Μας διηγήθηκε ο Άγιος Ιέραξ και αυτός ο Κρόνιος και άλλοι πολλοί αδελφοί, ότι ένας άνθρωπος χωρικός και απλούστατος, το όνομά του Παύλος, έλαβε μια γυναίκα όμορφη στο πρόσωπο, αλλά κατά τη διαγωγή ήταν ασχημότατη, επειδή κρυφά από αυτόν εμοιχεύετο η ταλαίπωρη.
Ερχόμενος μια φορά νωρίς την ημέρα ο Παύλος από το χωράφι άξαφνα, βρήκε τη γυναίκα του επάνω στην αισχρά πράξι της μοιχείας. Βλέποντας ο Παύλος την αμαρτία λέγει προς τη γυναίκα και τον μοιχών χαμογελώντας:
— Καλά, καλά! Στ' αλήθεια σας λέγω, ότι από σήμερα δεν μέ μέλει! μα τον Ιησούν. Εγώ πλέον γυναίκα δεν έχω, ούτε θέλω. Έχε, λοιπόν, την γυναίκα και τα παιδιά της και εγώ πηγαίνω και γίνομαι καλόγηρος.
Χωρίς να φανερώση εις άλλον κανένα τι είπαν ή τι έγινε, έφυγε και αφού πέρασε τα οκτώ Μοναστήρια, έφθασε στο κελλί τού μεγάλου Αντωνίου.
Αφού έκρουσε την πόρτα, βγήκε ο μέγας Αντώνιος και τον ερώτησε τι γυρεύει; Απεκρίθη ο Παύλος, ότι θέλει να γίνει καλόγερος. Τού λέγει Άγιος:
— Εξήντα χρόνων γέροντας, εδώ δεν μπορεί να γενή καλόγηρος! Πήγαινε να ζήσης στην πόλι και φύγε από εδώ, όπου έχει κόπους και μόχθους η έρημος. Αποκρίνεται πάλιν ο Παύλος:
— Εγώ, σε ό,τι με ορμηνέψης και προστάξης, θα το κάμω πρόθυμα. Τού λέγει πάλιν Άγιος:
— Εγώ σου είπα ότι είσαι γέροντας και δεν μπορείς να καλογερέψης. Αν πάλιν θέλεις, πήγαινε σε κανένα κοινόβιο, όπου είναι συνοδεία αδελφών, για να σε βοηθήσουν στα γεράματά σου. Διότι εγώ κάθομαι εδώ μοναχός, τρώγω κάθε πέντε ημέρες μια φορά και εκείνο χωρίς να χορτάσω.
Αυτά είπε ο Άγιος, έδιωξε τον Παύλο, μπαίνοντας στο κελλί του έκλεισε την πόρτα και δεν βγήκε έξω καθόλου επί τρειςημέρες. Αλλά ο Παύλος καθόταν έξω και δεν ήθελε να αναχωρήση. Την τρίτη ημέρα, για κάποια ανάγκη, βγήκε ο μέγας Αντώνιος και βλέποντας τον Παύλο, τού λέγει:
—Πήγαινε, απ’ εδώ, άνθρωπε και μη με ενοχλείς˙ εσύ δεν μπορείς να μείνης εδώ. Λέγει τότε ο Παύλος:
—Αδύνατον πράγμα είναι να αναχωρήσω, αλλά μένω εδώ και δεν παραμερίζω.
Στοχαζόμενος όμως ο θείος Αντώνιος, ότι κατά τις τρεις ημέρες, που καρτερούσε έξω, δεν είχε μήτε ψωμί, μήτε νερό έφτασε, και η τετάρτη ημέρα χωρίς τροφή και ποτό, σκέφτηκε μην τύχη να πεθάνει από την πείνα, να γίνη και φονιάς.
Αυτά συλλογιζόμενος ο μέγας Αντώνιος, εδέχθη τον Παύλον στην κέλλα του. Τότε τού είπε:
— Μπορείς να σωθής αν, ίσως έχεις υπακοή και ό,τι ακούσεις από εμένα, αυτό να κάνης. Απεκρίθη ο Παύλος:
—Όσα με προστάζεις Αββά, όλα θα τα κάμω.
Λοιπόν άρχισε τη δοκιμή ο μέγας Αντώνιος, με τόση μεγάλη σκληραγωγία, που ούτε στην αρχή της νεότητάς του δεν έκαμε τόση σκληραγωγία και άσκησι.
Δοκιμάζοντας ο μέγας Αντώνιος τον Παύλον, τού λέγει:
— Στάσου όρθιος, και να προσεύχεσαι εις αυτόν εδώ τον τύπον, ώσπου να έλθω να σου φέρω εργόχειρο να δουλεύης. Λέγοντας ταύτα μπήκε ο Άγιος στο σπήλαιον και από μια χαραμάδα έβλεπε τον Παύλο, ο οποίος στεκόταν ασάλευτος εκεί όπου τού όρισε μέσα στον ήλιο καταφλεγόμενος μια βδομάδα.
Αφού πέρασε η Εβδομάδα, έβρεξε φύλλα χουρμάδων και τού τα έδωκε να τα πλέκη καθώς έκανε ο Άγιος. Άρχισε λοιπόν και έπλεκε με μεγάλον κόπο δεκαπέντε οργυιές. Αφού έπλεξε μια σειρά, τού λέγει ο Άγιος:
— Κακά και στραβά έπλεξες τη σειρά. Λοιπόν χάλασε, και πάλιν μετάπλεξέ την καλά.
Είχε τότε ο Παύλος επτά ημέρες που δεν έφαγε, παντελώς κι όλα αυτά τα έκαμε ο μέγας Αντώνιος στον μακάριο Παύλο, για να βαρεθή τον κόπο και τη νηστεία και να φύγη από αυτόν, σε κανένα κοινόβιο.
Ο Παύλος αμέσως (κατά το πρόσταγμα τού Άγιου) εξέπλεξε και μετάπλεξε τη σειρά, με περισσότερον κόπο, επειδή δυσκολευόταν από το πρώτο πλέξιμο. Βλέποντας όμως ο μέγας Αντώνιος τον Παύλο, με τόσους κόπους και πείνα και δίψα που ούτε γόγγυσε, ούτε δείλιασε, ούτε καν λιγάκι δυσανασχέτησε, τον ελυπήθη και επόνεσε η ψυχή του.
Όθεν εις το βασίλευμα τού ηλίου τού λέγει:
— Θέλεις, Παύλε, να φάγωμε λίγο ψωμί; Αποκρίνεται ο Παύλος και λέγει:
— Καθώς ορίζεις Αββά. Και αυτή η απόκρισις έκαμε τον Αντώνιον να τον λυπηθή περισσότερο, επειδή με τόση νηστεία και πείνα και δίψα, που είχε ο Παύλος, δεν εφάνη εις αυτόν προθυμία να φάη αλλά άφησε πάλιν όλη τη θέλησι στον μέγαν Αντώνιο. Τότε του λέγει ο Άγιος:
— Βάλε λοιπόν τραπέζι. Βάνοντας ο Παύλος το τραπέζι, έφερεν ο Αντώνιος το ψωμί και έβαλε στην τράπεζα τέσσαρα παξιμάδια από έξη ουγγιές το κάθε παξιμάδι. Για τον εαυτό του έβρεξε μόνον ένα παξιμάδι και για τον Παύλον έβρεξε τα τρία (6 ουγγιές = 50 γραμμάρια).
Έπειτα ο Αντώνιος εδιάβαζε ψαλμόν τον οποίον έψαλε δώδεκα φορές προσευχόμενος, για να δοκιμάση και εις αυτό τού Παύλου την καρδιά. Αλλά ο Παύλος προσηύχετο κι αυτός μαζί με τον Άγιον με περισσότερη προθυμία.
Μετά τις δώδεκα προσευχές, λέγει ο μέγας Αντώνιος στον Παύλο:
— Κάθισε κοντά στην τράπεζα, κοίταζε την τροφή, και μην τρώγεις ούτε να πιής έως το βράδυ. Έμεινε λοιπόν ο Παύλος έως το βράδυ, που νύχτωσε χωρίς να φάγη τίποτε. Και τότε του λέγει ο θείος Αντώνιος:
— Σήκω, κάμε την προσευχή σου και πήγαινε να κοιμηθής. Και ο Παύλος ευθύς, αφήνοντας την τράπεζα, έκαμε καθώς τον επρόσταξε ο Άγιος. Προς τα μεσάνυκτα τον σήκωσε πάλιν για προσευχή. Και έμειναν στην προσευχή έως την ένατη ώρα.
Τα παξιμάδια
Πάλιν με στρωμένη την τράπεζα προσηύχοντο και προς το βράδυ κάθησαν να δειπνήσουν. Τότε ο Αντώνιος έφαγε μόνον ένα παξιμάδι και άλλο δεν άγγιξε. Ο Παύλος, επειδή έτρωγε αργότερα, είχε ακόμη το ένα παξιμάδι. Αφού τελείωσε, τού λέγει ο μέγας Αντώνιος:
— Φάγε, Παύλε άλλο ένα παξιμάδι. Απεκρίθη ο Παύλος και είπε:
— Ανίσως και τρώγεις, τρώγω και εγώ, ειδέ και δεν τρώγεις, δεν τρώγω. Λέγει ο Αντώνιος:
— Για μένα είναι αρκετό, διότι είμαι καλόγηρος. Απεκρίθη ο Παύλος:
— Και για μένα είναι αρκετό, επειδή έχω να γίνω καλόγηρος.
Σηκώνεται λοιπόν ο Άγιος, κάνει δώδεκα προσευχές και ψάλλει δώδεκα ψαλμούς. Έπειτα κοιμήθηκαν λίγο το πρωτοΰπνι και πάλιν σηκώνονται να ψάλλουν, από τα μεσάνυκτα ώσπου να ξημερώση.
Αφού ξημέρωσε, τον έστειλε ο θείος Αντώνιος στην έρημο και του παρήγγειλε, μετά τρεις ημέρες να γυρίση πίσω. Μετά από αυτά ήλθαν κάποιοι αδελφοί στον Άγιο Αντώνιο, ο οποίος πρόσταξε τον Παύλο να υπηρετήση τους αδελφούς με σιωπή, και να μη γευθή τίποτε, ώστε να φύγουν οι αδελφοί από εκεί. Και επειδή ο Παύλος είχε τρεις βδομάδες, που δεν έφαγε, τον ρωτούσαν οι αδελφοί για ποια αιτία σιωπά και δεν ομιλεί καθόλου. Ο Παύλος δεν απεκρίθη. Τότε τού λέγει ο μέγας Αντώνιος:
— Τι σιωπάς; Μίλησε στους αδελφούς. Και έτσι ευθύς ωμίλησε.
Το μέλι
Άλλη φορά έφεραν στον Άγιο ένα σταμνί μέλι και πρόσταξε τον Παύλον να πάρη το σταμνί, να χύση το μέλι στη γη.
Καθώς ο Παύλος έκαμε ευθύς κατά την προσταγή, πάλιν τού είπεν ο Άγιος να το μαζώξη επιτήδεια και παστρικά. Αφού το εμάζωξε, τον πρόσταξε να βγάνη νερό όλη την ημέρα, και να το χύνη σε άλλο μέρος. Μετά από αυτό τού είπε να ξηλώση το φόρεμά του και να το ξαναρράψη. Όλα αυτά τα έκανε ο Μακάριος Παύλος χωρίς καμιά περιέργεια, χωρίς να γογγύση ποτέ.
Από αυτή λοιπόν την άκρα και θαυμάσια υπακοή, τού εδόθη χάρις παρά Θεού να βγάζη και να διώχνη δαίμονας από εκείνους που έπασχαν.
Τέλειος μοναχός
Βλέποντας λοιπόν ο μέγας Αντώνιος τον Παύλο, ότι με μεγάλη προθυμία υπάκουσε και υπετάχθη στην ασκητική διαγωγή, τού είπε:
— Αδελφέ Παύλε, σκέψου, εάν μπορείς να υποφέρης κάθε ημέρα αυτή τη ζωή που δοκίμασες εδώ, μείνε μαζί μου. Απεκρίθη ο Παύλος και είπε:
— Αν ίσως και έχεις άλλα περισσότερα να προστάξης, δεν ξέρω, αλλιώς αυτά που είδα είναι ευκολώτατα για μένα να τα κάνω. Τότε τού είπε ο Αντώνιος:
— Εν ονόματι Ιησού Χριστού!
— Αδελφέ, έγινες Μοναχός τέλειος. Να λοιπόν! Με τη χάρι και οδηγία τού Κυρίου, σου κτίζω κελλί χωριστό τρία μίλια ή τέσσαρα μακρυά από το δικό μου και ζήσε εκεί με το έλεος τού Θεού, ο οποίος θα σου δώση δύναμι και βοήθεια να πολεμήσης τις ενέργειες τού σατανά.
Εκατοίκησε λοιπόν κατά μόνας ο τρισόλβιος Παύλος ο απλούστατος ολόκληρον χρόνον. Αξιώθηκε παρά Θεού να κάνη θαύματα, δηλαδή να θεραπεύη δαιμονισμένους και κάθε ασθένεια και ετέλεσε τέλεια και ακριβέστατα τον δρόμο της ασκήσεως.
Ίασις δαιμονιζομένων
Μία των ημερών, ένας νέος, έχοντας δαιμόνιο φοβερό και αγριώτατο, μετεφέρθη στον μέγα Αντώνιον. Είχε μάλιστα εκείνος ο νέος τον άρχοντα των δαιμονίων, ο οποίος αποτολμούσε και βλαστημούσε τον Ουρανόν. Καθώς όμως είδε ο Άγιος τον δαιμονισμένο, είπε σ' εκείνους που τον έφεραν:
— Δεν είναι δική μου υπηρεσία. Διότι δεν μου εδόθη αυτή η χάρις ακόμη, να διώχνω το κυριαρχικό τάγμα των δαιμόνων. Αυτό το χάρισμα είναι δοσμένο εις τον Παύλον τον απλούν. Και λέγοντας αυτά ο μέγας Αντώνιος, τους πήρε και πήγαν στον μακάριον Παύλον, προς τον οποίον είπε:
— Αββά Παύλε, βγάλε το δαιμόνιον από τούτον τον άνθρωπο, για να πάη στο σπίτι του υγιής, να ευχαριστή και να δοξάζη τον Θεόν. Απεκρίθη και είπε ο Παύλος:
— Γιατί, Αββά, δεν το βγάζεις εσύ; Λέγει ο Αντώνιος.
—Δεν έχω άδεια, επειδή έχω άλλη υπηρεσία.
Λέγοντας αυτά ο θείος Αντώνιος ανεχώρησε στο κελλί του. Τότε σηκώθηκε ο μακάριος και απλούστατος Παύλος και έκαμε θερμή προσευχή προς τον Θεόν.
Διάλογος έντονος με τον δαίμονα
Μετά την προσευχή, είπε και έφεραν μπροστά του τον δαιμονιζόμενον και λέγει προς αυτόν:
— Ο Αββάς Αντώνιος σε προστάζει, να βγης από τον άνθρωπο.Απεκρίθη το ακάθαρτο πνεύμα και λέγει με αυθάδεια:
— Δεν βγαίνω, κακόγερε. Πάλιν ο Παύλος έπιασε την ποδιά τού φορέματός του, κτυπούσε στην πλάτη του δαιμονιζομένου και έλεγε:
— Ο Αββάς Αντώνιος είπε να βγής! Αλλά ο δαίμων περιγελούσε περισσότερο και τον Αντώνιο και τον Παύλο λέγοντας:
— Εσείς οι πολυφάγοι, οι μάταιοι, αχόρταγοι, εσείς που δεν ευχαριστείσθε με τα δικά σας, αλλά αρπάζετε και τα ξένα, τι έχετε κακόγεροι μ' εμάς; Γιατί μας παιδεύετε; Απάνω σ' αυτό τού λέγει ο Παύλος:
— Βγαίνεις δαίμων; ή πάω να το ειπώ στον Χριστό; και εκείνος θα τιμωρήσει ταλαίπωρε την αυθάδεια σου. Αλλά και ο δαίμων πάλιν κακολογούσε και τον Ιησούν, φωνάζοντας πως δεν βγαίνει.
Εις αυτό το πείσμα τού δαίμονος αγανάκτησε ο μακάριος Παύλος, βγήκε, στάθηκε αντίκρυ του Ηλίου, ο οποίος καίει εκεί στην Αίγυπτο παρόμοια με την κάμινο της Βαβυλώνος. Αφού στάθηκε εκεί ώρα μεσημέρι ο Όσιος, σαν στύλος ασάλευτος, προσηύχετο λέγοντας:
— Κύριε Ιησού Χριστέ, που εσταυρώθης επί Ποντίου Πιλάτου· εσύ γνωρίζεις, ότι μήτε από τούτον τον τόπο παραμερίζω, ούτε τρώγω, ούτε πίνω, ώσπου να πεθάνω, αν δεν με επακούσης τώρα, να βγάλης αυτόν τον δαίμονα από το πλάσμα σου και να το ελευθερώσης από το ακάθαρτον πνεύμα.
Ακόμη δεν είχε τελειώσει τη δέησι ο ταπεινότατος και άκακος Παύλος και έκραξε με μεγάλη φωνή το δαιμόνιον:
— Φεύγω, φεύγω. Βγαίνω. Με βία και δύναμη καταδιώκομαι. Αναχωρώ από τον άνθρωπο και πλέον δεν πλησιάζω σ' αυτόν. Η ταπείνωσις και απλότης τού Παύλου με διώχνει και δεν ξέρω που να κατοικήσω.
Παρευθύς εβγήκε ο δαίμων και έγινε δράκων φοβερός και μέγας, περίπου πήχες εβδομήντα το μάκρος και εσύρθη κατά την ερυθρά Θάλασσα.
Εδόθη η χάρις αυτή εις τον Όσιον Παύλον μέσα σε λίγον καιρό, κυρίως για την πραότητα και ακακία που είχε, καθώς το λέγει ο Κύριος: «Εις ποίον άλλον, λέγει, θα κατοικήσω; Εις ποίον άλλον να δώσω τη χάρι μου περισσότερον παρά εις εκείνον που είναι πράος και ταπεινός, και υπακούει στα λόγια μου;».
Αυτά είναι τα έργα και αρετές τού μακαρίου και οσιωτάτου Παύλου, τού πράου και ταπεινού. Και αυτά τα είπαμε με συντομία. Ωνομάσθη δε Απλούς και Άκακος από όλην την αδελφότητα της ερήμου. Με τις πρεσβείες αυτού, είθε να τύχωμε των αιωνίων αγαθών. Αμήν.
Τιμάται στις 7 Μαρτίου
Από το Λαυσαϊκόν (Εκδόσεις Ρηγοπούλου)