Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Καταβασίες της Κυριακής των Βαΐων


Ωδή α΄. Ήχος δ΄.

«Ώφθησαν, αι πηγαί της αβύσσου, νοτίδος άμοιροι,
και ανεκαλύφθη θαλάσσης, κυμαινούσης τα θεμέλια·
τη καταιγίδι νεύματι, ταύτης γαρ έπετιμησας, περιούσιον λαόν δε έσωσας, άδοντα, επινίκιον ύμνον σοι Κύριε».

(Φάνηκαν οι πηγές της αβύσσου (βαθιάς θάλασσας), στερημένες νοτιάς (νερού) και αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια της σαλευόμενης από τα κύματα θάλασσας· με το νεύμα σου (την προσταγή σου), επιτίμησες την καταιγίδα, σώζοντας τον περιούσιο σου λαό, ο οποιος έψελνε επινίκιο ύμνο προς σε Κύριε.)

Το θαύμα του διαχωρισμού της Ερυθράς θάλασσας και το πέρασμα από το στεγνό βυθό της του Ισραηλιτικού λαού, επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Ο βυθός της θάλασσας, με το πρόσταγμα του υπηρέτη του Θεού, φάνηκε στεγνή γη, από την οποία πέρασε ο λαός χωρίς να βραχούν τα πόδια του. Τα νερά που σάλευαν από τα μεγάλα κύματα, γαλήνεψαν με τη διαταγή του ισχυρού, στον οποίον πειθάρχησε η αφρισμένη καταιγίδα. Ο λαός σώθηκε με το υπερφυές θαύμα της θείας μεγαλοσύνης, ψάλλοντας επινίκιο ύμνο στο Σωτήρα Κύριο.



Ωδή γ΄.

«Νάουσαν ακρότομον, προστάγματι σω, στερεάν εθήλασε πέτραν, Ισραηλίτης λαός· η δε πέτρα συ Χριστέ, υπάρχεις και ζωή· εν ω εστερεώθη η Εκκλησία κράζουσα· Ωσαννά, ευλογημένος ει ο ερχόμενος».

(Την απότομη πέτρα, που ανέβλυζε νερό, θήλασε με το δικό σου πρόσταγμα ο Ισραηλιτικός λαός· η πέτρα και η ζωή όμως είσαι συ Χριστέ, στον οποίο στερεώθηκε η Εκκλησία, κράζουσα· ωσαννά, ευλογημένος είσαι συ ο ερχόμενος.)

Τον περιπλανώμενο στην έρημο λαό ο Θεός είχε κάτω από τη φροντίδα και την προστασία του. Τον έτρεφε θαυμαστώς στην έρημο με εκλεκτή τροφή και τον πότιζε, όταν διψούσε.

Στην ωδή γίνεται μνεία του θαύματος που έκανε ο Μωυσής, όταν κάποτε ο λαός, διψασμένος, ζητούσε απεγνωσμένα νερό να πιει. Ο υπηρέτης του Θεού χτύπησε με τη ράβδο του ξηρό απότομο βράχο, ο οποίος ανέβλυσε άφθονο δροσερό νερό, με το όποιο έσβησε τη δίψα του ο λαός. 

Το περιστατικό αυτό συνεχίζεται με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Η πέτρα που ανέβλυσε το νερό και έδωσε ζωή στο λαό, παραλληλίζεται με τον Κύριο, στον οποίο στερεώθηκε αδιάσειστα η Εκκλησία. Όπως όμως από την πέτρα ανέβλυσε νερό, έτσι και από τον Κύριο, την πέτρα της πίστεως, αναβλύζουν πλούσια και κρυστάλλινα τα νάματα του Πνεύματος, τα οποία «αρδεύουν την κτίσιν προς ζωογονίαν». 

Από τον Κύριον αναβλύζει η αληθινή ζωή, το φως και η αλήθεια, η οποία τρέφει πνευματικά και στηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη.

Κατά την Κυριακή των Βαΐων, που είναι το κατώφλι της Μεγάλης Εβδομάδος, η Εκκλησία επαναλαμβάνει τη θριαμβευτική ιαχή, που αναφωνούσε ο εβραϊκός λαός στο Μεσσία κατά την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα, λίγο πριν από το μαρτυρικό πάθος του· «Ωσαννά, ευλογημένος ει ο ερχόμενος».



Ωδή δ΄.

«Χριστός ο ερχόμενος εμφανώς Θεός ημών, ήξει και ον χρονιεί, εξ όρους κατασκίου δασέος, Κόρης τικτούσης απειράνδρου· Προφήτης πάλαι φησί. Διό πάντες βοώμεν· Δόξα τη δυνάμει σου Κύριε».

(Ο ερχόμενος Χριστός που είναι εμφανώς ο Θεός μας, θα έλθει και δε θα βραδύνει, από όρος πυκνό και κατάσκιο, από Κόρη που δε γνώρισε άνδρα, η οποία θα τον γεννήσει· αυτά λέγει παλαιά ο Προφή­της· γι’ αυτό όλοι βοάμε· δόξα στη δύναμή σου Κύριε.)

Όπως λέγει ο Προφήτης, ο ερχόμενος Μεσσίας του κόσμου και Θεός μας θα έλθει από όρος πυκνό και κατάσκιο, που παραβολικά σημαίνει την αγνή Κόρη, που έγινε μητέρα, χωρίς να γνωρίσει άνδρα. Η προφητεία, όπως και πολλές άλλες, είναι σαφώς χριστολογική. Ο Μεσσίας ήλθε στη γη πρωτίστως για τον περιούσιο λαό του τον Ισραήλ, ο οποίος όμως φάνηκε ανάξιος μιας τέτοιας μεγάλης δωρεάς, και αγνόησε την προφητεία και αρνήθηκε τον ερχόμενον εν ονόματι Κυρίου. Αλλά όσοι Ισραηλίτες τον δέχτηκαν, όπως και όλοι οι εθνικοί που τον πίστεψαν, γεμάτοι χαρά δοξάζουν την άπειρη δύναμη και την πολλή φιλανθρωπία του.



Ωδή ε΄.

«Την Σιών επ’ όρους ανάβηθι, ο ευαγγελιζόμενος, και την Ιερουσαλήμ, ο κηρύσσων εν ισχύι ύψωσον φωνήν· Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η Πόλις του Θεού· ειρήνη επί τον Ισραήλ, και σωτήριον έθνεσιν».

(Ανέβα στη Σιών που βρίσκεται πάνω σε όρος, συ που ευαγγελίζεσαι, και στην Ιερουσαλήμ, συ που κηρύσσεις με δύναμη, ύψωσε φωνή· πολλά ένδοξα (πράγματα) λαλήθηκαν για σένα, η πόλη του Θεού· ειρήνη στον Ισραήλ και σωτηρία στα έθνη.)

Την παλαιά Ιερουσαλήμ, που ήταν κτισμένη στο όρος Σιών και ήταν το περίπτυστο εθνικοθρησκευτικό κέντρο του παλαιού Ισραήλ, διαδέχτηκε η νέα Ιερουσαλήμ, η Εκκλησία, όπως και τον παλαιό λαό του Θεού διαδέχτηκε ο νέος της χάριτος λαός. Περί της νέας Ιερουσαλήμ η προφητεία είπε πολλά και ένδοξα πράγματα. Η παρουσία της θα χάριζε ειρήνη στον Ισραήλ και σωτηρία για όλα τα έθνη της γης. Στην Εκκλησία του Χριστού εκβάλλει ο πραγματικός λαός του Ισραήλ, ο οποίος ενώνεται με τα έθνη στο πεδίο της σωτηρίας, που έφερε στη γη ο Απεσταλμένος.



Ωδή στ΄

«Εβόησαν, εν ευφροσύνη Δικαίων τα πνεύματα· Νυν τω Κόσμω, διαθήκη καινή διατίθεται· και ραντίσματι, καινουργείσθω λαός θείου Αίματος».

(Εβόησαν με ευφροσύνη τα πνεύματα των Δικαίων τώρα στον κόσμο υπογράφεται νέα διαθήκη· και με το ράντισμα τού θείου αίματος, ας γίνει καινούργιος ο λαός του Θεού.)

Τα πνεύματα των Δικαίων της Π. Διαθήκης, που ζούσαν με το όνειρο της μεσσιανικής εποχής, γέμισαν από χαρά όταν στον κόσμο υπογράφτηκε η νέα Διαθήκη του Θεού με τους ανθρώπους στο πρόσωπο του Μεσσία, του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Η διαθήκη αυτή υπογράφτηκε με το αίμα του Χριστού, που χύθηκε επάνω στο σταυρό για τη σωτηρία του κόσμου. 

Ο λαός που πιστεύει στο αίμα του Υιού του Θεού και αποδέχεται το λυτρωτικό έργο του, γίνεται λαός καινούργιος, λαός της χάριτος και των επαγγελιών του Θεού. Είναι ο σωσμένος λαός, ο οδεύων στη γη των Πατέρων του, στην ουράνια θεία Βασιλεία.



Ωδή ζ΄.

«Ο διασώσας εν πυρί, τους Αβραμιαίους σου Παίδας, και τους Χαλδαίους ανελών, οις αδίκως δι­καίους ενήδρευσαν, υπερύμνητε Κύριε, ο Θεός ο των Πάτερων, ευλογητός ει».

(Ευλογητός είσαι υπερύμνητε Κύριε και Θεέ των Πατέρων, διότι διέσωσες από τη φωτιά τους Αβραμιαίους σου Παίδες και αναίρεσες τους Χαλδαίους, οι οποίοι αδίκως έστησαν ενέδρα στους δικαίους.)

Η ωδή δοξολογεί τον υπερύμνητο Θεό, ο οποίος έσωσε από τη φωτιά τους Αβραμιαίους Παίδες, ενώ συγχρόνως παρέδωσε στις φλόγες της καμίνου τους Χαλδαίους, οι οποίοι επιχείρησαν την παγίδευση των οσίων Νέων, διώκοντας οι άδικοι τους δικαίους. Δίδαγμα σημαντικό για όσους διώκουν αναίτια τους δικαίους, αλλά και για όσους, πιστεύοντας στο Θεό, δέχονται τις επιθέσεις των θεομάχων, σωζόμενοι τελικά από τον παντοδύναμο Κύριο.



Ωδή η΄.

«Ευφράνθητι Ιερουσαλήμ· πανηγυρίσατε οι αγαπώντες Σιών· ο βασιλεύων γαρ εις τούς αιώνας, Κύριος των Δυνάμεων ήλθεν· ευλαβείσθω πάσα η γη, εκ προσώπου αυτού, και βοάτω· Πάντα τα έργα υμνείτε τον Κύριον».

(Ας ευφρανθεί η Ιερουσαλήμ και ας πανηγυρίσουν αυτοί που αγαπούν τη Σιών· διότι αυτός που βασιλεύει στους αιώνες, ο Κύριος των Δυνάμεων, ήλθε. Ας ευλαβηθεί όλη η γη ενώπιον του και ας φωνάξει· όλα τα έργα υμνείτε τον Κύριο.)

Η έλευση του Μεσσία ήταν το όνειρο εκείνων των πραγματικών Ισραηλιτών, οι οποίοι, κλείνοντας μέσα τους την προφητική μαρτυρία, περίμεναν την έλευση του μεγάλου Απεσταλμένου. Την εποχή της θείας ενανθρωπήσεως οι ευσεβείς αυτοί Ιουδαίοι δεν ήσαν λίγοι, προσδεχόμενοι παράκληση του Ισραήλ. 

Μεταξύ αυτών ήταν και ο δίκαιος γέρων Συμεών. Και να που ο Μεσσίας, ο βασιλεύων στους αιώνες και ο κραταιός Κύριος των δυνάμεων, ήλθε. Βρίσκεται στη γη και πορεύεται «θριαμβευτής» στα Ιεροσόλυμα. Η πόλη ας ευφρανθεί για το σημαντικό γεγονός. Αυτοί που αγαπούν τη Σιών ας πανηγυρίσουν από χαρά και ένθεο ενθουσιασμό. 

Έρχεται ο Απεσταλμένος για να μεταπλάσει την παλαιά Σιών, στη νέα πόλη του Θεού, στη Σιών της χάριτος, στην οποία έσπευδε η παλαιά οικονομία του Θεοί. Και όλα τα έργα του Θεού ας πανηγυρίσουν ομοίως, υμνώντας τη δόξα του απείρου Πλαστουργού τους.



Ωδή θ΄.

«Θεός Κύριος, και επέφανεν ημίν· συστήσασθε εορτήν και αγαλλόμενοι, δεύτε μεγαλύνωμεν Χριστόν, μετά βαΐων και κλάδων, ύμνοις κραυγάζοντες· Ευλο­γημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου, Σωτήρος ημών».

(Ο Κύριος και Θεός φανερώθηκε σε μας. Να συγκροτήσετε εορτή, και, αγαλλόμενοι, ελάτε να δοξάσουμε το Χριστό, κρατώντας βάγια και κλάδους, και με ύμνους κραυγάζοντας· ευλογημένος είσαι ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου και Σωτήρος μας.)

Η Βαϊοφόρος είναι ασφαλώς πολύ μεγάλη γιορτή για την Εκκλησία μας. Ο Απεσταλμένος του Θεού εισέρχεται στην αγία Πόλη σε όλη την κενωτική του μεγαλοπρέπεια. Η Πόλη σείεται από αλαλαγμούς και εκδηλώσεις θριαμβικού ενθουσιασμού. 

Δεν έρχεται όμως για να βασιλεύσει ως άρχοντας κοσμικός. Έρχεται πράος και αθόρυβος, καθισμένος στη ράχη ενός ταπεινού ζώου, για να δηλώσει ότι μόνο στους «πτωχούς τω πνεύματι», στους ταπεινούς και πράους, αναπαύεται η καρδιά του, στηρίζεται η Βασιλεία του. Σε λίγες μέρες ο ίδιος λαός που επευφημούσε την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα θα τον παραδώσει στο σταυρικό θάνατο. 

Με αυτόν όμως θα κερδίσει τη νέα Σιών με το αίμα Του· θα την αγιάσει με το σεπτό πάθος Του. Θα λυτρώσει τον κόσμο από την κατάρα και το θάνατο.

Όλα αυτά, τραγικά στη θεανθρώπινή τους διάσταση, είναι τόσο μεγάλα και ευφρόσυνα, ώστε η ωδή προσκαλεί τους ευσεβείς να συστήσουν γιορτή και με αγαλλίαση ψυχής να μεγαλύνουν το Χριστό, το Μεσσία και Λυτρωτή τού κόσμου, ψάλλοντας· «Ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόμα­τι Κυρίου, Σωτήρος ημών».


(Α. Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, 
«Σταυρόν χαράξας Μωσής», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ.151-158)