Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

«Ὁ πιστός δέν πρέπει νά ἔχει θάρρος στόν ἑαυτό του, ἀλλά νά πιστεύει ὅτι μέσω τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα σώζεται καί δυναμώνεται γιά κάθε καλό, καί ζητᾶ τίς εὐχές του, γιατί ἔχουν μεγάλη δύναμη»

Αποτέλεσμα εικόνας για δυσκολιεσ τησ ζωησ

Ὁ Λιβερτίνος ὁ μαθητής τοῦ ὁσίου Ὀνωράτου, γιά τόν ὁποῖο καί σέ ἄλλα κεφάλαια ἔγινε λόγος, πήγαινε κάποτε σέ κάποια δουλειά τοῦ μοναστηριοῦ μέ ἐντολή τοῦ ἡγουμένου, τοῦ διαδόχου τοῦ Ὀνωράτου.

Ὁ Λιβερτίνος, ἀπό τήν ἀγάπη πού εἶχε στόν ἅγιο Ὀνωράτο, συνήθιζε νά ἔχει στόν κόρφο του τό σανδάλι τοῦ δασκάλου του, ὁπουδήποτε καί νά πήγαινε. Κάποτε πού πήγαινε στή Ραβένα, κάποια γυναίκα πού κρατοῦσε τό σῶμα τοῦ νεκροῦ γιοῦ της τόν εἶδε καί πίστεψε ὅτι εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Καί καθώς τήν ἔκαιγε ἡ ἀγάπη γιά τό νεκρό παιδί της, κράτησε τό ἄλογο του ἀπό τό χαλινάρι καί τοῦ ὁρκίστηκε ὅτι δέν πρόκειται νά τόν ἀφήσει νά φύγει, ἄν δέν ἀναστήσει τόν γιό της.

Ὁ Λιβερτίνος, ἐπειδή ποτέ δέν εἶχε κάνει τέτοιο θαῦμα, τρόμαξε ἀπό τόν ὅρκο καί τό αἴτημά της. Ἔτσι ἤθελε, ἀπό τήν πολλή του μετριοφροσύνη, νά ξεφύγει ἀπό τή γυναίκα. Ἐπειδή ὅμως ἡ γυναίκα ἦταν ἀνυποχώρητη, νικήθηκε ἀπό τή συμπόνια του, κατέβηκε ἀπό τό ἄλογο, γονάτισε, ὕψωσε τά χέρια πρός τόν οὐρανό, καί, βγάζοντας τό σανδάλι πού εἶχε στόν κόρφο του, τό ἔβαλε ἐπάνω στό στῆθος τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ. 


Καί ἐνῶ προσευχόταν, ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ γύρισε στό σῶμα του καί ἀμέσως ἀναστήθηκε. Τό πῆρε λοιπόν ἀπό τό χέρι, τό ἔδωσε ζωντανό στή μητέρα του πού ἔκλαιγε καί ἔπειτα συνέχισε τόν δρόμο του.

Πέτρος: Τί θά ποῦμε λοιπόν σέ αὐτή τήν περίπτωση; Ἡ ἁγιοσύνη τοῦ Ὀνωράτου πραγματοποίησε αὐτό τό μεγάλο θαῦμα, ἤ ἡ προσευχή τοῦ Λιβερτίνου;

Γρηγόριος: Στήν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ θαύματος, μαζί μέ τήν πίστη τῆς γυναίκας, συνεργάστηκε ἡ δύναμη καί τῶν δύο, καί γι᾿ αὐτό νομίζω ὅτι ὁ Λιβερτίνος μπόρεσε νά τό κάνει. Γιατί πίστεψε ὅτι ἔπρεπε νά βασιστεῖ πιό πολύ στή δύναμη τοῦ δασκάλου του παρά στή δική του. Μέ τό νά βάλει δηλαδή στό στῆθος τοῦ νεκροῦ τό σανδάλι ἐκείνου, ἔκανε φανερό ὅτι ἐκεῖνον θεωροῦσε ἱκανό νά κάνει αὐτό πού ζήτησε.

Ὅταν ὁ Ἐλισσαῖος, ἔχοντας τή μηλωτή τοῦ δασκάλου του Ἠλία, ἔφτασε στόν ποταμό Ἰορδάνη, χτύπησε μιά φορά τά νερά, ἀλλά καθόλου δέν χωρίστηκαν. Μόλις ὅμως εἶπε: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἠλία;» καί χτύπησε πάλι τόν ποταμό μέ τή μηλωτή τοῦ δασκάλου του, ἄνοιξε δρόμο ἀνάμεσα στά νερά1.

Βλέπεις, Πέτρε, πόση εἶναι ἡ δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης στά θαύματα αὐτά πού ἔγιναν; Τότε δηλαδή μπόρεσε νά κάνει θαῦμα ἴσο μέ τοῦ δασκάλου του, ὅταν σέ ἐκεῖνον κατέφυγε καί ἐπικαλέστηκε μέ πίστη τό ὄνομά του.


Εὐεργετινός τόμος α΄
Ἐκδόσεις: « ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ »