Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Ἀγάπη στὸν πλησίον



Άγιος Πορφύριος (Μπαϊρακτάρης)

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ 
καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ 

Ἕνα εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό. Ἔτσι μόνο θ’ ἀποκτήσομε τὴν χάρι, τὸν οὐρανό, τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσομε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μυστικά. Θὰ νιώθομε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν Θεό, ἂν δὲν περάσει ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, “ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;”

Ν’ ἀγαπᾶμε, νὰ θυσιαζόμαστε γιὰ ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς νὰ ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μία ἀγάπη ποὺ ζητάει ἀνταπόδοση εἶναι ἰδιοτελής. Δὲν εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀκραιφνής. Νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε καὶ νὰ τοὺς συμπονᾶτε ὅλους. “Και εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη• ὑμεῖς δὲ ἐστε μέλη Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους”. Αὐτὸ εἶναι Ἐκκλησία• ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ὁ ἄλλος νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἡ φιλαυτία εἶναι ἐγωισμός. Νὰ μὴ ζητᾶμε, “ἐγὼ νὰ σταθῶ, ἐγὼ νὰ πάω στὸν Παράδεισο”, ἀλλὰ νὰ νιώθομε γιὰ ὅλους αὐτὴ τὴν ἀγάπη. Καταλάβατε; Αὐτὸ εἶναι ταπείνωση. Ἔτσι, ἂν ζοῦμε ἑνωμένοι, θὰ εἴμαστε μακάριοι, θὰ ζοῦμε στὸν Παράδεισο. Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι “σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς μας”. Μπορῶ ν’ ἀδιαφορήσω γι’ αὐτόν, μπορῶ νὰ τὸν πικράνω, μπορῶ νὰ τὸν μισήσω;

Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἂν αὐτὸ κάνομε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτα καλύτερο δὲν ὑπάρχει ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἂς διαβάσομε ἀπ’ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχή. Προσέξτε τοὺς στίχους: “ ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς.... ἵνα πάντες ἐν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί... ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν... ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν... ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κακεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ”.

Βλέπετε; Τὸ λέει καὶ τὸ ξαναλέει. Τονίζει τὴν ἑνότητα. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα, ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό! Ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ἐδῶ κρύβεται τὸ μεγαλύτερο βάθος τοὺς μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καμία θρησκεία δὲν λέγει κάτι τέτοιο. Κανεὶς δὲν ζητάει αὐτὴ τὴ λεπτότητα ποὺ ζητάει ὁ Χριστός, νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα σὺν Χριστῷ. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ πλήρωμα. Σ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα, σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐν Χριστῷ. Καμία διάσπαση ἐκεῖ δὲν χωράει, κανεὶς φόβος. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλαση. Μόνο ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, λατρεία Θεοῦ. Μπορεῖς νὰ φθάσεις νὰ λὲς τότε μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: “Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός”.

Μποροῦμε πολὺ εὔκολα νὰ φθάσομε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἀγαθὴ προαίρεση χρειάζεται κι ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἔλθει μέσα μας. “Κρούει τὴν θύραν” καὶ “καινὰ ποιεῖ πάντα”, ὅπως λέγει στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Μεταβάλλεται ἡ σκέψη μας, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν κακία, γίνεται πιὸ καλή, πιὸ ἁγία, πιὸ εὔστροφος. Ἄν, ὅμως, δὲν ἀνοίξομε τοῦ κρούοντος τὴν θύραν, ἂν δὲν ἔχομε ἐκεῖνα ποὺ θέλει Αὐτός, ἂν δὲν εἴμαστε ἄξιοί Του, τότε δὲν μπαίνει στὴν καρδιά μας. 


Γιὰ νὰ γίνομε ὅμως ἄξιοί Του, πρέπει ν’ ἀποθάνομε κατὰ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνομε ποτὲ πλέον. Τότε θὰ ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἐνσωματωμένοι μὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θὰ ἔλθει ἡ θεία χάρις. Καὶ ἅμα θὰ ἔλθει ἡ χάρις, θὰ μᾶς τὰ δώσει ὅλα.Στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶδα κάποτε κάτι πού μοῦ ἄρεσε πολύ. Μέσα σὲ μία βάρκα στὴ θάλασσα μοναχοὶ κρατοῦσαν διάφορα ἱερὰ ἀντικείμενα. Καταγόταν ὁ καθένας ἀπὸ διαφορετικὸ τόπο, ἐν τούτοις ἔλεγαν, “αὐτὸ εἶναι δικὸ μας” καὶ ὄχι “δικὸ μου”.


Ἂς σκορπίζομε σὲ ὅλους τὴν ἀγάπη μας ἀνιδιοτελῶς 

Ὑπεράνω ὅλων ἡ ἀγάπη. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ, παιδιά μου, εἶναι ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλο, ἡ ψυχή του. Ὅ,τι κάνομε, προσευχή, συμβουλή, ὑπόδειξη, νὰ τὸ κάνομε μὲ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν ἀγάπη ἡ προσευχὴ δὲν ὠφελεῖ, ἡ συμβουλὴ πληγώνει, ἡ ὑπόδειξη βλάπτει καὶ καταστρέφει τὸν ἄλλον, ποὺ αἰσθάνεται ἂν τὸ ἀγαπᾶμε ἢ δὲν τὸν ἀγαπᾶμε καὶ ἀντιδρᾶ ἀναλόγως. Ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη! Ἡ ἀγάπη στὸν ἀδελφό μας προετοιμάζει ν’ ἀγαπήσομε περισσότερο τὸν Χριστό. Ὡραῖο δὲν εἶναι;

Ἂς σκορπίζομε σὲ ὅλους τὴν ἀγάπη μας ἀνιδιοτελῶς, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ στάση τους. Ὅταν ἔλθει μέσα μας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ἐνδιαφερόμαστε ἂν μᾶς ἀγαπᾶνε ἢ ὄχι, ἂν μᾶς μιλᾶνε μὲ καλοσύνη. Θὰ νιώθομε τὴν ἀνάγκη ἐμεῖς νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ὅλους. Εἶναι ἐγωισμὸς νὰ θέλομε οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς μιλᾶνε μὲ καλοσύνη. Ἂς μὴ μᾶς στενοχωρεῖ τὸ ἀντίθετο. Ἂς ἀφήσομε τοὺς ἄλλους νὰ μᾶς μιλᾶνε ὅπως αἰσθάνονται. Ἂς μὴ ζητιανεύομε τὴν ἀγάπη. Ἐπιδίωξή μας νὰ εἶναι ν’ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ προσευχόμαστε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ γιὰ κείνους. Τότε θὰ προσέξομε ὅτι ὅλοι θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκομε, χωρὶς καθόλου νὰ ζητιανεύομε τὴν ἀγάπη τους. Θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε ἐλεύθερα καὶ εἰλικρινὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους χωρὶς νὰ τοὺς ἐκβιάζομε. Ὅταν ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ ἐπιδιώκομε νὰ μᾶς ἀγαπᾶνε, θὰ μαζεύονται ὅλοι κοντά μας σὰν τὶς μέλισσες. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους μας.

Ἂν ὁ ἀδελφός σου σ’ ἐνοχλεῖ, σὲ κουράζει, νὰ σκέπτεσαι: “Τώρα μὲ πονάει τὸ μάτι μου, τὸ χέρι μου, τὸ πόδι μου• πρέπει νὰ τὸ περιθάλψω μ’ ὅλη μου τὴν ἀγάπη”. Νὰ μὴ σκεπτόμαστε, ὅμως, οὔτε ὅτι θὰ ἀμειφθοῦμε γιὰ τὰ δῆθεν καλά, οὔτε ὅτι θὰ τιμωρηθοῦμε γιὰ τὰ κακὰ ποὺ διαπράξαμε. Ἔρχεσαι εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, ὅταν ἀγαπάεις μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τότε δὲν ζητάεις νὰ σ’ ἀγαπᾶνε• αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ σωθοῦμε. Ὁ Θεὸς τὸ θέλει. Ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: “... πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν”.



Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλομεν, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους 

Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικήσει μ’ ὁποιονδήποτε τρόπο, μὲ συκοφαντίες, μὲ προσβολές, νὰ σκεπτόμαστε ὅτι εἶναι ἀδελφός μας ποὺ τὸν κατέλαβε ὁ ἀντίθετος. Ἔπεσε θύμα τοῦ ἀντιθέτου. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν συμπονέσομε καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ ἐλεήσει κι ἐμᾶς κι αὐτόν• κι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσει καὶ τοὺς δύο. Ἄν, ὅμως, ὀργισθοῦμε ἐναντίον του, τότε ὁ ἀντίθετος ἀπὸ κεῖνον θὰ πηδήσει σ’ ἐμᾶς καὶ θὰ μᾶς παίζει καὶ τοὺς δύο. Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, δὲν ἀγαπάει τὸν Χριστό. Ὁ ἐγωισμὸς φταίει. Ἀπὸ κεῖ ξεκινάει ἡ κατάκριση.

Θὰ σᾶς πῶ ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται μόνος του στὴν ἔρημο. Δὲν ὑπάρχει κανείς. Ξαφνικὰ ἀκούει κάποιον ἀπὸ μακριὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ φωνάζει. Πλησιάζει κι ἀντικρίζει ἕνα φοβερὸ θέαμα: μία τίγρις ἔχει ἁρπάξει ἕναν ἄνθρωπο καὶ τὸν καταξεσχίζει μὲ μανία. Ἐκεῖνος ἀπελπισμένος ζητάει βοήθεια. Σὲ λίγα λεπτὰ θὰ τὸν κατασπαράξει. Τί νὰ κάνει, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει; Νὰ τρέξει κοντά του; Πῶς; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον. Νὰ φωνάξει; Ποιόν; Κανεὶς ἄλλος δὲν ὑπάρχει. Μήπως θὰ πάρει καμιὰ πέτρα νὰ τήνε ρίξει στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀποτελειώσει; “ Ὄχι, βέβαια!”, θὰ ποῦμε. Κι ὅμως αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει, ὅταν δὲν καταλαβαίνομε ὅτι ὁ ἄλλος ποὺ μᾶς φέρεται ἄσχημα κατέχεται ἀπὸ τὸν διάβολο, τὴν τίγρη. Μᾶς διαφεύγει ὅτι, ὅταν κι ἐμεῖς τὸν ἀντιμετωπίζομε χωρὶς ἀγάπη, εἶναι σὰν νὰ τοῦ ρίχνομε πέτρες πάνω στὶς πληγές του, ὁπότε τοῦ κάνομε πολὺ κακὸ καὶ ἡ “τίγρις” μεταπηδάει σ’ ἐμᾶς καὶ κάνομε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐκεῖνος καὶ χειρότερα. Τότε, λοιπόν, ποιὰ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχομε γιὰ τὸν πλησίον μας καί, πολὺ περισσότερο, γιὰ τὸν Θεό;

Νὰ αἰσθανόμαστε τὴν κακία τοῦ ἄλλου σὰν ἀρρώστια ποὺ τὸν βασανίζει καὶ ὑποφέρει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ. Γι’ αὐτὸ νὰ βλέπομε τοὺς ἀδελφούς μας μὲ συμπάθεια καὶ νὰ τοὺς φερόμαστε μὲ εὐγένεια λέγοντας μέσα μας μὲ ἁπλότητα τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ”, γιὰ νὰ δυναμώσει μὲ τὴ θεία χάρι ἡ ψυχή μας καὶ νὰ μὴν κατακρίνομε κανένα. Ὅλους τους ἁγίους νὰ τοὺς βλέπομε. Ὅλοι μας μέσα φέρομε τὸν ἴδιο παλαιὸ ἄνθρωπο. Ὁ πλησίον, ὅποιος κι ἂν εἶναι, εἶναι “σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς μας”, εἶναι ἀδελφός μας καὶ “μηδενὶ μηδὲν ὀφείλομεν, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους”, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ κατηγορήσομε τοὺς ἄλλους, γιατί “οὐδεὶς τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν”.

Ὅταν κάποιος ἔχει ἕνα πάθος, νὰ προσπαθοῦμε νὰ τοῦ ρίχνομε ἀκτίνες ἀγάπης καὶ εὐσπλαγχνίας, γιὰ νὰ θεραπεύεται καὶ νὰ ἐλευθερώνεται. Μόνο μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνονται αὐτά. Νὰ σκέπτεσθε ὅτι αὐτὸς ὑποφέρει περισσότερο ἀπὸ ἐσᾶς. Στὸ κοινόβιο, ὅταν κάποιος φταίει, νὰ μὴν τοῦ ποῦμε ὅτι φταίει. Νὰ στεκόμαστε μὲ προσοχή, σεβασμὸ καὶ προσευχή. Ἐμεῖς νὰ προσπαθοῦμε νὰ μὴν τὸ κάνομε τὸ κακό. Ὅταν ὑπομένομε τὴν ἀντιλογία τοῦ ἀδελφοῦ, λογίζεται μαρτύριο. Νὰ τὸ κάνομε μὲ χαρά.

Ὁ χριστιανὸς εἶναι εὐγενής. Νὰ προτιμᾶμε ν’ ἀδικούμαστε. Ἅμα ἔλθει μέσα μας τὸ καλό, ἡ ἀγάπη, ξεχνᾶμε τὸ κακὸ ποὺ μᾶς κάνανε. Ἐδῶ κρύβεται τὸ μυστικό. Ὅταν τὸ κακὸ ἔρχεται ἀπὸ μακριά, δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ ἀποφύγετε. Ἡ μεγάλη τέχνη εἶναι, ὅμως, νὰ τὸ περιφρονήσετε. Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ θὰ τὸ βλέπετε, δὲν θὰ σᾶς ἐπηρεάζει, διότι θὰ εἶστε πλήρεις χάριτος.

Στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι ἀλλιώτικα. Ἐκεῖ κανεὶς τὰ δικαιολογεῖ στοὺς ἄλλους ὅλα. Ὅλα! Τί εἴπαμε; “Ο Χριστὸς βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους”. Ἐγὼ ἐσένα βγάζω φταίχτη, ἔστω κι ἄν μοῦ λὲς ὅτι φταίει ὁ τάδε ἢ ἡ τάδε. Τελικὰ σὲ κάτι φταίεις καὶ τὸ βρίσκεις, ὅταν σοῦ τὸ πῶ. Αὐτὴ τὴ διάκριση ν’ ἀποκτήσετε στὴ ζωή σας. Νὰ ἐμβαθύνετε στὸ καθετὶ καὶ νὰ μὴν τὰ βλέπετε ἐπιφανειακά. Ἂν δὲν πᾶμε στὸν Χριστό, ἂν δὲν ὑπομένομε, ὅταν πάσχομε ἀδίκως, θὰ βασανιζόμαστε συνέχεια. Τὸ μυστικὸ εἶναι ν’ ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὶς καταστάσεις μὲ πνευματικὸ τρόπο. Κάτι παρόμοιο γράφει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος:

“ Ὅλους τοὺς πιστοὺς ὀφείλομε νὰ τοὺς βλέπομε σὰν ἕνα καὶ νὰ σκεπτόμαστε ὅτι στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ νὰ ἔχομε γιὰ τὸν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιάσομε γιὰ χάρη του καὶ τὴ ζωή μας. Γιατί ὀφείλομε νὰ μὴ λέμε, οὔτε νὰ θεωροῦμε κανένα ἄνθρωπο κακό, ἀλλὰ ὅλους νὰ τοὺς βλέπομε ὡς καλούς. Κι ἂν δεῖς ἕναν ἀδελφὸ νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ πάθη, νὰ μὴν τὸν μισήσεις αὐτόν• μίσησε τὰ πάθη ποὺ τὸν πολεμοῦν. Κι ἂν τὸν δεῖς νὰ τυραννεῖται ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ συνήθειες προηγουμένων ἁμαρτιῶν, περισσότερο σπλαγχνίσου τον, μὴν τυχὸν δοκιμάσεις καὶ σὺ πειρασμό, ἀφοῦ εἶσαι ἀπὸ ὑλικὸ ποὺ εὔκολα γυρίζει ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ κακό’’.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ σὲ προετοιμάζει ν’ ἀγαπήσεις περισσότερο τὸν Θεό. Τὸ μυστικό, λοιπόν, τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό. Γιατί, ἂν δὲν ἀγαπάεις τὸν ἀδελφό σου ποὺ τὸν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατὸν ν’ ἀγαπάεις τὸν Θεὸ ποὺ δὲν Τὸν βλέπεις; «Ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»