Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Ἡ θεολογική διαθήκη τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι

Αποτέλεσμα εικόνας για χριστιανοσ ορθοδοξοσ

Ἀξίζει νά διαβάσουμε τό παρακάτω κείμενο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι (1893-1979) πού τό τιτλοφορεῖ ὁ ἴδιος ὡς τήν «θεολογική του διαθήκη». Πρόκειται γιά ἕνα χειρόγραφο πού δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώσει καί βρέθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου ἀπό τόν Andrew Blane, ὁ ὁποῖος καί τό δημοσιεύει.

«Σέ μιὰ τόσο ἐπίσημη περίσταση ὅπως αὐτή, μόνο λόγια εὐχαριστίας κι εὐγνωμοσύνης ἁρμόζουν. Πράγματι, εἶμαι βαθιά συγκινημένος ἀπό αὐτό τό γενναιόδωρο δεῖγμα ἀναγνώρισης ποὺ ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου θέλησε νά μοῦ ἀπονείμει. Ὅμως, ξέρω, προφανῶς καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, καί τίς ἀποτυχίες μου καί τά μειονεκτήματά μου. Ξέρω πράγματι ὅτι ἤμουν ἕνας ὀκνηρός δοῦλος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Καί μάλιστα ξέρω πολύ καλά πόσα πράγματα δέν ἔχω κάνει, πράγματα ποὺ ἔπρεπε νά ἔχω κάνει, καί πόσα πολλά πράγματα ἔκανα ποὺ δέν ἔπρεπε νά κάνω.

Δέν ἔλαβα κανονική θεολογική ἐκπαίδευση (παρόλο ποὺ τό φταίξιμο δέν εἶναι δικό μου). Εἶμαι αὐτοδίδακτος στήν θεολογία, κάτι σάν ἐρασιτέχνης, αὐτοδημιούργητος – γιά νά χρησιμοποιήσω μιὰν ἀμερικανική ἔκφραση. Ἐκπαιδεύτηκα γιά νά γίνω καθηγητής ἱστορίας καί φιλοσοφίας. 

Ὄντως, τήν ἀκαδημαϊκή σταδιοδρομία μου τήν ἄρχισα ὅταν ἤμουν ἀκόμη στή Ρωσία, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὡς Ἐπισκέπτης Καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας, καί τό μόνο μάθημα ποὺ δίδαξα μ΄ αὐτή τήν ἰδιότητα στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀδησσοῦ ἦταν Φιλοσοφία τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν. Τή θεολογία μου δέν τήν ἔμαθα στό σχολεῖο, ἀλλά στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας στή λατρεία της. Τήν ἄντλησα πρῶτα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία καί, πολύ ἀργότερα, ἀπό τά γραπτά τῶν ἁγίων Πατέρων. 


Ὅταν τό 1926 μοῦ προτάθηκε νά διδάξω Πατρολογία στό νεοσύστατο Ὀρθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Παρισιοῦ, ἤμουν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστος γιά κάτι τέτοιο. Ἔπρεπε πρῶτα νά μάθω αὐτό ποὺ ἔπρεπε νά διδάξω. Δέν ντρέπομαι γι΄ αὐτό. Πολλοί ἔχουν βρεθεῖ σ΄ αὐτὴ τή θέση. Ἡ φράση αὐτή ἀνήκει, παρεμπιπτόντως, στόν σπουδαιότερο θεολόγο καί ἱεράρχη τοῦ περασμένου αἰώνα, στόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Φιλάρετο τῆς Μόσχας. Καί αὐτός μάθαινε τά ἀντικείμενά του ἐνῶ τά δίδασκε στήν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρούπολης. 

Ἡ δική μου μέθοδος μελέτης ἦταν πολύ ἁπλή. Τά δύο πρῶτα χρόνια τῆς δουλειᾶς μου ὡς καθηγητὴς στό Παρίσι διάβαζα συστηματικά τά ἔργα τῶν πιό σημαντικῶν Πατέρων, κάποια στό πρωτότυπο, κάποια σέ μετάφραση. Μελέτησα κατά κύριο λόγο πηγές πρίν στραφῶ στή λόγια γραμματεία. Πιθανόν νά εἶναι αὐτός ὁ λόγος ποὺ φαίνομαι τόσο «παλιομοδίτης». Δέν ξεκίνησα μέ τίς «καλύτερες κριτικές», καί γι΄ αὐτό ἡ κριτική οὔτε μέ ζάλισε οὔτε μέ διέφθειρε. Ἀντίθετα, ἐξαιτίας αὐτοῦ ἀπέκτησα ἀνοσία γιά πάντα ἔναντι τῆς ρουτίνας, ἔναντι ἐκείνης τῆς «θεολογίας τῆς ἐπανάληψης» ἡ ὁποία βρίθει ἀπό ἀρχαϊκούς τύπους καί φράσεις, ἀλλά τόσο συχνά τῆς λείπει τελείως τό πνεῦμα ζωντάνιας. 

Οἱ Πατέρες μέ δίδαξαν τή χριστιανική ἐλευθερία. Ὑπῆρξαν παραπάνω ἀπό ἁπλοί νομοθέτες• ἦταν ἀληθινοί προφῆτες μέ τήν ἀληθινή σημασία τῆς λέξης – ἀντικρυζαν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. (Ἦταν πρωτίστως ἄνθρωποι μέ ἐνόραση καί πίστη). 

Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὁραματιστές. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος ποὺ μέ ὁδήγησε ἀρκετά νωρίς στήν ἰδέα αὐτοῦ ποὺ τώρα ὀνομάζω «νεοπατερική σύνθεση». Ὀφείλει νά εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό συλλογή Πατερικῶν ρητῶν καί διατυπώσεων. Πρέπει νά εἶναι μία σύνθεση, μία δημιουργική ἐπανεπιβεβαίωση ὅλων ἐκείνων τῶν ἐνοράσεων ποὺ χορηγήθηκαν στούς ἁγίους τοῦ παρελθόντος. 

Πρέπει νά εἶναι Πατερική, πίστη στό πνεῦμα καί τό δράμα τῶν Πατέρων – ad mentem Patrum. Ἀλλά ταυτόχρονα, πρέπει νά εἶναι καί νεοπατερική, καθώς ἀπευθύνεται στή νέα ἐποχή, μέ τά δικά της προβλήματα καί ἐρωτηματικά. Μ΄ αὐτό τό πνεῦμα καί μ΄ αὐτόν τόν τρόπο ἔγραψα, ἤδη τριάντα χρόνια πρίν, τίς δύο θεολογικές μου ἐργασίες, γιά τό Δόγμα τῆς Δημιουργίας καί τό Δόγμα τῆς Ἀπολύτρωσης, τίς ὁποῖες ἀκόμη θεωρῶ τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματά μου, καί ἴσως τά μοναδικά. 

Δυστυχῶς, λίγο ἀργότερα περισπάστηκα. Δέν μπόρεσα νά ἀντισταθῶ στούς πειρασμούς. Ἄφησα τή δουλειά μου πάνω στούς Πατέρες ἡμιτελῆ: ἀπό τούς πέντε προγραμματισμένους τόμους, μόνο δύο ὁλοκληρώθηκαν, κι αὐτοί στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ΄30. Ἀντί νά ὁλοκληρώσω αὐτή τή δουλειά, στράφηκα στή ρωσική θεολογία καί αὐτή ἡ μελέτη ὁλοκληρώθηκε τήν παραμονή ἀκριβῶς τοῦ πρόσφατου πολέμου. Αὐτή ἡ μελέτη, ὅμως, ἀποδείχθηκε ἔργο μᾶλλον ἀποδόμησης παρά οἰκοδόμησης. Τήν ἴδια ἐποχή ἐμπλεκόμουν σέ διάφορες οἰκουμενικές δραστηριότητες, στήν ἀρχή σέ περιορισμένη κλίμακα. Γιά πολλά χρόνια περνοῦσα τίς καλοκαιρινές μου διακοπές στήν Ἀγγλία, ἐξηγώντας τήν Ὀρθοδοξία σέ Ἀγγλικανούς φοιτητές καί λαϊκούς, καί ταξιδεύοντας ἀπό κολλέγιο σέ κολλέγιο καί ἀπό πόλη σέ πόλη. Ἀργότερα ἀναμίχθηκα στή μείζονα οἰκουμενική κίνηση τῆς «Πίστης καί Τάξης». 

Δέν μετανιώνω γιά ὅλα αὐτά, γιά αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς «παρακάμψεις». Ἐπίσης ἀπήλαυσα πάρα πολύ τή διδασκαλία, στά χρόνια του πολέμου, στά ρωσικά σχολεῖα δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, στήν Bela Crkva καί στό Βελιγράδι. Ἔμαθα πολλά διδάσκοντας. Καί ἀνακάλυψα ὅτι ἡ διδασκαλία εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, κάτι παραπάνω ἀπό παροχή γνώσης. Ὁ δάσκαλος ἔχει νά διδάξει ζωντανά πρόσωπα, ἀδελφούς καί ἀδελφές του ἐν Χριστῷ, καί νά τούς διδάξει γιά τή ζωή, γιά τήν αἰώνια ζωή ἐν τέλει. Ἀκόμη καί ὡς δάσκαλος, πρέπει κανείς νά παραμένει μαθητής, κάτι ποὺ πράγματι εἶναι ἀναπόφευκτο.

Μοῦ ἀρέσει νά μαθαίνω. Μοῦ ἀρέσει νά παραμένω in statu pupilari [σέ κατάσταση μαθητείας]. Δέν εἶναι μήπως ἡ ἀνώτερη βαθμίδα τό νά εἶσαι μαθητής, μαθητής τοῦ ἑνός καί μόνου Κυρίου, τοῦ μόνου στόν ὁποῖο ἀνήκει δικαιωματικά ὁ τίτλος τοῦ Διδασκάλου; 

Κανένας μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δάσκαλο. Ὁ μόνος Διδάσκαλος εἶναι ὁ Χριστός. Ὅμως, καί πόσα ἔχουν μείνει ἀπραγματοποίητα! Ἔγραψα λιγότερα ἀπό ὅσα ὄφειλα ἤ μποροῦσα πιθανόν νά γράψω. Καί τώρα προφανῶς εἶναι πιά πολύ ἀργά. Ἐλπίζω, ὅμως, ὅτι θά μοῦ δοθεῖ ὁ χρόνος νά συντάξω τή «θεολογική διαθήκη» μου καί νά μεταφέρω τή βαθειά μου ἔγνοια γιά τίς μέλλουσες γενιές.




Αὐτή ἡ διαθήκη περιλαμβάνει τρία κύρια σημεῖα.

Πρῶτον, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία πρέπει νά εἶναι μία ἱστορική θεολογία. Ἕνας διακεκριμένος Βρετανός ἱστορικός εἶπε πρόσφατα: «Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία καθημερινή πρόσκληση στή μελέτη τῆς ἱστορίας» (F. Μ. Powicke). 

Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος ἐρευνητής ὑποστήριξε, πολύ σωστά, ὅτι «ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν πιστεύουμε σέ ἰδέες, ἀλλά σέ ἕνα Πρόσωπο» (Dom Ansgar Venier) καί αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ὁ ἀγαπημένος μας Κύριος καί Σωτήρας, Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι διαλεκτική ἐννοιῶν, ἀλλά ὁμολογία πίστης. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός δρῶν, ὁ ὁποῖος δρᾶ στήν ἱστορία, ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, συνεχίζει νά δρᾶ στίς ζωές μας καί θά συνεχίζει νά δρᾶ μέχρι ὁ Κριτής νά ἔρθει γιά νά ἐλέγξει ζώντας καί νεκρούς. Ἡ Θεολογία εἶναι ἑπομένως ἡ μελέτη τῶν θείων πράξεων.

Δεύτερον, καθώς μελετᾶμε αὐτές τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ αὐτό ποὺ ἔχει εὔστοχα περιγραφεῖ ἀπό τόν Gerhardt Kittel ὡς «τό σκάνδαλο τῆς ἰδιαιτερότητας». Ἡ σωτηρία «ἐκ τῶν ἑβραίων ἐστιν» καί κηρύχτηκε στόν κόσμο στήν ἑλληνική γλώσσα. Πράγματι, τό νά εἶσαι Χριστιανός σημαίνει νά εἶσαι Ἕλληνας, ἐφόσον ἡ βασική μας αὐθεντία θά εἶναι γιά πάντα ἕνα ἑλληνικό βιβλίο, ἡ Καινή Διαθήκη. 

Τό χριστιανικό μήνυμα ἔχει διά παντός διατυπωθεῖ σέ ἑλληνικές κατηγορίες. Αὐτό μέ καμιά ἔννοια δέν σήμανε συνολική πρόσληψη τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθαυτοῦ, ἀλλά ἀνατομία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τό παλιό ἔπρεπε νά πεθάνει, τό νέο ὅμως παρέμενε ἑλληνικό: ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός τῆς δογματικῆς μας, ἀπό τήν Καινή Διαθήκη μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἤ μᾶλλον μέχρι σήμερα. 

Προσωπικά εἶμαι ἀποφασισμένος νά ὑπερασπιστῶ αὐτή τή θέση, καί μάλιστα σέ δύο διαφορετικά μέτωπα: καί κατά τῆς ὄψιμης ἀναβίωσης τοῦ ἑβραϊσμοῦ, καί κατά ὅλων τῶν προσπαθειῶν ἐπαναδιατύπωσης δογμάτων σέ κατηγορίες σύγχρονων φιλοσοφιῶν, εἴτε γερμανικῶν, εἴτε δανέζικων, εἴτε γαλλικῶν (Χέγκελ, Χάϊντεγκερ, Κίρκεργκωρ, Μπέργκσον, Teilhard de Chardin), καί σέ κατηγορίες τοῦ ὑποτιθέμενου Σλαβικοῦ πνεύματος. Ἡ θέση μου, ὁμολογουμένως, χρειάζεται ἀκριβολογία καί ἀνάλυση, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τοῦ παρόντος.

Τρίτο καί τελευταῖο, πρέπει νά θεολογοῦμε ὄχι γιά νά ἱκανοποιοῦμε τή διανοητική μας περιέργεια, θεμιτό καί ἄν εἶναι αὐτό, ἀλλά γιά νά ζοῦμε, νά ἔχουμε ζωή περισσή ἐν τῇ Ἀληθείᾳ, ἡ ὁποία, τελικά, δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν, ἀλλά ἕνα Πρόσωπο, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Στό ζήτημα αὐτό μόνο οἱ Πατέρες μποροῦν νά εἶναι σίγουροι καί ἀσφαλεῖς ὁδηγοί.

Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα πρόγραμμα. Εἶναι τό πρόγραμμα βάσει τοῦ ὁποίου ἐγώ πορεύτηκα στό λογικό μου ἐγχείρημα. Τώρα, μόνη μου ἐλπίδα εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας ἀγκαλιάζει ἀκόμη καί τίς προθέσεις μας.