Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Οἱ ἀρετές τοῦ Κλαριντζῆ


Ἀπό τό Λαυσαϊκό



Γιά τόν θειότατον Παφνούτιον, πολλοί πατέρες ἁγιώτατοί μας διηγήθηκαν μεγάλα καί πολλά κατορθώματα. Ἀφοῦ ἔκαμε ἀρκετόν καιρό στήν ἄσκησι, παρεκάλεσε τόν Θεό, νά τοῦ φανερώση μέ ποιόν τόν ἔχει ὅμοιον στήν πνευματική ζωή καί τοῦ ἐφάνη Ἄγγελος Κυρίου, πού τοῦ εἶπε, ὅτι ὁ Θεός σέ ἔχει στήν κατηγορία καί στά μέτρα τοῦ κλαριντζῆ ἐκείνου, πού παίζει στίς χαρές καί στά πανηγύρια.

Σάν τό ἄκουσε ὁ ὅσιος, σηκώθηκε καί πῆγε, τόν βρῆκε καί ἄρχισε νά τόν ἐρωτά, μέ λεπτομερῆ ἐξέτασι, νά τοῦ φανερώση τήν ἐργασία καί πολιτεία του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, μέθυσος καί πόρνος. Ἔχει λίγον καιρό πού ἄφησε τήν κλεψιά, ἐπειδή ἦταν ληστής, ὁπότε ἄρχισε αὐτή ἡ τέχνη, νά παίζη τόν αὐλό.

Ὅμως ὁ ὅσιος, τόν ἐβίαζε πολύ, νά μάθη μήπως ἔκαμε καί κανένα καλό καμμιά φορᾶ. Μά αὐτός ἔλεγε, ὅτι ἄλλο κανένα καλό δέν θυμᾶμαι νά ἔκαμα, παρά ὅταν ἤμουν ληστής, ἐπιάσαμε μιά παρθένο καί, ἔχοντας σκοπό, σάν κλέφτες, οἱ ἄλλοι νά διαφθείρουν τήν παρθενιά της, ἐγώ τήν γλύτωσα, περπάτησα τή νύχτα καί τήν ἔφερα ὡς τήν πόλι της.

Ἄλλη φορᾶ, βρῆκα μία ὡραῖα καί νέα γυναίκα στήν ἔρημο, ἡ ὁποία εἶχε φύγει ἀπό τήν πόλι, γιά χρέος τοῦ ἀνδρός της. Βλέποντας τήν, τήν ρώτησα γιά τήν αἰτία, καί αὐτή μου ἀποκρίθηκε:

-Μή μέ ρωτᾶς, ἀφέντη μου. Μόνον ἔχε μέ σκλάβα σου, ὅπου κι ἄν εἶσαι. Ἐγώ ἡ ταλαίπωρη ἔχω ἄνδρα καί παιδιά. Ὁ ἄνδρας μου ἔπεσε σέ χρέος μεγάλο, γιά τριακώσια φλωριά. Εἶναι τώρα δυό χρόνια, πού, μέ δαρμούς, τόν ἔχουν στή φυλακή, πούλησαν τά παιδιά μου καί ἐγώ φεύγω ἐδῶ κι ἐκεῖ. Πολλές φορές μέ βρῆκαν καί μέ ἔδειραν τήν ἄθλια καί τώρα πάλιν εἶμαι φευγάτη καί ἔχω τρεῖς ἡμέρες, πού δέν γεύτηκα τίποτα.

Τότε ἐγώ, ἀκούοντας αὐτά ἀπό τήν γυναίκα, τήν λυπήθηκα, τήν πῆρα στό σπίτι μου, τῆς ἔδοσα τά τριακόσια φλωριά, τήν πῆγα μέ προφύλαξι ἕως τήν πολιτεία της καί γλύτωσε κι αὐτή κι ὁ ἄνδρας της καί τά παιδιά της. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἱερός Παφνούτιος:

-Ἐγώ, τέκνον μου, τέτοια κατορθώματα δέν ἔτυχε νά κάμω. Ὅμως ὅσο γιά τήν ἄσκησι, ξέρεις πόσο εἶναι ἀκουστό τό ὄνομά μου σέ κάθε μέρος. Παρ’ ὅλον τοῦτο, εἶχα παρακαλέσει τόν Θεό, νά μοῦ φανερώση σέ ποιά μέτρα καί σέ ποιανού κατηγορία μέ ἔχει κατατάξει. 


Ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου καί μοῦ ἀποκάλυψε, ὅτι μέ ἔχει ὁ Κύριος στά μέτρα τά δικά σου καί γι’ αὐτό ἦλθα, ἐγώ ὁ γέροντας νά σέ βρῶ. Ἐπειδή, τέκνο μου, σέ ἔχει ὁ Θεός σέ τέτοια μέτρα, μήν καταγίνεσαι σέ τέτοια μέτρα, μήν καταγίνεσαι σέ τέτοια μάταια καί ἄτιμα παιγνίδια.

Ἀφοῦ τά ἄκουσε αὐτά ὁ αὐλήτης ἀπό τόν Ὅσιο, πέταξε παρευθύς τούς αὐλούς καί τή λύρα καί μετέβαλε τόν σκοπό σέ ἁρμονία πνευματική. Ἀκολούθησε τόν γέροντα στήν ἔρημο, ὄπου ἀγωνίστηκε μέ τέλεια ἄσκησι, καί σέ τρεῖς χρόνους ἀξιώθηκε, ὁ τρισμακάριστος, νά μπῆ στήν οὐράνια μακαριότητα.