Τὸ Ἅγιον Ὄρος χριστιανοί μου εἶναι αὐτό, ποὺ μὲ τὸ ἔμψυχο ὑλικό του συνεχίζει τὴν παράδοση τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, τῆς νοερᾶς καρδιακῆς προσευχῆς. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀνέδειξε στὰ χίλια χρόνια τῆς ἱστορικῆς πορείας του, ἀναρίθμητες ὁσιακὲς μορφές. Καὶ πιστεύω πὼς ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἡ μεγαλυτέρα προσφορὰ στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὄχι μόνον στὴν πατρίδα μας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ὁσίους μοναχούς, ἀναχωρητάς, ἐρημίτας καὶ ἠσυχαστάς, ἔγιναν γνωστοὶ καὶ εὐμενῶς ἀποδεκτοὶ ὡς ἅγιοι, καὶ ἀπὸ μᾶς ποὺ ζοῦμε ὡς λαϊκοὶ μέσα στὸν κόσμο, καὶ γενικὰ ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀνεγνωρίσθησαν καὶ ὡς Ἅγιοι.
Ἄλλοι πάλι, καὶ αὐτοὶ ἦσαν οἱ περισσότεροι, θέλησαν νὰ παραμείνουν στὴν ἀφάνεια, ἀκόμα καὶ μετὰ τὸν ὀσιακὸ θάνατό τους. Καὶ αὐτὸ τὸ κατόρθωσαν μὲ πολὺ κόπο καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀληθινὸς Ἁγιορείτης μοναχὸς μὲ τὴ βοήθεια κυρίως τῆς νοερᾶς νηπτικῆς ἐργασίας του καὶ μὲ τὸ πτωχὸ κομποσχοινάκι του καὶ μὲ τὸν κανόνα του, προσπαθεῖ μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια νὰ ζήσει στὴν ἀφάνεια. Δὲν ἐπιζητεῖ καμιὰ ἀναγνώριση σ’ αὐτὴν τὴν ζωή. Καὶ μερικὲς φορὲς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μπορεῖ ἀκόμα νὰ κάμει καὶ τὸν σαλὸ γιὰ νὰ ἀποφύγει τιμὲς καὶ δόξα.
Μέσα στὴν ἀφάνεια ἔζησε καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ἄνθρωπος τῆς πολλῆς νοερᾶς προσευχῆς. Μέγας στὰ μάτια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, γιὰ τὴν κρυπτή του νηπτικὴ ἐργασία στὴ θεωρία τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς πολλῆς ἀγάπης καὶ τοῦ συντετριμμένου πνεύματος.
Μετὰ τὸ θάνατό του ὅμως καὶ τὴν παρουσίαση τῆς ὅλης του ὁσιακῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του, καὶ τὰ γραπτὰ του ἀπὸ τὸν μακαριστὸ γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ἀπεδείχθηκε ἡ ὁσιότητά του καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο.
Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὸν Ἅγιο γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, τὸν πνευματικό μου παππού, τὸν Ἁγιορείτη αὐτὸ μοναχὸ ποὺ ἔζησε σαράντα περίπου χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος μέσα στὴν ἀφάνεια. Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι περίπου χρόνια ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του, δημοσιεύονται ἀρκετὲς ἐπιστολές του, ἀπ’ αὐτὲς ποὺ διεσώθησαν, διότι πολλὲς ἔχουν χαθεῖ ἢ καταστραφεῖ. Ὅπως ἐπίσης διασώζονται δώδεκα ἢ δεκατρεῖς ἐπιστολές, πρὸς κάποιον ἐρημίτη μοναχό, καὶ τέλος ἡ «Δωδεκάφωνος Σάλπιγξ» ποὺ περιέχει ἰαματικὰ βότανα τῆς ψυχῆς, λίαν ὠφέλιμα γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ σωθοῦν διὰ μέσου τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καὶ ἀσκήσεως.
Ταυτόχρονα δημοσιεύεται καὶ ἡ ζωή του, μὲ τὰ μέχρι τότε γνωστὰ στοιχεῖα καὶ ἔτσι ἔγινε γνωστὴ ὄχι μόνον ἡ σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ ἡ νηπτικὴ διδασκαλία του γιὰ τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα στὸν ἴδιον ἀπὸ τὴν Παναγία ἡ ἀκριβὴς ἡμερομηνία τοῦ ὁσιακοῦ του τέλους.
Ὁ ὁσιότατος γέροντας Ἰωσήφ, κατὰ κόσμον Φραγκίσκος Κοτῆς, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λεῦκες, στὸ νησὶ τῆς Πάρου τὸ 1898. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Μαρία ἦσαν ἄνθρωποι ἁπλοϊκοὶ ἀλλὰ θεοσεβεῖς καὶ μὲ πολλὴ εὐλάβεια. Καὶ ὅπως φαίνεται ἦταν προορισμένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του νὰ γίνει ὄχι μόνον μαθητής, μοναχός, τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ στρατηγός Του. Ποὺ θὰ ἔμπαινε πρῶτος στὴ μάχη κατὰ τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, διάδοχος τῆς νηπτικῆς παραδόσεως καὶ πατέρας χιλιάδων τέκνων.
Τὸ ὅτι ἦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς προορισμένος γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔργο, μᾶς τὸ διηγεῖται ἡ ἴδια ἡ μητέρα του μὲ ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα.
«Ὅταν γέννησα τὸν μικρὸν Φραγκίσκον», λέγει, «καὶ ἤμουν ἀκόμα στὸ κρεβάτι ἀσαράντιστη μὲ τὸ μωρὸ δίπλα μου φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγει ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μας καὶ νὰ κατεβαίνει ἀνάλαφρα ἕνας ὁλόλαμπρος ἄγγελος Κυρίου, ἱεροπρεπὴς καὶ ὁλοφώτεινος, καὶ ἦταν τόση μεγάλη ἡ λάμψις του, ποὺ μόλις μποροῦσα μετὰ βίας νὰ τὸν ἀντικρύσω. Κατέβηκε λοιπὸν ὁ ἄγγελος καὶ στάθηκε δίπλα ἀπὸ τὸ μωρό. Ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζει μὲ σκοπό, ὅπως φάνηκε γιὰ νὰ τὸ πάρει. Ἀμέσως διαμαρτυρήθηκα μὲ ἀγωνία λέγοντας,
- Τί πᾶς νὰ κάνεις ἐκεῖ, θὰ μοῦ πάρεις τὸ μωρό;
- Τὸν ἔχουμε γραμμένο ἐδῶ! μοῦ ἀπαντᾶ καὶ μοῦ δείχνει ἕναν κατάλογο μὲ ὀνόματα μοναχῶν. Εἶναι γραμμένος στὸ τάγμα τῶν ἀγγέλων.
Κατάλαβα, ἠρέμησα καὶ γαλήνεψε ἡ ψυχή μου. Πῆρε τὸ μωρό, τὸν μικρὸ Φραγκίσκο, καὶ στὴ θέση του ἄφησε ἕνα πολύτιμο κόσμημα σὲ σχῆμα Σταυροῦ. Μετὰ συνῆλθα καὶ ὅλα ἦσαν κανονικά.
Ἀπὸ τότε πίστευω, κατέληξε ἡ μητέρα του, ὅτι τὸ παιδί μου αὐτὸ μία μέρα θὰ ἐγίνετο μοναχός, καὶ μάλιστα βεβαιώθηκα ὅταν μοῦ χάρισαν ἕνα χρυσάκτινο Σταυρό.»
Κατὰ λέξη αὐτὰ ἀπὸ τὴ μητέρα του.
Τὸν ὁσιότατο γέροντα Ἰωσὴφ τὸν γέννησε τὸ νησὶ τῆς Πάρου, ἀλλὰ τὸν ἀναγέννησε τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸν μεταμόρφωσε, τὸν δόξασε, τὸν θέωσε, ὕστερα ἀπὸ μία φοβερὴ μαρτυρικὴ ἀσκητικὴ πορεία καθάρσεως ἀπὸ τὰ ψεκτὰ πάθη. Καὶ παρόλο ποὺ ἦτο ἁγνὸς καὶ ἀμόλυντος, ὅπως ἐξῆλθε, ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἐν τούτοις βασανίστηκε ἀπ’ τὸν πόλεμο τῆς σαρκός, μὲ τέτοια μανία καὶ λύσσα ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ κανένα ἀνθρώπινο χέρι καὶ καμιὰ ἀνθρώπινη γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει.
Ὁ ὁσιότατος γέροντας, ὁ τότε Φραγκίσκος, παρέμεινε μέχρι τῆς ἐφηβικῆς του ἡλικίας κοντὰ στὴν οἰκογένειά του, καὶ τὴν βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως. Στὰ δεκαοκτώ του ὅμως χρόνια φεύγει ἀπ’ τὴν Πάρο καὶ ἔρχεται στὸν Πειραιᾶ, καὶ γίνεται ἐργάτης στὰ μεταλλεῖα τοῦ Λαυρίου μέχρι τῆς στρατεύσεώς του στὸ Πολεμικὸ Ναυτικό.
Ὅταν ἀποστρατεύτηκε ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριον μὲ κέντρο τὴν Ἀθήνα ὡς μικροπωλητής. Ἔτσι περιερχόταν στὶς διάφορες ἐμποροπανηγύρεις γιὰ νὰ πωλεῖ τὴν πραμάτειά του μὲ ἀπόλυτη δικαιοσύνη.
Κάποτε βρέθηκε καὶ στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας τῆς Τήνου ἀλλὰ παρέμεινε ἄπραγος. Πώληση σχεδὸν μηδενική. Καὶ τότε ξεπήδησε ἕνα μικρὸ παράπονο.
- Δὲν μὲ λυπᾶσαι Θεέ μου;
Τὸ βράδυ ὅμως στὸν ὕπνο του βλέπει κάποιον ὑπερφυῶς λάμποντα καὶ ἀπαστράπτοντα νὰ τὸν ἐρωτᾶ.
- Ποιὸς εἶμαι Φραγκίσκε;
- Δὲ σὲ γνωρίζω Κύριε …
- Πῶς δὲ μὲ γνωρίζεις, ἀφοῦ γιὰ μένα μέρα νύχτα φλογίζεται ἀπὸ ἀγάπη ἡ καρδιά σου; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θέλω νὰ ἐμπορεύεσαι ἐδῶ τὰ γήινα καὶ τὰ ψεύτικα, ἀλλὰ νὰ ἐμπορεύεσαι ψυχές. Θὰ πᾶς ἐκεῖ ὅπου δὲ βγαίνουν ὅσοι δὲν θέλω ἐγώ, ἀπὸ κεῖνον τὸ στρατό.
Ξύπνησε γεμάτος χαρά, εὐτυχία, καὶ πολὺ ἀνάλαφρος. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες πῆγε στὸν Πνευματικό του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅσα εἶδε καὶ ἀπήλαυσε στὸν ὕπνο του, καὶ πῶς τὸ Θεϊκὸ Φῶς φώτισε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, καὶ μὲ ποιὸ παράδοξο τρόπο ξεδιάλυνε ἀπὸ τότε νοήματα καὶ λογισμούς. Καὶ ὁ διακριτικὸς πνευματικὸς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τοῦ λέγει ἀμέσως
- Εἶσαι γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
- Καὶ τὴν οἰκογένειά μου στὴν Πάρο μὲ τὶς τόσες ὑποχρεώσεις;
- Ἄφησέ τους. Αὐτοὶ ξεφτούρησαν. Ἔβγαλαν δηλαδὴ φτερά. Μποροῦν πλέον ἀπὸ μόνοι τους νὰ τὰ καταφέρουν στὴ ζωή.
Θὰ ἔφευγε ἀσφαλῶς ἐνωρίτερα, ἂν δὲν ἐμποδίζετο κατὰ συνείδησιν ἀπὸ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ εἶχε, ἰδίως τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἄγαμης ἀδελφῆς του. Ἔτσι ἀπὸ τότε ἦτο διαρκῶς συλλογισμένος καὶ λυπημένος.
- Πῶς εἶσαι ἔτσι λυπημένος καὶ ἄκεφος, τὸν ρώτησαν ἡ σπιτονοικοκυρὰ του ἐκεῖ μὲ τὰ παιδιά της.
- Πῶς νὰ εἶμαι; Δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ τίποτα.
Τότε ἐκείνη τοῦ ἔδωσε τὸ βιβλίον «Νέο Ἐκλόγιον» μὲ βίους Ἁγίων Ἀσκητῶν, καὶ ἄλλα ψυχωφελῆ φυλλάδια ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀπὸ τὰ ὁποία ὅταν τὰ διάβασε αἰσθάνθηκε πνευματικὴ ἀλλοίωση, ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος. Οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀπόφασή του νὰ μονάσει. Ἔτσι ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ἐφαρμόζει ὅσα διάβαζε στοὺς βίους τῶν ὁσίων ἀσκητῶν μὲ τὸ νὰ νηστεύει ἀνὰ δύο ἡμέρες, νὰ κάμει τὸν στυλίτη, καὶ νὰ ἀσκητεύει πάνω στὰ δένδρα, στὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Πεντέλης. Ἔκαμε δὲ καὶ προσκυνηματικὰ ταξίδια, γιὰ νὰ τονωθεῖ ἡ πίστις του καὶ νὰ εὐλογηθεῖ ἡ μελλοντική του ἀποταγή του στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ ψυχική του ὠφέλεια ἦταν πολὺ μεγάλη ὅταν ἐπισκεύτηκε τὸν Ἅγιο Γεράσιμο στὴν Κεφαλονιά. Ἐκεῖ, ἀπὸ ἄκρα ταπείνωση, προσποιεῖται τὸν δαιμονισμένον. Καὶ ἔτσι τὸν συγκαταλέγουν μεταξὺ τῶν ἐνεργουμένων ὑπὸ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Πρὸς ὅλους αὐτοὺς κάθε μέρα, πρωὶ καὶ ἀπόγευμα, ὁ ἐφημέριος τῆς μονῆς, διάβαζε τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ Φραγκίσκος, ποὺ ράγιζε ἡ καρδιά του ἀπὸ τὴ συμπόνοια, τοὺς προέτρεπε νὰ κάμουν ὅλοι μαζὶ μεγάλες στρωτὲς μετάνοιες φωνάζοντας :
«Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον» ἢ «Ἅγιε Γεράσιμε βοήθησέ μας, σῶσε μας» καὶ ἄλλα πολλά. Οἱ δαιμονισμένοι ὅμως ἀντὶ γιὰ τὶς στρωτὲς μετάνοιες, ξάπλωναν κάτω, καὶ μὲ μία χαρακτηριστικὴ κίνηση τίναζαν τὸ ἀριστερό τους πόδι πρὸς τὰ πίσω, φανερώνοντας ἔτσι τὴν δαιμονική τους ἀνυποταξία καὶ τὴν πλαστὴ μετάνοια. Βλέποντας ὁ Φραγκίσκος τὶς διαβολικές τους ἀναποδιές, τοὺς φώναξε λέγοντας,
- Τί εἶναι αὐτὰ ποῦ κάνετε; Δὲν γίνονται ἔτσι οἱ μετάνοιες..
- Αὐτὲς εἶναι μετάνοιες μὲ οὐρά. Καὶ μὲ τὸ τίναγμα τοῦ ποδιοῦ μας, τὶς στέλνουμε στὸ δικό μας ἀρχηγό, ἀπάντησαν.
Ἄρα λοιπόν, κάνει καὶ ὁ δαίμονας τὶς δικές του μετάνοιες. Ἔφριξε ὁ καημένος ὁ Φραγκίσκος ἀκούγοντας αὐτά, καὶ ἄλλα παρόμοια μαζὶ μὲ τὶς βλαστήμιες τους, κατενόησε καὶ πόνεσε γιὰ τὸ φοβερὸ δράμα τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ὑπάρξεων, καὶ τοὺς περιέβαλε μὲ περισσότερη ἀγάπη.
Ὅταν ξαναῆλθε ὁ ἐφημέριος καὶ διάβασε τοὺς ἐξορκισμούς, εἶδε τὴ διαφορὰ ποὺ εἶχε ὁ Φραγκίσκος ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν δαιμονισμένων, καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἐπιτρόπους νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ κοντὰ τους διότι ἦτο ὑγιέστατος.
Ὁ Φραγκίσκος ὅμως κινήθηκε ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία πρὸς τὰ δυστυχισμένα αὐτὰ πλάσματα ποὺ ἐβασανίζοντο ἀπὸ λεγεῶνες δαιμόνων, ἡ θεϊκὴ ὅμως αὐτὴ συμπαράστασις, κινήθηκε αὐθόρμητα καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα του, καὶ εἶχε τέτοιο βάθος ταπεινώσεως, ποὺ δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ ἐμεῖς νὰ τὸ καταλάβουμε μὲ τὰ νερόβραστα μυαλὰ ποὺ διαθέτουμε.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἐπέστρεψε στὸν Πειραιᾶ, καὶ συνέχισε μαζὶ μὲ τὶς μικροδουλειές, νὰ ἀσκεῖται στὴ νηστεία μὲ ἕνα λουκούμι, ἢ καὶ μισὸ τὴν ἡμέρα, καὶ μὲ ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες, πάνω στὰ δένδρα ἢ σὲ τρύπες, στὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης, χειμώνα καλοκαίρι.
Τὴν τελική του ἀπόφαση γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν πῆρε ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα.
Ἕνα βράδυ, γράφει, εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα, καὶ ἀμέσως μ’ ἅρπαξαν δύο ἀξιωματικοί τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς, καὶ μὲ ἀνέβασαν στὸ παλάτι. Δὲν κατάλαβα τὸν λόγο, γι’ αὐτὸ καὶ διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλοσύνη, νὰ μὴ φοβᾶμαι. Ἀλλὰ νὰ ἀνέβω διότι εἶναι αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε λοιπὸν σὲ ἕνα ὑπέροχο ἀνάκτορο, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε τί ἐπίγειο. Μοῦ φόρεσαν μία ὁλόλευκη ὡραιότατη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν:
- Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ.
Καὶ μετὰ μὲ πῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλιά. Ξύπνησα ἀμέσως. Καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχτηκαν πολὺ βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά μου. Καὶ δὲν μποροῦσα νὰ σκεφτῶ ἢ νὰ κάνω τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἡ ἐντολή. «Ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε. Μέρα νύχτα μὲ κατέτρωγαν τὰ σπλάχνα μου, τὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά μου ἡ θεϊκὴ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ».
Ἐπιτέλους ἔφτασε ἡ ὥρα. Σὲ μία ὥριμη ἡλικία μεταξὺ εἰκοσιτριῶν καὶ εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν, ἄλλοι λὲν καὶ εἰκοσιπέντε, ἀποφασίζει ὁριστικὰ γιὰ νὰ φύγει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὰ 1920 μὲ ’22. Προηγουμένως φρόντισε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀδελφή του, μοίρασε τὴ μικρὴ περιουσία ποὺ εἶχε κάμει σὲ διάφορες ἐλεημοσύνες, καὶ γεμάτος φλόγα γιὰ μία ζωὴ ἀγγελικὴ καὶ ἄυλη, φτάνει στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ζήσει τὴν τελειοτάτη μοναχικὴ ζωή.
Μία ζωὴ ὅπως τὴν εἶχε διαβάσει ὅμως στὰ βιβλία μὲ τοὺς βίους τῶν ὁσίων ἀσκητῶν, πού ’χαν μονόδρομο τὴν ἄυλη πορεία τους μέσα στὸν Ἀθωνικὸ Παράδεισο τρώγοντας ὅπως πίστευε μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα καὶ αὐτὸ μόνο λάχανο. Ἡ δική του ὅμως μοναχικὴ ζωή, ἦταν μία ζωὴ συνεχοῦς προσευχῆς, σκληρῶν ἀσκήσεων καὶ κακοπαθειῶν, μὲ ἐλάχιστον ὕπνον καὶ ποτὲ στὸ κρεβάτι. Καὶ τρώγοντας πάντοτε μία φορὰ ἀνὰ δύο μέρες. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ὅπως θὰ τὸ δοῦμε καὶ παρακάτω.
Πρωτοσταθμεύει στὶς Καρυὲς γιὰ λίγες ἡμέρες, κοντὰ σὲ κάποιον μοναχὸν Ὀνούφριον, τὸν ὁποῖον εἶχε γνωρίσει στὸν Πειραιά. Ἀπὸ κεῖ φεύγει, καὶ μ’ ἕναν τουρβά, ἕνα ταγάρι στὸν ὦμο, κατευθύνεται πρὸς τὴν ἔρημο φωνάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. "Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με", "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με".
Ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὶς ἱερὲς μονές, τὰ ἀσκητήρια, τὰ Κατουνάκια, τὰ Καυσοκαλύβια, τὰ φρικτὰ Καρούλια καὶ τὰς ἐρήμους γιὰ νὰ βρεῖ αὐστηροὺς ἀσκητάς, λίαν ἐγκρατεῖς καὶ νηστευτάς, ποὺ νὰ ἦσαν πνευματοφόροι καὶ θεοφόροι, γιὰ νὰ τοῦ διδάξουν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν, ὄχι μόνο τῆς οὐρανοφόρου πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν νοερὰν προσευχήν.
Ὅταν ἦτο ἀκόμη στὸν κόσμο, ἔτρωγε κάθε δυὸ μέρες καὶ πάντοτε τὴν ἐνάτην, πότε μ’ ἕνα λουκούμι ὅπως προεῖπα, καὶ πότε μὲ λίγο παξιμάδι. Τὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης καὶ τὰ σπήλαια, γράφει ὁ ἴδιος σὲ μία του ἐπιστολή, ἔγνωσάν με ὡς νυκτοκόρακα, πεινώντα καὶ κλαίοντα καὶ ζητοῦντα σωθεῖναι. Δοκιμάζοντας ἐὰν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει, τοὺς πόνους τῆς σκληρᾶς ἀσκήσεως τοὺς ὁποίους καὶ θὰ ὑποστεῖ ὡς μοναχὸς πλέον στὸ Ἅγιον Ὅρος.
Καὶ ἀφοῦ γυμνάστηκε καὶ σκληραγωγήθηκε δύο τρία χρόνια, προσευχόμενος μὲ ὅσες προσευχὲς ἔμαθε καὶ κυρίως μὲ τὴν προφορικὴ εὐχή, καὶ μὲ πλῆθος ἀπὸ δάκρυα, ζητοῦσε ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρέσει ποὺ ἔτρωγε μία φορὰ ἀνὰ δύο μέρες, καὶ ὄχι μία φορὰ ἑβδομαδιαίως ἀνὰ Κυριακή, ὅπως περιλαμβάνονται, στοὺς βίους τῶν περισσοτέρων ἁγίων ποὺ εἶχε διαβάσει.
Παρόλο ποὺ ἔψαξε, μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ ἀγωνία, δὲ βρῆκε μοναχοὺς ἀσκητάς καὶ ἐρημίτας, παρὰ μόνον τὸ ἅπαξ ἐσθίειν, τὸ νὰ τρώγουν δηλαδὴ μία φορὰ τὴν ἡμέρα. Τὰ δάκρυα καὶ ὁ πόνος τῆς ψυχῆς του, μαζὶ μὲ τὶς γοερὲς κραυγές του, ἦσαν τόσο πονετικές, ποὺ ράγιζαν βράχια καὶ βουνά. Μόνον τὰ δικά μας κοσμικὰ μυαλὰ δὲν μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν ὅλα αὐτά. Τὰ μεγάλα χαρίσματα καὶ οἱ οὐράνιες δωρεές, μαζὶ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ νοερὰ προσευχή, δὲν πλημμυρίζουν ποτὲ τὴν ψυχὴ ἂν ὁ χριστιανὸς δὲν χύσει αἷμα γιὰ νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ φωτιστεῖ ὁ νοῦς του.
Οἱ σπηλιὲς καὶ τὰ ἀσκητήρια ὁλοκλήρου τοῦ Ἄθωνος, τὸν ὑποδέχονται ὡς ἐπισκέπτην, ἀδιαλείπτως προσευχόμενον μὲ τὴν εὐχὴ τὴν προφορική, "Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με", ἐπαναλαμβάνω μόνον προφορικά, διότι δὲν ἐγνώριζε ἀκόμα νὰ τὴν λέγει μὲ τὸν νοῦν καὶ νοερά. Ἔψαχνε, ἔψαχνε, ἔψαχνε, γιὰ νὰ βρεῖ πνευματικὸν ὁδηγὸν γιὰ νὰ τὸν διδάξει πρῶτα τὴν κάθαρση ἀπ’ τὰ πάθη καὶ ὕστερα οὐράνια θεωρία καὶ πράξη.
Ἐπιτέλους, ὕστερα ἀπὸ δυὸ χρόνια φοβερῶν ταλαιπωριῶν, καὶ κολυμβήθρας δακρύων, τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία μας, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχή. Ὁ ὁσιότατος, ὁ τότε Φραγκίσκος, ὑπῆρξε θεοδίδακτος ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος.
Νὰ πῶς τὸ περιγράφει ὁ ἴδιος:
- Εἶχα συνήθεια κάθε ἀπόγευμα, δυὸ τρεῖς ὧρες μέσα στὴν ἔρημο, ὅπου μόνο θηρία ὑπάρχουν, καθόμουν καὶ ἀπαρηγόρητα ἔκλαιγα, ὥσπου ἐγένετο λάσπη τὸ χῶμα ἀπὸ τὰ δάκρυα. Καὶ μὲ τὸ στόμα ἔλεγα τὴν εὐχή. Δὲν ἐγνώριζα μὲ τὸ νοῦ νὰ τὴν λέγω ἀλλὰ παρακαλοῦσα τὴν Παναγία μας καὶ τὸν Κύριο, νὰ μοῦ δώσουν τὴν χάρη νὰ τὴν λέγω νοερῶς τὴν εὐχή, καθὼς γράφουν εἰς τὴν φιλοκαλίαν οἱ Ἅγιοι.
Καθότι διαβάζοντας ἐννοοῦσαν, ὅτι κάτι ὑπάρχει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα. Καὶ μία μέρα, μ’ ἔτυχαν πολλοὶ πειρασμοί. Καὶ ὅλη τὴν ἡμέρα φώναζα μὲ μεγάλο μεγάλο πόνο. Καὶ πλέον τὸ βράδυ, δύοντος τοῦ ἡλίου κατέπαυσα, νηστικός, μπαϊλντισμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο. Ἐκοίταζα τὴν ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος, καὶ παρακαλοῦσα τὸν Κύριο μαραμένος καὶ καταπληγωμένος.
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μοῦ φάνηκε ὅτι ἦρθε μία βιαῖα πνοὴ καὶ γέμισε ἡ ψυχή μου ἄρρητον εὐωδίαν. Καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἄρχισε ἡ καρδιά μου σὰ ρολόγι νὰ λέγει νοερῶς τὴν εὐχή. Ἠγέρθην λοιπὸν πλήρης χάριτος καὶ ἀπείρου χαρᾶς, καὶ ἐμβήκα εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ κύψας τὴ σιαγόνα μου εἰς τὸ στῆθος, ἄρχισα νὰ λέγω νοερῶς τὴν εὐχήν. Καὶ μόλις εἶπον ὀλίγας φορὰς τὴν εὐχὴν εὐθὺς ἠρπάγην εἰς θεωρίαν. Καὶ ἐνῶ ἤμουν μέσα στὸ σπήλαιον μὲ φραγμένη τὴ θύρα του, βρέθηκα ἔξω στὸν οὐρανόν, σ’ ἕνα θαυμάσιο μέρος ἐν ἄκρᾳ εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ ψυχῆς. Τετελειωμένη ἀνάπαυσις.
Καὶ τοῦτο μόνον διενοούμην. Θεέ μου ἂς μὴ γυρίσω στὸν κόσμο, στὴν πληγωμένη ζωή, ἀλλὰ ἂς μείνω ’δῶ γιὰ πάντα. Ὅπως εἶπαν καὶ οἱ μαθηταὶ στὴν Μεταμόρφωση, «καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Κατόπιν, ἀφοῦ μὲ ἀνέπαυσεν ὅσον ὁ Κύριος ἤθελε, τότε ἦρθα καὶ πάλι στὸν ἑαυτό μου καὶ βρέθηκα στὸ σπήλαιο. Ἔκτοτε δὲν ἔπαυσε μέσα μου νὰ λέγεται νοερῶς ἡ εὐχή.
Ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς περιγράφει ὁ Ἅγιος γέροντας Ἰωσήφ, τότε ἀκόμα Φραγκίσκος, ἐπραγματοποιήθησαν τὰ δύο πρῶτα χρόνια τῶν ἀγώνων στὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ μάλιστα στὴν ἡσυχαστικὴ περιοχὴ τῆς Βίγλας, καὶ γύρω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.
Παρόλον ποὺ ἦτο πλέον θεοδίδακτος, ἐν τούτοις τὸν ἀσκητικό του αἱματηρὸ ἀγώνα, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν νοερὰν προσευχήν, δὲν τὴν ἐγκατέλειψε ποτέ. Τὴν κράτησε μέχρι καὶ τῆς τελευταίας του πνοῆς. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἠγωνίζετο κάθε βράδυ ἕξι μὲ ὀκτὼ ὧρες, τὴ νοερὰ καρδιακὴ προσευχή, ἦταν μία ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τῆς ὅλης νηπτικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἀπὸ τὶς προσωπικὲς μαρτυρίες τοῦ γέροντός μου Ἐφραὶμ τοῦ Φιλοθεΐτου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν ἄλλων γερόντων καὶ ὑποτακτικῶν του πρὸς ἐμένα, τὰ πρῶτα χρόνια ποὺ πήγαινα στὸ Ἅγιον Ὄρος, καταμαρτυροῦνται δύο πράγματα.
Πρῶτον. Κατὰ κύματα καὶ πλουσιοπαρόχως, πλημμύριζε ἡ Θεία Χάρις τὴν ψυχή του, καὶ ὁ νοῦς του ἠρπάζετο σχεδὸν κάθε μέρα εἰς οὐράνιον θεωρίαν, καὶ
Δεύτερο, ὅτι ἦτο κάτοχος, ἢ καλύτερα, μέτοχός τοῦ ἀκτίστου φωτός, θεομένος πλέον, μέτοχός τῆς ἀρρήτου δόξης τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὅλη του ἡ ζωὴ ὑπῆρξε ἕνα πνευματικὸ συναξάρι, ποὺ μᾶς θυμίζει καὶ ποὺ ταυτίζεται μὲ τοὺς παλιοὺς ἁγίους ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Ἦτο βιαστὴς σὲ ἀφάνταστο βαθμό, ἰδίως στὴν ἀγρυπνία τῶν ἕξι μὲ ὀκτὼ ὡρῶν, βυθίζοντας τὸ νοῦ του στὴν καρδιὰ καὶ μὴ ἐπιτρέποντος οὐδένα λογισμὸ νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Κανέναν λογισμόν, κανέναν, κανέναν. Ποτάμι ὁ ἱδρώτας. Φρικτοί οἱ πόνοι ἀπὸ τὴν ἀκινησία. Πλημμύρες τὰ δάκρυά του. Ἀλύπητο τὸ ξύλο στὸν πόλεμο κατὰ τῆς σαρκός. Ἀπέκτησε ὅμως καὶ τόσο πολλὴ ψυχοσωματικὴ καθαρότητα, ποὺ εἶχε ὡς παράδειγμα τὴν Παναγία.
Ἔγραφε σὲ μία του ἐπιστολή. «Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω, πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνη, τὴν ἁγνότητα, καὶ τὴν καθαρότητα, ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη Ἁγνὴ Παρθένος, δι’ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».
Κατέστη στὴν ἐποχή του, ὁ πλέον ἔμπειρος ὁδηγὸς στὴν καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὄχι μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο, διότι εἶχε ἀλληλογραφία καὶ μὲ μοναχοὺς καὶ μοναχὲς μεσ’ στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλοὺς λαϊκοὺς κοσμικούς, ὅπως ἐπίσης εἶχε ἀλληλογραφία μὲ τὴ Γερμανία, μὲ τὴν Γαλλία, μὲ τὴν Ἀμερική.
Ὅσο ζοῦσε ὁ πατὴρ Δανιὴλ τῶν Κατουνακίων, τὸν εἶχε καὶ ὡς πνευματικόν. Ἀργότερα ἐξομολογεῖτο στὸν ἡσυχαστὴ πατέρα Εὐθύμιο, καὶ ἀκόμη ἀργότερα τὸν πατέρα Κοδρᾶτο τὸν Κωνσταμονίτη.
Ἀφοῦ παρέλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριόν μας, τὴν καρδιακὴ εὐχή, στὸ δεύτερο χρόνο τῶν σκληρῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, συνδέεται μὲ τὸν πατέρα Ἀρσένιο, ποὺ γίνεται ἀχώριστος σύντροφος καὶ συνασκητής, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Σαράντα χρόνια ἀγωνίστηκαν μαζί, ἀδελφικά.
Σὰν πιὸ γερὸς στὴν κράση ὁ πατὴρ Ἀρσένιος, ἦταν τὸ σῶμα, καὶ σὰν γίγαντας τοῦ πνεύματος, ὁ ὁσιότατος γέροντας Ἰωσήφ, ἦταν ἡ ψυχή. Τὸ πνεῦμα. Οἱ δυὸ μαζὶ ἕνας ἄνθρωπος.
Μὲ τὶς διακριτικὲς συμβουλὲς τοῦ γέροντος Δανιὴλ τοῦ Κατουνακιώτου, ὑπετάχθησαν σὲ ἕνα ἀγαθότατο γεροντάκι, τὸν πατέρα Ἐφραὶμ τὸν Βαρελᾶ, ποὺ εἶχε τὴν καλύβα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὰ Κατουνάκια.
Ἡ ὑποταγὴ τους αὐτή, ἔδωσε τὴν σφραγίδα τῆς εὐλογίας τῆς ὑπακοῆς, καὶ ἔτσι ἀπέκτησαν τὸ πνευματικὸ δικαίωμα τῆς διαδοχῆς. Τὸ 1924, ὁ νέος γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Βαρελᾶς, ἔκυρε μικρόσχημο μοναχὸ τὸν Φραγκίσκο, μὲ τ’ ὄνομα Ἰωσήφ, στὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, μὲ ἐφημέριο τὸν πνευματικὸ παπα Εὐθύμιο ποὺ ἡσύχαζε ἐκεῖ κοντά.
Λίγο πρὶν κοιμηθεῖ ὁ γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Βαρελᾶς, γιὰ λόγους περισσοτέρας ἡσυχίας, μεταφέρθηκαν στὰ πλέον ἡσυχαστικὰ καὶ ἀσκητικὰ μέρη τῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ἐκεῖ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Βαρελᾶ, ὁ νέος μοναχὸς Ἰωσήφ, καὶ γέροντας πλέον ἄρχισε μία αὐστηροτάτη καὶ ὑπέρμετρη ἄσκηση νηστείας, πτωχείας, ἀκτημοσύνης, κακοπαθείας, τὰ ὁποῖα συνδυάζονταν πάντοτε μὲ τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἔντονοι ἀγῶνες μὲ τὰ σαρκικὰ πάθη καὶ μὲ τοὺς δαίμονες, σῶμα μὲ σῶμα, ἀλλὰ καὶ μεγάλες ἀντιλήψεις τῆς Θείας Χάριτος συνέβησαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς παραμονῆς των στὸν Ἅγιο Βασίλειο.
Πέρασαν πολλοί, διότι εἶχε ἀκουστεῖ ἡ φήμη του ὡς μεγάλου ἀσκητοῦ. Δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ παραμείνουν γιατί ἦτο πολὺ αὐστηρὸς καὶ ἀπαιτητικός. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου πήγαιναν ἀπὸ σπηλιὰ σὲ σπηλιά, ὅλες τὶς ἡσυχαστικὲς περιοχὲς τῆς Ἀθωνικῆς γῆς, γιὰ νὰ βροῦν καὶ συναντήσουν πεπειραμένους παλαιοὺς γεροντάδες, ἁγίους, εὐλαβεῖς, ταπεινούς, καὶ γνησίους ἀσκητὰς γιὰ νὰ τοὺς διδάξουν καὶ μεταδώσουν πράξιν καὶ θεωρίαν τῆς πνευματικῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Ἀκόρεστα διψοῦσαν γιὰ τελείωση καὶ θέωση, γιὰ νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς μέσα στὶς καρδιές τους.
Τὸ χειμώνα; Τὸ χειμώνα παρέμεναν στὰ πάμπτωχα ἀπὸ ντενεκέδες κελιά τους, λιώνοντας τὸ χιόνι γιὰ νὰ τὸ πίνουν ὡς νερό, καὶ κάνοντας ὅλη τὴ νύχτα χιλιάδες μετάνοιες, γιὰ νὰ μὴν παγώσουν ἀπὸ τὸ φοβερὸ ψύχος ἐὰν παρέμεναν γιὰ πολλὴ ὥρα ἀκίνητοι. Ὁ Ἅγιος γέροντας Ἰωσὴφ ἄσκησε στὸ ἔπακρο τὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν νοερὰ προσευχή.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς, ἔτρωγε μία φορὰ τὴν ἡμέρα ὀγδόντα γραμμάρια ἀλεύρι, ποὺ τὸ ἔβραζε μὲ λίγο νερὸ καὶ ἁλάτι. Τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τοῦ χρόνου, ἕνα μικρὸ κονσερβοκούτι ἀποτελοῦσε τὴν ἡμερήσια μεζούρα γιὰ τὴν ποσότητα τοῦ φαγητοῦ του, - τὸ ἐλάχιστο αὐτὸ φαγητὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σαββατοκύριακο ἦταν ἀλάδωτο γιὰ τριάντα χρόνια μέχρι ποὺ συγκροτήθηκε ἡ τελευταία του συνοδεία.
Τὰ πρῶτα ὀκτὼ χρόνια της ἀσκήσεώς του δὲν κοιμήθηκε στὸ κρεβάτι. Πάνω σ’ ἕνα σκαμνὶ τὸν ἔπαιρνε λίγο ὁ ὕπνος. Ἀγρυπνοῦσε ἀπ’ τὴ δύση μέχρι τὴν αὐγὴ τοῦ ἡλίου, ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἦτο ἄτεκτος στὸν ἑαυτό του.
Σκληρότατος. Δὲν ἔδειχνε καμιὰ συγκατάβαση ὡς πρὸς τὸ πρόγραμμα τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀγρυπνίας, καὶ ἂς ἦταν ἄρρωστος, καὶ ἂς ἦταν Πάσχα. Αὐτὰ τὰ ὀχτὼ χρόνια βίαζε τὸν ἑαυτόν του, σὲ σκληρὴ ἀγρυπνία, μόνο μὲ τὴν εὐχή, ἀπὸ ἕξι ὡς ὀκτὼ ὧρες, φωνάζοντας καὶ πιέζοντας τὸ νοῦ του μέσα στὴν καρδιά, καὶ φωνάζοντας καὶ λέγοντας "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με". Καὶ νὰ οἱ θεωρίες, καὶ νὰ οἱ ἀποκαλύψεις, καὶ νὰ οἱ θεϊκὲς ἀντιλήψεις καὶ τὰ ἀπόρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἁγιασμός, ἡ τελείωσις καὶ ἡ θέωσις χριστιανοί μου πληρώνονται μὲ αἷμα. Μὲ σκληρὲς στερήσεις καὶ ἀσκήσεις. Δὲν εἶναι λουκούμια καὶ στραγαλάκια ποὺ τὰ παίρνουμε στὸ χαρτί. Τὰ λέμε ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ ξυπνήσουμε λίγο ἀπὸ τὴ νάρκη τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀρχίσουμε καὶ μεῖς σιγὰ σιγά, καὶ κάθε μέρα νὰ λέμε προφορικὰ τὴν εὐχούλα "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με" χωρὶς νὰ παραλείπουμε καὶ τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικές μας ἢ οἰκογενειακές μας ὑποχρεώσεις.
Ὁ ὀσιότατος γέροντας Ἰωσὴφ ἐπινοοῦσε τρόπους κακοπαθείας γιὰ τὸν ἑαυτόν του ποὺ φαίνονται ἀπίστευτα πράγματα γιὰ τὴ γενιά μας, διότι φοβόταν ὅπως ἔλεγε τὸν μεγαλύτερο ἐχθρὸ ποὺ λέγεται ἀμέλεια, ποὺ λέγεται ἀκηδία, ποὺ λέγεται πνευματικὴ τεμπελιά, ποὺ λέγεται ἀναβολή.
Γι’ αὐτὸ τὸν αὐστηρὸ τρόπο καὶ τυπικό τῆς ἀσκήσεως ποὺ εἶχε, κατηγορήθηκε ἀπὸ κάποιους ὡς πλανεμένος. Πρόκειται γιὰ τὸν πόλεμο ποὺ ἔχουν οἱ ἀμελεῖς μοναχοί, πρὸς τοὺς ἐπιμελεῖς καὶ βιαστάς. Ἔτσι εἶχε κατηγορηθεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ἀπὸ τοὺς συμμοναστάς του ὡς πλανεμένος καὶ καταραμένος ἅγιος. Ὁ γέροντας ὅμως Ἰωσὴφ ἦταν ἄνθρωπος τῆς ἀρετῆς. Ποθοῦσε καὶ ἐργαζόταν τὴν ἀρετή, μὲ ὅλη του τὴν προαίρεση καὶ καρδιὰ ἐπιδιώκοντας τὴν τελειότητα, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ καθαρότητα. Ἀγωνίστηκε πολὺ σκληρά, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε σὲ τέλειο βαθμὸ τὸ χάρισμα τῆς ἁγνότητος. Ἀξιώθηκε δὲ νὰ κοινωνήσει καὶ οὐράνια τροφὴ ἀπὸ ἄγγελον Κυρίου – ἀλλὰ αὐτὸ θὰ τὸ ποῦμε ἄλλη φορά.
Ἀλλὰ καὶ μεῖς ποὺ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὰ τόσα βάσανα, τὶς θλίψεις, τὶς στεναχώριες καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔχουμε στὴ ζωή, μποροῦμε μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἀδιαλείπτου προφορικῆς εὐχῆς - "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ" λέμε – "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με", στὸ κατὰ δύναμιν, ὅσο μποροῦμε, αὐτὸ θὰ πεῖ στὸ κατὰ δύναμιν, μὲ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, καὶ μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀντιστοίχων ἀρετῶν, καὶ μὲ τὴν συμμετοχή μας στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, νὰ προοδεύουμε πνευματικὰ μὲ τὴν κάθαρση ἀπ’ τὰ πάθη μας. Ἡ κάθαρσις βοηθεῖται ἀπὸ τὴν καθαρὴ αὐτομεμψία, ἡ αὐτομεμψία πάλι βοηθεῖται ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τὴ μνήμη τῆς Δικαίας Κρίσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ δώσει λόγο γιὰ τὶς πράξεις του.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὡς βιωματικὴ κατάστασις, εἶναι φραγμὸς γιὰ τὴν ἑκουσία τουλάχιστον ἁμαρτία, ὅποτε ἀκολουθοῦν τὸ πένθος, τὰ δάκρυα καὶ ἡ παρακλητικὴ προσευχή, καὶ στὸ μέτρον τοῦ δυνατοῦ τὸ "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με".
Ἕνα πράγμα πίστευε καὶ ἦταν πράξις γι’ αὐτόν: «Ὅτι σὲ κάθε ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ ἐὰν δὲν τρέχουν ἀπὸ τὰ μάτια σου δάκρυα, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑποβόσκει ἢ ἡ ἄγνοια, ἢ ἡ ὑπερηφάνεια, ἢ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς σου». Αὐτὰ ἔλεγε καὶ πίστευε.
Ὁ γέροντας Ἰωσὴφ ἂν καὶ ἦταν ἄμοιρος στὴν κατὰ κόσμον παιδεία διότι μόλις εἶχε βγάλει τὴν Δευτέρα Δημοτικοῦ, ἀγαποῦσε ὅμως ὑπερβολικὰ τὴν μελέτη καὶ τὴν ἀνάγνωση ἰδίως τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατερικῶν κειμένων, συνιστοῦσε νὰ ἔχουμε πάντοτε μαζί μας ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅταν βρίσκουμε εὐκαιρία νὰ διαβάζουμε μία μικρὴ περικοπή. Τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴ μελέτη του, ἔλεγε, σοῦ χαρίζει φῶς καὶ σοῦ δίνει δύναμη γιὰ νὰ τηρεῖς τὶς ἐντολές. Ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο. Σοῦ ἀναπληρώνει τὴν ἀγάπη καὶ πυρπολεῖ τὴν καρδιά σου στὸ νὰ θέλεις νὰ μιμηθεῖς τὸν Χριστό.
Ἐπίσης εἶχε ἀπόλυτη τὴν πίστη, ὅτι μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὁ ἀγωνιζόμενος μοναχὸς λαμβάνει καὶ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως λογισμῶν καὶ πνευμάτων. Γιὰ τὴν διάκριση ὁμιλοῦσε πάντοτε μὲ θαυμασμὸ καὶ τὴν χαρακτήριζε ὡς τὸ πλέον ἄριστον μέσον βοηθείας στὴ συνεχῆ μάχη τῶν ἀοράτων πολέμων, γιὰ κάθε μοναχὸ καὶ ἀσκητή, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ διάκρισις νὰ εἶναι τὸ θεόθεν χάρισμα, στοὺς πνευματικοὺς ἐξομολόγους, καὶ μέσα στὸ Ἅγιον Ὅρος ἀλλὰ καὶ μέσα στὸν κόσμο. Ἡ διάκρισις ἔλεγε εἶναι ἀπαραίτητη ἀκόμα καὶ στὶς ἀρετὲς γιὰ τὸν τρόπον καὶ τὸν χρόνον ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργοῦνται. Εἶναι τὸ ἁλάτι ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Ὅπως γνωρίζει κανεὶς τὸ ἐπάγγελμά του καὶ τὴν τέχνη του, ἀνάλογη λοιπὸν καὶ ἦταν ἡ δική του βιωματικὴ ἐμπειρία στὴν νοερὰ προσευχή. Ἐπαναλαμβάνω ἐπὶ ὀκτὼ ὧρες κάθε βράδυ εὐχή. Καὶ δὲν ἐπέτρεπε τὸ μυαλό του, τὸ νοῦ του, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν καρδιά του, καὶ δὲν ἐπέτρεπε νὰ δεχθεῖ οὔτε ἕναν λογισμό. Ξύλο ἀλύπητο, μέχρι ποὺ πέτυχε αὐτὸ ποὺ ἤθελε, τὴ θέωση.
Ἡ ἕνωσις τοῦ νοῦ μὲ τὴν καρδιὰ εἶναι ὄχι μόνον προσφιλὴς ἀλλὰ ἐπιθυμητὴ κατάστασις σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦνται στὴν νοερὰ ἡσυχία καὶ προσευχή. Ὅταν ὁ νοῦς ἑνωθεῖ μὲ τὴν καρδιά, ἀμέσως διώκεται κάθε πνευματικὸ σκοτάδι ποὺ κυριεύει καὶ βασανίζει τὴν ψυχή μας καὶ τὸ νοῦ μας. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος ψυχοσωματικὰ ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς καθαρίζεται καὶ γίνεται ὅλο φῶς. Οἱ αἰσθήσεις ἀποκτοῦν ἀπόλυτη εἰρήνη καὶ ἡ ψυχὴ πλημμυρίζει ἀπὸ ἀνεκλάλητη χαρά.
Ἡ κεχαριτωμένη του συμβουλὴ πρὸς ὅλους, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ἦταν ἡ ἑξῆς: «Ὅποιος θέλει ἂς δοκιμάσει, νὰ δοκιμάσει νὰ λέγει τὴν εὐχὴ "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με" ἔστω καὶ προφορικά. Καὶ ὅταν χρονίσει ἡ ἐνέργεια τῆς εὐχῆς, τότε μέσα σου θὰ ζήσεις τὸν Παράδεισο. Θὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, θὰ γίνεις ἄλλος ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν ἀκόμα εἶσαι χριστιανὸς καὶ ἀγωνίζεσαι μέσα στὸν κόσμο».
Ἀνάλογα λοιπὸν μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ χριστιανοῦ ποὺ θὰ ἔχει, καὶ τὴν ταπείνωση ποὺ θὰ καλλιεργεῖ, θὰ γευθεῖ πολύτιμους καρποὺς ἀπὸ τὴν κατὰ δύναμιν νοερὰν καρδιακὴν προσευχήν. Ἡ δοκιμὴ ὅμως θὰ γίνει μὲ τὶς ὁδηγίες ἑνὸς ὁδηγοῦ, ἀπλανοῦς καὶ καθαροῦ.
Ἂν πάλι αὐτὸς ὁ ἐργάτης τῆς καρδιακῆς προσευχῆς ζεῖ στὴν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής, ὤ, τότε, δὲν περιγράφονται τὰ οὐράνια χαρίσματα τῆς εὐχῆς. Συνιστοῦσε τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχὴ στὴν ἀρχὴ προφορικά, ὕστερα ἐσωτερικὰ μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο, μὲ τὸ νοῦ νὰ προσέχει τὴν εὐχὴ χωρὶς νὰ μετεωρεῖται. Χωρὶς νὰ φαντάζεται τίποτα. Χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ καμιὰ σκέψη. Μέχρις ὅτου ὁ νοῦς, ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη, σὰν ἄλλο χταπόδι, ἁρπάξει μὲ τὰ πλοκάμια του, τὴν εὐχή, τὴν ἐγκλωβίσει μέσα στὸ εἶναι του, καὶ στὴν συνέχεια πυρπολούμενος ἀπὸ θεϊκὸ ἔρωτα κατεβάσει τὴν εὐχὴ στὴν καρδιά. Καὶ τότε ἡ καρδιὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, λέγει αὐτὴ τὴν εὐχὴ "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με" ἀπὸ μόνη της.
Ἡ καρδιὰ ὁμιλεῖ καὶ τότε μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς μεταμορφώνει, μᾶς ἐξαγιάζει, μᾶς χαρίζει πλούσια τὰ θεϊκὰ δῶρα της, καὶ τοὺς θεϊκοὺς καρπούς της, καὶ μὲ στεναγμοὺς ἀλαλήτους κράζει «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ, εἶσαι ὁ Πατέρας μου, ὁ Θεός μου, ὁ Σωτήρας μου».
Αὐτὸ τὸ τελειότατο στάδιο τῆς θεώσεως ποὺ ἔχει καὶ τὴν θεοπτία τοῦ ἀκτίστου φωτός, κατ’ ἀρχὰς μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ ὕστερα πρὸς τὰ ἔξω, εἶναι μία παρηγοριὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ποὺ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο καὶ παλεύουμε τόσο πολὺ μὲ τὰ πάθη μας. Πρῶτον διότι εἶναι κατορθωτὴ αὐτὴ ἡ καρδιακὴ προσευχή, καὶ δεύτερον διότι μὲ τὶς ὀσιακὲς εὐχὲς τους οἱ ἅγιοι αὐτοὶ στηρίζουν καὶ μᾶς ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένην καὶ τέλος δοξάζουν καὶ τὸν Πανάγιον Θεόν. Στήριζε πολὺ τὴν ἐλπίδα του εἰς τὴν Παναγία, καὶ ὅταν γιὰ λίγο του ἤρχετο μία μικρὴ ἔτσι ὅπως πήγαινε νὰ τὸν πλησιάσει ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, ἀπελπισία ἢ ἀπόγνωση, ἐκείνη ἐμφανιζόταν καὶ τοῦ τόνιζε «Δὲν σοῦ εἶπα νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ μένα; Γιατί ἀποθαρρύνεσαι; Γιατί χάνεις τὸ θάρρος σου;»
Μία φορὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὶς σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης, ἀπὸ τὸ τέμπλο ποὺ εὑρίσκετο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁλόσωμη, ὁλοζώντανη καὶ ὁλόφωτη ἡ Θεοτόκος, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσευχή, καὶ εἶπε στὸν ὁσιότατο γέροντα: «Νὰ πάρε τὸ Χριστὸ ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά μου».
Γιὰ σκεφτεῖτε τὴν Παναγία τώρα, νὰ σᾶς πεῖ «πάρε τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μας». Γιὰ σκεφτεῖτε το λιγάκι… Καὶ αὐτὸς ντράπηκε, μαζεύτηκε, ἔπαθε Θεία Συστολή, καὶ δὲν ἔκαμε καμία κίνηση, καὶ τότε τὸ Θεῖο Βρέφος ἅπλωσε τὸ χεράκι Του, καὶ θώπευσε τρεῖς φορὲς τὸ μέτωπο καὶ τὸ κεφάλι τοῦ μακαρίου ὁσιοτάτου γέροντος Ἰωσήφ, καὶ γέμισε ἡ καρδιά του καὶ τὸ εἶναι του ἀπὸ ἄκτιστο φῶς καὶ Θεία Παρηγορία.
Αὐτὸς ποὺ βιώνει τὸ ἄκτιστο φῶς εἶναι θεολόγος. Ὅποιος ἀληθῶς προσεύχεται, αὐτὸς εἶναι καὶ θεολόγος καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ ξέρει γράμματα καὶ ἔχει γνώσεις. Καὶ λέγει μόνο λόγια καὶ λόγια καὶ λόγια σὰν καὶ μένα.
Ἡ θεολογία κατὰ τὸν γέροντα Ἰωσήφ, εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος ποὺ κατοικεῖ μέσα στὴν καρδιά μας. Ὅποιος μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς νοερᾶς ἡσυχίας ἀγνίσει τὶς αἰσθήσεις, εἰρηνεύσει τὸν νοῦν καὶ καθαρίσει τὴν καρδιά του, τὸν ἐπισκέπτεται ἡ Θεία Χάρις καὶ λαμβάνει φωτισμὸν πνευματικῆς γνώσεως. Γίνεται ὅλος φῶς. Ὅλος νοῦς. Ὅλος διαύγεια. Καὶ βρύει θεολογίαν.
Ὅπου ἐὰν γράφουν τρεῖς μαζί, δὲν προλαμβάνουν τὸ ρεῦμα τῆς θεολογίας ποὺ βρύει κυματωδῶς, καὶ σκορπίζει εἰρήνην καὶ ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν σὲ ὅλο τὸ σῶμα. Ἡ παρουσία του ὡς γνησίου ἐκφραστοῦ τῆς νηπτικῆς Πατερικῆς Παραδόσεως στὸ Ἅγιον Ὄρος, δημιούργησε μεγάλο ρεῦμα προσελεύσεως στὸ μοναχισμὸ χιλιάδων νέων, ποὺ ἀκολούθησαν τὴν μοναχικὴ ἀγγελικὴ πολιτεία, μὲ ἀξιόλογες πνευματικὲς ἀναβάσεις.
Ὑπολογίζεται ὅτι ἀπ’ τὴ ρίζα τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, προέρχονται ἄμεσα περισσότεροι ἀπὸ χίλιοι μοναχοὶ καὶ μοναχές. Ἕξι Μονές, μία κοινοβιακὴ σκήτη καὶ πολλὰ κελιὰ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, δεκαοκτὼ μοναστήρια στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἕξι στὴν Κύπρο, δεκαέξι στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, δύο στὸν Καναδὰ καὶ ἕνα στὴν Ἰταλία, ἀνάγουν τὴν πνευματική τους πατρότητα στὸν μακάριο γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή. Ἐπειδὴ τὸ προγνώριζε αὐτὸ ὁ γέροντας, ὀκτὼ μῆνες πρὶν κοιμηθεῖ, δηλαδὴ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1958, χώρισε τοὺς ὑποτακτικούς του σὲ τέσσερεις συνοδεῖες, γιὰ νὰ γίνουν ἡγούμενοι καὶ γεροντάδες μεγάλων κοινοβίων.
Ἐκεῖνο ποὺ κάνει ἐντύπωση καὶ προκαλεῖ πρωτόγνωρο θαυμασμὸ εἶναι τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὸ γέροντά μου Ἐφραίμ, προηγούμενον τῆς Μονῆς Φιλοθέου στὴν Ἀμερικὴ καὶ Καναδά. Ἐπὶ μία δεκαετία, δωδεκαετία, πότιζε μὲ τὰ νάματα τῆς πίστεως τὶς διψασμένες ψυχὲς τῶν χριστιανῶν, κυρίως μὲ τὴν Ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ ὕστερα μὲ τὶς πνευματοφόρες ὁμιλίες του, καὶ τοῦτο τὸ Παύλειον ἔργον σὲ κάθε σπίτι καὶ αἴθουσα, καὶ ἰδιαιτέρως στοὺς ἱεροὺς ναούς, ἀπὸ πρωΐας μέχρι νυκτὸς χωρὶς καμιὰ ἀνάπαυση.
Ἐγκατέστησε δὲ σὲ διάφορες πολιτεῖες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καὶ Καναδὰ τοὺς πρώτους πυρῆνες ἀπὸ τὰ γυναικεῖα καὶ ἀνδρικὰ Ἑλληνικὰ μοναστήρια. Τὰ νέα 18 μοναστικὰ κοινόβια καλλιεργοῦν τὸ οὐράνιο νέκταρ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς ὁποίας τὸ γλυκύτατο μέλη τὸ γεύονται πλέον ὡς τρόπον ζωῆς οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖ στὴν Ἀμερική.
Ἀπὸ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Ἀριζόνας ὁ γέροντάς μου Ἐφραὶμ κατευθύνει ὁλόκληρο τὸ πνευματικό του ἔργο, ἐνῶ συγχρόνως συρρέουν καθημερινὰ ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον κατὰ ἑκατοντάδες οἱ προσκυνηταὶ γιὰ νὰ ἀπολαύσουν πνευματικὰ μέσα στὴν ἔρημο μία τρισευλογημένη ὄαση ποὺ ἀναγεννᾶ τὸν κόσμον ὁλόκληρον.
Ἐκεῖ βιώνεται ἡ Ὀρθοδοξία καὶ μάλιστα μέσα στὴν Βαβυλωνία τῶν αἱρέσεων. Ἐκεῖ ἀναπτερώνεται τὸ Ὀρθόδοξο θρησκευτικὸ συναίσθημα. Ἐκεῖ καταμαρτυρεῖται τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ἡ ὀρθὴ πίστις. Ἐκεῖ συνιστᾶται καὶ ἡ σωστὴ συμμετοχὴ στὰ πανάγια σωστικὰ μυστήρια καὶ ἡ πράξις τῆς Εὐαγγελικῆς ζωῆς ὅπως ἀσφαλῶς καὶ ἐδῶ στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας ἀπὸ εὐλαβεῖς ἐργάτας καὶ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖ δημιουργεῖται τρόπον τινά μία καινούργια Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα στὴν ἀχανῆ αὐτὴ ἤπειρο ἀπὸ τὸν γέροντά μου ποὺ ξεκίνησε τὸ 1947 ἀπὸ μία σπηλιὰ τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἄθωνος, μαθητὴς καὶ ἄξιος ὑποτακτικός τοῦ ὀσιοτάτου γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ παπποῦ.
Χριστιανοί μου, τὸ 1938 ὁ ἅγιος γέροντας Ἰωσὴφ μὲ τὸν συνασκητὴ του Ἀρσένιο παρέμειναν στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Προσετέθη ἀργότερα καὶ ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του πατὴρ Ἀθανάσιος. Τὸ ’38 μετακομίζουν στὶς σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Τὸ καλοκαίρι τοῦ ’47 συγκαταλέγεται στὴ συνοδεία ὁ πατὴρ Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς ὅπου βρίσκει τὸν Ἀρσένιο καὶ τὸν πατέρα Ἀθανάσιο. Οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν φύγει. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἰδίου ἔτους, τὸ Σεπτέμβριο δηλαδὴ ἔρχεται ὁ πατὴρ Ἐφραίμ, ὁ γέροντάς μου, ὁ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, ἐνῶ τὸ καλοκαίρι τοῦ ’50 προστίθεται καὶ ὁ πατὴρ Χαράλαμπος ὁ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου.
Στὸ τέλος ἔλεγε τὰ ἑξῆς μὲ πολλὴ χαρά:
- Ἀρσένιε, τώρα μπορῶ μὲ ἀνάπαυση νὰ πῶ στὸν Κύριο, νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου. Ἐζήσαμε μαζὶ τόσο σκληρά, μέχρι αἷμα χύσαμε, γιὰ νὰ βροῦμε μέσα μας τὸ Θεό. Ὅμως τὸ παντοτινὸ παράπονό μου σὲ ὅλα τὰ χρόνια ἦταν αὐτό. Πολλοὶ πέρασαν ἀπὸ κοντά μας, ὠφελήθηκαν καὶ ἔφευγαν. Ὅμως τὴν πνευματική μας ἐργασία δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν ἀκολουθήσουν. Ἐνόμιζα ὅτι θὰ φύγω μὲ αὐτὸ τὸ παράπονο. Ὅμως νά. Φανέρωσε τώρα στὰ ὑστερνά μας, ὁ Θεὸς αὐτὰ τὰ τελευταῖα καλογεράκια καὶ κοντά τους νὰ μὲ θυμᾶσαι θὰ ἀκουμπήσει ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καὶ ὄχι μόνον τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀλλὰ καὶ πολλὰ μοναστήρια στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό, μὲ χίλιους καὶ πλέον μοναχοὺς καὶ χιλιάδες ἐξομολογουμένους καὶ σεσωσμένους, Δόξα σοι ὁ Θεός.
Τὸ 1953 μεταφέρονται στὴ Νέα Σκήτη ὅπου ὑπῆρχαν καλύτερες συνθῆκες διαβιώσεως, ἀφοῦ οἱ τρεῖς νέοι ὑποτακτικοὶ ἄρχισαν νὰ ἔχουν σοβαρὰ προβλήματα ὑγείας. Κατὰ τὴν περιόδο φαίνεται ἡ ποιμαντικὴ διάστασις τοῦ ἔργου τοῦ μακαρίου ὀσιοτάτου γέροντος Ἰωσήφ, ἀφοῦ πολλοὶ μοναχοὶ ἐκτὸς καὶ ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἰδιαιτέρως δὲ οἱ λαϊκοί, προσέφευγαν κοντά του καὶ τὸν συμβουλεύονταν ὡς ἀπλανῆ καὶ διακριτικὸ ὁδηγό.
Κοιμήθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὴν ἀρχική του ἐπιθυμία ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Παναγίας, τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς 15 Αὐγούστου 1959, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Καὶ θὰ κλείσω μὲ τὶς τελευταῖες φράσεις του:
- Ἡ νοερὰ προσευχὴ σὲ μένα εἶναι ὅπως ἡ τέχνη τοῦ καθενός,
καθότι ἐργάζομαι αὐτὴν τριανταέξι καὶ ἐπέκεινα χρόνια.
Τέλος καὶ τῷ Θεῷ Δόξα,
Ἀμήν.