Οι Πατέρες της Εκκλησίας στα συγγράμματά τους αποκάλεσαν την λογική ενέργεια «λόγο» και την νοερά ενέργεια «νου». Έτσι, σε πολλά πατερικά έργα συναντούμε τους όρους «λόγο» και «νου».
«Όταν διαβάσει κανείς τους Πατέρες, κυρίως τους Αλεξανδρινούς, από την εποχή του Μακαρίου Αιγυπτίου, όπως και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, γίνεται συνέχεια λόγος περί λόγου και νου».
Βέβαια, η λέξη «νους» συγγενεύει ετυμολογικά με την λέξη «διάνοια» και ενώ οι δύο αυτές λέξεις ταυτίζονται σχεδόν σημασιολογικά, εν τούτοις οι Άγιοι Πατέρες έκαναν την διάκριση μεταξύ νου και διάνοιας-λόγου, για να εκφράσουν την εμπειρία που είχαν αποκτήσει με την Χάρη του Θεού.
«Στην νεοελληνική φιλοσοφία λόγος και νους είναι το ίδιο πράγμα. Οπότε, άμα λέμε λογική ενέργεια ή νοερά ενέργεια, οι περισσότεροι που διαβάζουν τους Πατέρες λένε το ίδιο πράγμα είναι».
Σύγχυση δημιουργείται και με την μετάφραση των νηπτικών κειμένων σε άλλες γλώσσες, που ταυτίζουν τον νου με την διάνοια.
«Σήμερα μου έφερε κάποιος μια μετάφραση της Φιλοκαλίας στα αγγλικά, και έχει στο πίσω μέρος ένα ευρετήριο ονομάτων με ορισμούς, τι σημαίνουν οι ορολογίες. Και έχουν εκεί νου και το ταυτίζουν με την διάνοια. Ενώ στους Πατέρες νους και διάνοια δεν είναι το ίδιο πράγμα».
Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι όταν λένε οι Πατέρες ότι ο νους κατεβαίνει στην καρδιά, δεν εννοούν ότι κατεβαίνει η λογική - ο εγκέφαλος, πράγμα αδύνατον, αλλά η νοερά ενέργεια, που διαφέρει από την λογική ενέργεια.
«Δεν ξέρω πώς άλλαξε η ορολογία του νου. Αλλά φαίνεται ότι οι Πατέρες, για να καταλάβει ο Ελληνιστικός κόσμος ότι αυτή η νοερά προσευχή, η καρδιακή προσευχή, δεν είναι κάτι το συναισθηματικό, πήραν τις συνώνυμες λέξεις, όπως είναι ο λόγος και ο νους και τις τεμαχίσανε και είπαν ο λόγος θα είναι το μυαλό και ο νους θα είναι η νοερά ενέργεια».
Ο νους χρησιμοποιείται και για τους αγγέλους, οι οποίοι λέγονται «νόες», όπως είδαμε πιο πάνω. Στην χρήση της λέξεως νους οδηγήθηκαν οι Πατέρες και από το ότι ο Απολλινάριος είχε χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο.
«Ο Απολλινάριος είναι γνωστόν πως ηρνείτο στον Χριστό, όχι την ανθρώπινη λογική, αλλά τον ανθρώπινο νου. Έλεγε ότι ο Χριστός πήρε ψυχή λογική, αλλά την θέση του νου πήρε ο Λόγος, που είναι διδασκαλία του Αρείου. Οπότε, φαίνεται και από τους αιρετικούς η ανθρωπολογία αυτή».
Συγχρόνως, οι Πατέρες, πέραν του ότι μιλούσαν για νου και λόγο, έκαναν και την διάκριση μεταξύ του νου και της λογικής. Άλλο είναι το έργο του νου και άλλο είναι το έργο της λογικής.
Επίσης στην Παλαιό Διαθήκη γίνεται λόγος για καρδιά, πράγμα το οποίο χρησιμοποιεί και ο Απόστολος Παύλος και οι πρώτοι Πατέρες.
«Στους Εβραίους είναι η καρδιά. Στην Παλαιά Διαθήκη είναι η καρδιά. Έχουν μια πιο βιολογική αντίληψη. Στους Πατέρες, όμως, είναι η καρδιά, είναι τα νοερά όμματα του ανθρώπου, είναι η διάνοια και ο νους, όπως λέει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Η διάνοια είναι η λογική και ο νους είναι αυτό που προσεύχεται. Αλλά, και τα δύο μαζί λέγονται νοερά όμματα ή νοερές ενέργειες της ψυχής».
«Ο Απόστολος Παύλος ακολουθεί την παλαιότερη ορολογία, που δεν γίνεται διάκριση μεταξύ λόγου και νου, όπως γίνεται στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και στους νεώτερους Πατέρες. Στους Καππαδόκες, μάλλον, δεν γίνεται η διάκριση μεταξύ του λόγου και του νου. Οι Καππαδόκες πάντοτε αναφέρονται στο νου».
«Στην πατερική παράδοση φαίνεται, ίσως για πρώτη φορά, στον Μακάριο Αιγύπτιο, όπου γίνεται μια διαφοροποίηση μεταξύ λόγου και νου και ταυτίζεται ο νους με την λειτουργία μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και ο λόγος πλέον, μαζί με την λέξη διάνοια, ταυτίζονται με την λογική του ανθρώπου».
Οι Πατέρες στην αρχή «κληρονόμησαν μια παράδοση με τον όρο καρδία». Αυτή ήταν η παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης. «Έλεγαν καρδία πρώτα και τίποτα άλλο ή έλεγαν το πνεύμα του ανθρώπου και τίποτε άλλο, ή η καρδιά του ανθρώπου.
Μετά, σε ορισμένο χρόνο, άρχισαν οι Πατέρες να χρησιμοποιούν την διάκριση νοός και λόγου, για να διαφοροποιήσουν τα δύο, ώστε η νοερά ενέργεια να μη ταυτίζεται με την λογική.
Γι' αυτόν τον λόγο πήραν ταυτόσημες λέξεις, διότι στα Ελληνικά νους και λόγος είναι το ίδιο πράγμα. Όπως έκαναν την διάκριση μεταξύ υποστάσεως και ουσίας, το ίδιο έκαναν και εδώ. Είπαν: από τώρα και στο εξής λέμε λόγο αυτό που είναι μέσα στο κεφάλι του ανθρώπου, που είναι η λογική του ανθρώπου, και αυτό που προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου θα το ονομάσουμε νου και τελείωσε το θέμα. Αυτό έκαναν.
Οπότε, δεν ταυτίζεται ο νους αυτός με την λογική ούτε με την καρδιά, αλλά όταν προσεύχεται ο νους, όμως, πάντοτε προσεύχεται στην καρδιά. Αυτό είναι το παράξενο. Διότι αυτό το ξέρει από παρατήρηση, το ακούει. Ακούει βέβαια».
Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι σε παλαιούς Πατέρες, πολλές φορές, με τον όρο «νους» χαρακτηρίζεται η ψυχή, η οποία έχει διάφορες ενέργειες.
«Λέμε νους και για την διάνοια. Οπότε, από μια άποψη, η ψυχή έχει διάφορες ενέργειες: έχει λόγο, έχει αίσθηση, λόγο και νου, η ψυχή έχει αυτές τις ενέργειες.
Σε άλλους Πατέρες είναι ο νους που έχει διάφορες ενέργειες, οπότε ο νους είναι η ψυχή, με άλλα λόγια, που έχει διάφορες ενέργειες, έχει τον λόγο, έχει την δύναμη να μπορεί να προσεύχεται στην καρδιά κ.ο.κ. Αλλά είναι θέμα ορολογίας αυτά».
Τελικά, «οι Πατέρες λένε ότι η νοητική κατάσταση δεν είναι λογική. Άλλο είναι ο νους, άλλο είναι ο λόγος, γι' αυτό έχουν χωρίσει τα δύο αυτά».
Αυτό σημαίνει ότι δίνουμε σημασία στο τι περιγράφουν και τι αποδίδουν οι λέξεις. Η εμπειρία, για να εκφρασθεί, απαιτείται καλύτερη και αρτιότερη ορολογία.
«Εκείνο που έχει σημασία, δεν είναι ακριβώς με ποιές λέξεις γίνεται η προσευχή αυτή, αλλά ότι ο νους δεν συγχέεται με την λογική. Αυτό έχει σημασία. Δηλαδή, η ενέργεια του νου δεν συγχέεται με την ενέργεια της λογικής, τελείως ανεξάρτητος είναι».
Κατά την φυσική λειτουργία της ψυχής του ανθρώπου, οι λογισμοί βρίσκονται στην λογική.
«Υπάρχει η φαιά ουσία, που λέγεται μυαλό, όπου υπάρχουν οι λογισμοί. Αυτοί οι λογισμοί είναι έργο της λογικής. Οι λογισμοί δεν έχουν την έννοια που έχουν σήμερα οι ανήθικες σκέψεις. Αυτοί είναι των νεωτέρων, δηλαδή, πουριτανών της Ελλάδος.
Στους Πατέρες της Εκκλησίας λογισμός σημαίνει απλώς λογική σκέψη, τίποτα άλλο δεν σημαίνει. Είναι ο λόγος, οι λογισμοί, είναι οι διανοήσεις της λογικής».
«Στον νου του ανθρώπου πρέπει να κυριαρχεί ένας λόγος, η αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, που επιτυγχάνεται με την μονολόγιστη προσευχή. Μονολόγιστος ευχή σημαίνει ο ένας λογισμός, η μνήμη Θεού και τίποτα άλλο, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν κλπ. Ένας λογισμός που θα είναι μόνον ο Κύριος της δόξης, δηλαδή, μέσα στον νου του ανθρώπου, γι' αυτό και λέγεται μονολόγιστος ευχή».
Είναι βασική διδασκαλία των θεουμένων που έχουν πείρα, ότι η νοερά ενέργεια - ο νους ενεργεί στην καρδιά.
«Όταν ο νους λειτουργεί φυσιολογικά, τότε είναι στην καρδιά του ανθρώπου και προσεύχεται. Όποτε ο άνθρωπος προσεύχεται με την λογική του, αυτή είναι η ανθρώπινη προσευχή, τότε ο άνθρωπος προσεύχεται. Όταν όμως προσεύχεται ο νους του ανθρώπου μέσα στην καρδιά, τότε το Πνεύμα προσεύχεται. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος μάς λέει ότι προσεύξομαι τω νοΐ, προσεύξομαι τω πνεύματι.
Οπότε, εδώ υπάρχουν δύο προσευχές. Στον Απόστολο Παύλο, όμως -φαίνεται σαφώς- ο νους εκεί είναι η λογική. Και όταν λέει προσεύξομαι τω Πνεύματι, αυτή η προσευχή είναι του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, που πολλές φορές αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος στην προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου».
«Ήταν συνείδηση των αρχαίων Χριστιανών ότι ο άνθρωπος έχει μία ενέργεια, η οποία πρέπει να είναι στην καρδιά και αυτό πρέπει να γίνει όργανο του Αγίου Πνεύματος, όταν προσεύχεται μέσα στην καρδιά αδιαλείπτως, όλο το εικοσιτετράωρο».
«Μόνον όταν λειτουργεί αυτή η ενέργεια, ο νους είναι στην καρδιά του ανθρώπου. Όταν δεν λειτουργεί σωστά, τότε πλανάται εδώ και εκεί και έχει συγχωνευθεί με την λογική του ανθρώπου».
«Οι ασκητές, όταν ασκητεύουν, φθάνουν στο σημείο που βλέπουν τον νουν. Τον βλέπουν κιόλας. Βλέπουν όταν είναι εκτός του σώματος ή μέσα στην καρδιά. Είναι όπως είναι ένα πινγκ-πονγκ μπάλα (pingpong ball) δηλαδή, μια σφαίρα, είναι φωτεινό και το βλέπουν. Οπότε, όταν φεύγει από εκεί που πρέπει να είναι, το βλέπουν που φεύγει και, όταν επιστρέφει, το βλέπουν που επιστρέφει».
«Γι' αυτό και η όλη ασκητική της Ορθόδοξης Εκκλησίας βασίζεται στο να χωρισθεί ο νους από την λογική και να περιορισθεί ο νους μέσα στο σώμα, κυρίως στον χώρο της καρδιάς.
Και το παράξενο είναι, αυτοί που ασχολούνται με αυτήν την ασκητική πράξη ξέρουν και εντοπίζουν τον νου, πού βρίσκεται, δηλαδή, ή εδώ ή κάπου αλλού, και πού περιτριγυρίζει η ενέργεια αυτή, δηλαδή, και πρέπει να την περιορίσουν, ώστε να είναι δυνατόν νάρθει το Πνεύμα το Άγιον να κατοικήσει εκεί και να προσεύχεται».
Όταν ο άνθρωπος έχει εμπειρία Θεού, δεν χάνει την λογική του και τις αισθήσεις του.
«Και αυτή η γνώση που έχουν οι Άγιοι του Θεού, από το ένα μέρος συμπεριλαμβάνει την λογική του ανθρώπου, διότι η λογική και το σώμα του ανθρώπου μένουν παρατηρητές στην εμπειρία αυτή. Δεν χάνονται οι αισθήσεις κλπ, μετέχουν στην εμπειρία της θεοπτίας, αλλά η ίδια η εμπειρία της θεοπτίας υπερβαίνει τις αισθήσεις και την δύναμη της λογικής, γι' αυτό και είναι υπέρλογος γνώση του Θεού.
Και οι Πατέρες την περιγράφουν ως αγνωσία, όχι διότι στερείται γνώσεως, αλλά διότι υπερβαίνει την γνώση. Δεν είναι ένα είδος γνώσεως. Εν συγκρίσει με τις γνώσεις τις φυσικές του ανθρώπου, που έχει δια της λογικής, είναι αγνωσία, αλλά δεν είναι όμως άγνοια, διότι είναι θεοπτία.
Διότι ο άνθρωπος πραγματικά μετέχει στο άκτιστο που δεν έχει καμιά ομοιότητα με τα κτίσματα. Αυτή η εμπειρία που έχουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας είναι το θεμέλιο της θεολογίας και είναι η μόνη ασφαλής και πραγματική γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου».
Γίνεται σαφέστατο ότι άλλος είναι ο ρόλος της λογικής και άλλος ο ρόλος του νου. Με την λογική γνωρίζουμε τα κτιστά πράγματα του περιβάλλοντος και με τον νου γνωρίζουμε τον Θεό.
«Η λογική έχει την θέση της μέσα στην θεολογία. Στο στάδιο της καθάρσεως και του φωτισμού μετέχει βέβαια η λογική, καταλαβαίνει τι μπορούμε να γνωρίσουμε περί Θεού και τι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε περί Θεού. Επίσης, η λογική καταλαβαίνει ότι ο σκοπός αυτών των ρημάτων είναι να μας εμπνέουν νοήματα, τα οποία όμως νοήματα είναι οδηγοί στην θέωση και δεν μπορεί να ταυτισθούν με την θέωση.
Η προσπάθεια των αιρετικών είναι να αφανίσουν την διάκριση μεταξύ Θεώσεως και φωτισμού, και έτσι χρησιμοποιούν τα νοήματα ώστε να ταυτίσουν την νόηση με την θέωση, ώστε να νομίζουν ότι οι ίδιοι, με την διανόηση, έχουν φθάσει στην ακμή των γνώσεων περί Θεού, ώστε να γνωρίζουν αυτοί καλύτερα από αυτούς που έχουν φθάσει στην θέωση».
Ο άνθρωπος με την λογική του ταξινομεί τις εμπειρίες του και κάνει περιγραφή. Για παράδειγμα, ένας κόβεται και πονάει. Αυτό είναι μια εμπειρία. Μετά η λογική κάνει ανάλυση.
«Έχω μια τραυματική εμπειρία. Κόπηκα, πονάω. Μετά η λογική έρχεται και βάσει της εμπειρίας που έχω, κάνει ανάλυση, κάνει συσχέτιση σύνθεση, και πάει να βρει μια λύση. Τι θα κάνω τώρα, θα φωνάξω τον γιατρό, θα κάνω μόνος μου την θεραπεία, θα βάλω ιώδιο επάνω. Κάνει παρατήρηση, μετέχει σε μια παρατήρηση, η οποία είναι μια συγκέντρωση από όλο το νευρολογικό σύστημα. Γίνεται συγκέντρωση και μετά γίνεται ανάλυση και μετά απόφαση τι θα γίνει».
Από την εμπειρία του Θεού, δια του νου, εμπνέεται και η λογική, «που μεταφράζει την εμπειρία στην γλώσσα του ανθρώπου».
Αν κανείς προσπαθήσει να φθάσει στην γνώση του Θεού με την λογική, τότε πλανάται, αφού «η λογική είναι ένα αδέσποτο πράγμα, ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει».
Η προσπάθεια να αποκτήσει κανείς την γνώση του Θεού δια της λογικής, οδηγεί στην αίρεση.
«Η πεποίθησις του Αυγουστίνου ότι ο άνθρωπος μπορεί με την λογική του να συλλάβει τον Θεό, είναι η βάση όλων των διαφορών μεταξύ Ορθοδοξίας και Φράγκων».
Επομένως, οι Άγιοι Πατέρες κάνουν την διάκριση μεταξύ νου και λογικής. Την διάκριση αυτή την γνωρίζουν και οι Ινδουϊστές, που ασκούνται στον υπερβατικό διαλογισμό.
Όμως, σε αυτούς ενώ ο νους αδειάζει από λογισμούς, εν τούτοις εκτρέπεται σε άλλη κατεύθυνση, αφού δεν πληρούται από το Άγιον Πνεύμα.
«Οι Ινδουϊστές γνωρίζουν για την νοερά ενέργεια, αυτοί ξέρουν αυτήν την διάκριση μεταξύ λόγου και νοός. Και έχουν μια ασκητική γύρω από αυτά τα θέματα».
«Οι Ινδουϊστές ξέρουν ότι, εκτός από την λογική, υπάρχει ο νους. Το ξεύρουν αυτό το πράγμα και κάνουν γυμναστική πνευματική και φθάνουν μέχρι το να διώξουν από τον νου όλους τους λογισμούς και χωρίς να έχουν την μονολόγιστη ευχή.
Οι δικοί μας διώχνουν από τον νου όλους τους λογισμούς και μετά παραμένει η μονολόγιστη ευχή, που κατεβαίνει από την λογική και μεταφέρεται στην καρδιά. Δηλαδή, όπως δίνει κανείς την μπάλα σε έναν άλλο, η λογική αφού έχει καθαρισθεί ο νους, περνάει την ευχή στην καρδιά. Οπότε, η καρδιά προσεύχεται νοερώς και η λογική κάνει εσπερινό. Οπότε, μπορεί και διπλά να προσεύχεται ο άνθρωπος και εσπερινό να κάνει και να κάνει νοερά προσευχή ή να γράφει και να μαγειρεύει».
Ενώ οι Ινδουϊστές γνωρίζουν την ύπαρξη της νοεράς ενέργειας και την διάκριση μεταξύ νου και λογικής, την αγνοούν οι ψυχίατροι.
«Μόνον που οι σημερινοί ψυχολόγοι και ψυχίατροι δεν γνωρίζουν περί της υπάρξεως της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου».
«Ο ψυχίατρος, αν γνώριζε την ύπαρξη του νου, θα ήταν υποχρεωμένος ή όχι να βρει τρόπο να θέσει σε λειτουργία αυτόν τον νου, ώστε η ανθρώπινη προσωπικότητα να λειτουργεί σωστά; Αυτό, νομίζω, ότι είναι το σημείο επαφής της σημερινής Ορθοδόξου θεολογίας με τον σύγχρονο άνθρωπο».
"Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας
κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη"
Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.