 28), γιατί μπορεί από σήμερα ως αύριο να συμβεί κάτι, που θα ματαιώσει την ευεργεσία. Η φιλανθρωπία είναι το μόνο πράγμα που δεν παίρνει αναβολή. «Μοίραζε το ψωμί σου σ’ εκείνους που πεινούν και βάλε στο σπίτι σου φτωχούς, που δεν έχουν στέγη» (Ης. 58, 7). Και αυτά να τα κάνεις με προθυμία. «Όποιος ελεεί», λέει ο απόστολος, «ας το κάνει με ευχαρίστηση και γλυκύτητα» (Ρωμ. 12,8). 

Με την προθυμία, το καλό σου λογαριάζεται σαν διπλό. Η ελεημοσύνη που γίνεται με στενοχώρια ή εξαναγκασμό, είναι άχαρη και άνοστη. Να πανηγυρίζουμε πρέπει, όχι να θρηνούμε, όταν κάνουμε καλοσύνες. [...]

Όσο είναι καιρός λοιπόν ας επισκεφθούμε το Χριστό, ας Τον περιποιηθούμε, ας Τον θρέψουμε, ας Τον ντύσουμε, ας Τον περιμαζέψουμε, ας Τον τιμήσουμε. 

Όχι μόνο με τραπέζι, όπως μερικοί, όχι μόνο με μύρα, όπως η Μαρία, όχι μόνο με τάφο, όπως ο Αριμαθαίος Ιωσήφ, όχι μόνο με ενταφιασμό, όπως ο φιλόχριστος Νικόδημος, όχι μόνο με χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, όπως οι μάγοι πρωτύτερα. 

Μα επειδή ο Κύριος των όλων θέλει έλεος και όχι θυσία κι επειδή η ευσπλαχνία είναι καλύτερη από τη θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων αρνιών, ας Του την προσφέρουμε μέσω εκείνων που έχουν ανάγκη, μέσω εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε δεινή θέση, για να μας υποδεχθούν στην ουράνια βασιλεία, όταν φύγουμε από τον κόσμο τούτο και πάμε κοντά στον Κύριό μας, το Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.



Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Μνημονεύουμε γιατί αγαπάμε

Γιατί τα ονόματα;

Μερικοί ρωτούν γιατί μνημονεύουμε τα ονόματα των κεκοιμημένων και των ζώντων στις προσευχές που κάνουμε γι’ αυτούς. Ο Θεός σαν παντογνώστης που είναι, δεν ξέρει τα ονόματά τους και τις ανάγκες τους;

Όμως αυτοί που μιλούν και σκέπτονται έτσι, ξεχνούν ότι την προσευχή δεν την κάνομε για ενημέρωση του Θεού. Φυσικά ο Θεός δεν έχει ανάγκη τέτοιας ενημερώσεως. Άλλη είναι η σημασία αυτής της προσευχής.

Προσευχόμεθα υπέρ των ζώντων και των μεταστάντων και τους μνημονεύουμε με τα ονόματά τους, για να δείξουμε, ότι τους αγαπάμε με όλη μας την καρδιά. Γιατί δεν είμαστε απλώς συγγενείς ή φίλοι ή γνωστοί, αλλά «αλλήλων μέλη». Μέλη της Μιάς Εκκλησίας. Του Ενός Μυστικού Σώματος του Χριστού.

Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στη μηχανική και απαθή μνημόνευση των ονομάτων και στην ολοκάρδια προσευχή. Το ένα απέχει από τον άλλο, όσο ο ουρανός από τη γη.

Η προσευχή πρέπει να είναι ειλικρινής εκδήλωση αγάπης. Η αγάπη είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Γι’ αυτό ο Θεός τη δέχεται. Και γι’ αυτό την περιμένει! Η αγάπη για τους ζώντες και κεκοιμημένους αδελφούς μας είναι χρέος. Το πρώτο από όλα. Κάθε λέξη στην προσευχή, κάθε λέξη που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς, έχει πολλή δύναμη: «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη», λέγει η Αγία Γραφή.

Και αν έχει τόση μεγάλη σημασία η μνημόνευση των ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων σε οποιαδήποτε προσευχή, πόσο μεγαλύτερη σημασία και αξία έχει, όταν μνημονεύονται τα ονόματα στην ιερότερη προσευχή, στη Θεία Λειτουργία; 

Στη Θεία Λειτουργία ο ιερέας επισφραγίζει τη μνημόνευση των ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων με τα λόγια «Απόπλυνον, Κύριε, τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων Σου τω αίματί Σου τω αγίω».


Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης

Στον αρχειοφύλακα Μπράνισλαβ Ν., που ρωτά αν είναι καλύτερος ο αιφνίδιος θάνατος

Άκουσες πως μερικοί επιθυμούν τον αιφνίδιο θάνατο. Αφού ο θάνατος είναι να έρθει τουλάχιστον ας είναι αιφνίδιος, ώστε να δώσει μία κι έξω τέλος σ’ αυτή τη ζωή. 

Καλύτερα έτσι παρά να βασανιζόμαστε από τις αρρώστιες και να βασανίζουμε τους άλλους. Η προσμονή του θανάτου είναι φοβερό πράγμα ενώ ο απρόσμενος θάνατος δεν είναι τίποτα. 

Στο χωριό μας ένα αυτοκίνητο χτύπησε μια γυναίκα και τη σκότωσε. Αυτό το γεγονός έδωσε αφορμή για διάφορες συζητήσεις. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι τέτοιου είδους θάνατος είναι καλύτερος. Κάποιος μάλιστα είπε για τον θάνατο το εξής: ας έρθει, αρκεί να μην μας δαγκώσει! Γι’ αυτό γράφεις και ζητάς μια εξήγηση.

Δεν πρέπει να επιθυμούμε τον αιφνίδιο θάνατο, αλλά να είμαστε έτοιμοι για τον θάνατο κάθε στιγμή. Έτσι μας διδάσκει η Εκκλησία μας. 

Υπάρχουν καθορισμένες προσευχές στον Θεό για να μας φυλά από διάφορες συμφορές μέσα στις οποίες απαριθμείται και αυτή για τον αιφνίδιο θάνατο. Αλλά Εκείνος που έχει την εξουσία πάνω στη ζωή και τον θάνατο δρα κατά την Άγια Πρόνοιά του με γνώμονα την ευεργεσία των ανθρώπινων ψυχών, είτε τους παίρνει είτε τους αφήνει στη ζωή. 

Συνήθως χτυπά με αιφνίδιο θάνατο τους αμαρτωλούς, αλλά μερικές φορές- σπάνια- και τους δίκαιους. Δεν διαβάζουμε άραγε στην Παλαιά Διαθήκη πώς ο Θεός τιμώρησε με αιφνίδιο θάνατο τους γιους του Ααρών, για την αυτόβουλη θυσία, όπως και τους ξεσηκωμένους ενάντια στον Μωυσή; 

Ο Ανανίας και η Σαπφήρα έπεσαν νεκροί επειδή είπαν ψέματα στους αποστόλους. Πολλοί χριστιανοί μάρτυρες πέθαναν με αιφνίδιο θάνατο όπως διαβάζουμε στους βίους των αγίων μαρτύρων του Χριστού. 

Μερικές φορές συνέβη και ευσεβείς να πεθάνουν από αιφνίδιο θάνατο, πράγματι πολύ πιο σπάνια. Έτσι συνέβη με τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, όπου καθώς έχτιζε έναν τοίχο, έπεσε ο τοίχος και σκότωσε μαζί μ’ αυτόν και μερικούς μοναχούς.

Στέλνοντας τον αιφνίδιο θάνατο σε μερικούς αμαρτωλούς ο Θεός πετυχαίνει δύο στόχους: τους μεν νεκρούς αμαρτωλούς τους τιμωρεί, τους δε υπόλοιπους τους φοβίζει ώστε να μην αμαρτάνουν. Όπως συνέβη και με τον αιφνίδιο θάνατο του Ανανία και της Σαπφήρας: 

«ἀκούων δὲ ὁ ᾿Ανανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν. ᾿Εγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν. ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁΠέτρος· εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τοσούτου. ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱπόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε. ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς.καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ᾿ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.» ( Πραξ. 5, 5-11 ) .

Όταν οι άνθρωποι ανυψώνουν περισσότερο κάποιον δίκαιο και αρχίζουν, κατά κάποιο τρόπο, να τον αποθεώνουν, όπως στην περίπτωση του αγίου Αθανασίου, τότε ο Θεός παίρνει την ψυχή του δικαίου αιφνίδια, ώστε να αποδείξει στους ανθρώπους ότι μόνον Αυτός είναι ο Θεός και ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος πλην Αυτού. 

Σε κάθε περίπτωση όμως ο αιφνίδιος θάνατος αποτελεί ξεκάθαρο δίδαγμα για τους άλλους που βρίσκονται στη ζωή: ότι όλοι πρέπει να σκεπτόμαστε τον θάνατό μας και να ετοιμάζουμε την ψυχή μας με μετάνοια, με προσευχή και ελεημοσύνη για τη σύντομη έξοδο από αυτόν τον κόσμο.

Λέγεται για τον συγχωρεμένο γέροντα Νικήτα του Βαλαάμ ( +1907 ) ότι φοβόταν πολύ τον αιφνίδιο θάνατο και διαρκώς προσευχόταν παρακαλώντας τον Θεό να του στείλει πριν τον θάνατο αρρώστια. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Με την υπομονή στην αρρώστια τουλάχιστον θα με ελεήσει ο Δίκαιος Κριτής ο Οποίος αν θέλει μπορεί να το υπολογίσει στα αγαθά έργα τα οποία εγώ δεν έκανα». 

Κάποιος άλλος ξαπλωμένος στο νεκρικό κρεβάτι παρηγορούσε τους φίλους του λέγοντας: «Εννέα μήνες ταλαιπωριόμουν για να έρθω σ’ αυτόν τον κόσμο είναι άραγε πολύ οι εννέα μήνες για να βγω απ’ αυτόν;».

Και πράγματι η αρρώστια πριν τον θάνατο έχει πολύ μεγάλη σημασία. Η αρρώστια έσωσε πολλούς αμαρτωλούς φέρνοντάς τους την αιώνια σωτηρία. Πολλές χιλιάδες από αυτούς έμαθαν για τον Θεό και την ψυχή τους μόλις έφθασαν στην επιθανάτια ασθένεια. Γνωρίζοντας έτσι αυτές τις δύο μεγάλες πραγματικότητες τις οποίες σ’ ολόκληρη την ζωή τους αγνοούσαν, μετάνιωσαν πικρά, κλαίγοντας για την ανόητη ζωή τους, μετέλαβαν και έτσι με δάκρυα και αίμα Χριστού αξιώθηκαν να μπουν στη φωτεινή ουράνια αυτή.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η αρρώστια πριν τον θάνατο έρχεται ως έλεος Θεού. Δεν πρέπει να μας ενοχλεί καθόλου εάν οι συγγενείς και οι φίλοι μας παιδεύονται γύρω από μας κατά την περίοδο της επιθανάτιας ασθένειάς μας. Αυτό πάλι γίνεται για τον δικό τους καλό. 

Μ’ αυτές τις υπηρεσίες τους χρεώνουν τον Δημιουργό οι άνθρωποι και Αυτός θα τους το επιστρέψει πληρώνοντάς τους εκατονταπλάσια.

Ειρήνη σε εσένα και ευλογία από τον Θεό.



Πηγή: «ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α΄»
Εκδόσεις «εν πλώ»
Σελ. 137-140

Περί δειλίας

Αγ. Ιωάννη της Κλίμακος

Η δειλία είναι νηπιακή συμπεριφορά μιας ψυχής που γέρασε στην κενοδοξία. Η δειλία είναι απομάκρυνση της πίστης με την ιδέα ότι αναμένονται απροσδόκητα κακά.

Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθηση, που συγκλονίζεται και αγωνιά από αναμονή απρόβλεπτων συμφορών…

Όταν όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχόμαστε πρόθυμα, με συντετριμμένη την καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από τη δειλία.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Ὅτε κατῆλθες


[ Ζωντανή ηχογράφηση στον Ι.Ν. Παντανάσσης Κατερίνης,
σήμερα Κυριακή της Απόκρεω (23 Φεβρουαρίου 2014) ]


Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.

Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος,
τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος,
ότε δε και τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας,
πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων, ἐκραύγαζον
Ζωοδότα Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.

Για τους 5 λόγους που πρέπει να εκκλησιάζονται οι Χριστιανοί

Γι’ αυτό κι εγώ μέσα από την αγάπη που τρέφω για σας, αποφάσισα να υποδείξω σ’ αυτόν το λόγο αυτά:

Αδελφοί μου χριστιανοί, θα πρέπει για πέντε λόγους να πηγαίνουμε στο Ναό του Θεού, στην Εκκλησία του Χριστού:

α) από ανάγκη, β) από επιθυμία, γ) συνεχώς, δ) με καθαρότητα, και ε) από ιερό χρέος.


Λόγος Α΄.
Από ανάγκη

Κατά πρώτον πρέπει να πηγαίνουμε από ανάγκη. Διότι, όπως οι πεινασμένοι και οι διψασμένοι έχουν ανάγκη να πηγαίνουν στο τραπέζι και στη βρύση για να χορτάσουν από φαγητό και νερό και να ικανοποιήσουν την πείνα και τη δίψα τους, έτσι κι εμείς οι χριστιανοί, που είμαστε πεινασμένοι τόσο για τον «επιούσιο άρτο», που είναι το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου, όσο και για τον πνευματικό άρτο, που είναι ο λόγος του Θεού (διότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι «Ο Άρτος είναι ο λόγος του Θεού, με τον όποιο τρέφονται οι ψυχές που πεινούν τον Θεό»), και που είμαστε διψασμένοι τόσο για το αθάνατο ποτό, το οποίο είναι το ζωηρό Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όσο και για το πνευματικό ποτό, το οποίο είναι το νάμα του θείου λόγου και της διδασκαλίας, έτσι, λέω, κι εμείς οι πεινασμένοι και διψασμένοι χριστιανοί πρέπει να πηγαίνουμε στο Ναό του Θεού για να ικανοποιούμε την πείνα μας από την αγία Τράπεζα του Σώματος του Κυρίου που βρίσκεται στην Εκκλησία και από το θείο λόγο, και να ικανοποιούμε τη δίψα μας από το Αίμα του Κυρίου, απ’ το Οποίο ρέει η ζωή, και από τα νάματα της διδασκαλίας των Αγίων Γραφών, τα οποία αναβλύζουν μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.

Γιατί, εάν εμείς δεν πηγαίνουμε στο Ναό για να τρώμε και να πίνουμε συνεχώς τα αθάνατα και ζωοποιά φαγητά και πιοτά, ασφαλώς αδυνατίζουμε και πεθαίνουμε ψυχικά, όπως είπε ο Κύριος: «Εάν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το Αίμα Του, δεν έχετε μετοχή στη ζωή». Και ότι αυτά τα αγαθά του διπλού φαγητού και διπλού πιοτού βρίσκονται μέσα στο Ναό της αγίας Εκκλησίας του Θεού, πολύ πριν ο προφήτης Δαβίδ προφήτεψε με τα εξής λόγια:

«Θα χορτάσουμε από τα αγαθά του οίκου Σου, ο Ναός Σου είναι άγιος, αξιοθαύμαστος σε έργα αγάπης». Και ο προφήτης Ιωήλ, επίσης, προφητεύοντας για το πιοτό της θείας διδασκαλίας, που αναβλύζει από την αγία Εκκλησία και ποτίζει τους χριστιανούς που είναι ξεροί και άκαρποι σαν το σχοίνο, έλεγε: «Και θα συμβεί κατά την ημέρα εκείνη να αναβλύζει πηγή από το Ναό του Κυρίου και τα νερά του θα ποτίζουν και τον ξερό χείμαρρο των σχοίνων».

Να πηγαίνουμε λοιπόν εμείς οι χριστιανοί στο Ναό από ανάγκη, διότι η Εκκλησία είναι Κιβωτός. Όπως, λοιπόν, στον καιρό του κατακλυσμού όσοι άνθρωποι και όσα ζώα μπήκαν μέσα στην κιβωτό γλύτωσαν από τον κατακλυσμό, και όσοι άνθρωποι και ζώα έμειναν έξω από την κιβωτό πνίγηκαν και αφανίσθηκαν, έτσι και τώρα, όσοι χριστιανοί πηγαίνουν στο Ναό λυτρώνονται από το νοητό κατακλυσμό της αμαρτίας και των παθών. Όσοι όμως χριστιανοί μένουν έξω από την Εκκλησία καταποντίζονται και αφανίζονται.

Γι’ αυτό έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος: «Αυτά που συνέβησαν ήταν τύπος αυτών που επρόκειτο να γίνουν, δηλαδή η Εκκλησία είναι η Κιβωτός, ο Νώε ο Χριστός, το περιστέρι το Άγιο Πνεύμα, το φύλλο της ελιάς η φιλανθρωπία του Θεού. Αλλά εκείνα ήταν τύπος, ενώ αυτά είναι η αλήθεια. Διότι όπως ακριβώς η Κιβωτός μέσα στο πέλαγος διέσωσε αυτούς που ήταν μέσα, έτσι και η Εκκλησία διασώζει όλους όσοι το επιθυμούν».

Αδελφοί, να πηγαίνουμε στο Ναό, διότι η Εκκλησία είναι μάντρα πνευματική και εμείς είμαστε λογικά πρόβατα αυτής της μάντρας. Οπότε, όπως όταν είναι τα πρόβατα έξω από τη μάντρα τους κινδυνεύουν και χάνονται, γιατί τα αρπάζει ή ο λύκος ή το τσακάλι ή άλλα θηρία, και όσα πρόβατα βρίσκονται μέσα στη μάντρα δεν έχουν κανένα κίνδυνο, έτσι και όσοι χριστιανοί δεν πηγαίνουν στο Ναό αλλά βρίσκονται έξω από αυτόν κινδυνεύουν και θανατώνονται από το νοητό λύκο-διάβολο και από τα άλλα θηρία των παθών, και όσοι βρίσκονται μέσα στο Ναό γλυτώνουν από τον κίνδυνο. 

Γι’ αυτό είπε και ο ιερός Χρυσόστομος: «Μένε στην Εκκλησία, και η Εκκλησία δε σε προδίδει. Αν όμως φύγεις από την Εκκλησία, δεν είναι αιτία η Εκκλησία. Γιατί, αν είσαι μέσα, ο λύκος δεν μπαίνει σ’ αυτήν. Αν όμως βγεις έξω, τότε θα σε πιάσουν τα θηρία. Και αυτό δε συμβαίνει εξαιτίας της μάντρας, αλλά εξαιτίας της δικής σου αδυναμίας. Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μην απομακρύνεσαι από την Εκκλησία, γιατί τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από αυτήν. Η ελπίδα σου είναι η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιο σου η Εκκλησία. Είναι πιο υψηλή από τον ουρανό, είναι πιο πλατιά από τη γη. Ποτέ δε γερνά και πάντοτε είναι νέα».

Να προσπαθούμε να πηγαίνουμε στο Ναό, διότι είναι ένα κοινό, ιατρείο που γιατρεύει όλους τους αμαρτωλούς που ψυχικά θα πληγωθούν από το διάβολο. Όπως, λοιπόν, όσοι έχουν πληγές στο σώμα τους αναγκάζονται να πάνε στο γιατρό για να τους θεραπεύσει και να μην πεθάνουν, έτσι και όσοι χριστιανοί είναι πληγωμένοι από τις νοητές πληγές των παθών και της αμαρτίας βρίσκονται σε μεγάλη ανάγκη και πρέπει να πηγαίνουν στο κοινό ιατρείο του Ναού, για να δείξουν τις πληγές τους στον πνευματικό πατέρα και να πάρουν από αυτόν τα κατάλληλα φάρμακα και έμπλαστρα για να θεραπευθούν.

Γιατί, αν περιφρονήσουν και δεν πάνε, σαπίζουν οι πληγές τους και τους προξενούν ψυχικό και αιώνιο θάνατο. Γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος είπε για την Εκκλησία: «Ο οίκος αυτός είναι πνευματικό ιατρείο για να θεραπεύσουμε τα τραύματα που δεχόμαστε». Και σε άλλο μέρος: «Η Εκκλησία είναι ιατρείο των ψυχών και πρέπει, σαν να πηγαίνουμε σε ιατρείο, να βγαίνουμε αφού πάρουμε τα κατάλληλα φάρμακα για τις ασθένειες που έχουμε».


Λόγος Β΄.
Από επιθυμία

Εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να πηγαίνουμε στο Ναό με μεγάλη επιθυμία και όρεξη. Διότι η Εκκλησία είναι κοινή μητέρα όλων των Ορθοδόξων, η οποία τους αναγέννησε με την κολυμβήθρα του αγίου Βαπτίσματος και τους ανέθρεψε με το λογικό γάλα της ευσέβειας και της πίστεως και των θείων Μυστηρίων. Όπως, λοιπόν, τα παιδιά τρέχουν και πηγαίνουν κοντά στη σαρκική μητέρα τους με μεγάλη επιθυμία και αγάπη, έτσι και οι χριστιανοί πρέπει να τρέχουν και να πηγαίνουν στις αγκάλες της πνευματικής μητέρας τους, της αγίας Εκκλησίας, με υπερβολική χαρά, με μεγάλη αγάπη, και με υπερβολική επιθυμία, για να δουν τη γλυκύτατη μητέρα τους και να απολαύσουν τα ουράνια αγαθά της.

Αδελφοί μου, πρέπει με μεγάλη επιθυμία να πηγαίνουμε στην Εκκλησία, διότι ο Ναός είναι ουράνιος παράδεισος και θαυμαστό περιβόλι. Καθώς, λοιπόν, κάθε άνθρωπος έχει μεγάλη χαρά όταν μπει μέσα σε κάποιο όμορφο περιβόλι, για να δει εκεί τα διάφορα δέντρα και άνθη και έτσι να χαρεί και να ευφρανθεί η καρδιά του, έτσι και οι χριστιανοί πρέπει με μεγάλη χαρά να τρέχουμε και να μπαίνουμε στο Ναό, για να απολαύσουμε τα διάφορα δέντρα και λουλούδια των Αγίων Γραφών από τα Ευαγγέλια, τους Αποστόλους και τους Προφήτες. 

Και μάλιστα, διότι στον παράδεισο αυτόν της Εκκλησίας δεν υπάρχει κανένα φίδι για να επιβουλεύει, αλλά υπάρχει ο Χριστός που συμβουλεύει με αγάπη. Ούτε υπάρχουν μόνο φύλλα δέντρων αλλά και καρποί του Πνεύματος, όπως λέει ο ίδιος ο ιερός Χρυσόστομος: «Ποιο λιβάδι είναι τέτοιο σαν την Εκκλησία; Ποιος παράδεισος είναι τέτοιος, όπως η δική μας σύναξη; Δεν υπάρχει εδώ το επίβουλο φίδι, αλλά ο Χριστός που μυσταγωγεί. Δεν υπάρχει η Εύα που οδηγεί με δόλο στην πτώση, αλλά η Εκκλησία που ανορθώνει τους πεσμένους. Δεν υπάρχουν εδώ φύλλα δέντρων, αλλά ο καρπός του Πνεύματος».

Και πάλι: «Τα λιβάδια έχουν ποικίλα και διάφορα άνθη. Αλλά για να ευχαριστούνται τα μάτια, άλλα για την ευωδία, άλλα για στολισμό. Και όλα αυτά είναι κατάλληλα για τον άνθρωπο. Έτσι και η Εκκλησία έχει την ανάγνωση των Αγίων Γραφών και τα Ευαγγέλια και τους Αποστόλους και τους Προφήτες και τα υπόλοιπα ιερά Βιβλία».

Με μεγάλη χαρά να τρέχουμε στο Ναό, διότι είναι πανηγύρι. Ώστε, όπως όλοι οι άνθρωποι αγαπούν και επιθυμούν να πάνε στο πανηγύρι, όχι μόνο για να δουν και να χαρούν όσα υπάρχουν εκεί, αλλά και για να αγοράσουν διάφορες πραμάτειες και από αυτές να κερδίσουν πολλά χρήματα και να γίνουν πλούσιοι κάνοντας εμπόριο, έτσι, με τέτοια χαρά πρέπει και οι χριστιανοί να πηγαίνουμε στο Ναό του Θεού, για να κερδίσουμε από αυτά που διδάσκονται εκεί, όχι χρυσά ή αργυρά νομίσματα και μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια, φθαρτά και πρόσκαιρα πράγματα, αλλά θεϊκά λόγια, τα οποία είναι χωρίς σύγκριση πιο πολύτιμα από τον χρυσό και τον άργυρο, όπως λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Οι αποφάσεις του Κυρίου αποδείχτηκαν δίκαιες, είναι επιθυμητές περισσότερο από το χρυσάφι και από πολλούς πολύτιμους λίθους, και γλυκύτερες από το μέλι και την κηρήθρα». 

Και για να γίνουμε με αυτά πλούσιοι πνευματικά, όπως τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος: «Και βέβαια η Εκκλησία του Θεού είναι πνευματικό πανηγύρι, και πρέπει σαν να έχουμε επισκεφθεί πανηγύρι να επιστρέφουμε στο σπίτι μας, αφού συγκεντρώσαμε πολλά εμπορεύματα».

Με τέτοια επιθυμία πρέπει να τρέχουμε στην Εκκλησία, με όση επιθυμία τρέχουν στα λιμάνια οι ναύτες που κινδυνεύουν στη θάλασσα. Διότι και η Εκκλησία του Θεού είναι νοητό λιμάνι, που έχει ασφάλεια, δεν έχει ταραχή, είναι γαλήνιο, για να καταφεύγουν σ’ αυτό όλοι εκείνοι που κινδυνεύουν στο πέλαγος της αμαρτίας των πόλεων από τη φουρτούνα των προκλήσεων και από τα κύματα των πειρασμών της θάλασσας του κόσμου, και για να βρίσκουν σ’ αυτό γαλήνη και ησυχία, καθώς έτσι παρομοιάζει την Εκκλησία ο κάλαμος του ιερού Χρυσοστόμου: «Ή αγνοείτε ότι, όπως ακριβώς είναι τα λιμάνια στο πέλαγος, έτσι ο Θεός εγκατέστησε τους Ναούς μέσα στις πόλεις, ώστε καταφεύγοντας εδώ από τη ζάλη των κοσμικών θορύβων να απολαμβάνουμε μεγάλη γαλήνη; Διότι εδώ δεν υπάρχει φόβος ούτε από τρικυμία κυμάτων, ούτε από επιδρομές ληστών, ούτε από έφοδο κακούργων, ούτε από ορμή ανέμων, ούτε από επιθέσεις θηρίων. Καθ’ όσον ο Ναός είναι λιμάνι, που είναι απαλλαγμένο από όλα αυτά, είναι πνευματικό λιμάνι ψυχών».



Λόγος Γ΄.
Συνεχώς

Εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να πηγαίνουμε στο Ναό του Θεού κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή, για να ακούμε τα ιερά λόγια του Ευαγγελίου και για να προσευχόμαστε στο Θεό μαζί με όλους τους πιστούς.

Επειδή, στ’ αλήθεια, είναι μεγάλη ντροπή για τους χριστιανούς τα μεν άλλα έθνη να πηγαίνουν αμέσως μόλις σηκωθούν από τον ύπνο στους βωμούς τους και να προσκυνούν και να προσεύχονται στους ψευτοθεούς τους, και οι χριστιανοί που προσκυνούν τον αληθινό Θεό να μην πηγαίνουν συνεχώς στους ιερούς Ναούς και τις άγιες Εκκλησίες για να προσεύχονται και να επικοινωνούν με το Θεό.

Γι’ αυτό φοβούμαι ότι οι ειδωλολάτρες και οι Οθωμανοί και οι Εβραίοι και οι άλλοι εθνικοί θα φανούν σ’ αυτό δικαιότεροι από τους χριστιανούς, και οι χριστιανοί θα κατακριθούν, καθ’ ότι κι αυτούς τους εθνικούς τους ξεπέρασαν στην κακία, όπως λένε οι άγιοι Απόστολοι: «Καί πώς δε θα είναι εχθρός του Θεού αυτός που τρέχει ημέρα και νύχτα για τα πρόσκαιρα και παραμελεί τα αιώνια;». Και πώς δε θα πει τώρα σ’ αυτόν ο Κύριος: «οι εθνικοί αποδείχτηκαν πιο δίκαιοι από εσάς». Οι εθνικοί, μόλις σηκώνονται από τον ύπνο κάθε ημέρα τρέχουν στα είδωλα για να τα λατρέψουν, και πριν από κάθε έργο και κάθε πράξη προσεύχονται πρώτα σ’ αυτά.

Εφόσον, λοιπόν, αυτοί που βρίσκονται μέσα στο ψέμα πηγαίνουν συχνά σ’ αυτά από τα οποία δεν ωφελούνται, τι θα μπορούσες να απολογηθείς στον Κύριο και Θεό, εσύ που αποστρέφεσαι την Εκκλησία Του και δε μιμείσαι ούτε τους εθνικούς, αλλά με την απουσία σου τεμπελιάζεις ή αποστατείς ή κακοποιείς; Γι’ αυτούς ο Κύριος μέσω του Ιερεμία λέει: «Δε φυλάξατε τις εντολές μου, και δε φερθήκατε ούτε σύμφωνα με το παράδειγμα των εθνικών».


Λόγος Δ΄.
Με καθαρότητα

Εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να πηγαίνουμε στο Ναό με ψυχική καθαρότητα· δηλαδή, εάν έχουμε έχθρα και μνησικακία με κάποιον αδελφό, να πηγαίνουμε πρώτα να συγχωρεθούμε και να συμφιλιωθούμε και μετά να πηγαίνουμε στο Ναό. 

Διότι, εάν έχουμε έχθρα με κάποιον, δεν είναι πλέον δεκτή στο Θεό η προσφορά και η προσευχή μας· γι’ αυτό είπε ο Κύριος: «Όταν, λοιπόν, προσφέρεις το δώρο σου στο Ναό και εκεί θυμηθείς πως ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί, μπροστά στο θυσιαστήριο του Ναού, το δώρο σου και πήγαινε να συμφιλιωθείς πρώτα με τον αδελφό σου, και ύστερα έλα να προσφέρεις το δώρο σου». 

Διότι όποιος έχει μίσος, όχι μόνο δεν είναι άξιος να πάει στο Ναό του Θεού, αλλά ούτε είναι άξιος να πει: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» και το «και άφες ηιιίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», επειδή αποδείχνει ψεύτη τον εαυτό του και, χωρίς αυτός να συγχωρέσει τον αδελφό του, ζητά να τον συγχωρήσει ο Θεός. Η Εκκλησία του Θεού ονομάζεται από τον ιερό Χρυσόστομο βαφείο: «Η Εκκλησία είναι βαφείο. Αν αναχωρείτε από αυτήν πάντοτε χωρίς να λαβαίνετε καμιά βαφή, ποιο το όφελος που έρχεσθε συνέχεια εδώ;».

Γι’ αυτό, καθώς πλένει προηγουμένως το ρούχο εκείνος που πρόκειται να το βάψει με κάποια λαμπρή και όμορφη βαφή, έτσι και όποιος πρόκειται να πάει στο Ναό του Χριστού, για να λάβει στην ψυχή του θεία και ουράνια βαφή, πρέπει πρώτα να ξεπλένει και να καθαρίζει τον εαυτό του από κάθε ψυχική ακαθαρσία.

Υπήρχε παλιά συνήθεια στους χριστιανούς και όποιος ήθελε να πάει στην Εκκλησία ένιβε πρώτα τα χέρια του και τότε πήγαινε. Αυτή η συνήθεια επικρατεί μέχρι και σήμερα σε πολλούς χριστιανούς. Και τι φανερώνει αυτό το νίψιμο των χεριών; Ότι, καθώς κάποιος νίβει τα χέρια του από τις σωματικές ακαθαρσίες, έτσι πρέπει να νίβει και το νου και τη συνείδηση του από τις αμαρτίες, οι οποίες είναι σαν χέρια της ψυχής, και έτσι να πηγαίνει στο Ναό.

Όπως γράφει ο άγιος Γερμανός στην ερμηνεία της θείας Λειτουργίας: «Το νίψιμο των χεριών σημαίνει τον καθαρισμό της συνείδησης, του νου και της διάνοιας, τα οποία είναι τα χέρια των ψυχών μας για να προσερχόμαστε στην αγία Τράπεζα με σεβασμό και αγάπη». Γιατί αν πλύνουμε μόνο τα χέρια μας και αφήσουμε την ψυχή μας ακάθαρτη, δεν παίρνουμε καμιά ωφέλεια.

Διότι ο Θεός δε βλέπει σε χέρια καθαρά και πλυμένα, αλλά σε καρδιά και ψυχή καθαρή. Και το να πηγαίνει βέβαια κανείς στο Ναό με βρώμικα χέρια και να προσεύχεται, αυτό το πράγμα είναι αδιάφορο, όμως το να πηγαίνει με βρώμικη καρδιά και ψυχή, αυτό είναι χειρότερο από όλα τα κακά, καθώς λέει ο ιερός Χρυσόστομος: 

«Έπειτα, τα μέν χέρια τα νίβουμε όταν μπαίνουμε στο Ναό, την δε καρδιά όχι; Μήπως, δηλαδή, τα χέρια μιλούν; Η ψυχή προφέρει τα λόγια, σ' εκείνην ο Θεός έχει στραμμένο το βλέμμα Του. Δεν έχει καμιά ανάγκη της καθαρότητας του σώματος, όταν εκείνη είναι μολυσμένη. Διότι ποιο το όφελος, εάν τα μέν εξωτερικά χέρια τα καθαρίσεις, τα δε εσωτερικά τα έχεις ακάθαρτα; Διότι το φοβερό που όλα τα ανατρέπει είναι αυτό, ότι καθώς φοβόμαστε τα μικρά, περιφρονούμε τα μεγάλα. Το να προσευχόμαστε, λοιπόν, με βρώμικα χέρια είναι αδιάφορο, ενώ το να προσευχόμαστε με ακάθαρτη διάνοια, αυτό είναι το πιο φοβερό από όλα τα κακά».


Λόγος Ε΄.
Από ιερό χρέος

Και τελευταίο, πρέπει εμείς οι χριστιανοί να πηγαίνουμε υποχρεωτικά στο Ναό του Θεού. Διότι και μόνο αυτό το όνομα που έχει η Εκκλησία, μας υποχρεώνει να πηγαίνουμε σ’ αυτήν, επειδή το όνομα της Εκκλησίας σημαίνει δύο πράγματα. 

Κυρίως βέβαια και καθαυτό Εκκλησία θα πει σύναξη και συνάθροιση των πιστών. Γι’ αυτό διαβάζουμε στο Δευτερονόμιο: «Σύμφωνα με όλα όσα ζητήσατε από τον Κύριο και Θεό κατά την ημέρα της Εκκλησίας (δηλαδή της συναθροίσεως του λαού)». 

Γι’ αυτό ο Ισίδωρος ο Πηλούσιώτης είπε: «Άλλο είναι η Εκκλησία και άλλο εκκλησιαστήριο (=Ναός), γιατί η πρώτη αποτελείται από ψυχές που αγαπούν το Θεό, ενώ ο Ναός χτίζεται με πέτρες και ξύλα» (Επιστ. Θεοδοσίω Επισκοπώ σμστ). 

Και ο άγιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας λέει: «Λέγοντας Εκκλησία δε συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη για τους τοίχους που την περιβάλλουν, αλλά περισσότερο δηλώνουμε φανερά με εμφανή τρόπο αυτούς που με ευσέβεια συγκεντρώνονται εκεί». 

Και ο άγιος Γερμανός τονίζει: «Εκκλησία είναι η συνάθροιση του πιστού λαού, Σώμα Χριστού» (Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας). Καταχρηστικώς, βέβαια, Εκκλησία λέγεται και ο Ναός του Θεού, στον οποίο συναθροίζονται οι πιστοί χριστιανοί. Γι’ αυτό είπε ο ιερός Αυγουστίνος:«Εκκλησία είναι τόπος στον οποίον είναι η Εκκλησία». Και ο θείος Γερμανός: «Εκκλησία είναι Ναός Θεού, τέμενος άγιο, οίκος προσευχής».

Έχουμε, λοιπόν, χρέος εμείς οι χριστιανοί να πηγαίνουμε στην Εκκλησία του Θεού και για τα δύο αυτά που σημαίνει η Εκκλησία, εάν θέλουμε να έχει αυτή το όνομα σύμφωνο με την πραγματικότητα. Διότι πώς μπορεί αυτή να λέγεται σύναξη των χριστιανών, σε καιρό που εμείς δε συγκεντρωνόμαστε σ’ αυτήν; 

Πώς μπορεί η Εκκλησία να λέγεται Σώμα Χριστού, σε καιρό που εμείς, τα μέλη της, λείπουμε από αυτήν; Ή πώς μπορεί να ονομάζεται Εκκλησία ο τόπος και ο Ναός του Θεού, όταν εμείς περιφρονούμε και δε συναθροιζόμαστε σ’ αυτόν τον τόπο για να απευθύνουμε τις προσευχές μας και τις δοξολογίες μας προς το Θεό; 

Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο: «Γι’ αυτό λέγεται Εκκλησία, επειδή μας δέχεται όλους μαζί». Η Εκκλησία λέγεται ακόμη Εκκλησία, διότι καλεί όλους τους χριστιανούς στον εαυτό της, πότε με σήμαντρα και πότε με καμπάνες. Οπότε, πώς μπορεί να έχει αληθινό το όνομά της, όταν αυτή σημαίνει τις ιερές της καμπάνες και τα σήμαντρα και μας προσκαλεί, και εμείς περιφρονούμε την πνευματική μας μάντρα και δεν πηγαίνουμε σ’ αυτήν;

Πού είναι, λοιπόν, τώρα εκείνοι οι χριστιανοί που ακούνε τις ιερές καμπάνες της Εκκλησίας να χτυπούν και να τους καλούν να σηκωθούν από τον ύπνο να πάνε τις Κυριακές στο Ναό, και εκείνοι αμελούν και δε σηκώνονται; Πού είναι εκείνοι που ακούνε την Εκκλησία να τους προσκαλεί να πάνε στην Εκκλησία και αυτοί τελείως αφοσιωμένοι στα χαρτιά και σε άλλα τυχερά παιχνίδια και θεάματα βρώμικα και αισχρά, περιφρονούν και δεν πηγαίνουν στο Ναό; Πού είναι εκείνοι που ακούνε την Εκκλησία να τους καλεί στην αγία Λειτουργία, και αυτοί βρίσκονται στα καπηλειά και αποστρέφονται την κοινή σύναξη των αδελφών τους χριστιανών;

Βέβαια, όταν πηγαίνετε να ανταμώσετε τους φίλους σας, ή να παρακολουθήσεται θέατρα, ή να παίξετε χαρτιά και άλλα τέτοια παιχνίδια, τότε δε λέτε πως δεν ευκαιρείτε, αλλά πολλές φορές και ολόκληρες ημέρες και νύχτες ξοδεύετε σ’ αυτά. 


Όταν όμως σας καλεί η Εκκλησία και όταν είναι η ώρα για να πάτε να προσευχηθείτε στο Ναό του Θεού και να ακούσετε λόγο Θεού, τότε λέτε πως έχετε χίλιες δουλειές και δεν ευκαιρείτε. Αχ, και δεν καταλαβαίνετε, αδελφοί μου, πως όλα αυτά είναι εμπόδια και φανερές προφάσεις με τις οποίες ο διάβολος ζητά να σας εμποδίζει από την ωφέλεια και σωτηρία της ψυχής σας; Δε σκέφτεστε πως, αν και ξοδεύετε τον περισσότερο καιρό της ζωής σας στα βιοτικά και μάταια πράγματα, στα αναγκαία και σωτηριώδη και θεία δε θέλετε να ξοδέψετε ούτε λίγο καιρό της ζωής σας, νομίζοντας αυτά άτιμα και περιττά; Δε σκέφτεστε, επαναλαμβάνω, πως με τέτοιον τρόπο δεν είσαστε πιά άξιοι να ζείτε και να βλέπετε αυτόν τον ήλιο;

Ταλαίπωροι, ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία τόσο πολύ, ώστε έδωσε τη ζωή Του γι’ αυτήν κι εσείς την αποστρέφεστε; Η Εκκλησία είναι τόσο πολύτιμη κοντά στο Θεό, ώστε έχει Αγγέλους ορισμένους για να τη φυλάγουν. Και όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον συντακτήριο λόγο: 

«Πιστεύω ότι σε κάθε Εκκλησία είναι Άγγελοι προστάτες». Επαναλαμβάνω, την Εκκλησία την φυλάγουν οι Άγγελοι του Θεού και εσείς ταλαίπωροι την περιφρονείτε; Και δεν ξέρετε πως, όταν αποστρέφεστε και περιφρονείτε την Εκκλησία, αποστρέφεστε και περιφρονείτε Αυτόν τον Ίδιο το Χριστό, ο Οποίος είναι «η κεφαλή της Εκκλησίας»; 

Δε σκέπτεστε πως, όταν εσείς δεν πηγαίνετε στην Εκκλησία, αποκόπτεστε από τους άλλους χριστιανούς σαν σαπισμένα μέλη όλου του σώματος της Εκκλησίας; Πώς χωρίζετε μόνοι σας τον εαυτό σας από τη μάντρα του Χριστού σαν ψωριασμένα πρόβατα; Και πώς κόβεστε από την κεφαλή της Εκκλησίας, το Χριστό, και δε λαμβάνετε καμιά χάρη και βοήθεια από Αυτόν; Τι λέω; Όταν εσείς περιφρονείτε και δεν πηγαίνετε τώρα στην Εκκλησία του Χριστού, αλλά χωρίζεσθε με τη θέληση σας από το Χριστό και από τη σύναξη των ευσεβών χριστιανών, να ξέρετε ότι θα χωρισθείτε και τότε στη μέλλουσα κρίση από τη σύναξη των αληθινών χριστιανών.

Διότι, όπως η κάτω στρατευομένη αυτή Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα εκείνης της άνω θριαμβευούσης Εκκλησίας, έτσι και ο θεληματικός χωρισμός, που εσείς κάμνετε τώρα από αυτήν, είναι τύπος του χωρισμού εκείνου που πρόκειται να λάβετε τότε, όπως λέει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης:

«Πράγματι, τα ορατά είναι φανερές εικόνες των αοράτων. Διότι στους μελλοντικούς αιώνες, δεν θα είναι αίτιος ο Θεός του δικαίου αποχωρισμού των πονηρών από Αυτόν, αλλά εκείνοι που διαχωρίζουν εντελώς τους εαυτούς τους από το Θεό» (Επιστολή προς Ιωάννην τον Θεολόγον).

Και εάν, λοιπός, προφασίζεται κάποιος από εσάς και λέει: Εγώ μπορώ και στο σπίτι μου να προσευχηθώ, και τι ανάγκη υπάρχει να πάω στο Ναό; Αποκρίνομαι σ’ αυτόν με τον ιερό Χρυσόστομο και του λέω ότι απατάς και ξεγελάς τον εαυτό σου, άνθρωπε, όποιος κι αν είσαι εσύ που λες αυτά. Διότι, ναι, μπορείς να προσευχηθείς και στο σπίτι σου, αλλά η, προσευχή του σπιτιού δεν έχει τη δύναμη εκείνη που έχει η προσευχή της Εκκλησίας, στην οποία υπάρχει τόσο πλήθος Ιερέων και χριστιανών, στην οποία αναπέμπεται στο Θεό μια φωνή από όλους, στην οποία εισακούεται από το Θεό η προσευχή σου καλύτερα, στην οποία υπάρχει τόση ομόνοια και αγάπη και συμφωνία και ευχές από τους Ιερείς.

«Αλλά, ποια είναι η ψυχρή δικαιολογία των πολλών; Μπορώ, λέει, να προσευχηθώ και στο σπίτι μου. Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βέβαια είναι δυνατόν να προσευχηθείς στο σπίτι σου, είναι όμως αδύνατον να προσευχηθείς έτσι όπως Προσεύχεσαι στην Εκκλησία, όπου υπάρχει τόσο πλήθος πατέρων, όπου ανοιπέμπεται από όλους μαζί κοινή προσευχή προς το Θεό. 

Δεν εισακούγεσαι τόσο πολύ παρακαλώντας μόνος σου τον Κύριο, όσο όταν τον παρακαλείς μαζί με τους αδελφούς σου. Διότι εδώ στην Εκκλησία υπάρχει κάτι το περισσότερο, όπως δηλαδή η ομόνοια, η συμφωνία, ο σύνδεσμος της αγάπης και οι ευχές των Ιερέων. 

Γι’ αυτό βέβαια και επικεφαλής των ακολουθιών είναι οι Ιερείς, ώστε οι ευχές του πλήθους, που είναι ασθενέστερες, ενισχυόμενες με τις δυνατότερες ευχές αυτών να ανεβούν μαζί με αυτές στον ουρανό». 

Γι’ αυτό και ο προφήτης Δαβίδ συνήθιζε στις Εκκλησίες να προσεύχεται και να υμνεί τον Κύριο, οπότε έλεγε: «Σε Εκκλησίες θα Σε δοξολογήσω Κύριε». Και πάλι: «Στη μέση της Εκκλησίας θα σε υμνήσω». Και όχι μόνον αυτός προσευχόταν στις Εκκλησίες, αλλά παρακινούσε και τους άλλους να προσεύχονται στις Εκκλησίες λέγοντας: «Σε Εκκλησίες δοξολογείτε τον Θεό».

Γι’ αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, ντραπείτε από όλα όσα είπαμε, και μάλιστα από το όνομα της Εκκλησίας, και αμέσως μόλις ακούσετε να χτυπά η καμπάνα ή το σήμαντρο του Ναού την Κυριακή το πρωί να τρέχετε και να πηγαίνετε ως παιδιά προς τη μητέρα σας, ως θαλασσοδαρμένοι στο λιμάνι, ως πεινασμένοι και διψασμένοι στην ψυχική τράπεζα των Μυστηρίων και του θείου Λόγου, ως πληγωμένοι και ασθενείς στο κοινό ιατρείο.


Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου