Κάποιος μοναχός κατέβηκε από την σπηλιά που μόναζε, με ευλογία του πνευματικού του στην πόλη για να πουλήσει τα εργόχειρά του.
Επειδή έφτιαχνε πράγματι αριστοτεχνικά ξύλινες κούπες, σταυρούς και άλλα κομψοτεχνήματα, σε πολύ λίγη ώρα ξεπούλησε. Επιστρέφοντας στην σπηλιά του, του μπήκε ο λογισμός να ξαναφτιάξει γρήγορα κι άλλα ερχόχειρα, προκειμένου να τα πουλήσει και να κάνει και φιλανθρωπίες!
Τα ξεπούλησε κι αυτά, χωρίς ευλογία, και σε σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησε ένα σοβαρό οικονομικό ποσό. Το μοίρασε σε φτωχούς, χήρες και άλλους έχοντες ανάγκη και ευχαριστήθηκε πολύ.
Έτσι άρχισε να παραμελεί τα πνευματικά του καθήκοντα, να αλλοιώνεται η μοναχική του ζωή, κατασκευάζοντας κάθε μέρα καινούρια εργόχειρα, τα οποία ανανέωσε φτιάχνοντας και άλλα ξύλινα σκεύη.
Κάποτε αποφάσισε κι έφυγε από την σπηλιά που ασκήτευε, για να εγκατασταθεί στην πόλη και να έχει το δικό του εργαστήριο.
Έτσι ο δαίμονας της πλάνης και ο δαίμονας του πλούτου, αφού τον έβγαλαν από το σπήλαιο που ζούσε, ύστερα του φύτευσαν την ιδέα να αποβάλλει και τα ράσσα, προκειμένου να ασχολείται με την ξυλογλυπτική.
Λαϊκός πλέον με αρκετά χρήματα και μεγάλο σεβασμό και κύρος στην κοινωνία της πόλης παντρεύτηκε. Κάθε φορά όμως που γεννούσε η γυναίκα του, το παιδί που έβγαινε στον κόσμο γεννιόταν νεκρό. Έτσι έφτασε να έχει χάσει δέκα παιδιά και λίγο καιρό αργότερα και την γυναίκα του.
Λίγο καιρό αργότερα έπεσε μεγάλη πείνα στην πόλη και αναγκάστηκε να κλείσει και το εργαστήριό του! Αρρώστησε βαριά και ερχόμενος στα λογικά του, θυμήθηκε τον γέροντά του και αποφάσισε να ξαναγυρίσει μετά από χρόνια στην σπηλιά της μετανοίας του.
Εκοιμήθη αιφνιδίως, βαδίζοντας στον δρόμο προς το σπήλαιο…! Στο σακκίδιο, που κουβαλούσε βρέθηκαν δεκάδες χρυσά νομίσματα, διάσπαρτα καταμεσής του δρόμου…!