Είναι ένα βουνό στην Αίγυπτο που βγάζει στη σκήτη την πανέρημο και ονομάζεται Φέρμη.
Σ’ αυτό μένουν καμιά πεντακοσαριά άνδρες ασκούμενοι, που μεταξύ τους κάποιος Παύλος, έτσι ονομαζόμενος, είχε αυτή την πολιτεία, δεν εργάστηκε, δεν μερίμνησε για βιοτικά, δεν δέχτηκε από κανέναν τίποτα εκτός από ότι έτρωγε.
Το έργο δε και η άσκησή του ήταν να προσεύχεται αδιάλειπτα.
Είχε λοιπόν γραμμένες τριακόσιες ευχές, και άλλα τόσα πετραδάκια μαζεμένα και κρυμμένα στον κόρφο του, και σε κάθε ευχή έπαιρνε και έριχνε έξω ένα πετραδάκι.
Αυτός πήγε να συναντήσει τον άγιο Μακάριο τον λεγόμενο πολιτικό και του λέει: «Αββά, θλίβομαι».
Τον ανάγκασε εκείνος να πει για ποια αιτία.
Αυτός δε του λέει: «Σε κάποιο χωριό μένει μια παρθένα που έχει τριάντα χρόνια στην άσκηση, που γι’ αυτήν μου διηγήθηκαν ότι εκτός από Σάββατο και Κυριακή ουδέποτε τρώει, αλλά όλο το χρόνο υπομένοντας τις εβδομάδες και τρώγοντας κάθε πέντε μέρες, κάνει εφτακόσιες ευχές.
Και όταν το έμαθα, απογοητεύθηκα απ’ τον εαυτό μου, διότι δεν μπόρεσα να κάνω πάνω από τριακόσιες».
Του αποκρίθηκε ο άγιος Μακάριος: «Εγώ έχω εξήντα χρόνια που έχω ορίσει να κάνω εκατό ευχές, δουλεύω για τα προς το ζην, ανταποδίδω στους αδελφούς την οφειλή της συνάντησης και δεν με κρίνει ο λογισμός για αμέλεια.
Αν εσύ, κάνοντας τριακόσιες, ελέγχεσαι από τη συνείδηση, είναι φανερό ότι ή δεν προσεύχεσαι καθαρά, ή ενώ μπορείς να κάνεις περισσότερες δεν κάνεις».
ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ
Διμηνιαίο φυλλάδιο Ορθοδόξου διδαχής
Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης
Έτος Α’ – 2002 – Ιανουάριος – Φεβρουάριος