ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
(Μθ. 16, 13-19)
Διδάσκουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐόλισθος καὶ πέφτει εὔκολα στὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς πτώσης στὴν ἁμαρτία μᾶς λυτρώνει ὁ ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεός, διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως. Τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι λουτρό, στὸ ὁποῖο εἰσερχόμενοι ἐναποθέτουμε τὸ φορτίο τῶν πταισμάτων μας, ὅλη τὴν ἀκαθαρσία τῶν πράξεων καὶ τῶν σκέψεών μας, καὶ βγαίνουμε ὁλοκάθαροι, ὁλόλαμπροι.
Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε πολλὴ χαρὰ στὴν ψυχή μας γιὰ αὐτὴ τὴ θεία δωρεά. Ὀφείλουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο ποὺ μᾶς ἔδωσε αὐτὸ τὸ λουτρό, ποὺ ἔδωσε τέτοια ἐξουσία, τὴν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» στοὺς ἱερεῖς του.
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν ἀπόστολο Πέτρο: «καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ἀφορᾶ σὲ συγκεκριμένη ἐξουσία, ἡ ὁποία μεταβιβάζεται, μὲ τὴ λεγόμενη ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους στοὺς διαδόχους τους, σὲ ἅπαντες δηλαδὴ τοὺς ἀρχιερεῖς, ποὺ καὶ αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους τὴ χορηγοῦν στοὺς ἱερεῖς ποὺ χειροτονοῦν.
Ἔτσι, λοιπόν, ὅσα πταίσματα, μικρὰ ἢ μεγάλα, λύσει ὁ πνευματικός, αὐτὰ τὰ ἴδια λύνει καὶ ὁ Θεός. Ὅσα συγχωρεῖ ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ, τὰ συγχωρεῖ καὶ ὁ Κύριος. Καὶ τὸ σημαντικότερο˙ ὅταν ἐδῶ κάτω κρίνει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, ταπεινωθεῖ καὶ ἀποκαλύψει τὰ σφάλματά του στὸν πνευματικό, δὲν κρίνεται στὸ μεγάλο καὶ φοβερὸ δικαστήριο τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον χιλιάδων καὶ μυριάδων ἀγγέλων.
Ὅσες φορὲς καὶ ἐὰν πέσει ὁ ἄνθρωπος, ὅσες φορὲς καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὸ ἁμάρτημά του, ὑπάρχει πάντοτε μπροστά του διαθέσιμο τὸ πνευματικὸ λουτρὸ τῆς ἐξομολόγησης, πάντοτε ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου εἶναι ἀνοικτή. Ὅταν ἡ ἐξομολόγηση εἶναι εἰλικρινής, μὲ πόθο, μὲ ταπείνωση καὶ μὲ ἐπίγνωση τοῦ μυστηρίου, τότε καὶ ἡ κάθαρση εἶναι τόσο ἐμφανής˙ νοιώθει κανεὶς τὴν εὐτυχία μέσα στὴν ψυχή του, τὴν ἐλάφρυνση τοῦ πνευματικοῦ βάρους -αὐτὸ ποὺ λέμε βάρος στὴ συνείδηση- καὶ τὴν ἀγαλλίαση.
Τούτη εἶναι ἡ φανερὴ ἀπόδειξη πὼς οἱ ἁμαρτίες ἔχουν συγχωρηθεῖ, πὼς ἡ ψυχὴ ἔχει καθαρίσει καὶ λευκανθεῖ. Καὶ ἐὰν λερωθοῦμε πάλι ἂς σπεύσουμε ξανὰ στὸ λουτρὸ τῆς ἐξομολογήσεως, καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πετραχείλι ἂς ὁμολογήσουμε ἐν συντριβῇ: «Ἁμάρτησα, Κύριε, συγχώρησέ με». Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ πνευματικοῦ: «Παιδὶ μου, εἶσαι συγχωρημένος, πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε. Ἀγωνίσου στὴν τήρηση τοῦ νόμου τοῦ θεοῦ. Ἂν ὅμως πέσεις μὴν ἀπελπιστεῖς, καὶ κυρίως μὴν διστάσεις νὰ ξεπλύνεις ξανὰ τὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας».
Εἶναι τόσο λυπηρό, ὅμως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ ἔχει μπροστά του αὐτὴ τὴ δυνατότητα τῆς συγγνώμης καὶ τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς του, νὰ μὴν τὴν ἐπιλέγει. Ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του καὶ μόνο, νὰ μὴν θέλει νὰ τὴν ἀδράξει, νὰ μὴ θέλει νὰ ἀνοίξει ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ βαδίσει πρὸς τὴν αἰώνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴ συγχώρεση δωρεάν. Δὲν τοῦ ζητάει λογαριασμό, δὲν τοῦ ζητᾶ εὐθύνες.
Τὴν ἐπιστροφή του ζητᾶ καὶ τὴ μετάνοιά του. Αὐτὸ ἀρκεῖ στὸν Θεό. Νὰ ἐπιστρέψει ὁ ἁμαρτωλός, νὰ πεῖ «ἥμαρτον, ἔσφαλα», νὰ ἀγωνιστεῖ μὲ ταπείνωση κατὰ τῶν σφαλμάτων του, νὰ καταλάβει τὰ σφάλματά του, νὰ συναισθανθεῖ τὴν ἁμαρτωλότητά του, νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ ὅλα θὰ συγχωρεθοῦν.
Μὲ πολὺ χαρακτηριστικὸ τρόπο μᾶς προτρέπει σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ τῆς μετάνοιας ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Πρέπει ἡμεῖς, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον, καὶ νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας ἀγάπην καὶ πατέρα, πρέπει νὰ ἔχωμεν δύο ἀγάπας, ἀγάπην εἰς τὸν Θεόν μας, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Φυσικόν μας εἶναι νὰ ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δύο ἀγάπας. Παρὰ φύσιν εἶναι νὰ μὴ τὰς ἔχωμεν.
Καὶ καθὼς ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διὰ νὰ πετᾶ εἰς τὸν ἀέρα, οὕτω καὶ ἡμεῖς χρειαζόμεθα αὐτὰς τὰς δύο ἀγάπας, διότι χωρὶς αὐτῶν εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν. Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, διότι μᾶς ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην ἐδῶ νὰ κατοικῶμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θαλάσσας, ἀέρα, ἡμέραν, νύχτα, οὐρανόν, ἥλιον κ.λπ. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποῖον τὰ ἔκαμεν, εἰμὴ δι᾽ ἡμᾶς; Τί μᾶς ἐχρεώστει; Τίποτε.
Ὅλα χάρισμα˙ μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους, δὲν μᾶς ἔκαμεν ζῶα˙ μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς ὀρθόδοξους χριστιανούς, καὶ ὄχι ἀσεβεῖς αἱρετικούς˙ ἂν καὶ ἁμαρτάνομεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὴν κόλασιν, ἀλλὰ περιμένει τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας ἀνοικτάς, πότε νὰ μετανοήσωμεν νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ νὰ κάμωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθῶμεν, νὰ διορθωθῶμεν, νὰ μᾶς ἐναγκαλισθεῖ, νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαιρώμεθα πάντοτε. Τώρα λοιπὸν τοιοῦτον γλυκύτατον Θεὸν καὶ Δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τὸν ἀγαπῶμεν;».