Και τώρα, ω Θεέ μου, όλα αυτά είναι μακριά. Ο χρόνος επούλωσε την πληγή μου. Μπορώ άραγε, τείνοντας το αυτί της καρδιάς μου στο στόμα Σου, να μάθω γιατί τα δάκρυα είναι τόσο γλυκά στους δυστυχείς;
Αλλά για ποιο λόγο μιλώ για όλα αυτά; Εδώ δεν πρόκειται για λύση προβλημάτων, αλλά για εξομολόγηση προς Εσένα, ω Θεέ μου. Ήμουν λοιπόν δυστυχής. Κάθε ψυχή είναι δυστυχής όταν δεσμεύεται από την αγάπη με εφήμερα πλάσματα και πάσχει φοβερά όταν τα χάνει. Και τότε αισθάνεται την αθλιότητα που την βασανίζει, προτού τα χάσει.
Τέτοια ήταν εκείνη την εποχή η κατάστασή μου. Έχυνα δάκρυα πικρά και έβρισκα απόλαυση στην πικρία. Μέχρι αυτού του σημείου ήμουν δυστυχής. Και όμως αυτή η ζωή με το δράμα του μυστηρίου μου, μου ήταν προσφιλέστερη παρά ο φίλος μου. Επιθυμούσα να την αλλάξω, αλλ’ όχι και να την χάσω, αμφιβάλλω δε, αν συναινούσα χάρη αυτού να μιμηθώ το παράδειγμα του Ορέστη και του Πυλάδη- αν δεν είναι παραμύθι και αυτό – οι οποίοι ήθελαν μάλλον να πεθάνουν παρά να χωρισθούν ο ένας από τον άλλο, διότι ο χωρισμός τους φαινόταν φρικωδέστερος από το θάνατο. Πιστεύω ότι όσο περισσότερο τον αγαπούσα, τόσο περισσότερο μισούσα και φοβόμουν το θάνατο, που τον είχε θερίσει σαν απαίσιο και άσπονδο εχθρό, πρόθυμο να καταβροχθίσει όλους τους ανθρώπους, όπως καταβρόχθισε και τον φίλο μου. Αυτό το συναίσθημα εξουσίαζε τότε την ψυχή μου.
Ω Θεέ μου, να η καρδιά μου και να το μυστικό της. Δες σ’ αυτήν χαραγμένες τις αναμνήσεις μου, ω ελπίδα μου Εσύ, που αποπλύνεις τις κηλίδες τέτοιων αφοσιώσεων, που προσανατολίζεις προς Εσέ τα βλέμματά μου και απελευθερώνεις από αυτές τις αλυσίδες το σώμα μου.
Απορούσα βλέποντας τους άλλους θνητούς ζωντανούς, αφού είχε πεθάνει εκείνος, σαν να επρόκειτο να μην πεθάνει ποτέ, και απορούσα περισσότερο ακόμη να ζω εγώ, αφού εκείνος δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Πόσο ωραία είναι η φράση εκείνη του ποιητή, ο οποίος μιλώντας για το φίλο του, τον ονομάζει «ήμισυ της ψυχής του». Ω ναι, αισθανόμουν ότι η ψυχή του και η ψυχή μου ήσαν μία και μόνη ψυχή σε δύο σώματα. Γι’ αυτό η ζωή μου ήταν φρικαλέα. Δεν ήθελα πια να ζω, αφού το εγώ μου είχε μειωθεί κατά το ήμισυ. Για το λόγο αυτό δεν ήθελα να πεθάνω, για να μην πεθάνει ολοσχερώς εκείνος που τόσο αγάπησα.
Από το βιβλίο: «ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ»
Μολονότι είσαι πανταχού παρών, θα έριχνες τη δυστυχία μας μακριά Σου; Άραγε συσπειρώνεσαι στον εαυτό Σου, τη στιγμή που εμείς συμπαρασυρόμεθα από τα κύματα των δοκιμασιών της ζωής; Αναστεναγμοί, λυγμοί, δάκρυα, οδυρμοί. Πώς συλλέγουμε γλυκό καρπό απ’ αυτές τις πικρίες;
Είναι άραγε γλυκός αυτός ο καρπός, επειδή ελπίζομε ότι θα μας ακούσεις; Αυτό γίνεται όσον αφορά τις προσευχές μας, στο βάθος των οποίων υπάρχει ο πόθος να φθάσομε μέχρι τα κράσπεδα του θρόνου Σου. Αλλά μπορεί να το πει κανείς και για τον πόνο, που προξενεί η απώλεια ενός προσώπου που λατρεύομε, για τον πόνο, ο οποίος τότε με βασάνιζε; Δεν ήλπιζα να τον δω ζωντανό. Δεν ζητούσα λοιπόν με τα δάκρυά μου τη νεκρανάσταση του φίλου μου; Έκλαιγα και αναστέναζα γιατί δεν ήμουν πια ευτυχής , γιατί έχασα τη χαρά μου. Μπορούμε να πούμε, ότι τα δάκρυα είναι αυτά καθεαυτά πικρά, αλλ’ ότι είναι συγχρόνως και γλυκά, λόγω της αηδίας που μας προκαλούν τ’ αντικείμενα των πολλών τέρψεών μας και εφόσον δεν αισθανόμεθα παρά μόνο αποστροφή γι’ αυτά;
Αλλά για ποιο λόγο μιλώ για όλα αυτά; Εδώ δεν πρόκειται για λύση προβλημάτων, αλλά για εξομολόγηση προς Εσένα, ω Θεέ μου. Ήμουν λοιπόν δυστυχής. Κάθε ψυχή είναι δυστυχής όταν δεσμεύεται από την αγάπη με εφήμερα πλάσματα και πάσχει φοβερά όταν τα χάνει. Και τότε αισθάνεται την αθλιότητα που την βασανίζει, προτού τα χάσει.
Τέτοια ήταν εκείνη την εποχή η κατάστασή μου. Έχυνα δάκρυα πικρά και έβρισκα απόλαυση στην πικρία. Μέχρι αυτού του σημείου ήμουν δυστυχής. Και όμως αυτή η ζωή με το δράμα του μυστηρίου μου, μου ήταν προσφιλέστερη παρά ο φίλος μου. Επιθυμούσα να την αλλάξω, αλλ’ όχι και να την χάσω, αμφιβάλλω δε, αν συναινούσα χάρη αυτού να μιμηθώ το παράδειγμα του Ορέστη και του Πυλάδη- αν δεν είναι παραμύθι και αυτό – οι οποίοι ήθελαν μάλλον να πεθάνουν παρά να χωρισθούν ο ένας από τον άλλο, διότι ο χωρισμός τους φαινόταν φρικωδέστερος από το θάνατο. Πιστεύω ότι όσο περισσότερο τον αγαπούσα, τόσο περισσότερο μισούσα και φοβόμουν το θάνατο, που τον είχε θερίσει σαν απαίσιο και άσπονδο εχθρό, πρόθυμο να καταβροχθίσει όλους τους ανθρώπους, όπως καταβρόχθισε και τον φίλο μου. Αυτό το συναίσθημα εξουσίαζε τότε την ψυχή μου.
Απορούσα βλέποντας τους άλλους θνητούς ζωντανούς, αφού είχε πεθάνει εκείνος, σαν να επρόκειτο να μην πεθάνει ποτέ, και απορούσα περισσότερο ακόμη να ζω εγώ, αφού εκείνος δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Πόσο ωραία είναι η φράση εκείνη του ποιητή, ο οποίος μιλώντας για το φίλο του, τον ονομάζει «ήμισυ της ψυχής του». Ω ναι, αισθανόμουν ότι η ψυχή του και η ψυχή μου ήσαν μία και μόνη ψυχή σε δύο σώματα. Γι’ αυτό η ζωή μου ήταν φρικαλέα. Δεν ήθελα πια να ζω, αφού το εγώ μου είχε μειωθεί κατά το ήμισυ. Για το λόγο αυτό δεν ήθελα να πεθάνω, για να μην πεθάνει ολοσχερώς εκείνος που τόσο αγάπησα.
Από το βιβλίο: «ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ»