Διάβαζα κάποτε έναν που έγραφε περί της ζωής του ανθρώπου και του θανάτου ως εξής:
«Ο άνθρωπος όταν γεννάται βρίσκεται μπροστά σ' έναν δρόμο ο οποίος είναι γεμάτος από κεράκια αναμμένα. Κάθε μέρα παίρνει και ένα κερί και μειώνονται ως είναι φυσικό τα κεριά». Πού ξέρεις άνθρωπε τώρα αν ήταν το τελευταίο κερί που πήρες εσύ σήμερα το πρωί και δεν υπάρχει άλλο;
Πού ξέρεις αν το κρεβάτι σου το αναπαυτικό γίνει νεκροκρέβατό σου; Ποιος είναι αυτός που θα σου το πει; Εδώ ένας αδελφός πήγε να πλήρωση στην τράπεζα ένα γραμμάτιο και του λέγει ο υπάλληλος. Να έρθης την Δευτέρα, επειδή έκλεισαν το μεσημέρι. «Καλά, του λέει, πρώτα ο Θεός, θα έλθω τη Δευτέρα».
«Πρώτα ο άνθρωπος τον λέει αυτός, όχι ο Θεός», και έγινε μία συζήτηση και κοίταξε να τον πείσει, αλλά «πρώτα ο άνθρωπος, όχι ο Θεός». Δηλαδή εγώ πρώτα, εγώ θα κανονίσω πότε θα πεθάνω, εγώ θα κανονίσω αν ζήσω, τι μου λες «πρώτα ο Θεός;».