Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰωάν. 4,5-42)
ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΛΛΑΓΗ; ΜΟΝΟ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ !
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν ἀκούσαμε θαῦμα. Θαῦμα εἶνε ἕνας τυφλὸς νὰ δῇ τὸ φῶς, ἕνας κουφὸς νὰ ἀκούσῃ, ἕνας παράλυτος νὰ περπατήσῃ, ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ. Τέτοιο πρᾶγμα δὲ λέει τὸ εὐαγγέλιο… Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐπιμένω· διηγεῖται θαῦμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτά. Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ θαῦμα;
* * *
Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ στὴν πόλι Συχὰρ τῆς Σαμαρείας τῆς Παλαιστίνης ζοῦσε μιὰ γυναίκα. Ἡ ζωή της δὲν ἦταν καλή. Ζοῦσε ἄτακτα. Εἶχε χωρίσει μὲ τὸν πρῶτο ἄντρα της καὶ πῆρε δεύτερο, ἔπειτα χώρισε μὲ τὸ δεύτερο καὶ πῆρε τρίτο, χώρισε μὲ τὸν τρίτο καὶ πῆρε τέταρτο, χώρισε καὶ μὲ τὸν τέταρτο καὶ πῆρε πέμπτο· τέλος χώρισε καὶ μ᾽ αὐτὸν καὶ συζοῦσε μ᾽ ἕναν ἕκτο παρανόμως. Τί νὰ ποῦμε; Ἡ γενεά μας δὲ μπορεῖ νὰ τὴν κατακρίνῃ· εἴμεθα κ᾽ ἐμεῖς σὲ μεγάλη διαφθορά.
Παλαιότερα τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο. Τώρα; ἀπ᾽ τὰ διαζύγια ζοῦνε οἱ δικηγόροι κι ἀπ᾽ τὶς ἐκτρώσεις οἱ γιατροί. Ποῦ καταντήσαμε· ἔφτειαξαν νέους νόμους, ποὺ κάνουν τὸ διαζύγιο ἀκόμα πιὸ εὔκολο. Εἶχε πεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ὁ ἄντρας θ᾽ ἀλλάζῃ γυναῖκα ὅπως ἀλλάζει πουκάμισο, καὶ ἡ γυναίκα θ᾽ ἀλλάζῃ ἄντρα ὅπως ἀλλάζει φουστάνι. Ἐκεῖ φτάσαμε. Ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται τίποτα. Σπάνιο πρᾶγμα τώρα γυναίκα νὰ γνωρίσῃ ἕναν ἄντρα. Μία ἀπὸ τὶς νεοφώτιστες γυναῖκες, ποὺ ἔχω βαπτίσει στὴ Φλώρινα, συναντήθηκε μὲ κάποια ξένη, ἀπὸ ἄλλο μέρος, κ᾽ ἐκείνη τῆς μιλοῦσε περιφρονητικά. ―Ἐσεῖς εἶστε γύφτισσες, λέει. ―Ἄκουσε, τῆς ἀπαντᾷ ἡ νεοφώτιστη· ἐμένα ποὺ μὲ βλέπεις ἕναν ἄντρα γνώρισα, ἐσὺ πόσους ἔχεις γνωρίσει; Τότε ἡ ἄλλη κατέβασε τὸ κεφάλι…
Ἔτσι ζοῦσε καὶ ἡ Σαμαρείτισσα. Ἀλλὰ εἶχε κ᾽ ἕνα καλό. Διότι δὲν ὑπάρχει ἅγιος χωρὶς κάποιο ἐλάττωμα, καὶ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτωλὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ καὶ κάτι καλό. Καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ταιριάζει στὴ γυναῖκα· εἶχε ντροπή. Ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνουμε; Τὸ χωριὸ εἶχε ἕνα πηγάδι, ὅπου πήγαιναν πρωὶ – βράδυ ὅλες οἱ γυναῖκες κ᾽ ἔπαιρναν νερό. Αὐτὴ λοιπὸν δὲν πήγαινε μαζί τους· πήγαινε τὸ μεσημέρι ποὺ ἔκαιγε ὁ ἥλιος. «Ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη», λέει τὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 4,6). Ντρεπόταν, καὶ πήγαινε μόνη. Σήμερα τέτοια ντροπὴ δὲ βλέπεις· οἱ γυναῖκες εἶνε ξετσίπωτες, περπατοῦν γυμνές, μὲ τὰ μέλη ἀκάλυπτα, σὰν κρέατα κρεμασμένα στὰ τσιγκέλια. Κι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ γύμνια ἀρχίζει ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία. Ντροπὴ δὲν ὑπάρχει.
Ἡ Σαμαρείτισσα ὅμως εἶχε τοῦτο τὸ καλό. Γι᾽ αὐτό, ἐνῷ τὴν περιφρονοῦσαν ὅλοι, ἕνας τὴν πρόσεξε· ὁ Χριστός. Βάδισε χιλιόμετρα πεζῇ καὶ ἦρθε στὸ χωριό της. Ἐπίτηδες ἦρθε, γι᾽ αὐτὴ τὴν ψυχή. Καὶ δὲν τὴν εἶπε πόρνη, ἐλεεινή, τρισάθλια, ἀλλ᾽ ἄνοιξε συζήτησι μαζί της.
Διψασμένος ὅπως ἦταν, τῆς λέει· ―Δός μου νὰ πιῶ. Αὐτὴ παραξενεύτηκε, διότι ἦταν Ἰουδαῖος, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες εἶχαν μῖσος. ―Πῶς ἐσύ, τοῦ λέει, ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μένα, μιὰ Σαμαρείτισσα; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό… Ὁ Χριστὸς φαινόταν ἄνθρωπος, μὲ ταπεινὸ σχῆμα, ἀλλὰ ἦταν Θεός. Καὶ τί ζητοῦσε; Ἕνα ποτήρι νερό. Νερὸ ζήτησε καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὸ σταυρό· ἀφυδατωμένος ἀπὸ τὴν αἱμορραγία εἶπε «Διψῶ» (Ἰωάν. 19,28), καὶ ἀντὶ νερὸ τὸν πότισαν χολή. Ποιός διψᾷ; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὰ σύννεφα, τὴ βροχή, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς· αὐτὸς πού, τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, θὰ στερέψουν τὰ νερά.
Καὶ θὰ γίνῃ αὐτὸ κάποτε. Σᾶς τὸ λέω· εἴμεθα ἀχάριστοι. Ἄλλοτε ὑπῆρχε εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό. Θυμήθηκα τὴν ἐποχὴ πρὶν 80 χρόνια, ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔπιναν ἕνα ποτήρι νερὸ κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Τώρα; τὴ μπουκιὰ ἔχουν στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶνε. Ἀγνώμων ἄνθρωπε, θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγές, καὶ τότε θὰ τρέχῃς σὰν τρελλὸς νὰ βρῇς νερὸ καὶ θὰ γλείφῃς τὰ βράχια μέσ᾽ στὶς σπηλιὲς γιὰ νὰ δροσιστῇς. Γι᾽ αὐτὸ τώρα, ὅταν τρῶς καὶ πίνῃς στὸ σπίτι σου, λέγε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
―Δός μου νὰ πιῶ, λέει τώρα στὴ γυναῖκα· κι ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες νὰ σοῦ δώσῃ τὸ ἀθάνατο νερό. Γιατὶ ἐγώ ἔχω τὸ ἀθάνατο νερό… ―Τὸ ἀθάνατο νερό; Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Δός μου το, Κύριε, νὰ μὴν ἔρχωμαι κάθε φορὰ ἐδῶ νὰ ἀντλῶ.
Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· ―Φώναξε τὸν ἄντρα σου. ―Δὲν ἔχω ἄντρα. ―Καλὰ εἶπες· πέντε ἄντρες ἄλλαξες, κι οὔτε αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα εἶνε νόμιμος. Ἡ γυναίκα σκέφτηκε· Προφήτης θὰ εἶνε· ποῦ ξέρει τὰ μυστικά μου;… Ὤ τὰ μυστικά μας! Δὲν τὰ ξέρει ὁ ἄντρας σου – τὸν κοροϊδεύεις, δὲν τὰ ξέρει ἡ γυναίκα σου, δὲν τὰ ξέρουν τὰ παιδιά σου, δὲν τὰ ξέρει κανείς· τὰ ξέρει ὅμως ὁ Θεός, καὶ ἀλλοίμονό σου!…
―Βλέπω, Κύριε, λέει ἡ Σαμαρείτισσα, ὅτι εἶσαι προφήτης· λῦσε μου μιὰ ἀπορία γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ· ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, στὰ Ἰεροσόλυμα ποὺ λέτε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι, ἢ στὸ ὄρος Γαριζὶν ὅπως ἔκαναν οἱ δικοί μας πρόγονοι; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Οὔτε στὸ Γαριζίν, οὔτε στὰ Ἰεροσόλυμα· «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Βαρυσήμαντα λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα κήρυξε μιὰ ἀλήθεια αἰώνια. Γι᾽ αὐτὸ ἡ πίστι μας δὲ συγκρίνεται μὲ καμμιά θρησκεία τοῦ κόσμου.
Κι ὅταν στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς τῆς ἀπεκάλυψε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας, τότε ἐκείνη ἀφήνει τὴ στάμνα της, τρέχει στὸ χωριὸ καὶ λέει σὲ ὅλους· Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός; Καὶ ἦρθαν ὅλοι, τὸν ἄκουσαν, καὶ πίστεψαν. Καὶ εἶπαν στὴ γυναῖκα· ―Δὲν πιστεύουμε πλέον ἐπειδὴ τὰ εἶπες ἐσύ· πιστεύουμε, γιατὶ μόνοι μας γνωρίσαμε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός.
Ἡ Σαμαρείτιδα πίστεψε ἡ ἴδια, πίστεψαν τὰ παιδιά της καὶ πολλοὶ συγγενεῖς της. Ἄλλαξε ὄνομα, ὠνομάστηκε Φωτεινή. Ἔγινε ἱεραπόστολος. Ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριό της, περιώδευσε πόλεις καὶ χωριά, κήρυξε Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν. Ἔφτασε καὶ στὴν ἀλησμόνητο Σμύρνη κ᾽ ἐκεῖ μαρτύρησε. Ἐκεῖ οἱ Μικρασιᾶται πρόγονοί μας, μέσα σὲ 40 μέρες τῆς ἔχτισαν μεγάλο ναό, καὶ ἐκεῖ σὰν σήμερα τὴν ἑώρταζαν οἱ Σμυρνιοί, ἕως ὅτου ἦρθε ἡ καταστροφὴ τοῦ 1922. Στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης καὶ εἶπε· Ἕλληνες, μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας· θὰ ξημερώσουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὸ ἔθνος μας! Ὕστερα τὸν ἅρπαξε τὸ ἄλογο πλῆθος καὶ τὸν ἔκανε κομμάτια καὶ τὸ αἷμα του ῥάντισε τὰ καλντερίμια. Μετὰ ἀπὸ χρόνια τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ μεταφέρθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ τοποθετήθηκε σὲ καινούργιο ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς στὴ Νέα Σμύρνη Ἀθηνῶν, ποὺ ἔχτισαν οἱ πρόσφυγες, καὶ ἐκεῖ τὴν ἑορτάζουν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία τῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἔγινε ἁγία Φωτεινή.
* * *
Πολλοί, ἀγαπητοί μου, ἐμφανίστηκαν καὶ εἶπαν· Ἐμεῖς θ᾽ ἀλλάξουμε τὴν κοινωνία… Δὲν εἶνε εὔκολη ἡ ἀλλαγή. Ἡ κακία εἶνε ἄβυσσος. Παρ᾽ ὅλη τὴ μόρφωσι καὶ τὰ «φῶτα», ὁ ἄνθρωπος παραμένει μέσα του ἕνας ἄγριος, ἕνα θηρίο. Ποιός θὰ τὸν ἀλλάξῃ; Ὁ λύκος μαλλὶ ἀλλάζει, τὴ γνώμη του δὲν τὴν ἀλλάζει. Διάφορα συστήματα καὶ κόμματα ὑπόσχονται ἀλλαγή. Μὰ τὰ προγράμματά τους εἶνε ἀνεπαρκῆ. Μὲ ἀσπιρίνες καὶ ἔμπλαστρα δὲν θεραπεύεται ὁ καρκίνος. Αὐτοὶ δὲν ἄλλαξαν οὔτε τὸν ἑαυτό τους, καὶ θ᾽ ἀλλάξουν τοὺς ἄλλους;
Δὲν ἀλλάζει ἡ κοινωνία ἔτσι. Ἕνας μόνο εἶνε ἡ ῥιζικὴ ἀλλαγή· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὸς παίρνει τὸ λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί, παίρνει τὸν κόρακα καὶ τὸν κάνει περιστέρι, παίρνει τὸ κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι, παίρνει τὸν κακοῦργο καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Οἱ ἄλλοι κάνουν ἀλλαγὴ τοῦ δέρματος, ἀλλαγὴ ἐπιφανειακή. Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ τὴ βαθειὰ ἀλλαγή.
Πότε ὅμως; Ὅταν ἐμεῖς πιστέψουμε καὶ τὸν ἀκολουθήσουμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας. Δός μας, Κύριε, τὴν πίστι τῶν πατέρων μας! Ἀγράμματοι ἦταν, σὲ καλύβες κατοικοῦσαν, ἀλλ᾽ εἶχαν ἁγιωσύνη καὶ εὐπρέπεια. Δὲν ἀκουγόταν πορνεία, μοιχεία, ἄλλα ἐγκλήματα· ἦταν ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό. Ἂς μετανοήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας Φωτεινῆς. Ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, ἂς πλησιάσουμε τὸ Χριστὸ καὶ ἂς πιστέψουμε. Τί νὰ πιστέψουμε;
Τὸ λέω ἐγὼ ὁ γέροντας ἐπίσκοπος. Πιστεύω, πιστεύω ἀκράδαντα. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ κάνω ἄλλο ἐπάγγελμα. Πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἐκκλησία, πιστεύω τί; Ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας, παρὰ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Κ. Κλεινῶν – Φλωρίνης 8-5-1988)
ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΛΛΑΓΗ; ΜΟΝΟ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ !
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν ἀκούσαμε θαῦμα. Θαῦμα εἶνε ἕνας τυφλὸς νὰ δῇ τὸ φῶς, ἕνας κουφὸς νὰ ἀκούσῃ, ἕνας παράλυτος νὰ περπατήσῃ, ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ. Τέτοιο πρᾶγμα δὲ λέει τὸ εὐαγγέλιο… Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐπιμένω· διηγεῖται θαῦμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτά. Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ θαῦμα;
* * *
Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ στὴν πόλι Συχὰρ τῆς Σαμαρείας τῆς Παλαιστίνης ζοῦσε μιὰ γυναίκα. Ἡ ζωή της δὲν ἦταν καλή. Ζοῦσε ἄτακτα. Εἶχε χωρίσει μὲ τὸν πρῶτο ἄντρα της καὶ πῆρε δεύτερο, ἔπειτα χώρισε μὲ τὸ δεύτερο καὶ πῆρε τρίτο, χώρισε μὲ τὸν τρίτο καὶ πῆρε τέταρτο, χώρισε καὶ μὲ τὸν τέταρτο καὶ πῆρε πέμπτο· τέλος χώρισε καὶ μ᾽ αὐτὸν καὶ συζοῦσε μ᾽ ἕναν ἕκτο παρανόμως. Τί νὰ ποῦμε; Ἡ γενεά μας δὲ μπορεῖ νὰ τὴν κατακρίνῃ· εἴμεθα κ᾽ ἐμεῖς σὲ μεγάλη διαφθορά.
Παλαιότερα τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο. Τώρα; ἀπ᾽ τὰ διαζύγια ζοῦνε οἱ δικηγόροι κι ἀπ᾽ τὶς ἐκτρώσεις οἱ γιατροί. Ποῦ καταντήσαμε· ἔφτειαξαν νέους νόμους, ποὺ κάνουν τὸ διαζύγιο ἀκόμα πιὸ εὔκολο. Εἶχε πεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ὁ ἄντρας θ᾽ ἀλλάζῃ γυναῖκα ὅπως ἀλλάζει πουκάμισο, καὶ ἡ γυναίκα θ᾽ ἀλλάζῃ ἄντρα ὅπως ἀλλάζει φουστάνι. Ἐκεῖ φτάσαμε. Ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται τίποτα. Σπάνιο πρᾶγμα τώρα γυναίκα νὰ γνωρίσῃ ἕναν ἄντρα. Μία ἀπὸ τὶς νεοφώτιστες γυναῖκες, ποὺ ἔχω βαπτίσει στὴ Φλώρινα, συναντήθηκε μὲ κάποια ξένη, ἀπὸ ἄλλο μέρος, κ᾽ ἐκείνη τῆς μιλοῦσε περιφρονητικά. ―Ἐσεῖς εἶστε γύφτισσες, λέει. ―Ἄκουσε, τῆς ἀπαντᾷ ἡ νεοφώτιστη· ἐμένα ποὺ μὲ βλέπεις ἕναν ἄντρα γνώρισα, ἐσὺ πόσους ἔχεις γνωρίσει; Τότε ἡ ἄλλη κατέβασε τὸ κεφάλι…
Ἔτσι ζοῦσε καὶ ἡ Σαμαρείτισσα. Ἀλλὰ εἶχε κ᾽ ἕνα καλό. Διότι δὲν ὑπάρχει ἅγιος χωρὶς κάποιο ἐλάττωμα, καὶ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτωλὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ καὶ κάτι καλό. Καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ταιριάζει στὴ γυναῖκα· εἶχε ντροπή. Ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνουμε; Τὸ χωριὸ εἶχε ἕνα πηγάδι, ὅπου πήγαιναν πρωὶ – βράδυ ὅλες οἱ γυναῖκες κ᾽ ἔπαιρναν νερό. Αὐτὴ λοιπὸν δὲν πήγαινε μαζί τους· πήγαινε τὸ μεσημέρι ποὺ ἔκαιγε ὁ ἥλιος. «Ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη», λέει τὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 4,6). Ντρεπόταν, καὶ πήγαινε μόνη. Σήμερα τέτοια ντροπὴ δὲ βλέπεις· οἱ γυναῖκες εἶνε ξετσίπωτες, περπατοῦν γυμνές, μὲ τὰ μέλη ἀκάλυπτα, σὰν κρέατα κρεμασμένα στὰ τσιγκέλια. Κι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ γύμνια ἀρχίζει ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία. Ντροπὴ δὲν ὑπάρχει.
Ἡ Σαμαρείτισσα ὅμως εἶχε τοῦτο τὸ καλό. Γι᾽ αὐτό, ἐνῷ τὴν περιφρονοῦσαν ὅλοι, ἕνας τὴν πρόσεξε· ὁ Χριστός. Βάδισε χιλιόμετρα πεζῇ καὶ ἦρθε στὸ χωριό της. Ἐπίτηδες ἦρθε, γι᾽ αὐτὴ τὴν ψυχή. Καὶ δὲν τὴν εἶπε πόρνη, ἐλεεινή, τρισάθλια, ἀλλ᾽ ἄνοιξε συζήτησι μαζί της.
Διψασμένος ὅπως ἦταν, τῆς λέει· ―Δός μου νὰ πιῶ. Αὐτὴ παραξενεύτηκε, διότι ἦταν Ἰουδαῖος, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες εἶχαν μῖσος. ―Πῶς ἐσύ, τοῦ λέει, ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μένα, μιὰ Σαμαρείτισσα; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό… Ὁ Χριστὸς φαινόταν ἄνθρωπος, μὲ ταπεινὸ σχῆμα, ἀλλὰ ἦταν Θεός. Καὶ τί ζητοῦσε; Ἕνα ποτήρι νερό. Νερὸ ζήτησε καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὸ σταυρό· ἀφυδατωμένος ἀπὸ τὴν αἱμορραγία εἶπε «Διψῶ» (Ἰωάν. 19,28), καὶ ἀντὶ νερὸ τὸν πότισαν χολή. Ποιός διψᾷ; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὰ σύννεφα, τὴ βροχή, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς· αὐτὸς πού, τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, θὰ στερέψουν τὰ νερά.
Καὶ θὰ γίνῃ αὐτὸ κάποτε. Σᾶς τὸ λέω· εἴμεθα ἀχάριστοι. Ἄλλοτε ὑπῆρχε εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό. Θυμήθηκα τὴν ἐποχὴ πρὶν 80 χρόνια, ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔπιναν ἕνα ποτήρι νερὸ κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Τώρα; τὴ μπουκιὰ ἔχουν στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶνε. Ἀγνώμων ἄνθρωπε, θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγές, καὶ τότε θὰ τρέχῃς σὰν τρελλὸς νὰ βρῇς νερὸ καὶ θὰ γλείφῃς τὰ βράχια μέσ᾽ στὶς σπηλιὲς γιὰ νὰ δροσιστῇς. Γι᾽ αὐτὸ τώρα, ὅταν τρῶς καὶ πίνῃς στὸ σπίτι σου, λέγε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
―Δός μου νὰ πιῶ, λέει τώρα στὴ γυναῖκα· κι ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες νὰ σοῦ δώσῃ τὸ ἀθάνατο νερό. Γιατὶ ἐγώ ἔχω τὸ ἀθάνατο νερό… ―Τὸ ἀθάνατο νερό; Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Δός μου το, Κύριε, νὰ μὴν ἔρχωμαι κάθε φορὰ ἐδῶ νὰ ἀντλῶ.
Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· ―Φώναξε τὸν ἄντρα σου. ―Δὲν ἔχω ἄντρα. ―Καλὰ εἶπες· πέντε ἄντρες ἄλλαξες, κι οὔτε αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα εἶνε νόμιμος. Ἡ γυναίκα σκέφτηκε· Προφήτης θὰ εἶνε· ποῦ ξέρει τὰ μυστικά μου;… Ὤ τὰ μυστικά μας! Δὲν τὰ ξέρει ὁ ἄντρας σου – τὸν κοροϊδεύεις, δὲν τὰ ξέρει ἡ γυναίκα σου, δὲν τὰ ξέρουν τὰ παιδιά σου, δὲν τὰ ξέρει κανείς· τὰ ξέρει ὅμως ὁ Θεός, καὶ ἀλλοίμονό σου!…
―Βλέπω, Κύριε, λέει ἡ Σαμαρείτισσα, ὅτι εἶσαι προφήτης· λῦσε μου μιὰ ἀπορία γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ· ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, στὰ Ἰεροσόλυμα ποὺ λέτε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι, ἢ στὸ ὄρος Γαριζὶν ὅπως ἔκαναν οἱ δικοί μας πρόγονοι; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Οὔτε στὸ Γαριζίν, οὔτε στὰ Ἰεροσόλυμα· «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Βαρυσήμαντα λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα κήρυξε μιὰ ἀλήθεια αἰώνια. Γι᾽ αὐτὸ ἡ πίστι μας δὲ συγκρίνεται μὲ καμμιά θρησκεία τοῦ κόσμου.
Κι ὅταν στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς τῆς ἀπεκάλυψε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας, τότε ἐκείνη ἀφήνει τὴ στάμνα της, τρέχει στὸ χωριὸ καὶ λέει σὲ ὅλους· Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός; Καὶ ἦρθαν ὅλοι, τὸν ἄκουσαν, καὶ πίστεψαν. Καὶ εἶπαν στὴ γυναῖκα· ―Δὲν πιστεύουμε πλέον ἐπειδὴ τὰ εἶπες ἐσύ· πιστεύουμε, γιατὶ μόνοι μας γνωρίσαμε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός.
Ἡ Σαμαρείτιδα πίστεψε ἡ ἴδια, πίστεψαν τὰ παιδιά της καὶ πολλοὶ συγγενεῖς της. Ἄλλαξε ὄνομα, ὠνομάστηκε Φωτεινή. Ἔγινε ἱεραπόστολος. Ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριό της, περιώδευσε πόλεις καὶ χωριά, κήρυξε Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν. Ἔφτασε καὶ στὴν ἀλησμόνητο Σμύρνη κ᾽ ἐκεῖ μαρτύρησε. Ἐκεῖ οἱ Μικρασιᾶται πρόγονοί μας, μέσα σὲ 40 μέρες τῆς ἔχτισαν μεγάλο ναό, καὶ ἐκεῖ σὰν σήμερα τὴν ἑώρταζαν οἱ Σμυρνιοί, ἕως ὅτου ἦρθε ἡ καταστροφὴ τοῦ 1922. Στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης καὶ εἶπε· Ἕλληνες, μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας· θὰ ξημερώσουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὸ ἔθνος μας! Ὕστερα τὸν ἅρπαξε τὸ ἄλογο πλῆθος καὶ τὸν ἔκανε κομμάτια καὶ τὸ αἷμα του ῥάντισε τὰ καλντερίμια. Μετὰ ἀπὸ χρόνια τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ μεταφέρθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ τοποθετήθηκε σὲ καινούργιο ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς στὴ Νέα Σμύρνη Ἀθηνῶν, ποὺ ἔχτισαν οἱ πρόσφυγες, καὶ ἐκεῖ τὴν ἑορτάζουν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία τῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἔγινε ἁγία Φωτεινή.
* * *
Πολλοί, ἀγαπητοί μου, ἐμφανίστηκαν καὶ εἶπαν· Ἐμεῖς θ᾽ ἀλλάξουμε τὴν κοινωνία… Δὲν εἶνε εὔκολη ἡ ἀλλαγή. Ἡ κακία εἶνε ἄβυσσος. Παρ᾽ ὅλη τὴ μόρφωσι καὶ τὰ «φῶτα», ὁ ἄνθρωπος παραμένει μέσα του ἕνας ἄγριος, ἕνα θηρίο. Ποιός θὰ τὸν ἀλλάξῃ; Ὁ λύκος μαλλὶ ἀλλάζει, τὴ γνώμη του δὲν τὴν ἀλλάζει. Διάφορα συστήματα καὶ κόμματα ὑπόσχονται ἀλλαγή. Μὰ τὰ προγράμματά τους εἶνε ἀνεπαρκῆ. Μὲ ἀσπιρίνες καὶ ἔμπλαστρα δὲν θεραπεύεται ὁ καρκίνος. Αὐτοὶ δὲν ἄλλαξαν οὔτε τὸν ἑαυτό τους, καὶ θ᾽ ἀλλάξουν τοὺς ἄλλους;
Δὲν ἀλλάζει ἡ κοινωνία ἔτσι. Ἕνας μόνο εἶνε ἡ ῥιζικὴ ἀλλαγή· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὸς παίρνει τὸ λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί, παίρνει τὸν κόρακα καὶ τὸν κάνει περιστέρι, παίρνει τὸ κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι, παίρνει τὸν κακοῦργο καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Οἱ ἄλλοι κάνουν ἀλλαγὴ τοῦ δέρματος, ἀλλαγὴ ἐπιφανειακή. Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ τὴ βαθειὰ ἀλλαγή.
Πότε ὅμως; Ὅταν ἐμεῖς πιστέψουμε καὶ τὸν ἀκολουθήσουμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας. Δός μας, Κύριε, τὴν πίστι τῶν πατέρων μας! Ἀγράμματοι ἦταν, σὲ καλύβες κατοικοῦσαν, ἀλλ᾽ εἶχαν ἁγιωσύνη καὶ εὐπρέπεια. Δὲν ἀκουγόταν πορνεία, μοιχεία, ἄλλα ἐγκλήματα· ἦταν ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό. Ἂς μετανοήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας Φωτεινῆς. Ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, ἂς πλησιάσουμε τὸ Χριστὸ καὶ ἂς πιστέψουμε. Τί νὰ πιστέψουμε;
Τὸ λέω ἐγὼ ὁ γέροντας ἐπίσκοπος. Πιστεύω, πιστεύω ἀκράδαντα. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ κάνω ἄλλο ἐπάγγελμα. Πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἐκκλησία, πιστεύω τί; Ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας, παρὰ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Κ. Κλεινῶν – Φλωρίνης 8-5-1988)