ΚΥΡΙΑΚΗ Ηʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 14, 14-22)
Ὁ χορτασμός τοῦ πεινασμένου λαοῦ στήν Παλαιστίνη, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀποτελοῦσε σημάδι μεσσιανικό: Αὐτός πού δίνει τροφή στά πλήθη καί μάλιστα μέ τρόπο ὑπερφυσικό δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας.
Γι’ αὐτό καί τή στιγμή τοῦ συγκλονιστικοῦ πειρασμοῦ μετά τή βάπτιση λέγει ὁ σατανᾶς στό Χριστό: «Ἄν εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ, πές νά γίνουν αὐτές οἱ πέτρες ψωμιά», γιά νά λάβει τήν ἀπάντηση: «ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ μόνο μέ τό ψωμί, ἀλλά μέ κάθε λόγο πού βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ». Ὡστόσο, ὅταν ὁ ἴδιος ἔκρινε πώς ἦλθε ἡ κατάλληλη στιγμή, ἔκανε τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καί χόρτασε πέντε χιλιάδες λαοῦ.
Τό γεγονός αὐτό ἀφηγοῦνται ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές, ὄχι μόνο γιατί εἶναι ἐντυπωσιακό καί μοναδικό στό εἶδος του, ἀλλά γιατί κρύβει μέσα του ἕνα βαθύτερο συμβολισμό καί ἕνα οὐσιαστικότερο περιεχόμενο.
Ἐάν ἀποτελεῖ θαῦμα τοῦ μίσους καί τῆς κακίας πού ἐκπλήσσει ὅλους μας τό ὅτι σήμερα μέ τόσο πλοῦτο καί μέ τόσες παραγωγικές πηγές στόν κόσμο ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ὑποσιτίζονται καί πεθαίνουν ἀπό πεῖνα, ἄλλο τόσο καί μάλιστα πολύ περισσότερο εἶναι θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ τό ὅτι μέ πέντε ψωμιά καί δύο ψάρια χορταίνουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι.
Στό θαῦμα αὐτό, γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ἡ σημερινή περικοπή, εἶδε ἡ Ἐκκλησία μας ἕνα οὐσιαστικότερο περιεχόμενο˙ ἀναγνώρισε τήν προτύπωση τοῦ «ἄρτου τῆς ζωῆς», τῆς πραγματικῆς τροφῆς πού ὅποιος τήν τρώγει, ζεῖ αἰώνια, χωρίς νά φοβᾶται τήν πείνα καί τό θάνατο. Καί ὁ ἄρτος αὐτός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται νά θανατωθεῖ στό σταυρό γιά νά ζήσει ὁ κόσμος.
Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εὐθύς μετά τή διήγηση τοῦ θαύματος, παραθέτει μιά ὁμιλία τοῦ Ἰησοῦ περί Θείας Εὐχαριστίας, στήν ὁποία λέγει μεταξύ ἄλλων τά ἐξῆς: «Αὐτός πού τρώει τή σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου ἔχει ζωή παντοτινή, κι ἐγώ θά τόν ἀναστήσω τήν ἔσχατη ἡμέρα».
Πολύ σοφά οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χαρακτήρισαν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, σάν «φάρμακο ἀθανασίας», γιατί ἡ τροφή αὐτή δέν χορταίνει τίς ὑλικές ἀνθρώπινες ἀνάγκες ἀλλά τήν πείνα καί δίψα τῆς αἰωνιότητας.
Νά γιατί ὁ Χριστός ἀποφεύγει τίς ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ, κατά τή διήγηση τοῦ θαύματος ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη. Ὁ λαός βλέπει στόν πολλαπλασιασμό τῶν ἄρτων τήν ἰκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν του καί σπεύδει νά ἁρπάξει τόν ἰσχυρό προστάτη του καί νά τόν ἀνακηρύξει βασιλιά. Ὁ Χριστός ὅμως ξεφεύγει ἀπ’ ἀνάμεσα τους καί πηγαίνει στό ὄρος νά προσευχηθεῖ.
Δέν πρέπει νά μείνουν στό ἐξωτερικό σημάδι˙ ὁ νοῦς του εἶναι προσανατολισμένος στήν Ἐκκλησία πού πρόκειται νά ἱδρυθεῖ καί γιά τήν ὁποία τό θαῦμα αὐτό εἶναι μιά προεικόνιση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἄλλωστε καί ἡ ὁρολογία τῆς διηγήσεώς μας (λαβών, ἀναβλέψας εἰς τόν οὐρανόν, εὐλόγησε, καί κλάσας, ἔδωκε) μᾶς ἐνθυμίζει τή διήγηση περί τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.
Κι ἀκόμη, ἄς προσέξουμε ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ἀπό τήν εἰκονογραφική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἐνισχύει τήν παραπάνω ἑρμηνεία: Ἡ παρουσία τῶν ἰχθύων στίς συμβολικές παραστάσεις τῆς Θείας Εὐχαριστίας στίς τοιχογραφίες τῶν κατακομβῶν μαρτυρεῖ ὅτι στό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων εἶδε ἡ Ἐκκλησία τό χορτασμό τῶν ἀνθρώπων μέ τόν «ἄρτο τῆς ζωῆς».
Τό μήνυμα τῆς περικοπῆς μας μπορεῖ νά συνοψιστεῖ στά ἐξῆς: ὁ Χριστός δέν ἐκπροσωπεῖ ἁπλῶς μιά ὡραία καί ὑψηλή διδασκαλία πού ἐξυψώνει ἠθικά τούς ἀνθρώπους, ἀλλ’ εἶναι καί μυστήριο˙ τό μυστήριο τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, πού ἀποτελεῖ πηγή ζωῆς καί φάρμακο ἀθανασίας.
«Ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα». Ἀμήν.