Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Κυριακάτικο Κήρυγμα


Ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου

Τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ὅ­λοι οἱ πι­στοί μέ μί­α καρ­διά προ­σεύ­χον­ταν συ­ναγ­μέ­νοι στό ὑ­πε­ρῶ­ο τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ.

Καί ξαφ­νι­κά, χω­ρίς νά τό πε­ρι­μέ­νει κα­νείς, μι­ά βο­ή ἀ­κού­σθη­κε νά κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, σάν βί­αι­ος, ὁρ­μη­τι­κός ἄ­νε­μος καί γέ­μι­σε ὅ­λο τόν τό­πο, ὅ­που ἦ­ταν οἱ ἀ­πό­στο­λοι κι οἱ ἄλ­λοι μα­θη­ταί. Καί εἶ­δαν ὅ­λοι μέ τά μά­τια τους γλῶσ­σες πα­ρό­μοι­ες μέ τίς γλῶσ­σες τῆς φω­τιᾶς νά δι­α­μοι­ρά­ζονται καί νά κά­θον­ται στόν κα­θέ­να ἀ­πό αὐ­τούς. Καί «ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου». Γέ­μι­σε τό ἐ­σω­τε­ρι­κό τους μέ Πνεῦ­μα Ἅ­γιο.


Ἄς δοῦ­με λοι­πόν τί ἦ­ταν αὐ­τή ἡ ἐ­πι­φοί­τη­σις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί ποι­ά ση­μα­σί­α ἔ­χει γιά μᾶς.

Ἡ ἐ­πι­φοί­τη­σις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στούς ἁ­γί­ους ἀ­πο­στό­λους καί μα­θη­τάς ἦ­ταν ἕ­να γε­γο­νός ἔ­κτα­κτο καί μο­να­δι­κό στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Δι­ό­τι οἱ ἅ­γιοι ἀ­πό­στο­λοι δέν ἀ­πέ­κτη­σαν ἁ­πλῶς τήν ὑ­περ­φυ­σι­κή δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀλ­λά γέ­μι­σε τό ἐ­σω­τε­ρι­κό τους ἀ­πό τήν πα­ρου­σί­α Του.


Μέ­σα τους πλέ­ον σκή­νω­σε τό τρί­το πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Ἔ­γι­ναν κα­τοι­κη­τή­ρια καί να­οί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μ’ ἕ­να ὅ­μως τρό­πο ἰ­δι­αί­τε­ρο, ἔ­κτα­κτο καί μο­να­δι­κό. Μό­νο αὐ­τοί ἔ­γι­ναν ἀ­λά­θη­τοι ἐκ­φρα­στές τῆς ἀ­λη­θεί­ας, πάν­σο­φοι. Ἐ­ρω­τᾶ σχε­τι­κῶς ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος: Τί ση­μαί­νει ὅ­τι οἱ ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ παρόντες πιστοί «ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου»; 

Ση­μαί­νει ὅ­τι ὄ­χι ἁ­πλῶς ἔ­λα­βαν τήν χά­ρη του, ἀλ­λά ὅτι ἐ­πλή­σθη­σαν μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καί τί ση­μαί­νει ἐ­πλή­σθη­σαν; Ἀ­ναζω­πυ­ρώ­θη­καν καί ἀ­να­ζω­ο­γο­νή­θη­καν μέ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Τά χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κυ­ρι­αρχοῦσαν μέσα στήν ψυ­χή τους. Ἀ­πό τό­τε καί στό ἑ­ξῆς ζοῦ­σαν μέ­σα στήν πα­ρου­σία καί χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Γι’ αὐ­τό καί τό ἅ­γιο Πνεῦ­μα με­τα­μόρ­φω­σε τήν ζω­ή τους. Ἔ­γι­ναν πλέ­ον ἀ­τρό­μητοι, πάν­σο­φοι, ἐ­κή­­ρυτ­ταν τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ μέ παρ­ρη­σί­α.

Ἀλ­λά καί ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων συμ­πλη­ρώ­νει: Οἱ ἅ­γιοι ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ ἄλλοι μα­θη­ταί με­τέλα­βαν τῆς φω­τιᾶς, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­ξα­φα­νί­ζει καί κα­τα­καί­ει τά ἀγ­κά­θια τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, καί λαμ­πρύ­νει τήν ψυ­χή. 

Ἐ­πι­πλέ­ον τό ἅ­γιο Πνεῦ­μα στά­θη­κε πά­νω ἀ­πό τά κε­φά­λια τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων μέ τήν μορ­φή τῶν πυρίνων γλωσ­σῶν μί­α καί μο­να­δι­κή φο­ρά μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, δι­ό­τι μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, ἐ­ξη­γεῖ ὁ ἱερός πα­τήρ, τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα το­πο­θε­τοῦ­σε ἐ­πά­νω ἀ­πό τά κε­φά­λια τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν ἄλλων πιστῶν και­­νούρ­για δι­α­δή­μα­τα πνευ­μα­τι­κά, στε­φά­νια καί στέμ­­μα­τα λαμ­πρά τῆς πα­ρου­σί­ας του καί τῆς δυ­νά­με­ώς του. 

Ἐ­πι­πλέ­ον τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐμ­φα­νί­στη­κε γιά μί­α καί μο­να­δι­κή φο­ρά μέ τήν μορ­φή πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν γιά νά μᾶς θυ­μί­σει ὄ­χι μό­νον τήν σύγ­χυ­ση τῶν γλωσ­σῶν τῆς Βα­βέλ, ἀλ­λά πε­­ρισ­σό­τε­ρο τήν τρα­γι­κή καί συγ­κλο­νι­στι­κή ὥ­ρα πού ὁ Θε­ός ἔ­κλει­σε τίς πύ­λες τοῦ πα­ρα­δεί­σου στούς πρω­το­πλά­στους μέ τή φλογίνη ρομ­φαία. Τό­τε στέ­ρη­σε τήν χά­ρη του ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους. Τώ­ρα μέ τίς πύ­ρι­νες γλῶσ­σες ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε τήν χά­ρη στούς μα­θη­τάς καί δι’ αὐ­τῶν σ’ ὅ­λη τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα.

Ἀ­πό τήν Πεντηκοστή κι ἔπειτα τό θαῦ­μα τῆς με­τα­δό­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἄ­πει­ρες φο­ρές στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, μέ τρό­πο ὅ­μως δι­α­φο­ρε­τι­κό. Λέ­ει ἕ­νας ὑ­πέ­ρο­χος ὕ­μνος τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ὅ­τι τό Πα­ρά­κλη­τον Πνεύ­μα, ἐ­νέ­πλη­σε τούς ἁ­γί­ους μα­θη­τάς. Ἀλ­λά δι’ αὐ­τῶν καί τῶν δι­α­δό­χων τους «εἰς πᾶ­σαν σάρ­κα ἐκ­κέ­χυ­ται», προ­σφέ­ρε­ται σέ κά­θε ἄν­θρω­πο διά τῶν ἱ­ε­ρῶν μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. 

Δι­ό­τι ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν ἱ­ε­ρή χο­ρεί­α τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καί ἀ­πό αὐ­τούς ἅ­πλω­σε τήν χά­ρη του σ’­ὅ­λους τους πι­στούς. Κά­θε πι­στός πλέ­ον μπο­ρεῖ νά λά­βει τή χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­­μα­τος καί νά ἀ­πο­κτή­σει πά­νω του ἀ­νε­ξί­τη­λη τήν σφρα­γῖ­δα τῶν χα­ρι­σμά­των του μέ τό μυ­στή­ριο τοῦ ἁ­γί­ου Χρί­σμα­τος. Ἀλ­λά καί σ’ ὅ­λα τά μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας αὐ­τό τό θαῦ­μα τῆς ἐ­πε­νερ­γεί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ζοῦ­με οἱ πι­στοί. Δι­ό­τι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα τε­λε­σι­ουρ­γεῖ ὅ­λα τά μυ­στή­ρια κι ἐ­μεῖς αἰ­σθα­νό­μα­στε τίς πνευ­μα­τι­κές ἀλ­λοι­ώ­σεις πού ἐ­πι­φέ­ρει στή ζω­ή μας.

«Τά πάν­τα χο­ρη­γεῖ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ἀ­να­βρύ­ει τίς προ­φη­τεῖ­ες, καθιερώνει τούς Ἱε­ρεῖς, δι­δά­σκει στούς ἀ­γραμ­μάτους μα­θη­τές τήν σο­φί­α, συγ­κρο­τεῖ ὁ­λό­κλη­ρο τόν θε­σμό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Γι­’­αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς στούς ὑ­πέ­ρο­χους ὕ­μνους τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ζη­τοῦ­με ἀ­πό τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ὅ­πως ἐ­πε­φοί­τη­σε καί ἐ­πλή­ρω­σε τούς Ἁ­γί­ους ἀ­πο­στό­λους ἔ­τσι νά ἀ­ξι­ώ­σει καί ἐ­μᾶς τῆς δι­κῆς του ἐλ­λάμ­ψε­ως καί νά μᾶς στη­ρί­ξει μέ τήν δύ­να­μή του.

Ἀ­δελ­φοί μου, στίς εὐ­χές τοῦ ἑ­σπε­ρι­νοῦ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, προ­σευ­χό­μα­στε στόν Κύριό μας μέ τά ἑ­ξῆς ἱ­ε­ρά λό­για: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ... δώ­ρι­σέ μας πνεῦ­μα σο­φί­ας στούς δι­κούς μας δι­α­λο­γι­σμούς, καί πνεῦ­μα συ­νέ­σε­ως στήν δι­κή μας ἀ­φρο­σύ­νη. Ἐ­πι­σκί­α­ζε μέ τό πνεῦ­μα τοῦ ἱ­ε­ροῦ φό­βου τά ἔρ­γα μας, ἐγκατάστησε στά βά­θη τῆς καρ­διά μας πνεῦ­μα εὐ­θές. Δώ­ρι­ζέ μας πνεῦ­μα ἡ­γε­μο­νι­κό ὥ­στε νά στη­ρί­ζει τήν ὀ­λι­σθη­ρό­τη­τα τῆς δι­α­νοί­ας μας. 

Κα­θο­δή­γη­σέ μας κά­θε ἡ­μέ­ρα πρός τό πνευ­μα­τι­κό μας συμ­φέ­ρον, ὥ­στε νά ζοῦ­με κα­θη­με­ρι­νά μέ­σα μας τήν ἱ­ε­ρή πα­ρου­σί­α Σου. Δώ­σε μας τήν χά­ρη σου, ὥ­στε νά μήν ἀ­πα­τό­με­θα ἀ­πό τά τερ­πνά τοῦ κό­σμου αὐ­τοῦ, ἀλ­λά νά ἐ­πι­θυ­μοῦ­με τήν ἀ­πό­λαυ­ση τῶν μελ­λόν­των ἀ­γα­θῶν. Ἀ­μήν.