Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1808 στό χωριό Τσούρχλι τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν (σήμερα φέρει τήν ὀνομασία Ἅγιος Γεώργιος) ἀπό γονεῖς πτωχούς, τόν Κωνσταντῖνο καί τή Βασίλω, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνταν μέ τή γεωργία. Λόγῳ τῆς πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του παρέμεινε ἀγράμματος∙ ἀνετράφη, ὅμως, «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου».
Σέ μικρή ἡλικία, μόλις 8 ἐτῶν, ὀρφάνεψε καί ἔμεινε ὑπό τήν προστασία τοῦ μεγαλύτερου ἀδερφοῦ καί τῆς ἀδερφῆς του, πτωχῶν καί τούτων γεωργῶν. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆγε στά Ἰωάννινα, ὅπου ὁ Γεώργιος, ἔρημος καί άπροστάτευτος, προσκολλήθηκε σέ διάφορους ἀγάδες γιά να καταλήξει ἱπποκόμος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀξιωματικοῦ τοῦ ᾿Ιμίν Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, κοντά στόν ὁποῖο παρέμεινε γιά ὀκτώ χρόνια.
Ὁ Ἀβδουλά εἶχε ὅλον τόν καιρό νά ἐκτιμήσει τόν ὑπηρέτη του ὡς ἁπλό, πρᾶο, ἄκακο, αὐθεντικό, ἠθικά ἀκέραιο. Τόν ἐμπιστεύτηκε καί τόν περιέβαλε μέ τή στοργή καί τήν ἀγάπη του, ἐνῷ τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐκτελεῖ ἀκώλυτα τά θρησκευτικά του καθήκοντα καί νά συχνάζει στούς ναούς τῶν Ἰωαννίνων.
Ἡ ὁλοφάνερη εὔνοια τοῦ Ἀβδουλᾶ πρός τόν χριστιανό Γεώργιο προκάλεσε τή ζηλοφθονία τῶν συνυπηρετῶν του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀποκαλοῦσαν «γκιαβούρ Χασάν», δηλαδή ἄπιστο Χασάν. Ἔτσι, μέ τον καιρό καί τή συνήθεια ἑδραιώθηκε ἡ πίστη ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν μουσουλμάνος. Ὁ ἴδιος, βέβαια, παρέμενε στέρεος στήν ὁμολογία τῆς ἁγίας καί ἀμωμήτου πίστεως.
Τό 1836 ὁ Ἰμίν πασᾶς ἔγινε γιά δεύτερη φορά ἡγεμόνας τῶν Ἰωαννίνων. Μεταξύ τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ ἐπιτελείου του καί ὁ ἔμπιστός του Χατζή Ἀβδουλά μέ τόν δικό του ὑπομίσθιο, τόν Γεώργιο. Ἦταν τότε πού κάποιοι φίλοι του τόν παρακίνησαν νά ἀρραβωνιασθεῖ μιά νέα ἐνάρετη Γιαννιώτισσα, τήν Ἑλένη. Ἀλλά τήν ἡμέρα τῶν ἀρραβώνων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης ἕνα σοβαρό ἐπεισόδιο σκίασε τό εὐτυχές γεγονός.
Ἕνας Τουρκογιαννιώτης χότζας, γνωρίζοντας τόν ἱπποκόμο τοῦ Ἀβδουλᾶ καί στηριζόμενος περισσότερο στήν ὀνομασία του ὡς Γκιαούρ Χασάν παρά στήν πραγματικότητα, τόν κατέδωσε στόν μεχκεμέ (=δικαστήριο) ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατά τά προηγούμενα χρόνια καί ἐπανῆλθε στήν ὀρθόδοξη πίστη. Προσαχθείς στό κριτήριο ἀπολογήθηκε καί μέ πνευματική ἀνδρεία ὑποστήριξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνησίθρησκος. Ὁ κατής, μαθαίνοντας ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀνθρώπου ἰσχυροῦ κοντά στόν ἡγεμόνα, σκέφτηκε νά καλέσει καί τόν ἴδιο τόν Ἀβδουλά.
Κατ’ ἄλλη μαρτυρία, ὁ Ἀβδουλά, μαθαίνοντας ὁ ἴδιος τήν περιπέτεια τοῦ ἱπποκόμου του, ἔσπευσε αὐτόκλητος στό δικαστήριο. Ἤλεγξε τότε ὀργισμένος τόν κατή λέγοντας ὅτι αὐτός γνώριζε πάντα ὅτι ὁ Γεώργιος δέν ἦταν μουσουλμάνος ἀλλά χριστιανός καί ὡς χριστιανός ἦταν ἀπερίτμητος. Μετά ἀπό αὐτά, καί ἐπειδή τόν βρῆκαν καί ἀπερίτμητο, τόν ἄφησαν ἐλεύθερο καί καταχώρησαν τό ὄνομά του στόν κώδικα τῶν χριστιανῶν.
Ἀργότερα, ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν ῾Ελένη. Οἱ μαρτυρίες γιά τόν χρόνο τέλεσης τῶν γάμων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης δέν συμπίπτουν. Κατ’ ἄλλους οἱ γάμοι τελέσθηκαν τόν Αὔγουστο τοῦ 1836, κατ’ ἄλλον τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 καί κατ’ ἄλλους τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837.
Ἕνα περίπου μήνα μετά τό γάμο του ὁ Γεώργιος ἔφυγε ἀπό τά Γιάννινα καί ἐπέστρεψε τόν Ἰούνιο τοῦ 1837.
Κατόπιν, ὁ ἅγιος προσκολλήθηκε, ὡς ἱπποκόμος πάντα, στόν μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψε κατά τά τέλη Δεκεμβρίου, ἡμέρα Τετάρτη. Ξημερώνοντας, ἡ Ἑλένη γέννησε ἀγόρι. «Ἐχάρη ὁ εὐλογημένος ὅτι ἠξιώθη νά γίνῃ πατήρ» καί ζήτησε ἀπό τόν κύριό του τήν ἄδεια νά παραμείνει στά Ἰωάννινα γιά μερικές ἡμέρες, ὥστε νά παραστεῖ καί στή βάφτιση τοῦ γιοῦ του.
Ἡ βάφτιση τοῦ νεογέννητου ἔγινε στίς 7 Ἰανουαρίου 1838, ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Ὁ νεοφώτιστος ἔλαβε τό ὄνομα Ἰωάννης.
Τή Δευτέρα, 10 Ἰανουαρίου 1838, ὁ μουσελίμης τῶν Φιλιατῶν ἀνεχώρησε ἀπό τά Ἰωάννινα, γιά νά ἐπιστρέψει στήν ἕδρα του. Ὁ Γεώργιος προτίμησε αὐτή τή φορά νά μήν ἀκολουθήσει τόν κύριό του, ἀλλά νά παραμείνει στά Ἰωάννινα, κοντά στήν οἰκογένειά του.
Τήν Τρίτη, 11 Ἰανουαρίου 1838, «ἔλαβε οἱονεί προαίσθησιν τοῦ στεφανίτου ἀγῶνος του». Ὁ Γεώργιος παραδόθηκε σ’ ἕνα ἰσοθάνατο, ὁλοήμερο ὕπνο. Πολλές φορές προσπάθησαν νά τόν ξυπνήσουν, ἄλλ’ ὁ ἅγιος δέν αἰσθανόταν τό παραμικρό. Ξύπνησε, τελικά, ἀργά τό βράδυ.
Τήν Τετάρτη, 12 Ἰανουαρίου, ὁ Γεώργιος ζήτησε ἀπό τή γυναίκα του τά καλά του ἐνδύματα καί ξεκίνησε γιά τήν ἀγορά πρός ἀναζήτηση ἐργασίας. Καταγράφεται ὅτι τρείς φορές γύρισε πίσω για νά χαιρετήσει τή γυναίκα του καί τόν νεογέννητο, νεοφώτιστο γιό του. Κάποια ἐνόραση καθοδηγοῦσε πλέον τόν Γεώργιο. Ἡ πορεία του πρός τό μαρτύριο ἄρχιζε…
Κατευθύνθηκε στήν πλατεῖα τοῦ Πλατάνου (σημ. Πλατεῖα Γεωργίου Σταύρου), στό Γυαλί καφενέ. Ἐκεῖ τόν ἅρπαξε ὁ χότζας πού τόν εἶχε κατηγορήσει καί στό παρελθόν, φωνάζοντάς του ὅτι ἐμπαίζει τή μουσουλμανική θρησκεία. Οἱ φωνές τοῦ χότζα συγκέντρωσαν πολύ κόσμο, μουσουλμάνους καί χριστιανούς. Ὁ Γεώργιος παρακάλεσε τόν Χότζα νά τόν ἀφήσει ἀλλά μάταια. Ἀκόμα καί ὁ ἀδελφός τῆς Ἑλένης, ὁ Ἀλέξιος, πού τυχαῖα διερχόταν ἀπό τόν τόπο τῆς σύλληψης, προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νά ἀποσπάσει ἀπό τά χέρια τοῦ φανατικοῦ χότζα τόν γαμβρό του.
Τό ἐπεισόδιο ἐκτυλισσόταν ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι τοῦ Νταούτ πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἀκούγοντας τό θόρυβο καί τήν ταραχή πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἔστειλε ἀνθρώπους του νά ὁδηγήσουν τόν Γεώργιο ἐνώπιόν του. Ὁ Γεώργιος ἐξακολουθοῦσε νά ὁμολογεῖ θαρραλέα: «Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι καί χριστιανός πεθαίνω». Τότε ὁ παριστάμενος μπουλούκμπασης ἔδωσε ἐντολή νά δέσουν τά χέρια τοῦ Γεωργίου καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν μεχκεμέ. Ὁ δικαστής ἀναγνώρισε τόν ἅγιο ἀπό τήν πρώτη του ἐμφάνιση στό δικαστήριο καί προσπάθησε μέ διάφορους τρόπους νά τόν ἐκβιάσει νά ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Γεώργιος παρέμεινε, ὅμως, σταθερός στήν πίστη του καί ὁδηγήθηκε στή φυλακή.
Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, Ἰωακείμ ὁ Χῖος, μόλις πληροφορήθηκε τά διαδραματισθέντα, ἔσπευσε στόν μεχκεμέ (δικαστήριο) πρῶτα καί κατόπιν στό Διοικητήριο ζητώντας τήν ἀπόλυση τοῦ Γεωργίου, ἀλλά οἱ λόγοι του δέν ἔπιασαν τόπο.
Τό πρωΐ τῆς Πέμπτης ὁ Γεώργιος ὁδηγεῖται καί πάλι στό δικαστήριο. Ὁ δικαστής μετέρχεται τώρα κολακεῖες καί νουθεσίες καί ὑποσχέσεις γιά νά πείσει τόν Γεώργιο νά ἐξομόσει μέ ἀντάλλαγμα ὑψηλά ἀξιώματα. Ὁ Γεώργιος φώναζε μόνο: «Χριστιανός εἶμαι».
Οἱ Μουσουλμάνοι μαίνονται, μαστιγώνουν ἀνελέητα τόν Γεώργιο καί τόν ξανακλείνουν στή φυλακή. Ἀσφαλίζουν τά πόδια του στη φοβερή ποδοκάκη. Βάζουν βαριά πέτρα στό στῆθος του, τόν πιέζουν ποικιλοτρόπως νά ἐξομόσει. Παρά τά πολυειδῆ μαρτύρια ὁ Γεώργιος κοιμήθηκε γαλήνιος.
Ἡ Παρασκευή πέρασε γιά τόν Γεώργιο ἐν μέσῳ πολυειδῶν βασάνων: βραστό λάδι, πυρακτωμένα περόνια στά ἀπόκρυφα μέλη του, ἀκίδες στά νύχια του.
Ξημερώνοντας Σάββατο ὁδηγεῖται πάλι στόν κατή. Πλῆθος φανατικῶν Ὀθωμανῶν ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπό τό δικαστήριο, ὅπου τοῦ ἔθεσαν τό δίλημμα ἤ νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά λάβει ἐπιβράβευση ἤ νά παραμείνει πιστός καί νά θανατωθεῖ. Ὁ Γεώργιος ἔδειξε ἀνδρεία ψυχή καί ὁμολόγησε εὐθαρσῶς μπροστά σέ ὅλους τους ἀσεβεῖς πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ: «Χριστιανός ἤμουν ἀπ’ τήν ἀρχή, χριστιανός εἶμαι καί θα εἶμαι μέχρι τήν τελευταία μου πνοή». Τρείς φορές εἰσήχθη στόν κριτή καί τρείς φορές ἐξήχθη παραμένοντας σταθερός στήν ὁμολογία του. Τότε δόθηκε ἡ ἀπόφαση γραμμένη ἀπό τό χέρι τοῦ κριτῆ νά θανατωθεῖ.
Ὑπέρ τοῦ Γεωργίου παρενέβησαν καί οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, καθώς καί προύχοντες τῆς πόλεως καί συγγενεῖς του, χωρίς ἀποτέλεσμα.
Τόσο οἱ ἀρχιερεῖς ὅσο καί κάποιοι ἄλλοι Ἰωαννῖτες δέν παρέλειπαν νά στέλνουν ἀνθρώπους στό δεσμωτήριο προκειμένου νά στηρίξουν τόν Γεώργιο. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες τῶν συγκρατουμένων καί τῆς ἰδίας τῆς συζύγου του, τῆς Ἑλένης, ὁ Γεώργιος ἦταν ἠρεμώτατος.
Στίς 17 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίσθηκε στό Κουρμανιό, περιοχή τῆς ἀγορᾶς κοντά στήν κεντρική πύλη τοῦ φρουρίου, καί δέχθηκε ἀπό τόν Σταυρωθέντα Κύριο τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἀπό τή νύχτα ἐκείνη καί ἐνόσῳ τό σκήνωμα τοῦ νεομάρτυρα παρέμενε στήν ἀγχόνη, φῶς ἐν εἴδει στεφάνου κατέβαινε στήν κεφαλή τοῦ Αγίου.
Τό σκήνωμα τοῦ ἁγίου παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη, 19 Ἰανουαρίου, καί κατόπιν δωρήθηκε ἀπό τόν Μουσταφά πασᾶ στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ (ἤ ἐξαγοράστηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη σύμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία) καί μεταφέρθηκε στόν δεύτερο ἐξώστη τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Ἐκεῖ τόν σαβάνωσαν καί τόν κατέβασαν στό μέσον τοῦ νεότευκτου τότε ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ἀνέμεναν οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, τό ἱερατεῖο τῆς πόλεως καί πλῆθος χριστιανῶν. Μετά τό τέλος τῆς πάνδημης ἐντάφιας ἀκολουθίας, ἡ σορός μεταφέρθηκε καί κατατέθηκε σέ τάφο κοντά στή δυτική πύλη τοῦ ἱεροῦ βήματος.
Μετά τό μαρτύριο καί τήν ταφή τοῦ Γεωργίου ἕνας καταιγισμός θαυμάτων πλημμύρισε τήν πόλη. Πλῆθος παραλύτων καί πασχόντων ἀπό ποικίλες ἀσθένειες προστρέχοντας στόν ἅγιο λάμβαναν τή θεραπεία τους. Ἀκόμη καί «μιά Τούρκα (Τουρκάλα) ἄρπαξε τήν κάλτσα ἀπό τό πόδι τοῦ ἁγίου καί ἔτρεξεν εἰς μίαν ἄρρωστη Τούρκα, ἥτις ἐθεραπεύθη ἀμέσως». Γι’ αὐτό καί στίς εἰκόνες ὁ ἅγιος εἰκονίζεται κρεμασμένος καί φορώντας κάλτσα μόνο στό ἕνα πόδι. Ἡ πρώτη μάλιστα εἰκόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις μέρες μετά τό μαρτύριό του.
Ἔτσι, ἡ ἁγιότητα τοῦ Γεωργίου ἐπεβλήθηκε ἀμέσως στή συνείδηση τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος καί ἡ ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἐντός περίπου δεκαεννιά μηνῶν άπό τό μαρτυρικό θάνατο καί τήν ταφή του.
Στίς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τά ὁποῖα ἐναπετέθησαν σέ λάρνακα, πού κατετέθηκε στό νεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, στήν πλατεῖα Πάργης.
Ἀπολυτίκιον, Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον,
Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν,
ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν·
ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν,
τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως
πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ὁ κοινωνός,
καί λαμπρά προθήκη, καί ἰσότιμος ἀληθῶς·
χαίροις Νεομάρτυς, Γεώργιε θεόφρον,
τῆς Ἐκκλησίας ἄστρον, νέον καί ἐκλαμπρον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ», Ἐκδοθέν προνοίᾳ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κυροῦ Σεραφείμ, ἐν Ἀθήναις (1968).
Κων/νου Βλάχου, «Βίος τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις», Ἰωάννινα (2010).