Κυριακή ΙΔ΄Λουκά
«Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν υιέ Δαβίδ, ελέησον με»
Στην Ιεριχώ, την πόλη των λουλουδιών, όπως την έλεγαν, έγινε το θαύμα το οποίο ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο. Καθώς ερχόταν στην πόλη ο Ιησούς Χριστός συνοδευόμενος από πλήθος ανθρώπων, κάποιος τυφλός που καθόταν στην άκρη του δρόμου, άκουσε θόρυβο και ρώτησε τι συμβαίνει. Και του είπαν ότι «Ιησούς ο Ναζωραίος πορεύεται». Έρχεται ο Χριστός στην πόλη μας. Άκουσε ο τυφλός και αρχίζει να φωνάζει: «Κύριε Ιησού βοήθησέ με». Είχε ακούσει για τα πολλά και μεγάλα θαύματα που έκαμε ο Ναζωραίος Ιησούς, ο απεσταλμένος από το Θεό και ήταν η μοναδική ευκαιρία να ζητήσει και αυτός την θεραπεία των ματιών του. Μοναδική, ανέλπιστη ευκαιρία του δινόταν.
Αλλά το πλήθος που συνόδευε τον Ιησού Χριστό, αντί να βοηθήσει τον τυφλό, να τον οδηγήσουν κοντά στον Χριστό, ακούοντας τις φωνές του τον μάλωναν, «επετίμων αυτώ λέγοντες ίνα σιωπήση». Τους ενοχλούσαν οι παρακλητικές φωνές του τυφλού; Νόμιζαν ότι ενοχλούσαν τον Ιησού Χριστό; Το βέβαιο είναι ότι αδιαφορούν στον ξένο πόνο. Δεν τους ενδιέφερε αν ο τυφλός θα έμενε για πάντα στο σκοτάδι, ενώ υπήρχε η ελπίδα, τώρα που ερχόταν ο θαυματουργός Ιησούς στον τόπο τους, να άνοιγαν τα μάτια του. Δεν έδειξαν αγάπη, δεν έδειξαν ενδιαφέρον για την εξυπηρέτηση ενός δυστυχισμένου συμπολίτη τους.
Όμως, αντί να τους κατακρίνουμε, ας ανακρίνουμε καλύτερα εμείς τον εαυτό μας, μήπως και εμείς δείχνουμε την ίδια ή και χειρότερη αδιαφορία ή, και το χειρότερο, αντί να κάνουμε το καλό εμποδίζουμε και τους άλλους να το κάνουν.
Αλλά ας επιστρέψουμε και πάλι στον τυφλό. Όσο του έλεγαν να μη φωνάζει ζητώντας τη βοήθεια του Κυρίου, τόσο αυτός περισσότερο φώναζε: «Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν· υιέ Δαβίδ, ελέησον με». Αλλά αν οι άνθρωποι δεν συμπόνεσαν τον άνθρωπο, ο Κύριος ένοιωσε τον πόνο του. Σταμάτησε, τον φώναξε κοντά του και τον ρωτά: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;» Τι ζητάς από εμένα, τι θέλεις να σου κάμω; «Κύριε, ίνα αναβλέψω», του λέγει ο τυφλός. Και ο Κύριος με μια λέξη τον θεραπεύει. «Ανάβλεψον», του λέγει και αμέσως ανέβλεψε, άνοιξαν τα μάτια του.
Μας διδάσκει εδώ ο ίδιος ο τυφλός με την επιμονή του. Μας διδάσκει να επιμένουμε και εμείς στην προσευχή. Να επιμένουμε όπως εκείνος. Να επιμένουμε, διότι ίσως να μην είμαστε άξιοι να μας ακούσει ο Θεός. Ίσως θα πρέπει πρώτα να καθαρίσουμε την ψυχή μας με εξομολόγηση, με μετάνοια και κατόπιν να έχουμε το θάρρος να ζητήσουμε και να θέλουμε να μας ακούσει ο Θεός. Ίσως και η προσευχή μας να μην είναι αληθινή, θερμή προσευχή, εξ όλης της ψυχής και καρδιάς, Αν δεν επέμενε να φωνάξει ο τυφλός, δεν θα άνοιγαν τα μάτια του.
Και αυτός μεν ο τυφλός ζητούσε την θεραπεία των ματιών του, όμως σκεφτήκαμε πόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχουμε εμείς και πόσο πρέπει να ζητούμε και να παρακαλούμε το Θεό να κρατά ανοικτά τα ψυχικά μας μάτια, να διακρίνουμε το καλό από το κακό, τον ίσιο δρόμο του Θεού και να μην πέφτουμε στους γκρεμούς της αμαρτίας, να ξεχωρίζουμε το αιώνιο συμφέρον μας από το προσωρινό και ψεύτικο.
Μας διδάσκει, επίσης, να μην υπολογίζουμε τα εμπόδια που βρίσκουμε πολλές φορές μπροστά μας, προκειμένου να πλησιάσουμε το Θεό. Εμπόδια από οργανωμένες προσπάθειες διαφόρων σκοτεινών δυνάμεων που θέλουν να ξεγράψουν το Θεό, την πίστη μας, από τη ψυχή μας και την κοινωνία. Οργανώσεις χωρίς Θεό, αιρέσεις διάφορες, οι ξενόφερτες ιδέες της Νέας Εποχής.
Άλλοτε, ίσως, η ειδική μας χλιαρότητα στη πίστη, ο φόβος του κόσμου μήπως μας χαρακτηρίσουν καθυστερημένους και θρησκόληπτους, όπως πολύ εύκολα και επιπόλαια χαρακτηρίζουν κάθε εκδήλωση πίστεως και ευσέβειας, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι ποιος λέγεται θρησκόληπτος, άλλα εμπόδια από την ίδια μας την ψυχή, από το φόβο μήπως τα συμφέροντα μας όταν ζούμε «με το Σταυρό στο χέρι», όπως συνήθως λέγεται, αλλά ακόμα και η σαρκολατρία, η οποία καλπάζει τα τελευταία χρόνια, είναι τα εμπόδια που μας απομακρύνουν από την πίστη μας στο Θεό.
Κάτι άλλο που μας κάνει εντύπωση στο σημερινό Ευαγγέλιο είναι το ότι ρωτά ο Κύριος τον τυφλό ,«Τι σοι θέλεις ποιήσω»; σαν να μην ήξερε ο Κύριος τι του ζητούσε ο τυφλός. Λέγουν μερικοί, γιατί να ζητήσω με την προσευχή να κάμει τούτο ή εκείνο ο Θεός, αφού ξέρει σαν Θεός τι ανάγκη έχω. Και όμως είναι απαραίτητο να το ζητάμε. Εκείνος είπε «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν». Ζήτησε ο τυφλός φωναχτά και κατ’ επανάληψη την θεραπεία του. Εξεδήλωσε κατ’ αυτόν τον τρόπο και την πίστη του. Γι’ αυτό και ο Κύριος του λέγει «ως επίστευσας γενηθήτω σοι».
Ζητώντας από το Θεό με την προσευχή μας ότι θέλουμε, εκδηλώνουμε την πίστη μας, την ταπείνωση μας, ξέρουμε τι ζητάμε, από ποιον το ζητάμε, σε ποιον το οφείλουμε όταν το λάβουμε, ώστε να τον αναγνωρίζουμε για πάντα, Πατέρα και προστάτη μας και να τον ευχαριστούμε, να δοξάζουμε το όνομα Του, όπως έκαμε και ο τυφλός του Ευαγγελίου.