Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Ξυπνᾶμε σάν ἀπό βαρύ ὕπνο. Μᾶς ξυπνάει ὁ ἥλιος τῆς νύχτας…


Διατελοῦμεν ἐν μέσω κρίσης! Ἐκεί πού πρὸς στιγμὴν μένουμε ἐνεοὶ καὶ ἀποσβολωμένοι. Ἐκεί πού κόβουμε ταχύτητα, χαμηλώνουμε τοὺς τόνους καὶ ρωτᾶμε: Γιατί;

Πῶς ἔγινε καὶ φτάσαμε στοῦ γκρεμοῦ τὸ χεῖλος; Ποιὸς εὐθύνεται γιὰ τὴ στραβοτημονιά;
Ποιὸς θὰ χρεωθεῖ τὸ ἀτύχημα; Ποιὸς θὰ χρεωθεῖ τὴν ἐθνικὴ συμφορά;

Κοιτᾶς καὶ λές: Ποῦ εἶναι ἡ Ἑλλάδα μας; Ποῦ εἶναι οἱ Ἕλληνες;

Ποῦ μᾶς πούλησαν; Ποιοὶ μᾶς ἀγόρασαν;

Ποιοὶ θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὴν ἀγοραπωλησία;

Χιλιάδες ἀπελπισμένες κραυγὲς σὰ σεισμικὲς δονήσεις…

Διατελοῦμε ἐν μέσω κρίσης, βιώνοντας ἕνα σκληρὸ παιχνίδι, πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μας καὶ πάντα σὲ βάρος μας. Εἰσπράττουμε τὴν προδοσία σὰ γεύση ἀπὸ χῶμα, σὰν ὀργὴ καὶ σὰν ἀπελπιστικὴ διαπίστωση: βρισκόμαστε ὑπὸ ζυγόν!

Καὶ ὁ πόνος τοῦ ζυγοῦ εἶναι τόσο δυνατὸς ὥστε ἄλλος γρήγορα καὶ ἄλλος ἀργὰ ξυπνᾶμε! Ξυπνᾶμε σὰν ἀπὸ βαρὺ ὕπνο. Μᾶς ξυπνάει ὁ ἥλιος τῆς νύχτας…Τὸ φῶς ποὺ γεννιέται ἀμέσως μετὰ ἀπ’ τὸ πυκνότερο σκοτάδι.

Μᾶς ξυπνάει καὶ βλέπουμε πὼς δὲν εἴμαστε ἄμοιροί της τύχης μας, πὼς σαφῶς ἔχουμε κι ἐμεῖς, ὁ καθένας τὴ δική του εὐθύνη. Ἔχουμε κι ἐμεῖς, ὁ καθένας τὸ δικό του μερίδιο στὴ συμφορά.

Καὶ φωτίζεται ὁ νοῦς μας καὶ μᾶς γίνεται ὁρατὸ πὼς δὲν φταίνει μόνον οἱ ἐχθροὶ ποὺ μπῆκαν ἀπ’ τὴν κερκόπορτα. Φταῖμε καὶ ἐμεῖς ποὺ ἀπαξιώσαμε τὴν κερκόπορτα καὶ….

ἐν γνώσει μας τὴν ἀφήσαμε ἀφύλαχτη.

Φταῖμε ὅλοι… καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς Πολιτείας καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ λαός. Διαπράξαμε ὅλοι τὸ ἴδιο λάθος τῆς ὕβρης: Καταργήσαμε τὸν Θεό!

Εἴτε θέλουμε νὰ τὸ παραδεχτοῦμε εἴτε δὲ θέλουμε, ἀπὸ κεῖ μπῆκαν οἱ ἐχθροί: ἀπὸ τὴν κερκόπορτα τῆς ὑπεροψίας μας…, πού στὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας ἔβαλε τὶς στοές, ποὺ ἀντικατέστησε τὸν γάμο μὲ συμβολαιογραφικὴ πράξη, ποὺ ἀντικατέστησε τὴ μάνα μὲ τὴν τηλεόραση, ποὺ ἀντικατέστησε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ σκυλιά.

Ἀπὸ κεῖ μπῆκαν οἱ ἐχθροί:

ἀπὸ τὴν κερκόπορτα τῆς ὑπεροψίας μας, πού ἀντικατέστησε τὸν Πνευματικὸ μὲ τὰ μέντιουμ, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν Λειτουργία μὲ κολυμβητήρια, φροντιστήρια καὶ ἐκδρομές,

Ποὺ ἀντικατέστησε τὴν προσευχὴ μὲ γιόγκα, τὴ νηστεία μὲ δίαιτες, καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὸν χρυσό…

Ἀδελφοί μου, ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ὀδυνηρὴ δὲν εἶναι ποὺ ἀδείασαν τὰ ταμεῖα μας. Εἶναι ποὺ ἀδείασε ἡ ψυχή μας! Ἀδείασαν τὰ σπίτια μας. Ξεκρεμάσαμε τὶς εἰκόνες, σβήσαμε τὸ καντήλι κι ἀνοίξαμε τὶς πόρτες. Τώρα μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ μπαινοβγαίνει ὅποιο θέλει, ὅ,τι ὥρα θέλει γιὰ ὅποια σχέση θέλει.

Ἀδελφοί μου, ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ἡ ὀδυνηρὴ εἶναι τὸ κλάμα τῶν παιδιῶν ποὺ δὲν ἀφήσαμε νὰ γεννηθοῦν!… καὶ τὸ κλάμα τῶν παιδιῶν ποὺ ἐγκαταλείψαμε.

Ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ἡ ὀδυνηρὴ εἶναι ποὺ γεμίσαμε παιδιὰ ποὺ δὲν ἔχουν κατὰ ποὺ νὰ κοιτάξουν. Γεμίσαμε παιδιὰ-τορπίλες! Ἕτοιμα νὰ ἐκραγοῦν. Παιδιὰ γνωστῆς ἢ ἀγνώστου πατρότητας ποὺ δὲν τὰ θέλει κανείς, παρὰ μόνον αὐτοὶ ποὺ θὰ τὰ ἐμπορευτοῦν. Ἀδελφοί μου, γεμίσαμε ἐμπόρους ποῦ μαζεύουν ἀργύρια τριάκοντα, ἀλίμονο γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὸν ἀγρὸ τοῦ Κεραμέως;

Κρύο… Τόσο πολὺ κρύο… Κι αὐτὴ ἡ κρίση… ἡ βαθιὰ καὶ ἐπώδυνή μας μαζεύει ἀπ’ τοὺς δρόμους καὶ γυρίζουμε μέσα μας. Ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει νὰ πάλλεται ἡ καρδιά μας ἡ πέτρινη καὶ νὰ δίνει ξανὰ σημεῖα ζωῆς, ζωῆς ἄλλης, ζωῆς ἀληθινῆς. Ἐκεῖ ποὺ δυναμώνει λίγο-λίγο ἡ φωνὴ τῆς χαμένης συνείδησης κι ἀρχίζεις νὰ διακρίνεις ἀνάμεσα στὶς χιλιάδες φωνὲς τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Κι ἀρχίζει ἡ ψυχή μας νὰ ψάχνει τρόπους ἀποκατάστασης: ποιὰ “αὐθαίρετα” νὰ γκρεμίσουμε καὶ ποιὰ “νόμιμα” νὰ ξαναχτίσουμε…

Ἀρχίζει ἡ ψυχή μας καὶ διψάει τὴν ἄφεση.

Ἀφήνει τὶς χῶρες τῶν ἀλλοφύλων,
τὶς ἀλλότριες συμπεριφορὲς…

καὶ ξαναπαίρνει ἡ πολύπαθη ψυχή μας
τούς πατροπαράδοτους δρόμους…
γιὰ τὸ πετραχήλι τὸ ἅγιο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀδελφοί μου, ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ἐπώδυνη εἶναι καὶ σωτήρια καὶ ἰαματική.

Ἀρχίζεις καὶ νοιάζεσαι καὶ μοιράζεσαι τὸ τριμμένο παλτό σου μ’ αὐτὸν ποὺ κρυώνει!

Ἀρχίζεις καὶ πονᾶς καὶ συμπονᾶς…

Καὶ ὁ ἄλλος ἄνθρωπος γίνεται συνάνθρωπος, ὁ κάτοικος συγκάτοικος, ὁ πατριώτης συμπατριώτης, καὶ ὁ ἄλλος Ἕλληνας γίνεται συνέλληνας, ἐγγενὴς καὶ συγγενὴς καὶ ὄμαιμος καὶ ἀδελφός!!

Ἀδελφοί μου, ὁμοιοπαθεῖς καὶ συμπένητες, ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ἡ ὀδυνηρὴ εἶναι γι’ αὐτοὺς ἡ ἀσωτία καὶ γι’ ἄλλους ἡ ὑποκρισία. Ἡ στείρα θρησκευτικότητά μας. Ἡ ἠθική μας αὐτάρκεια…. Κανεὶς δὲν κλαίει… Καὶ ἡ κρίση ἐντείνεται καὶ κάνει κρύο, πολὺ κρύο!

Χωρὶς μετάνοια, πῶς νὰ τὸ διαχειριστεῖς; Χωρὶς ἐλπίδα στὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ ἀγαπῶντος Θεοῦ, χωρὶς τὴν ἐμπειρία τῆς Παρουσίας Του, πῶς νὰ βγοῦν οἱ χειμῶνες; Πῶς νὰ βγοῦμε ἀπ’ τ’ ἀδιέξοδο χωρὶς θύρα ἐξόδου;

Ἀδελφοί μου, ὁμοιπαθεῖς καὶ συμπένητες, ἡ κρίση ἡ μεγάλη δὲν εἶναι ποὺ δὲν εὐημεροῦμε. Εἶναι ποὺ δὲν μετανοοῦμε.

Ἡ κρίση ἡ μεγάλη δὲν εἶναι ποὺ ἀλώσαμε τὴν ψυχή μας. Εἶναι ποὺ τὴν παραδώσαμε μόνοι μας. Πρέπει νὰ περάσει καλὰ καὶ γιὰ πάντα στὸν πυρήνα τοῦ εἶναι μας: ἡ κρίση ἡ μεγάλη, ἡ μέγιστη τῶν συμφορῶν, δὲν εἶναι ἡ ὀφειλὴ τῶν δανείων . Εἶναι ἡ ὀφειλὴ τῶν δακρύων…

Ἀδελφοί μου, ἔτσι παραγράφονται ὅλα τὰ χρεή: μὲ δάκρυα!

Καὶ θὰ δοῦμε τὴν ἄνοιξη νὰ πετάγεται κάτω ἀπ’ τὰ μάρμαρα.
Καὶ τὰ δένδρα νὰ ἀνθίζουν…

Καὶ θὰ ‘ρθεῖ ἡ Ἀνάσταση!


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἐν μέσω κρίσης” τῆς Μαρίας Μουρζά τῶν Ἐκδόσεων “Ἄθως”.