Υπάρχουν εκκλησιαστικοί όροι που, νομίζω, για το σημερινό άνθρωπο είναι ακατανόητοι. Όπως π.χ. «Βασιλεία Θεού». Ένας όρος που παραπέμπει σε κυριαρχία, εξουσία, επικράτηση.
Γι’ αυτό, όταν λέμε «να επικρατήσει επί της γης η Βασιλεία του Θεού» ή «γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης», ενδεχομένως να εκλαμβάνεται ως ευχή να καταργηθούν οι Κυβερνήσεις και οι εξουσίες του κόσμου και να κυβερνήσει ο Θεός με δικούς Του ανθρώπους.
Μια τέτοια προσμονή ξεκίνησε από αιρετικές δοξασίες, αλλά φαίνεται ότι και στον εκκλησιαστικό χώρο δεν εξέλειπε μέχρι σήμερα, όχι ως διδασκαλία της Εκκλησίας αλλά ως πεποίθηση κάποιων κληρικών ή λαϊκών που προσπαθούν να επηρεάσουν κόσμο.
Είναι απαραίτητο, για να ζούμε την Αλήθεια της Εκκλησίας κι όχι ανθρωποκεντρικές ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε τα εξής δύο σημεία:
Ο Χριστός ξεκαθάρισε ότι η Βασιλεία Του «ούκ εστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18,36), κι ας ήθελαν οι Ιουδαίοι να τον κάνουν βασιλιά τους.
Η Βασιλεία του Θεού διαφέρει ριζικά από τις εξουσίες του κόσμου στο ότι είναι εσωτερικό γεγονός, «εντός υμών εστιν» κατά την επισήμανση του Κυρίου (Λουκ.17,21). Εκδηλώνεται όμως προς τα έξω με την ειρήνη, που, κατά τον άγιο Νεκτάριο, είναι «θεία ενέργεια προς επικράτησιν της βασιλείας του Θεού επί της γης»[1].
Σ’ ένα κόσμο που αγχώνεται, τρέχει, αγωνιά και συγχύζεται, η Εκκλησία καλείται να προσφέρει τη Βασιλεία του Ιδρυτή της, όχι ως λεκτικές διακηρύξεις, αλλά ως τρόπο ζωής που συγκεκριμενοποιείται στους αγίους της. Οι άγιοι, άνθρωποι όπως εμάς, θέλησαν, πάλεψαν και “’άρπαξαν” τη Βασιλεία του Θεού κι απόδειξαν το εφικτό τής επικράτησής της επί της γης.
Κάποιοι «ανύπαρκτοι», ταπεινοί και άσημοι κι άλλοι με θέσεις και αξιώματα που, όμως, δεν έπαψαν να θεωρούν τον εαυτό τους ένα τίποτα, γέμισαν με τη Χάρη του Θεού, την ειρήνη και τη Χαρά Του, και τη μετάγγισαν στους «εγγύς και τους μακράν» ως ευλογία και ανάπαυση και ξεκούραση.
Ο Χριστός είπε ότι η Βασιλεία του Θεού «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λκ. 17.20), με τρόπο, δηλαδή, φανερό σε όλους. Όσοι περιμένουν «σημεία και τέρατα», που θα προαναγγέλλουν ένα κόσμο «αγγελικά πλασμένο», χωρίς πολέμους, πείνες και δυστυχίες, θα απογοητευτούν.
Όσο θα υπάρχει ο φθαρτός τούτος κόσμος, με τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος να κυριαρχούν, η Βασιλεία του Θεού θα κρύβεται στους ταπεινούς, σ’ όσους αγαπούν όπως ο Θεός, στους ειρηνικούς.
Αυτοί θα είναι οι γνώστες του μυστηρίου του Θεού (Μάρκ. 4,11) που θα μας βεβαιώνουν για την ύπαρξή της και συγχρόνως για την τέλεια επικράτησή της στα έσχατα της ιστορίας.
Τότε που, ερχόμενος ο Κύριος «εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού» (Ματθ. 25,31), θα μεταμορφώσει τον κόσμο όλο και τα σώματα σε άφθαρτα, θα καταργήσει το χρόνο και θα έλθει η αιωνιότητα, σύμφωνα με το «της Βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος». Για να βεβαιώνεται η αγάπη Του στους αιώνες.
[1] Ποιμαντική, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, 6.142.