Προσευχόμαστε στην εκκλησία επικαλούμενοι το Όνομα του Ίδιου του Χριστού: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς», και επαναλαμβάνουμε το ίδιο.
Η επανάληψη αυτή δεν είναι άσκοπη. Είναι η ίδια προσευχή και αποσκοπεί στο να φυλάξουμε τη δύναμή της εξ ολοκλήρου μέσα μας. Σε μερικούς φαίνεται ανώφελη η επανάληψη αυτή: «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον…».
Στον Άθω, κάποιος μοναχός, που ήταν παλαιότερα παιδαγωγός, με ρώτησε:
– Πάτερ Σωφρόνιε, δεν σας φαίνεται περιττό να λένε σαράντα φορές «Κύριε ελέησον»; Πες το λοιπόν τρεις φορές και αρκεί!
Του λέω:
– Στην εκκλησία είναι αποδεκτό άλλοτε να το λέμε μόνο μία φορά, άλλοτε δώδεκα φορές και άλλοτε σαράντα, κατά τις διαθέσεις των ανθρώπων. Διότι υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να το λένε ημέρα και νύχτα… Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε υπομονή. Δεν προσεύχονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η εκκλησία προσεύχεται ποικιλοτρόπως.
Στην πραγματικότητα όμως, από τεχνικής πλευράς, η προσευχή αυτή γίνεται πάντοτε κατά κάποιον «πλημμελή», θα έλεγα, τρόπο. Ποιά ανεπάρκεια υπάρχει σε αυτό; Κάποιος Γέροντας έλεγε βιαστικά: «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύρ…σον, Κύρ…σον».
Ασφαλώς, λοιπόν, δεν πρέπει να γίνεται έτσι. Αλλά πώς να διαμορφώσουμε έναν τρόπο, ώστε να λέμε σαράντα φορές «Κύριε ελέησον», συγκρατώντας τον νου μας; τί σημαίνει «ελέησον»; «Θεράπευσε την αμαρτία μου, κάνε με ικανό να δεχθώ το θέλημά Σου». Αυτό σημαίνει «ελέησον»! Χρησιμοποιείται η λέξη «ελέησον», γιατί παρακαλώ τον Θεό για έλεος, για συγκατάβαση σε μένα.
Μπορεί όμως να έρθει η προσευχή συνοδευόμενη από τέτοια κατάσταση, που ο Θεός να είναι μαζί μας και μόνη η προφορά του Ονόματός Του να μας φλέγει πραγματικά σαν φωτιά. Έτσι θα έπρεπε να προφέρουμε και το «Πάτερ ημών».
Ουσιαστικά, αν προφέραμε μόνο μία φορά σε όλη τη ζωή μας τις λέξεις αυτές του «Πάτερ ημών» με το αυθεντικό νόημά τους, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του Ίδιου του είναι, θα ήταν αρκετό. Σε Αυτό έγκειται το μυστήριο της αναγεννήσεώς μας από την αμαρτωλή κατάστασή μας σε εκείνην που αναμένει από εμάς ο Κύριος.
Έτσι, το θέμα της προσευχής με το Όνομα του Ιησού κατέχει πολύ σημαντική θέση στη ζωή της Εκκλησίας, γιατί αυτό είναι θέμα σωτηρίας του κόσμου, αφού ο Χριστός είναι ο Σωτήρας. Πολλά δεν εξαρτώνται από εμάς. Μπορούμε όμως να πούμε και το αντίθετο: πολλά εξαρτώνται από εμάς. Στην Εκκλησία θεσπίστηκε να προσευχόμαστε με τον τρόπο αυτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ΥΙέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Αυτή είναι πρωτίστως προσευχή μετανοίας.
«Τον αμαρτωλόν» όμως λέμε, μόνο όταν προσευχόμαστε μόνοι μας. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο αδελφός μας είναι αμαρτωλός. Γι’ αυτό, όταν λέμε «ελέησον ημάς», η λέξη αμαρτωλός δεν προφέρεται. Ακολουθούμε το πνεύμα των επιστολών των Αποστόλων, όπου όλα τα μέλη της μιας ή της άλλης τοπικής Εκκλησίας αναφέρονται ως άγια.
Όσο βαθύτερη, λοιπόν, είναι η οδυνηρή αίσθηση για την παρουσία της αμαρτίας μέσα μας, τόσο μεγαλύτερο όφελος αποκομίζεται από κάθε επίκληση του θείου Ονόματος. Πρέπει όμως να λέμε την προσευχή αυτή ακόμη για πολλά χρόνια, ωσότου διαποτισθεί ολόκληρη η ύπαρξή μας με το Όνομα του Χριστού, του Σωτήρα μας.
Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ
(Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 95-97)