Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Στόν γαλανό καί ἀσυννέφιαστο οὐρανό μιᾶς ὑπέροχης καλοκαιριάτικης ἡμέρας ὁ μεγαλόπρεπος ἥλιος ἀκολουθοῦσε τή συνηθισμένη του πορεία. Ἄστραφταν οἱ χρυσοί σταυροί τοῦ πεντάτρουλουμοναστηριακοῦ Καθολικοῦ, πού εἶναι ἀφιερωμένο στήν Παναγία Θεαρχική Τριάδα. Οἱ ἀσημένιοι τροῦλοι του ἀντανακλοῦσαν ἐκτυφλωτικά τίς ἡλιαχτίδες. Ἡ σκιά τους ἔδειχνε ὅτι πλησίαζε ἡ δέκατη ὥρα· θά ἄρχιζε, ὅπως πάντα, ἡ θεία Λειτουργία. Ἀπό τόν μεγάλο δρόμο ἔρχονταν βιαστικά κι ἔμπαιναν στήν ἥσυχη μονή πολλοί χριστιανοί –δέν θυμᾶμαι ἄν ἦταν Κυριακά ἤ γιορτή.
Ἔξω ἀπό τή μάντρα τῆς μονῆς, στήν ἀνατολική πλευρά, ἁπλώνεται ἕνα ἀπέραντο λιβάδι. Τότε ἦταν σκεπασμένο μέ πυκνό καταπράσινο χορτάρι καί μέ ἄφθονα ποικιλόχρωμα ἀγριολούλουδα, εὐωδιαστάκι ἀνέμελα. Πλούσια δροσιά εἶχε πέσει τήν ἡμέρα ἐκείνη στό λιβάδι. Ἀναρίθμητες ἦταν οἱ σταγόνες της πάνω σέ κάθε λουλούδι, σέ κάθε κλωναράκι, σέ κάθε φυλλαράκι.
Καί σέ κάθε σταγόνα καθρεφτιζόταν καθαρά ὁ ἥλιος –κάθε σταγόνα ἀκτινοβολοῦσε σάν μικρός ἥλιος. Τό λιβάδι ἔμοιαζε μ᾿ ἕνα τεράστιο βελουδένιο χαλί. Στό καταπράσινο φόντο του ἀπό τό λαμπερό καί πυκνό χορτάρι λές κι ἕνα ὑπερφυσικό χέριεἶχε σκορπίσει ἀναρίθμητα πολύχρωμα πετράδια, πού λαμπύριζαν κάτω ἀπό τίς ἀκτίνες, παίρνοντας ἔξοχες ἀποχρώσεις.
Ὁ ἐφημέριος, ἀφοῦ τέλεσε τή θεία Λειτουργία, βγῆκε ἀπό τήν ἀνατολική μικρή πύλη τῆς μονῆς βυθισμένος στίς σκέψεις του. Ἔκανε μερικά βήματα καί στάθηκε μπροστά στό ἀπέραντο λιβάδι. Στήν καρδιά του ὑπῆρχε γαλήνη. Στή γαλήνη τῆς καρδιᾶς ἀνταποκρινόταν ἡ φύση μέ τήν παρατήρηση καί τή μελέτη μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό ὑπέροχο πρωινό τοῦ Ἰουνίου.
Ὁ ἱερομόναχος ἔβλεπε τόν ἥλιο νά ταξιδεύει ἀργά στόν καταγάλανο οὐρανό, καθώς καί τίς ἀναρίθμητες ἀντανακλάσεις του στίς σταγόνες τῆς δροσιᾶς, πού σκέπαζε τό λιβάδι. Ἡ σκέψη του χανόταν στό ἄπειρο. Ὁ νοῦς του ἦταν ἀδειανός, ἔχοντας, θαρρεῖς, προετοιμαστεῖ καί προδιατεθεῖ γιά τήν ὑποδοχή κάποιου πνευματικοῦ μηνύματος. Ἔριξε τή ματιά του διαδοχικά στόν οὐρανό, στόν ἥλιο, στό λιβάδι, στίς λαμπερές δροσοσταλίδες. Καί ξαφνικά, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, ὁ νοῦς του φωτίστηκε καί κατανόησε τό μεγαλύτερο ἀπό τά μυστήρια τοῦ Χριστιανισμοῦ, τά μάτια τῆς ψυχῆς του ἀνοίχθηκαν καί διάβασαν μέσασ᾿ ἐκεῖνον τόν φυσικό, τόν ζωντανό ζωγραφικό πίνακα, πού ἁπλωνόταν μπροστά τους, τήν ἐξήγηση τοῦ ἀνεξήγητου καί τή σύλληψη τοῦ ἀσύλληπτου.
Σάν νά τοῦ εἶπε κάποιος: “Νά! Ὁ ἥλιος ὁλόκληρος καθρεφτίζεται σέ κάθε ταπεινή ἀλλά καί καθαρή δροσοσταλίδα. Ἔτσι καί ὁ Χριστός ὁλόκληρος βρίσκεται σέ κάθε ὀρθόδοξο χριστιανικό ναό καί προσφέρεται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Αὐτός μεταδίδει τό φῶς καί τή ζωή στούς μετόχους Του, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ κοινωνήσουν τό θεῖο Φῶς καί τή θεία Ζωή, γίνονται κι οἱ ἴδιοι φῶς καί ζωή.
Γίνονται σάν τίς δροσοσταλίδες, πού, ἀφοῦ δεχθοῦν ἐπάνω τους τίς ἡλιαχτίδες, ἀρχίζουν κι αὐτές ν᾿ ἀκτινοβολοῦν σάν μικροί ἥλιοι. Ἄν ὁ ὑλικός καί φθαρτός ἥλιος, πού ἀπό τήν ἀνυπαρξία ἦρθε στήν ὕπαρξη μ᾿ ἕνα ἄκοπο νεῦμα τῆς βουλήσεως τοῦ Δημιουργοῦ, μπορεῖ ταυτόχρονα νά ἀπεικονιστεῖ ὁλόκληρος σέ ἀναρίθμητες σταγόνες νεροῦ, γιατί νά μήν μπορεῖ ὁ ἴδιος ὁ Δημηουργός, ὁ παντοδύναμος καί «πανταχοῦ παρών», νά βρίσκεται ταυτόχρονα ὁλόκληρος –ἡ παναγία Σάρκα Του καί τό πάντιμο Αἷμα Του ἑνωμένα μέ τή Θεότητα– στούς ἀναρίθμητους ναούς, ὅπου οἱ λειτουργοί ἱερεῖς, ἔπειτα ἀπό δική Του ἐντολή, τελοῦν μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Παναγίου Πνεύματος τό Μυστήριο πού ἱδρυσε ὁ Ἴδιος, τό πιό μεγάλο, τό πιό ἀσύλληπτο, τό πιό σωτήριο Μυστήριο;…”.
Ὁ λειτουργός τοῦ Θεοῦ γύρισε στό κελλί του βαθιά ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν ξαφνική ἐκείνη ἀποκάλυψη. Ὁ ἐντυπωσιασμός παραμένει ζωντανός μέχρι σήμερα στήν ψυχή του. Πέρασαν μῆνες, πέρασαν χρόνια, κι ὅμως δέν ξέφτισε μέσα του. Τώρα, ὕστερα ἀπό τόσον καιρό, προσπαθῶ, γιά τήν ὠφέλεια τοῦ ἀναγνώστη, νά ἀναπαραστήσω μέ τόν λόγο καί τήν πένα ὅ,τι ἔζησε τότε. Φτωχή ἡ ἀναπαράσταση! Ὁ λόγος καί ἡ πένα δέν ἔχουν τή δύναμη νά περιγράψουν μέ πληρότητα καί ἀκρίβεια τή μυστική ἐκείνη ἀποκάλυψη, τή νοερή ἐκείνη ὅραση.
Ἁγία ὅραση τοῦ νοῦ! Πόσο ἀπροσδόκητα, πόσο αἰφνίδια ἐμφανίζεσαι σάν ἐκπληκτικός ζωγραφικός πίνακας μπροστά στά νοερά μάτια ὅσων ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιά τή θέα τῶν θείων μυστηρίων μέ τήμετάνοια καί τήν προσεκτική, μοναχική προσευχή! Πόσο βαθιά, πόσο σαφής, πόσο ζωντανή εἶναι ἡ γνώση πού παρέχεις! Πόσο πλήρη, πόσο ἀδιαφιλονίκητη, πόσο ἀσύλληπτη πεποίθηση ἐμπνέεις! Ἔρχεσαι,ἀνεξάρτητα ἀπό τή θέληση τῶν ἀνθρώπων, σ᾿ ὅποιον ἐσύ διαλέγεις, ἤ μᾶλλον σ᾿ ὅποιον ὁ Θεός σέ στέλνει! Ὅποιος θέλει νά εἰσχωρήσει μέ τή δική του δύναμη καί προσπάθεια στά πνευματικά μυστικά, ματαιοπονεῖ· δέν εἶναι παρά ἕνας ἀνίσχυρος ὀνειροπόλος, πού περιπλανιέται στό σκοτάδι τῆς αὐταπάτης, χωρίς νά ἔχει καί, ἑπομένως, χωρίς νά μεταδίδει οὔτε φῶς οὔτε ζωή.
Ὅπως ἀκούγεται ὁ ἦχος τῶν ἁλυσίδων πού εἶναι περασμένες στά χέρια καί στά πόδια τοῦ σκλάβου, ἔτσι ἀκούγεται καί ὁ ἦχος τῆς βίας, τῆς παραποιήσεως, τοῦ ἀναγκασμοῦ, τῆς δουλείας καί τῆς βδελυρῆς ἁμαρτίας στίς σκέψεις καί στάλόγια τοῦ ὀνειροπόλου. Προϋπόθεση τῆς αὐθεντικῆς, τῆς θείας καί μυστικῆς πνευματικῆς ὁράσεως εἶναι ἡ διαρκής παραμονή τοῦ ἀνθρώπου σέ κατάσταση μετάνοιας καί πένθους γιά τήν ἁμαρτωλότητά του. Τά κατανυκτικά δάκρυα εἶναι τό κολλύριο (Βλ. Ἀποκ. γ΄: 18) μέ τό ὁποῖο θεραπεύονται τά μάτια τοῦ πνεύματος.
Ἔρημος Ἁγίου Σεργίου
1846
(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”, Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς)