Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Κυριακάτικο Κήρυγμα




Γ΄ Κυρ. Νηστειῶν – Σταυροπροσκυνήσεως
ΓIATI ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ
«Tὸν σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν»


Στὸν αἰῶνα ποὺ ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄν­θρωποι ἔχουν θεοποιήσει τὸ χρῆμα. Παρα­πάνω ὅμως ἀπὸ τὸ χρῆμα ἔχει ἀξία ὁ χρόνος. Ἀκόμα καὶ ἕνα λεπτό, ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς, ἔχει ἀνυπολόγιστη ἀξία. Διότι μέσα σ᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν θελήσῃ νὰ μετανοή­σῃ, μπορεῖ νὰ πῇ τὸ «Ἥμαρτον», «Ὁ Θεός, ἱλάσθη­τί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 15,18· 18,13· 23,42).
Ἀλλ᾽ ἐὰν κάθε χρόνος ἔχῃ ἀξία, πολὺ περισ­σότερο οἱ σα­ράντα αὐτὲς ἡμέρες, ἡ ἁγία καὶ Με­γάλη Τεσσα­ρακοστή. Εἶνε ἡ­μέρες νηστείας, προσευχῆς, ἐ­λεημοσύ­νης, κατανύξεως, δακρύ­ων, ἀσκήσεως σὲ κάθε ἀρετή. Στὰ παλιὰ τὰ εὐ­λογημένα χρόνια τέτοιες μέρες βιολιὰ δὲν ἄ­κουγες, χοροὶ δὲν γίνονταν, οἱ διασκεδάσεις σταματοῦ­σαν. Ἦ­ταν ἡμέρες ἅγιες. Ὦ Πόντε καὶ Μικρὰ Ἀσία καὶ Μακεδονία, ποῦ εἶστε;… Τώρα γέμισε ὁ τόπος κέντρα διασκεδάσεως.
Οἱ πιστοὶ λοιπὸν σήμερα, τρίτη (Γ´) Κυριακὴ τῶν Νη­στειῶν, βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς Τεσ­σαρα­κοστῆς, ποὺ ὑψώνεται ὁ τίμιος σταυ­ρός. Γιατί ὑψώνεται ὁ σταυρός; Ὑπάρχει λόγος. Ἡ ζωή μας εἶνε μία ὁδοιπορία, εἴμαστε ὁ­δοιπόροι. Καὶ ὁ δρόμος τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶνε εὔ­κολος· εἶνε «τεθλιμμένη ὁ­δός» (Ματθ. 7,14), Γολγοθᾶς. Ὅπως λοιπὸν ὁ ὁ­δοιπόρος ἔχει ἀ­νάγκη ν᾽ ἀναπαυ­θῇ κι ὅταν δῇ ἕνα δέν­τρο κάθεται στὴ σκιά του καὶ παίρνει δυνάμεις γιὰ νὰ συ­νεχίσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐ­μεῖς, στὴ μέση τῆς Σαρακοστῆς, ἔχουμε ἀνάγ­κη ἐνισχύσεως καὶ τρέχουμε κάτω ἀ­πὸ τὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ. Δέν­τρο εἶνε ὁ σταυρός, ἀντίθετο πρὸς τὸ δέντρο τῆς Ἐδέμ, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο ἔφαγαν οἱ προπάτορές μας καὶ ἔ­πεσαν, δέν­τρο εὐσκιόφυλλο καὶ ἀγλαόκαρπο.
Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου! Τί ὕμνους, τί ἐγ­κώ­μια νὰ τοῦ ψάλουμε; Ὁ σταυρὸς εἶνε «τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀν­θρώπου» (Ματθ. 24,30), ἡ ῥομφαία τῆς μάχης, ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, τὸ ἀκατανίκητο ὅπλο, τὸ σάλπισμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ σημαία τοῦ Ἐσταυρω­μένου· εἶνε ἡ δροσερὴ ὄασι, εἶνε ἡ ἕδρα ἀ­πὸ τὴν ὁποία ἀκούγονται τὰ ὑψηλότερα μαθή­μα­τα, εἶνε τὸ στολίδι, ἡ κορώνα, «ἡ ὡραιό­της τῆς Ἐκκλησίας» (ἐξαπ.). Πτωχὴ ἡ γλῶσσα μας γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὸ μεγαλεῖο του.
Ὁ μεγαλύτερος ὑμνητὴς τοῦ σταυροῦ εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τί εἶπε; Διαβάστε τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή. Ἂς καυχῶνται, λέει, ἄλλοι γιὰ ἄλλα πράγματα· ὁ ἕνας γιὰ τὰ πλούτη του, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ὀμορφιά του, ἄλλος γιὰ τὴ γυναῖκα του, ἄλλος γιὰ τὰ παιδιά του, ἄλ­λος γιὰ τὰ λεφτά του, ἄλλος γιὰ τὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη του. Ἐγὼ γιὰ ἕνα καυχῶμαι· γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀ­γὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Ὁ σταυρὸς εἶνε τὸ καύχημά μας. Γιατί ἆραγε τόση τιμὴ στὸ σταυρό;
* * *
Ὁ Χριστός μας ὑπῆρξε ἅγιος, ἀγαπητοί μου. Ἅγιος ὄχι μὲ ἔννοια σχετική, ὅπως τόσοι ἄν­θρωποι ποὺ ἁγίασαν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔν­νοια. Οἱ ἄλλοι εἶνε κλάσμα ἁγιότητος· ἐκεῖ­νος εἶνε ἡ ἀκεραία μονάς, ἡ πλήρης ἁγιότης. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δό­ξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ἐνῷ καὶ ὁ ἥ­λιος ἀκόμη ἔχει τὶς κηλῖδες του, ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ἀκηλίδωτος «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (Χριστούγ.). Αὐ­τὸ προφήτευαν οἱ προφῆτες, αὐτὸ βεβαιώ­νουν καὶ οἱ μαθηταί του, ποὺ τὸν ἔζησαν· «Ἁμαρ­τίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόμα­τι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9. Α΄ Πέτρ. 2,22). Αὐτὸ ὁμολογεῖ ὁ Πι­λᾶτος ποὺ τὸν ἀνέκρινε· «Οὐδὲν ἄ­ξι­ον θα­νάτου εὗρον ἐν αὐτῷ» (Λουκ. 23,22· βλ. 23,4,14), εἶνε τελεί­ως ἀ­θῷος. Αὐτὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ λῃστὴς ἐπάνω στὸ σταυρὸ ποὺ ἐπιτιμοῦσε τὸν ἄλλο λῃστὴ λέ­γον­τας· «Ἡμεῖς… ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμ­βά­νομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε» (ἔ.ἀ. 23,41).
Γιατί λοιπόν, ἀθῷος αὐτός, καταδικάσθηκε στὸν πιὸ ὀδυνηρὸ θάνατο, τὸν σταυρικό; Ποιός ὁ λόγος τοῦ θανάτου Του; Ἀπαντᾷ ὁ Ἠσαΐας· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡ­μῶν ὀδυνᾶται» (Ἠσ. 53,4). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρὸ εἶνε ὁ ἀντικαταστάτης ὅλων μας. Μὲ ἁ­πλᾶ λόγια, αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ τὰ πάθουμε ἐμεῖς. Τὰ δικά μας χέρια, ποὺ κάνουν μύριες ἁμαρτίες, ἔπρε­πε νὰ καρφωθοῦν μὲ τὰ μυτερὰ καρφιά, ὄχι τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅπου ἄγγιζε εὐεργετοῦ­σε. Τὰ δικά μας πόδια, ποὺ τρέχουν στὴν ἁ­μαρτία, ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν, ὄχι τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅ­που πατοῦσε ἔφερνε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς. Ἡ δική μας πλευρά, ποὺ κρύβει μιὰ βρωμερὴ καρ­διά, ἔπρεπε νὰ κεν­τηθῇ μὲ τὴ λόγχη, ὄχι ἡ πλευ­ρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκάλυπτε τὴν πιὸ ἁγία καρ­δία. Ἡ δική μας γλῶσσα, ποὺ «κόκκαλα δὲν ἔ­χει καὶ κόκκαλα τσακίζει», ἔπρεπε νὰ ποτισθῇ μὲ ξίδι καὶ χολή, ὄχι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κάθε λόγος του εἰρήνευε τὶς ψυχές. Καὶ ἡ δική μας κεφαλή, ποὺ κρύβει μία πονηρὴ διάνοια, θὰ ἔ­πρεπε νὰ αἰσθανθῇ τὶς αἰχμὲς τοῦ ἀγκάθι­νου στεφάνου, ὄχι ἡ ἀκήρατος κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ.
Φαν­ταστῆτε μιὰ τεράστια ζυγαριὰ μὲ δύο δίσκους, ποὺ νὰ κρέμεται ἀπὸ τὰ ἄστρα. Καὶ στὸν ἕνα δίσκο της ἂς βάλουμε τὰ ἁμαρτήματα ὅ­λων τῶν ἀνθρώπων· τοῦ Ἀδάμ, τῆς Εὔας, τοῦ Κάϊν, ὅλων τῶν θνητῶν ἀπὸ τὸν πρῶτο μέχρι τὸν τελευταῖο· τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά μου, τὰ δικά σας, τῶν γονέ­ων, παιδιῶν, συζύγων, τῶν πλου­σί­ων, τῶν φτωχῶν, τῶν ἀρχόντων, τῶν κλη­ρι­κῶν, τὰ ἁμαρτήματα ὅλων. Τί θὰ γίνῃ; Ἀπὸ τὸν ὄγκο ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ πρὸς τὰ ᾽κεῖ. Διότι κάθε ἁμαρτία εἶνε ἕνα βάρος, Ὄλυμπος, Ἱμαλάια. Τὸ εἶπε ὁ Δαυΐδ· «Αἱ ἀνομίαι μου …ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾽ ἐμέ» (Ψαλμ. 37,5).
Βάρος! Ποιός θὰ σηκώσῃ τὸ βάρος αὐτό, ποιός θὰ ἐξαλείψῃ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας; Ἑκατὸ χρόνια νὰ ἀσκητεύῃς στὸ Ἅγιο Ὄρος, δὲν μπορεῖς μὲ τὰ ἔργα σου νὰ ἐξαλεί­ψῃς οὔτε τὴν πιὸ μικρή σου ἁμαρτία. Τὸ λέει ὁ ἀπό­στολος Παῦλος· Δὲ θὰ σωθοῦμε μὲ τὰ ἔργα μας· «ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ» (῾Ρωμ. 3,20). Πῶς λοιπὸν θὰ σωθοῦμε; πῶς ἡ ζυγαριὰ θὰ ἰσοστα­θμήσῃ; Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ξα­φνικὰ ἐπάνω στὸν ἄλλο δίσκο πέφτει – τί; μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καὶ αὐτὴ κάνει τὴν πλάστιγγα νὰ γείρῃ πρὸς τὸ μέρος της! τόση βαρύτητα ἔχει. Ἔτσι σῴζεται ὁ ἄν­θρωπος. Ἐὰν μπορού­σαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς νὰ σταυρωθῇ.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὁ σταυρὸς εἶνε ἄξιος ἀγάπης, τιμῆς καὶ προσκυνήσεως.
* * *
Ἀγαποῦν πράγματι τὸ σταυρὸ οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου; Ὄχι δυστυχῶς. Ἀμφιβάλλω ἐὰν μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας τὸν ἀγαπάει. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε λ.χ. οἱ χιλιασταί· τὸν μισοῦν ὅπως καὶ τὶς εἰκόνες, δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἀν­τικρύσουν. Ἐ­χθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι. Στὴν Ἀλβανία ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὰ νεκροταφεῖα ὄργανα τοῦ Ἐμβὲρ Χότζα ξερρίζωναν τοὺς σταυρούς. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε οἱ ἀλ­λόθρησκοι. Στὴν Κύπρο στρατιῶτες τοῦ Ἀτ­τίλα ἔσπαζαν σταυρούς. Καὶ γενικὰ ὅπου βασιλεύει τὸ ἰσλάμ, ὁ σταυρὸς ἀπαγορεύεται. Ὅ­πως τότε οἱ Ἑβραῖοι, ἔτσι σήμερα αὐτοὶ μισοῦν καὶ διώκουν τὸ σταυρό.
Μὰ καλὰ οἱ χιλιασταί, οἱ ἄθεοι, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἡμισελήνου· ὑπάρχουν ὅμως ―ἀλλοίμονο― καὶ κάποιοι λεγόμενοι χριστιανοὶ ποὺ εἶ­νε ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Συχνὰ ἀκούγονται ἔ­ξω κάποια ἀ­πύ­λωτα στόματα ποὺ βλαστημοῦν τὸ σταυρό. Οἱ Ἑβραῖοι ἔρριξαν τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ στὰ κόπρια, καὶ οἱ βλάστημοι ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ τὸν ῥίχνουν ὄχι μέσα στὰ ἄνθη, ὅπως κάνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ μέσ᾽ στὸ βόρβορο καὶ στὴν ἀκαθαρσία. Ἀλλὰ «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰωάν. 19,36).
Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ ἀκόμη εἶνε – ποιοί; Καὶ ὅλοι ἐμεῖς. ―Ἐμεῖς; θὰ πῆτε· μὰ πῶς;… Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Ὅπως ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸ σταυρό του, ἔτσι καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς νὰ σηκώσουμε καθένας τὸ δικό του σταυ­ρό. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρ­νησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐ­τοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μᾶρκ. 8,34). Ποιός εἶνε ὁ σταυρός; γιὰ ἄλλον εἶνε ἡ φτώχεια καὶ δυσ­τυχία, γιὰ ἄλλον ἡ ἀρρώστια, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια, ὁ θάνατος, τὸ πένθος, ἡ συκοφαντία… Σταυροὶ εἶνε ὅλα αὐτά, ποὺ πρέπει νὰ τοὺς σηκώσουμε χωρὶς γογγυσμό. Ἂν γογγύσουμε, ῥίχνουμε ἀπὸ τὸν ὦμο τὸ σταυρό μας. Ὁ σταυ­ρὸς ποὺ σηκώνεις εἶνε πολὺ μικρὸς καὶ ἐλαφρός, μπροστὰ στὸ σταυρὸ ποὺ σήκωσε ὁ Χριστός μας καὶ οἱ μάρτυρες τῆς πίστεώς μας.
Ὄχι λοιπὸν ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ τιμὴ στὸ σταυρό. Ὁ σταυρός, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο σύμβολο, νὰ συνοδεύῃ παντοῦ καὶ πάντα τὴ ζωή μας. Ὅλα ν᾽ ἀρχίζουν καὶ νὰ τελειώνουν μὲ τὸ σταυρό. Καὶ νὰ τὸν σημειώνουμε ἐπάνω μας κανονικά, ὄχι νὰ ντρεπώμαστε.
Εἴθε ν᾽ ἀγαπήσουμε τὸ σταυρό, νὰ ἀφοσιω­θοῦμε στὸ σταυρό, ν᾽ ἀναπαυθοῦμε κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό· κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας, νὰ κλείσουμε τὰ μάτια μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ λέγοντας «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 17-3-1985 πρωί)