Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐσύ πού ἔκλαψες ὅταν πέθανε ὁ φίλος σου Λάζαρος, καί ἄφησες νά στάξουν δάκρυα λύπης καί συμπάθειας γιά κεῖνον, δέξου καί τά δικά μου πικρά δάκρυα.
Μέ τά πάθη σου ἐπάνω στό Σταυρό, θεράπευσε τά πάθη μου• μέ τίς πληγές σου, γιάτρεψε τά τραύματά μου• μέ τό αἷμα σου, καθάρισε τό αἷμα μου, καί τήν εὐωδία τοῦ ζωοποιοῦ σου σώματος συγκέρασέ την μέ τό σῶμα μου• ἡ χολή, πού οἱ σταυρωταί σου σέ πότισαν, ἄς γλυκάνει τή ψυχή μου ἀπό τήν πίκρα, μέ τήν ὁποία μέ πότισε ὁ διάβολος.
Τό ἅγιο σῶμα σου, πού τό τάνυσαν ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἄς ἀνεβάσει πρός ἐσένα τό νοῦ μου, τόν ὁποῖο τράβηξαν πρός τά κάτω οἱ δαίμονες.
Ἡ κεφαλή σου, τήν ὁποία ἔκλινες ἐπάνω στό Σταυρό, ἄς σηκώσει ψηλά τό κεφάλι μου, πού τόσα ραπίσματα ἔχει δεχτεῖ κατά πρόσωπο ἀπό τούς ἀντιπάλους μου δαίμονες.
Τά πανάγια χέρια σου, πού ἀπό τούς ἀπίστους καρφώθηκαν ἐπάνω στό Σταυρό, ἄς μέ ἀνεβάσουν πρός ἐσένα, καθώς βρίσκομαι πεσμένος στά βάθη τῆς ἀπώλειας, ὅπως τό πανάγιο στόμα σου μᾶς ὑποσχέθηκε.
Τό πρόσωπό σου, πού ἀπ’ τούς θεοκατάρατους δέχτηκε ἐμπτυσμούς καί ραπίσματα, ἄς καθαρίσει καί τό δικό μου πρόσωπο, τό ὁποῖο καταλερώθηκε ἀπό τίς ἁμαρτίες.
Ἡ ψυχή σου, τήν ὁποία, ὄντας ἀκόμη πάνω στό Σταυρό, παρέδωσες στό Πατέρα σου, ἄς ὁδηγήσει κ’ ἐμένα πρός ἐσένα, μέ τή χάρη σου. Ἡ καρδιά μου δέν πονάει νά τρέξει πρός ἀναζήτησή σου.
Δέν ἔχω μετάνοια, οὔτε κατάνυξη, αὐτά πού ἐπαναφέρουν τά παιδιά στό πατρικό τους.
Δέν ἔχω δάκρυα παρακλήσεως, Δέσποτά μου. Ὁ νοῦς μου ἔχει σκοτιστεῖ, βυθισμένος στά βιοτικά καί τά ὑλικά, καί δέν μπορεῖ νά σέ ἀτενίσει• μέ πόνο, ἡ καρδιά μου ἔχει παγώσει ἀπό τούς πολλούς πειρασμούς καί δέν μπορεῖ νά ζεσταθεῖ ἀπό τά δάκρυα τῆς ἀγάπης της γιά σένα.
Ὅμως, ἐσύ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πού εἶσαι ὁ θησαυρός ὅλων τῶν ἀγαθῶν, δώρισέ μου ὁλοκληρωτική μετάνοια καί καρδιά ὑπομονετική στούς κόπους, γιά νά μπορῶ νά βγαίνω στήν ἀναζήτησή σου ὁλόψυχα• γιατί χωρίς ἐσένα εἶμαι ἀποξενωμένος ἀπό κάθε ἀγαθό• χάρισέ μου, λοιπόν, ὤ Ἀγαθέ, τή χάρη σου.
Ὁ οὐράνιος Πατέρας, πού σέ γέννησε ἀπό τούς κόλπους του πρίν ἀπό τούς χρόνους ὅλους καί πρό τῶν αἰώνων, ἄς ξανακαινουργιώσει καί σ’ ἐμένα τή μορφή τῆς εἰκόνας σου.
Ἐγώ σ’ ἐγκατέλειψα, μά ἐσύ μή μ’ ἀφήσεις• ἐγώ ἔφυγα ἀπό κοντά σου, μά ἐσύ βγές νά μέ ἀναζητήσεις• βάλε με πάλι στήν αὐλή σου, μαζί μέ τ’ ἄλλα πρόβατα τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης, καί θρέψε με κ’ ἐμένα μαζί τους μέ τή χλόη τῶν θείων σου μυστηρίων, αὐτῶν τῶν μυστηρίων πού κέντρο τους εἶναι ἡ καθαρή καρδιά, πού μπορεῖ κανείς νά δεῖ καί τήν ἔλλαμψη τῶν ἀποκαλύψεών σου, ἡ ὁποία εἶναι ἀναψυχή καί παρηγοριά ὅλων, ὅσοι κοπίασαν μέσα σέ θλίψεις καί πολυποίκιλα βάσανα.
Μακάρι, αὐτή τήν ἔλλαμψη ν’ ἀξιωθοῦμε ν’ ἀπολαύσουμε κ’ ἐμεῖς, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία σου, πού εἶσαι ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, καί τώρα καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος