Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου (Λκ. 18,10-14)
ΠΕΡΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ
«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡμέρα σημαντική. Ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο. Ἀλλὰ τί εἶνε Τριῴδιο; Ἐὰν ρωτήσουμε αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία, θὰ μᾶς ποῦν· Τριῴδιο θὰ πῇ γλέντι, χορός, φαγοπότι, μασκαρέματα, καρναβάλι.
Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως λέει· ὄχι, αὐτὸ εἶνε παρανόησις τοῦ Τριῳδίου. Τριῴδιο ἴσον ἡ ἁγιωτέρα περίοδος τοῦ ἔτους. Τριῴδιο ἴσον προσευχή, νηστεία, ἐλεημοσύνη, κάθαρσις ἀπὸ τὰ πάθη, μετάνοια, ἐξομολόγησις, ἁγιασμός.
Τὸ Τριῴδιο διαρκεῖ 10 βδομάδες, 70 μέρες· ἀρχίζει ἀπὸ σήμερα καὶ φθάνει στὸ Μέγα Σάββατο. Εἶνε περίοδος προετοιμασίας γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Τὸ Τριῴδιο μοιάζει μ᾽ ἕνα ἀσανσέρ, πνευματικὸ ἀσανσέρ. Εἶνε μία κλῖμαξ, σκάλα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ χαμηλὰ καὶ φθάνει μέχρι τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Εἶνε σὰν τὴ σκάλα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του ὁ Ἰακώβ, πάνω στὴν ὁποία ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ κι αὐτὸς εἶπε μὲ δέος· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Σκάλα λοιπόν. Καὶ ὁ ἄγγελός μας μᾶς λέει· Τί διστάζετε; ἐμπρός, ἀνεβαίνετε τὴν πνευματικὴ κλίμακα τῶν ἀρετῶν!
* * *
Τὸ πρῶτο σκαλοπάτι, ἀγαπητοί μου, σ᾽ αὐτὴ τὴ σκάλα εἶνε ἡ σημερινὴ πρώτη μέρα. Πρῶτο σκαλοπάτι ποὺ πρέπει ν᾽ ἀνεβοῦμε εἶνε μία θεμελιώδης ἀρετή, ἡ ταπεινοφροσύνη. Τὴν ἀρετὴ αὐτὴ ἐκφράζει, μὲ τὴ γλῶσσα τῶν ἀρχαίων προγόνων μας, καὶ τὸ ῥητὸ ποὺ ἦταν γραμμένο στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, τὸ «γνῶθι σαυτόν», γνώρισε δηλαδὴ τὸν ἑαυτό σου. Ὁ ἑαυτός μας εἶνε τόσο κοντά μας, καὶ ὅμως δὲν τὸν γνωρίζουμε.
Πολλὰ ἄλλα γνωρίζουμε σήμερα· ἀπὸ τὰ κύτταρα καὶ τὰ μικρόβια τοῦ ὀργανισμοῦ μέχρι τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες τοῦ οὐρανοῦ. Εἶνε ἐποχὴ γνώσεως. Ἀγνοοῦμε ὅμως τὸν ἑαυτό μας. Χιλιάδες καράβια ταξιδεύουν στὰ πελάγη· ὅποιον καπετάνιο νὰ ῥωτήσῃς «Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι καὶ ποῦ πηγαίνεις;», θὰ σοῦ πῇ· «Ξεκινήσαμε ἀπὸ τὸ τάδε λιμάνι καὶ πηγαίνουμε στὸ τάδε». Κανείς δὲ θὰ πῇ «Κουτουροῦ ταξιδεύω». Ἐρωτῶ λοιπὸν τώρα κ᾽ ἐγὼ ἐσένα· Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι καὶ ποῦ πηγαίνεις; Εἶνε τὸ πιὸ σοβαρὸ ἐρώτημα.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο αὐτὸ ποὺ φαίνεται, τὸ ὁρώμενον· εἶνε κυρίως τὸ μὴ ὁρώμενον, τὸ ἀόρατο, δηλαδὴ ὁ ψυχικός του κόσμος. Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ψυχικό μας κόσμο, πρέπει νὰ κάνουμε ἐνδοσκόπησι. Οἱ ἀρχαῖοι τὸ ἔλεγαν «Ἔνδον σκάπτε», σκάβε μέσα σου. Νεώτεροι τὸ λένε ψυχολογία τοῦ βάθους. Μὲ τὴν ἐνδοσκόπησι θὰ βρῇς στὴν ψυχὴ διαμάντια, πολύτιμα στοιχεῖα, ἔξοχα δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶνε ἡ διάνοια, ἡ συνείδησις, μεγάλοι πόθοι ὅπως λ.χ. τῆς ἐλευθερίας, ὄνειρα, συλλήψεις, ἐμπνεύσεις.
Ἀλλὰ κοντὰ στὰ πολύτιμα θὰ βρῇς καὶ στοιχεῖα εὐτελῆ, ἀθλιότητες, λάσπη, βόρβορο, σαπρία, πάθη καὶ κακίες. Μία ἀπὸ τὶς κακίες αὐτές, τὴν ὑπερηφάνεια, στιγματίζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, μὲ σκοπὸ νὰ προβάλῃ ἔτσι πιὸ ζωηρὰ τὴν ἀντίθετη ἀρετή, τὴν ταπείνωσι.
Εἰκόνα τῆς ταπεινώσεως εἶνε ὁ τελώνης, καὶ εἰκόνα τῆς ὑπερηφανείας εἶνε ὁ φαρισαῖος ποὺ νόμιζε ὅτι ἐπάνω στὸν πλανήτη δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀνώτερος ἀπ᾽ αὐτόν. Ἂν ψάξουμε, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μεγάλοι ἀλλὰ καὶ μικροί, ἔχουμε μέσα μας ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία.
Μιὰ φορὰ στὴν αὐλὴ ἑνὸς σχολείου βρῆκα καμμιὰ δεκαριὰ παιδάκια καὶ ρώτησα· Δὲ μοῦ λέτε, ποιό ἀπὸ σᾶς εἶνε τὸ καλύτερο παιδί; Κοιτάζονταν ἀμίλητα. Ἐπανέλαβα τὴν ἐρώτησι, κανένα δὲν ἀπαντοῦσε. Ὅλα μέσα τους θεωροῦσαν καλύτερο καθένα τὸν ἑαυτό του. Ἂν ὅμως τὰ παιδάκια ἐκεῖνα ἀπὸ ντροπὴ σιωποῦσαν, οἱ μεγάλοι δὲ ντρέπονται νὰ καυχῶνται γιὰ ματαιότητες. Τί καυχᾶται, ἄνθρωπε; Καυχᾶσαι γιὰ πλούτη, καταθέσεις, κτήρια, κτήματα, ἐργοστάσια, καράβια;… Ἀνόητος εἶσαι.
Αὐτὰ εἶνε φθαρτὰ πράγματα, ποὺ συχνὰ χάνονται. Θυμήσου τί λέει ἡ Ἐκκλησία· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν» (Ψαλμ. 33,11). Ἔχουμε παραδείγματα· ἄνθρωποι ποὺ μποροῦσαν ν᾽ ἀγοράσουν ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἦρθε ὥρα ποὺ δὲν εἶχαν ν᾽ ἀγοράσουν ψωμί! Καυχᾶσαι γι᾽ ἀξιώματα, ὅτι κατώρθωσες νὰ γίνῃς δήμαρχος, νομάρχης, ὑπουργός, ἐπίσκοπος, μητροπολίτης, ἀρχιεπίσκοπος, πατριάρχης, στρατηγός, ναύαρχος, πρόεδρος δημοκρατίας, πρωθυπουργός;
Ἡ ἐξουσία εἶνε ἐφήμερη· εἴδαμε πανίσχυρους δυνάστας, ποὺ τοὺς ὑποδέχονταν μὲ παλλαϊκὲς συγκεντρώσεις, νὰ πέφτουν, νὰ καταλήγουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ μὴν τοὺς θυμᾶται κανένας. Καυχᾶσαι γιὰ τὴν ὑγεία, τὶς σωματικὲς δυνάμεις, τὰ μπράτσα, τὰ πόδια, τὶς ἀθλητικὲς ἐπιδόσεις σου; Οὔτε αὐτὰ εἶνε κάτι τὸ μόνιμο. Πῆγα σ᾽ ἕνα νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν καὶ εἶδα ἕνα ἀσθενῆ 25 ἐτῶν, πρώην ἀθλητή. Εἶχε παραλύσει τελείως καί, αὐτὸς ποὺ πετοῦσε τὴ μπάλλα στὰ οὐράνια, δὲ μποροῦσε νὰ σηκώσῃ οὔτε τὸ κουτάλι ἀλλὰ τὸν τάιζε νοσοκόμος.
Μήπως καυχᾶσαι γιὰ τὴν ἐπιστήμη; Ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες εἶνε ταπεινοί· ὁμολογοῦν ὅτι αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶνε μιὰ σταγόνα ἐν συγκρίσει μὲ τὸν ἀπέραντο ὠκεανὸ τῆς γνώσεως. Χίλια χρόνια νὰ ζήσῃ κανείς, οὔτε τὸ ἄλφα δὲν θὰ προλάβῃ νὰ γνωρίσῃ. Λοιπὸν τί καυχᾶσαι; Ἂν εἶσαι λογικός, πὲς κ᾽ ἐσὺ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης· «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα»· ἕνα γνωρίζω, ὅτι δὲν γνωρίζω τίποτα.
Τέλος κάποιος ἄλλος, ὁ φαρισαῖος τῆς σημερινῆς παραβολῆς, λέει· Ἐγὼ δὲν καυχῶμαι οὔτε γιὰ πλούτη οὔτε γιὰ ἀξιώματα οὔτε γιὰ ὑγεία οὔτε γιὰ ἐπιστήμη· καυχῶμαι γιὰ τὴν ἀρετή, ἔχετε ἀντίρρησι; Ἡ ἀρετὴ ἀξίζει πράγματι. «Πᾶς γὰρ ὅ τ᾽ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος», εἶπε ὁ Πλάτων (Νόμ. 5,728Α· Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί σ. 70)· ὅσο ἀξίζει ἕνα δράμι ἀρετῆς, δὲν ἀξίζουν ὅλοι οἱ ὄγκοι χρυσοῦ τοῦ πλανήτου.
Ἀλλ᾽ ἐσὺ ποὺ καυχᾶσαι γι᾽ αὐτήν, ἐὰν ἐξετάσῃς καλά, θὰ δῇς ὅτι ἡ ἀρετή σου εἶνε πολὺ μικρή, μηδαμινή, μπροστὰ στὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς τοῦ Χριστοῦ ποὺ «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3· καταβ. Ὑπαπ.). Ἕνας εἶνε ὁ ἀληθινὰ ἐνάρετος, ὁ ἅγιος. Γι᾽ αὐτὸ στὴ θεία Λειτουργία λέμε «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός…» (βλ. Φιλ. 2,11)· ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ κ᾽ ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ ἐλέους του.
Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία δὲν ἡ μοιχεία ἢ ἡ πορνεία ἢ ἡ βλασφημία ἢ ἡ κλοπὴ ἢ ἡ ἀδικία· εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὴ εἶνε βδέλυγμα τῷ Θεῷ. Θέλετε ἀπόδειξι; Στὰ οὐράνια ὁ πρῶτος ἄγγελος ἦταν ὁ Ἑωσφόρος. Καὶ ἔπεσε. Γιατί; Δὲν ἔκανε οὔτε μοιχεία οὔτε πορνεία οὔτε κλοπή.
Ὕπερηφανεύθηκε· εἶπε μὲ τὸ νοῦ του «Ἐγὼ θὰ ὑψωθῶ πάνω ἀπ᾽ τὰ νέφη καὶ τὰ ἄστρα, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο» (βλ. Ἠσ. 14,12-14). Καὶ τότε ἔπεσε σὰν ἀστραπὴ καὶ ἔγινε σατανᾶς (Λουκ. 10,18). Ὁ αἰώνας μας εἶνε γεμᾶτος ὑπερήφανους φαρισαίους. Μιὰ αἰτία καὶ τῶν πολέμων εἶνε ἡ ἀλαζονεία. Ὑπερηφανεύθηκαν λ.χ. οἱ Γερμανοί, καὶ ἔπεσαν. Αὐτοὶ ποὺ χτυποῦσαν τὸ πόδι στὴ γῆ καὶ δὲν καταδέχονταν νὰ κοιτάξουν ἄνθρωπο, καταντοῦσαν νὰ γίνουν ζητιάνοι.
Εἶνε νόμος αἰώνιος· κάθε ὑπερήφανος θὰ ταπεινωθῇ, «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14· βλ. καὶ 14,11). Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ἄντρας ἢ γυναίκα, ἔχει χάρι. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Ὅταν βλέπω ὑπερήφανο, σὰ νὰ βλέπω διάβολο· ὅταν βλέπω ταπεινό, σὰ νὰ βλέπω ἄγγελο.
* * *
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὁ τελώνης μᾶς διδάσκει· ταπεινωθῆτε κάτω ἀπὸ τὴν κραταιὰν χεῖρα τοῦ Θεοῦ (Α΄ Πέτρ. 5,6). Ταπείνωσις καὶ πάλι ταπείνωσις. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ τελώνης, «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13), νὰ τὸ λέμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μεσάνυχτα, καὶ πρὸ παντὸς ὅταν μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία.
Ἐὰν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία· διότι κοντὰ στὶς ἄλλες ἁμαρτίες προσθέτεις καὶ μία χειρότερη, τὴν ὑπερηφάνεια. Κάποτε ἕνας ἅγιος μὲ διορατικότητα στάθηκε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καὶ παρατηροῦσε αὐτοὺς ποὺ μπαίνουν καὶ βγαίνουν. Εἶδε ὅλων τὶς ψυχὲς νὰ εἶνε μαῦρες.
Ἕνας μόνο βγῆκε λευκός, ἔλαμπε. Τὸν πλησιάζει ὁ ἅγιος καὶ τοῦ λέει·
―Πές μου τὴν ἱστορία σου.
―Ἐγὼ ἤμουν λῃστής, εἶπε ἐκεῖνος, σκότωσα ἀνθρώπους· ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα τὴν καμπάνα θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου ποὺ μοῦ ᾽λεγε νὰ πηγαίνω στὴν ἐκκλησία. Πίεσα τὸν ἑαυτό μου καὶ μπῆκα.
Συναισθάνθηκα τὴν ἁμαρτία μου, μετανόησα καὶ εἶπα· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Αὐτός, ἀγαπητοί μου, μαῦρος μπῆκε, ἄσπρος βγῆκε· ἐμεῖς μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνουμε! Ἂν ἤμασταν ταπεινοί, θὰ νιώθαμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ θὰ ζητοῦσαμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε. Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, τὴν ἅγια περίοδο τῶν 70 αὐτῶν ἡμερῶν, ὅλοι νὰ ἐξομολογηθοῦμε, καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά μας μικροὶ καὶ μεγάλοι, λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ νὰ ποῦμε· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος (ἱ. ναὸς Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος 19-2-1989)