Ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ.
Γεννήθηκε στὴν Χαλκηδόνα ἀπὸ οἰκογένεια θεοσεβῆ καὶ εὐγενική. Οἱ γονεῖς της Ψιλόφρων καὶ Θεοδωριανὴ φρόντισαν ὥστε ἡ θυγατέρα τους νὰ ἀναπτύξει κάθε χριστιανικὴ ἀρετή.
Ἡ Εὐφημία ἐξελίχθηκε σὲ ἄνθρωπο μὲ σπάνια χαρίσματα καὶ δυνατὸ χριστιανικὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο ἐπέδειξε ὅταν ὁ εἰδωλολάτρης ἀνθύπατος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Πρίσκος διέταξε νὰ παρευρεθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Χαλκηδόνας σὲ γιορτή, τὴν ὁποία ὀργάνωνε πρὸς τιμὴ τοῦ θεοῦ τῶν εἰδωλολατρῶν Ἄρη.
Τότε ἡ Εὐφημία ἀποφάσισε μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴ γιορτὴ τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας της οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ πείσουν τὴν Ἁγία νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ εἴδωλα.
Ὅταν συνειδητοποίησαν πὼς ἡ Εὐφημία δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη της μὲ τοὺς λόγους, τὴν βασάνισαν φριχτά. Ὅμως μὲ τὴ θεία χάρη, ἡ Ἁγία δὲν ἔπαθε τίποτα ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Τελικὰ οἱ δήμιοι, τὴν ἔριξαν σὲ ἄγρια θηρία καὶ ἡ Εὐφημία βρῆκε τὸ θάνατο ἀπὸ μία ἀρκούδα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ ἔρωτι, λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἶα νεᾶνις παγκαλής, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη· ὅθεν εἰσελήλυθας, εἰς παστάδα οὐράνιον, κόσμῳ διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σώζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοῶντας· χαίροις θεόφρον Εὐφημία.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν αἱμάτων βλύσεσι Πανεύφημε· ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.
Μεγαλυνάριον.
Εὔφημόν σοι αἶνον καὶ ἱερόν, πανεύφημε Μάρτυς, ἀναμέλπομεν εὐπρεπῶς· σὺ γὰρ Εὐφημία, ἐμπρέψασα εὐφήμως, τῷ Λόγῳ ἐδοξάσθης, ὡς καλλιπάρθενος.