Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τόσο μεγάλη δύναμη, ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη εἴμαστε πιὸ ἄφωνοι καὶ ἀπὸ τὶς πέτρες, θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τὴ γλώσσα μᾶς πιὸ ἐλαφρὰ ἀπὸ τὸ φτερό.
Διότι, ὅπως ὁ ζέφυρος ὅταν φυσάει στὰ πανιὰ τοῦ πλοίου τὸ κάνει νὰ τρέχει πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸ βέλος, ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας ὅταν πέσει στὴ γλώσσα αὐτοῦ ποὺ τὴν λέει, κινεῖ τὸν λόγο δυνατότερο ἀπὸ τὸν ζέφυρο…
Πόση τιμὴ δὲ ἔχει τὸ πράγμα, νὰ εἶναι κάποιος ἄνθρωπος καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, ὅλοι το γνωρίζουν, ἀλλὰ νὰ δείξουν μὲ λόγια τὸ μέγεθός της δὲν μποροῦν οἱ πολλοί, διότι αὐτὴ ἡ τιμὴ ξεπερνᾶ καὶ τῶν Ἀγγέλων τὴ μεγαλοπρέπεια.
Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν οἱ ἴδιοι οἱ Ἄγγελοι, ἀφοῦ φαίνονται πὼς ἔφερναν τὶς δεήσεις τῶν Προφητῶν στὸ Θεό, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς λατρεῖες στὸ Δεσπότη μὲ φόβο πολύ, ἔχοντας καὶ τὰ πόδια σκεπασμένα ἀπὸ τὴν μεγάλη εὐλάβεια.
Ἀλλὰ ἂν ἐκεῖνοι ποὺ πετοῦν καὶ δὲν ἡσυχάζουν καθόλου δείχνουν τὸ φόβο ποὺ ἔχουν, τοῦτο μου φαίνεται ὅτι τὸ κάνουν γιὰ νὰ ἐκπαιδεύουν ἐμᾶς στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς νὰ λησμονοῦμε τὴν ἀνθρώπινη φύση· καὶ μὲ τὴν προθυμία καὶ τὸν φόβο ποὺ ἔχουμε, νὰ μὴ βλέπουμε, οὔτε νὰ φανταζόμαστε κανένα πράγμα τούτου τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς εἴμαστε μεταξύ των Ἀγγέλων καὶ προσφέρουμε τὴ λατρεία ποὺ προσφέρουν κι ἐκεῖνοι. Διότι ὅλα τα ἄλλα, τὰ δικά μας, εἶναι πολὺ χωρισμένα ἀπὸ τὰ δικά τους· καὶ ἡ φύση καὶ ὁ τρόπος ζωῆς καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ φροντίδα καὶ ὅ,τι ἄλλο· ἡ προσευχὴ ὅμως εἶναι κοινὸ ἔργο τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτὴ ἡ προσευχὴ σὲ ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, αὐτὴ ἡ προσευχὴ σὲ κάνει σύντροφο τῶν Ἀγγέλων αὐτὴ μπορεῖ γρήγορα νὰ σὲ ἀνεβάσει στὴ δική τους πολιτεία, στὴ ζωή, στὴ δίαιτα, καὶ τὴν τιμὴ καὶ τὴν συγγένεια, καὶ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία, καὶ νὰ σὲ κάνει νὰ φροντίζεις ὅλη σου τὴ ζωὴ νὰ βρίσκεσαι σὲ προσευχὲς καὶ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
«Ἐνῶ ὁ Πέτρος» λέει «ἦταν στὴ φυλακή· ἡ ἐκκλησία προσευχόταν ἀδιάκοπα στὸ Θεὸ γι’ αὐτὸν»(Πράξ. 12, 5). Ἀκοῦτε πῶς τοὺς αἰσθάνονταν τοὺς δασκάλους τους; Δὲν ἐπαναστάτησαν, δὲν θορυβήθηκαν, ἀλλὰ κατέφυγαν στὴν προσευχή, τὴν πραγματικὰ ἄμαχη σύμμαχο…
Ἄρα τίποτε δὲν εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὴν μέτρια θλίψη. Ἀνυμνοῦσαν τὸ Θεὸ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, ἀγόρια, κορίτσια, καὶ εἶχαν γίνει μὲ τὴν θλίψη πιὸ καθαροὶ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἐνῶ τώρα, ἂν δοῦμε μικρὸ κίνδυνο, πέφτουμε σὲ ἀδράνεια.
Τίποτε δὲν ἦταν λαμπρότερο ἀπὸ ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία. Ἃς τοὺς μιμηθοῦμε αὐτούς, ἃς τοὺς ζηλέψουμε. Ἡ νύκτα δὲν ἔγινε γιὰ νὰ κοιμόμαστε συνεχῶς καὶ νὰ βρισκόμαστε σὲ ἀργία. Κι αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν οἱ χειροτέχνες, οἱ ἁμαξηλάτες, οἱ ἔμποροι, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ξυπνᾶ μέσα στὴ νύκτα.
Σήκω καὶ σὺ καὶ κοίταξε τὸ χορὸ τῶν ἄστρων, τὴν βαθιὰ σιγή, τὴν πολλὴ ἡσυχία. Τότε ἡ ψυχὴ εἶναι καθαρότερη· εἶναι πιὸ ἐλαφρὰ καὶ πιὸ λεπτή, πετὰ πιὸ ἐλεύθερη· αὐτὸ τὸ σκοτάδι, ἡ σιγὴ ἡ πολλή, εἶναι ἱκανὰ νὰ προκαλέσουν κατάνυξη. Κι ἂν δεῖς τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ στίγματα τῶν ἄστρων σὰν νὰ εἶναι ἄπειρα μάτια, θὰ αἰσθανθεῖς κάθε γλυκύτητα, φέρνοντας ἀμέσως στὸν νοῦ σου τὸν Δημιουργό.
Ἂν σκεφτεῖς ὅτι αὐτοὶ ποὺ στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας κραυγάζουν, γελοῦν, σκιρτοῦν, πηδοῦν, πλεονεκτοῦν, ἀπειλοῦν ὅτι θὰ προκαλέσουν χιλιάδες κακά, αὐτοὶ τώρα δὲν διαφέρουν σὲ τίποτε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ κατηγορήσεις ὅλη τὴν ἀνθρώπινη αὐθάδεια.
Ἦρθε ὁ ὕπνος νὰ ἐλέγξει τὴ φύση· εἶναι εἰκόνα τοῦ θανάτου, εἰκόνα τῆς συντέλειας. Ἂν σκύψεις στὸ στενό, δὲν θὰ ἀκούσεις φωνή· ἂν δεῖς στὸ σπίτι, θὰ τοὺς δεῖς ὅλους ξαπλωμένους κάτω, σὰν σὲ τάφο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ διεγείρουν τὴ ψυχὴ καὶ νὰ τῆς προκαλέσουν τὴν ἔννοια τῆς συντέλειας.
Γονάτισε, στέναξε, παρακάλεσε τὸν Κύριό σου νὰ δείξει εὐσπλαχνία· κάμπτεται εὐκολότερα στὶς νυκτερινὲς προσευχές, ὅταν σὺ κάνεις τὴν ὥρα τῆς ἀναπαύσεως ὥρα θρήνων. Θυμήσου τὸν Βασιλέα Δαυὶδ τί ἔλεγε: «κουράστηκα ἀπὸ τὸ στεναγμό μου, κάθε νύχτα λούζω τὸ κρεβάτι μου, καὶ βρέχω τὸ στρῶμα μου μὲ τὰ δάκρυά μου» (Ψάλμ. 6, 6).
Ὅσο καὶ νὰ ζεῖς μέσα στὶς ἀνέσεις, πάντως ὄχι περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅσο καὶ νὰ εἶσαι πλούσιος, δὲν εἶσαι πλουσιότερος ἀπὸ τὸν Δαυίδ. Καὶ πάλι ὁ ἴδιος λέγει: «τὰ μεσάνυκτα σηκωνόμουν…» (Ψάλμ. 118, 62). Τότε οὔτε ἡ κενοδοξία μᾶς ἐνοχλεῖ διότι πῶς νὰ μᾶς ἐνοχλήσει, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται καὶ δὲν βλέπουν; Τότε δὲν μᾶς ἐπιτίθεται ἡ ραθυμία καὶ τὸ χασμουρητό· πῶς νὰ μᾶς ἐπιτεθεῖ, ὅταν ἡ ψυχὴ ἔχει τόσες ἀφορμὲς νὰ διεγείρεται;
Μετὰ δὲ ἀπὸ τέτοιες ἀγρυπνίες καὶ ὁ ὕπνος εἶναι γλυκὸς καὶ ἀποκαλύψεις θαυμαστὲς συμβαίνουν. Ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς στὴ μέση, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ πλῆθος πολύ· ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἀπαραιτήτως βρίσκονται καὶ Ἄγγελοι καὶ Ἀρχάγγελοι κι ἄλλες νοερὲς Δυνάμεις. Ἄρα δὲν εἶσθε μόνοι, ἀφοῦ ἔχετε τὸν Κύριό των ὅλων.
Ἀλλὰ κουράσθηκα, λέει, τὴν ἡμέρα πολὺ καὶ δὲν μπορῶ. Αὐτὰ εἶναι δικαιολογίες καὶ προφάσεις, ἐπειδὴ ὅσο καὶ νὰ κουρασθεῖς δὲν θὰ κοπιάσεις ὅσο ὁ σιδηρουργός, ποὺ κτυπᾶ τόσο βαρὺ σφυρὶ ἀπὸ πολὺ ψηλὰ πάνω στὰ πυρωμένα σίδερα καὶ δέχεται ὅλη τὴν κάπνα στὸ σῶμα του, κι ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας τὸ καταναλώνει ἔτσι.
Κᾶνε λοιπὸν καὶ σὺ πνευματικὸ σιδηρουργεῖο ποὺ θὰ κατασκευάσει ὄχι χύτρες καὶ καζάνια, ἀλλὰ τὴ ψυχή σου, ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ πολύτιμη ἀπὸ τὸν σιδηρουργὸ καὶ τὸν χρυσοχόο. Αὐτὴν ποὺ πάλιωσε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, βάλε τὴν μέσα στὸ χωνευτήρι τῆς ἐξομολογήσεως· κτύπησε τὸ βαρὺ σφυρὶ ἀπὸ πολὺ ψηλά, δηλαδὴ τοὺς λόγους τῆς κατακρίσεως τοῦ ἐαυτοῦ σου· ἄναψε τὴ φωτιὰ τοῦ Πνεύματος. Ἔχεις πολὺ μεγαλύτερη τέχνη. Δὲν συναρμολογεῖς σκεύη χρυσά, ἀλλὰ τὴν πολυτιμότερη ἀπ’ ὅλα τα χρυσάφια ψυχή.
Ἄναψε τὴ ψυχὴ μὲ τὴ προσευχή. Πίστεψε μέ, δὲν ἔχει τόσο τὴν ἱκανότητα νὰ καθαρίζει τὴ σκουριὰ ἡ φωτιά, ὅσο ἡ νυχτερινὴ προσευχὴ τὴ σκουριὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἃς ντραποῦμε, ἂν ὄχι κανέναν ἄλλον, τοὺς νυκτερινοὺς φύλακες. Ἐκεῖνοι περιέρχονται τοὺς δρόμους γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατὰ μέσα στὴν παγωνιὰ καὶ περπατώντας μέσα ἀπὸ τὰ στενά, καὶ πολλὲς φορὲς βρέχονται καὶ παγώνουν γιὰ σένα καὶ τὴν σωτηρία σου καὶ γιὰ τὴ φύλαξη τῶν χρημάτων σου.
Ἐκεῖνος γιὰ τὰ χρήματά σου παίρνει τόσα προνοητικὰ μέτρα, ἐνῶ ἐσὺ οὔτε γιὰ τὴ δική σου ψυχή; Καὶ μάλιστα ἐγὼ δὲν σὲ ἀναγκάζω νὰ περιφέρεσαι ἔξω στὸ ὕπαιθρο ὅπως ἐκεῖνος, οὔτε νὰ πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, ἀλλὰ μένοντας μέσα σ’ ἕναν ἀπόμερο χῶρο, στὸ ἴδιο το δωμάτιό σου, γονάτισε, παρακάλεσε τὸν Δεσπότη. Γιατί αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν; Ὄχι γιὰ νὰ γίνει πρότυπο γιὰ μᾶς; Τότε ἀναπνέουν τὰ φυτά, τὴ νύχτα ἐννοῶ· τότε καὶ ἡ ψυχή, ἀκόμη περισσότερο ἀπ’ αὐτά, δέχεται τὴ δροσιὰ.
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας τὰ ξήρανε, αὐτὰ τὴ νύχτα δροσίζονται. Ἀποτελεσματικότερα ἀπὸ κάθε δροσιὰ εἶναι τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται ἐναντίον τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ κάθε φλογώσεως καὶ καύσωνα καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ πάθουμε κανένα κακό.
Ἂν δὲν ἀπολαύσει (ἡ ψυχὴ) αὐτὴ τὴ δροσιά, τὴν ἡμέρα θὰ ξεραθεῖ ἐντελῶς. Ἀλλὰ ὄχι, νὰ μὴ συμβεῖ κανένας ἀπὸ μᾶς νὰ τροφοδοτήσει ἐκείνη τὴ φωτιά, ἀλλὰ ἀφοῦ δροσιστοῦμε καὶ ἀπολαύσουμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅλοι νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος – Ἡ ἀξία τῆς ἀγρυπνίας