Ἂν θυμάμασταν, ἀδελφοί μου, τὰ λόγια τῶν ἁγίων Γερόντων, ἂν τὰ μελετούσαμε, δύσκολα θὰ πέφταμε στὴν ἁμαρτία, δύσκολα θὰ παραμελούσαμε τοὺς ἑαυτούς μας.
Γιατί, ἄν, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς συμβούλευσαν ἐκεῖνοι, δὲν καταφρονούσαμε τὰ μικρὰ καὶ ὅσα θεωροῦμε ἀσήμαντα, δὲν θὰ φθάναμε νὰ πέσουμε στὰ μεγάλα καὶ βαριά.
Καὶ ὅμως λένε ὅτι ἀπ΄ αὐτὰ τὰ μικροπράγματα φθάνει κανεὶς σ΄ αὐτὸ τὸ τόσο μεγάλο κακό. Ἀπὸ τὸ νὰ δεχθεῖ μία μικρὴ ὑποψία γιὰ τὸν πλησίον, ἀπὸ τὸ νὰ λέει «τί σημασία ἔχει ἂν ἀκούσω τί λέει αὐτὸς ὁ ἀδελφός, τί σημασία ἔχει ἂν πῶ καὶ....
ἐγὼ αὐτὸν τὸν ἕνα λόγο, τί σημασία ἔχει ἂν δῶ ποῦ πάει αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς ἢ τί πάει νὰ κάνει αὐτὸς ὁ ξένος;», ἀρχίζει ὁ νοῦς νὰ ἀφήνει τὶς δικές του ἁμαρτίες καὶ νὰ ἀπασχολεῖται μὲ τὴ ζωὴ τοῦ πλησίον.
(συνεχίζεται)
Γιατί, ἄν, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς συμβούλευσαν ἐκεῖνοι, δὲν καταφρονούσαμε τὰ μικρὰ καὶ ὅσα θεωροῦμε ἀσήμαντα, δὲν θὰ φθάναμε νὰ πέσουμε στὰ μεγάλα καὶ βαριά.
Πάντοτε σᾶς λέω, ὅτι ἀπὸ αὐτὰ τὰ μικρά, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ λέμε «τί σημασία ἔχει αὐτό, τί σημασία ἔχει ἐκεῖνο;», κακοσυνηθίζει ἡ ψυχὴ καὶ ἀρχίζει νὰ μὴ δίνει σημασία καὶ στὰ μεγάλα.
Ξέρεις πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι νὰ κρίνεις τὸν πλησίον; Πραγματικά, τί μπορεῖ νὰ εἶναι βαρύτερο ἀπ΄ αὐτό; Τί ἄλλο μισεῖ τόσο πολὺ καὶ ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς σὰν τὴν κατάκριση; Ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν καὶ οἱ Πατέρες, δὲν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπ΄ αὐτή.
Καὶ ὅμως λένε ὅτι ἀπ΄ αὐτὰ τὰ μικροπράγματα φθάνει κανεὶς σ΄ αὐτὸ τὸ τόσο μεγάλο κακό. Ἀπὸ τὸ νὰ δεχθεῖ μία μικρὴ ὑποψία γιὰ τὸν πλησίον, ἀπὸ τὸ νὰ λέει «τί σημασία ἔχει ἂν ἀκούσω τί λέει αὐτὸς ὁ ἀδελφός, τί σημασία ἔχει ἂν πῶ καὶ....
ἐγὼ αὐτὸν τὸν ἕνα λόγο, τί σημασία ἔχει ἂν δῶ ποῦ πάει αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς ἢ τί πάει νὰ κάνει αὐτὸς ὁ ξένος;», ἀρχίζει ὁ νοῦς νὰ ἀφήνει τὶς δικές του ἁμαρτίες καὶ νὰ ἀπασχολεῖται μὲ τὴ ζωὴ τοῦ πλησίον.
Ἀπὸ ἐκεῖ φθάνει κανεὶς στὴν κατάκριση, στὴν καταλαλιά, στὴν ἐξουδένωση. Ἀπὸ ἐκεῖ πέφτει σὲ ὅσα κατακρίνει. Ἐπειδὴ δὲν φροντίζει γιὰ τὶς δικές του κακίες, ἐπειδὴ δὲν κλαίει, ὅπως εἶπαν οἱ Πατέρες, τὸν πεθαμένο ἑαυτό του, δὲν μπορεῖ σὲ τίποτε ἀπολύτως νὰ διορθώσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ πάντοτε ἀσχολεῖται μὲ τὸν πλησίον.
Καὶ τίποτα δὲν παροργίζει τόσο τὸν Θεό, τίποτα δὲν ξεγυμνώμει τόσο τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐγκατάλειψη, ὅσο ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκριση καὶ ἡ ἐξουδένωση τοῦ πλησίον.
(συνεχίζεται)
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου» ἔργα ἀσκητικά,
ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία», Ι. Μονὴ Τ. Προδρόμου Καρέας