Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Κυριακάτικο Κήρυγμα



Μεγάλοι αὐτοί, μικρὸς ὁ Χριστός!
Κυριακὴ Ἁγίων Πάντων (Α΄ Ματθαίου) 

«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ
φι λῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37) 


Ὅποιος, ἀγαπητοί μου, ἀκούσῃ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ εὐαγγελίου, μπορεῖ νὰ σκανδαλισθῇ, νὰ νομίσῃ ὅτι ἡ πίστι μας εἶνε ἐναντίον τοῦ γάμου, τῆς οἰκογενείας, τῶν γονέων, τῶν παιδιῶν. Ἀλλὰ τὸ νόημα τῶν λόγων αὐ τῶν τοῦ Κυρίου εἶνε πολὺ διαφορετικό. Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω τὴν ὀρθὴ ἔννοιά τους σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. 

* * *
Ἂν ἀνοίξουμε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἁγία Γραφή, θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Κύριος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θέσπισε τὸ θεσμὸ τῆς οἰκογενείας. Αὐ τὸς ἔφτειαξε τὰ δύο φῦλα, «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Ματθ. 19,4. Μᾶρκ. 10,6), δημιούργησε τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναῖκα. Αὐτὸς ἕνωσε τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο καὶ εἶπε «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γέν. 1,28· 9,1,7). Αὐτὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ σέβωνται οἱ ἄνθρωποι τοὺς γονεῖς· «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου…» (Ἔξ. 20,12. Δευτ. 5,16).



Κι ὅταν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ γῆ, πολλὲς φορὲς τίμησε τὴν οἰκογένεια. Γεννήθηκε ἀπὸ κόρη παρθένο γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴν παρθενικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἀρραβωνιασμένη γιὰ νὰ τιμήσῃ τὸ γάμο· γεννήθηκε ὡς βρέφος γιὰ νὰ εὐλογήσῃ τὴ γέννησι τῶν παιδιῶν.
Καὶ ὅταν κατόπιν βγῆκε στὸ δημόσιο βίο, τὸ πρῶτο θαῦμα του τὸ ἔκανε στὸ γάμο τῆς Κανᾶ, ὅπου ἔκανε τὸ νερὸ κρασί. 


Ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὰ παιδιά, τὰ εὐλόγησε καὶ εἶπε· «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με…» (Μᾶρκ. 10,14). Καὶ ὅταν πάνω στὸ σταυρὸ μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους ἔσβηνε ὅπως σβήνει τὸ καντήλι, δὲν λησμόνησε τὴ Μητέρα του, ἀλλὰ φρόντισε γι᾽ αὐτὴν καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου»· κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης παρέλαβε τὴν Παναγία ὑπὸ τὴν προστασία του (Ἰω. 19,27).


Δὲν εἶνε ἑπομένως ὁ Χριστός μας ἐναντίον τῆς οἰκογενείας. Τότε λοιπὸν τί νόημα ἔχουν τὰ λόγια του «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37);

Σημαίνουν τὸ ἑξῆς. Ὅτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀγαπητά μας πρόσωπα πρέπει νὰ ἔχουμε Αὐτόν. 

* * *
Γιατί; Διότι αὐτὸς μᾶς ἀγάπησε ἀπείρως περισσότερο κι ἀπὸ τὴ μάνα κι ἀπὸ τὸν πατέρα κι ἀπὸ κάθε ἄλλον. Γιά σκεφτῆτε. Ἀφοῦ μᾶς δημιούργησε ἀπὸ τὸ χῶμα, μᾶς ἔδωσε τὸ νοῦ, τὴ θέλησι, ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως.

Αὐτὸς φρόντισε νὰ μᾶς βάλῃ ἐπάνω σ᾿ αὐτὸ τὸν θαυμάσιο πλανήτη, αὐτὸς «ἐποίησε πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς» (Ψαλμ. 73,17). Εἶνε μικρὸ τὸ ὅτι μόνο ἡ Γῆ –ἀπ᾽ ὅ,τι λένε μέχρι στιγμῆς οἱ ἀστρονόμοι– εἶνε κατοικία κατάλληλη γιὰ τὸν ἄνθρωπο;

Στὴ σελήνη ἀέρας δὲν ὑπάρχει, οἱ ἀστροναῦτες χρειάζονται φιάλες. Ἐδῶ λοιπὸν ἔφτειαξε ὀξυγόνο, νερά, πηγὲς καὶ ποτάμια, θάλασσες καὶ ὠκεανούς, φυτὰ καὶ ζῷα. Ὅπως τὸ ψάρι κολυμπάει στὴ θάλασσα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπὸ αὐτήν, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς κολυμπᾶμε σ᾽ ἕναν ὠκεανὸ θείων εὐεργεσιῶν.

Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξαντλεῖται σ᾽ αὐτά· προχωρεῖ ἀκόμη πιὸ πέρα, μολονότι δὲν τὸ αἰσθανόμεθα ὅσο πρέπει. Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθά· ἀλλὰ πάνω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ εἶνε τὰ πνευματικὰ ἀγαθά. Ποιά εἶνε τὰ πνευματικά;

Δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ· καὶ ὅποιος αὐτὰ δὲν τὰ αἰσθάνεται, Χριστιανὸς δὲν εἶνε. Ποιά εἶνε ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς εὐεργεσίες;

Γιὰ νὰ τὴν παραστήσω ἔπρεπε νά ᾿χω γλῶσσα ἀγγέλου καὶ ἀρχαγγέλου, γλῶσσα Χρυσοστόμου. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ; Ὅτι κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ καὶ ταπεινώθηκε, φόρεσε ροῦχα ζητιάνου αὐτὸς ὁ Βασιλιᾶς ὅλου τοῦ κόσμου, ὅτι ἀγκάλιασε τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, κι ὅτι ἀνέβηκε στὸ σταυρὸ καὶ ἔχυσε σταλαγματιὰ - σταλαγματιὰ τὸ πανάγιό του αἷμα, ἄνοιξε τὶς φλέβες του καὶ ῥάντισε ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Θυσιάστηκε γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλό, ἔσχισε τὰ γραμμάτια τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων μας, αὐτὸς εἶνε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω.1,29). Κι αὐτά, ἐνῷ ἤμασταν ἀνάξιοι τῶν εὐεργεσιῶν του κ᾽ ἔπρεπε ἡ γῆ ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ μᾶς καταπιῇ γιὰ τὶς ἀσέβειές μας.

Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (῾Ρωμ. 5,8). Ὅλα λοιπὸν ὅσα ἔχεις, στὸ Χριστὸ τὰ ὀφείλεις· τὰ μάτια ποὺ βλέπεις, τ᾿ αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦς, τὴν καρδιὰ ποὺ χτυπάει· ἂν ἔχῃς μάνα, ἂν ἔχῃς γυναῖκα πιστή, ἂν ἔχῃς ἄντρα φιλότιμο κ᾽ ἐργατικό, ἂν ἔχῃς ἀγγελούδι στὴν κούνια, ἂν ἔχῃς μεγάλα παιδιὰ ποὺ προοδεύουν, ἂν ἔχῃς πατρίδα ἐλεύθερη, ὅλα αὐτὰ τά ᾿χεις ἀπ᾿ τὸ Χριστό.

Ἂν εἶσαι εὐγνώμων, ἂν ἔχῃς αἴσθημα καὶ καρδιά, ἀγάπησέ τον πάνω ἀπὸ κάθε τι. Αὐτὸς γιὰ σένα εἶνε τὸ πᾶν, εἶνε «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», ἡ «ἀρχὴ» καὶ τὸ «τέλος» (Ἀπ. 21,6· 22,13). 

* * *
Καὶ ὅμως κουκούτσι ἀγάπη στὸ Χριστὸ δὲν ἔχουμε. Τρέχουν τὰ μάτια μας ὅταν ἀκούσουμε τὸ ὄνομα τῆς μάνας μας, χτυπάει ἡ καρδιά μας ὅταν ἀκούσουμε ὀνόματα ἄλλων προσώπων, ἀλλὰ δὲν συγκινούμεθα ὅταν ἀκοῦμε τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», τὸ ὄνομα τοῦ « Κ υ ρ ί ο υ Ἰ η σ ο ῦ Χ ρ ι σ τ ο ῦ » (Φιλ. 2,9-11). 

Τί μᾶς λένε ὅμως οἱ ἅγιοι Πάντες· Εἶνε ἁμαρτία, μεγάλη ἁμαρτία, ν᾿ ἀγαπᾷς τὸ Χριστὸ λιγώτερο ἀπὸ κάτι ἄλλο. Ἂν ἀγαπᾷς τὸ Χριστὸ λιγώτερο ἀπὸ κάποιο ἄλλο πρόσωπο ἢ πρᾶγμα, δὲν εἶσαι δίκαιος.


Αὐτὸ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ ἐκφράζεται ἔτσι ὁ Χριστός, γιατὶ συμβαίνουν παράδοξα περιστατικά. Ὁ πατέρας π.χ. πιέζει τὸ παιδί του νὰ μὴν πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία ἢ στὸ κατηχητικὸ ἢ στὴν ἐξομολόγησι, ἐνῷ τ᾿ ἀφήνει ἐλεύθερο νὰ πηγαίνῃ σὲ παιχνίδια, διασκεδάσεις καὶ θεάματα· ἡ μάνα δὲν ἀφήνει τὴν κόρη της νὰ διαβάζῃ Εὐαγγέλιο καὶ θρησκευτικὰ βιβλία ἢ νὰ συχνάζῃ στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ κάνῃ προσευχὴ καὶ νηστεία, τὴ σπρώχνει ὅμως σὲ ἄνομες σχέσεις, στὴν ἀτιμία καὶ τὴ διαφθορά.

Ἂν λοιπὸν ἕνα παιδὶ ἢ μιὰ κόρη ἔχῃ τέτοιους γονεῖς, τότε τὸ εὐαγγέλιο συνιστᾷ· Μὴν τοὺς ἀκοῦς, προτίμησε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, φύλαξε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες ποὺ ἑορτάζουν σήμερα.


Ἂν διαβάσουμε τοὺς βίους τῶν ἁγίων, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά, ἀγάπησαν τὴ μάνα τους, τὸν πατέρα τους, τὰ παιδιά τους, τὶς γυναῖκες τους, γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἴσον ἀγάπη, ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀγάπησαν τὸ Χριστό.

Διαβάστε τὸν βίο π.χ. τῆς ἁγίας Βαρβάρας. Ἦταν μιὰ κοπέλλα μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὶς ἀρετές, σωματικὲς καὶ πνευματικές. Ἀλλὰ ὁ πατέρας της μισοῦσε τὸ Χριστό, κι ὅταν ἀντιλήφθηκε πὼς ἡ κόρη του εἶνε Χριστιανὴ ἔκανε σὰ λυσσασμένο σκυλί.

Πῆγε ὁ ἴδιος καὶ τὴν κατήγγειλε στοὺς εἰδωλολάτρες, προέτρεπε τὸ δικαστὴ νὰ τὴν τιμωρήσῃ, καὶ πέτυχε νὰ τὴ βάλουν στὴ φυλακή. Ὁ ἴδιος κατόπιν τὴν κυνήγησε πάνω στὰ βουνὰ, καὶ τέλος πῆρε τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ δήμιο καὶ τὴν ἔσφαξε μὲ τὸ χέρι του. Ἀλλὰ ἄνοιξε κάτω ἡ γῆ καὶ ἔπεσε κεραυνὸς καὶ τὸν ἔκανε κάρβουνο. Ἡ ἁγία Βαρβάρα παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶχε τὸ Χριστό. 

* * *
Αὐτό, ἀδελφοί μου, ποὺ ἔγινε τὴν ἐποχὴ τῆς ἁγίας Βαρβάρας, γίνεται καὶ σήμερα. Μὴ κοροϊδευώμαστε, μὴ ξεγελιώμαστε. Ἀμφιβάλλω ἂν ὑπάρχῃ χριστιανοσύνη στὸν κόσμο. «Ἀγάπη» ὑπάρχει πολλή, μιὰ ψεύτικη ἀγάπη, ἕνας ἔρωτας χυδαῖος.

Δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στὸ Χριστό. Κι αὐτὸ εἶνε τὸ πιὸ βαρύ. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία στὸν κόσμο δὲν εἶνε τὸ ἂν ἔκλεψες ἢ ἐπόρνευσες ἢ ἐμοίχευσες κ.τ.λ.· ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία εἶνε ὅτι δὲν ἀγαπᾷς τὸ Χριστό. Τὰ μάτια μας πολλὲς φορὲς κλαῖνε γιὰ πράγματα ἐπίγεια, γιὰ τὸ Χριστὸ πόσες φορὲς ἔκλαψαν;


Ἂν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό, ἐμπρὸς ἂς καταπολεμήσουμε τοὐλάχιστον τὴ βλασφημία τῶν θείων. Μὴν ἀνέχεσαι νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομά του σὺ ὁ ἐργάτης ἀπὸ τὸν προϊστάμενό σου, σὺ ὁ ὑπάλληλος ἀπὸ τὸν τμηματάρχη ἢ τὸν διευθυντή σου, σὺ ὁ στρατιώτης ἀπὸ τὸν δεκανέα ἢ τὸν ἀξιωματικό σου.


Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, μέσα σὲ εἰκοσιτέσσερις ὧρες θὰ εἴχαμε φράξει τὰ στόματα τῶν βλασφήμων.

Ἄχ, Χριστέ, δὲν σ᾿ ἀγαποῦμε. Ἂν βλασφημήσῃ κανεὶς τὸν ἀνώτατο ἄρχοντα, ἔχει ὀχτὼ μῆνες φυλακή· ἐσένα ὅμως σὲ καθυβρίζουν χωρὶς νὰ φοβοῦνται συνέπειες.

Γι᾽ αὐτὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω· μεγάλοι αὐτοί (οἱ βασιλιᾶδες, οἱ πρίγκιπες, οἱ πρωθυπουργοί, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν κομμάτων…) – μικρός, πολὺ μικρὸς ὁ Χριστός· καὶ μεγάλη ἡ μάνα μας – μικρή, πολὺ μικρὴ ἡ Παναγιά μας.

Ἂς ζητήσουμε συγχώρησι. Νὰ γίνουμε Χριστιανοί. Ν᾽ ἀγαποῦμε τὸ Χριστό. Νὰ θυσιάζουμε τὴ ζωή μας γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ Πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν. 


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ Ι. Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 5-6-1966 μὲ ἄλλο τίτλο.