Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Όσα δεν πήρε ο άνεμος. Αναμνήσεις προσκυνητή (1969)

Σχετική εικόνα

Ενώ ήμουν στα Γιαννιτσά, τον Σεπτέμβριο του 1969, επισκέφτηκα πάλι τον Αγιον Όρος. Αυτή την φορά επήγα με κάποιο θάρρος γιατί είχα πλέον εξοικειωθεί με έναν τόπο, πού περικλείει ότι άγιοπνευματικώτερο και ασκητικότερο μπορεί να αναζήτηση ό ορθόδοξος χριστιανός και μάλιστα ένας εν τω κόσμω ιερομόναχος, όπως εγώ. 

Είχα εν τω μεταξύ και από τις άλλες επισκέψεις μου γνωριστεί με τις Ιερές Μονές, τούς γέροντες και τούς μοναχούς και αισθανόμουν.... σαν στο σπίτι μου. 

Συνοδευόμενος από τον μόλις τότε χειροτονηθέντα διάκονο στα Γιαννιτσά, πατέρα Χριστόδουλο Κοσμά και έξι άλλους νέους, (ένας από τα Γιαννιτσά και οι άλλοι από την Ναύπακτο) μεταξύ των οποίων και δύο σημερινοί ιερομόναχοι, για τούς οποίους θα γράψω άλλου.

Μεγάλη εντύπωση μας άφησε ή επίσκεψις μας στο Μπουραζέρι. Ήταν τότε εκεί ό π. Χαράλαμπος, πνευματικός γόνος του Γέροντος Ιωσήφ του σπηλαιώτου, με την συνοδεία του. Θυμάμαι ότι μόλις μπήκαμε μάς πήρε μια ευχάριστη μυρουδιά από την κληματαριά τους με κάτι σταφύλια, πού είχαν ένα πολύ ιδιάζον και ευχάριστο άρωμα.


Τα κτίρια ήταν παλαιά ρωσικά, ωραία μεν, αλλά έδειχναν λίγο εγκατάλειψη. Τον περιβάλλον σιωπηλό, ασκητικό, όχι όμως αποκρουστικό. Ήταν διάχυτη κάποια χάρις. Ό Γέροντας Χαράλαμπος έλειπε, αλλά τον περιμέναμε. Θέλαμε οπωσδήποτε να τον δούμε. Μετά τον μεσημέρι ήλθε και συναντηθήκαμε. Ή εντύπωσης μου ήταν ότι έχω μπροστά μου ένα άνθρωπο με αυστηρή καλογερική ζωή και μυστικές εμπειρίες. Φτωχικά ντυμένος, έδειχνε να μην εξαρτάται από την γη. Συζητήσαμε αρκετή ώρα...




Στην αρχή δυσκολεύθηκα να τον παρακολουθήσω, διότι είχε μια ισχνή φωνή και έτρωγε τις λέξεις. Είχα εντείνει πολύ την προσοχή μου και πιστεύω δεν μου ξέφυγαν και πολλά από όσα μου είπε. Θυμάμαι πώς μου τόνισε ότι ή ειρήνη της καρδιάς είναι καρπός της εσωτερικής επαφής με τον Θεό! Αυτό ήταν για μένα ότι χρειαζόμουν.


Η επίσκεψις μας στον παπά-Έφραίμ των Κατουνακίων μας έδωσε πολλά. Ήταν ακόμη μόνος του, δεν είχε πάει ως τότε ό Παναγιώτης Πετρίδης (π. Ιωσήφ) και δεν μπορούσαμε να μείνουμε πολύ κοντά του. 

Μου έκανε εντύπωση εκείνη η σοβαρή βαθειά μορφή του, με την ολόασπρη σμιχτή γενειάδα και τα διαπεραστικά του μάτια. Τον είχαμε επισκεφθή και παλαιότερα με τον Γέροντα Χερουβείμ. Οι δύο αυτοί όσιακοί άνδρες αλληλοεκτιμώντο πάρα πολύ. Ο π. Έφραίμ θεωρούσε τον π. Χερουβείμ γνήσιο αγιορείτη, έστω και αν παρέμενε στον κόσμο. Ο π. Χερουβείμ θεωρούσε τον Γέροντα Έφραίμ αδάμαντα, κρυμμένο στα σπλάχνα της αθωνικής γης. Συχνότατα μάς μιλούσε γι αυτόν με πολύ σεβασμό και μάς έλεγε: «Ό παπά- Έφραίμ έχει δουλευθή στο αμόνι της υπακοής»....




Κάθισα λίγο στο μικρό του εργαστήρι -εκεί πού έφτιαχνε ξύλινες σφραγίδες- και τον ρώτησα να μου πει τί πρέπει να προσέξω περισσότερο, σαν νέος κληρικός πού ήμουν. Μου είπε ότι συνήθως το κακό μπαίνει μέσα μας από τα μάτια («διά των θυρίδων ανέβη ό θάνατος» Ιερεμ. 9, 21) και αυτά πρέπει να προσέχουμε περισσότερο. Δεν ξεχνώ ποτέ μου αυτή του την σκέψη. Τον ευχαριστήσαμε πολύ, πήραμε την ευχή του και αποχωριστήκαμε.

Τον βράδυ εκείνο διανυκτερεύσαμε στους Δανιηλαίους, στην χαριτωμένη αυτή συνοδεία, πού ήταν για όλους τον λιμάνι της αγάπης και της αναπαύσεως. Γέροντας νομίζω τότε ήταν ό π. Γερόντιος, ένας πράος και γλυκύτατος Γέρων. Ό παπά-Μόδεστος έκανε τις ακολουθίες, χωρίς να πολυκαταλαβαίνεις τί έλεγε. Αυτός όμως ήταν κατοικητήριο του Αγ. Πνεύματος και αυτό σε ανέπαυε. 

Φεύγοντας κατηφορίσαμε προς την Σκήτη της Αγ. Αννης και την Νέα Σκήτη. Στο μέσον συναντήσαμε την μικρή τότε συνοδεία του Γέροντος Γερασίμου, χαρισματούχου υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Είχα εκεί την ευλογία να γνωρισθώ με τον θαυμάσιο αυτόν άνθρωπο. Μόλις μας είδε από μακριά, βγήκε από τον σπίτι του και με αγκάλιασε με πολλή αγάπης, όπως δείχνει και ή φωτογραφία.




Μου είπε ότι γνώριζε και τον αδελφό μου Κορνήλιο, ό όποιος συχνά τον επισκεπτόταν και αυτό φυσικά μου μεγάλωσε την συγκίνηση. Μας πήρε κατόπιν στο ταπεινό και φτωχικό τότε σπιτάκι τους και αφού μας προσέφερε ό ίδιος τον καθιερωμένο λουκούμι και ποτό μας λέγει: ελάτε τώρα, πάτερ Άθηναγόρα να δείτε και τον κελλάκι όπου γράφω τις ακολουθίες. 

Ήταν ένα πολύ μικρό κελί, με λίγο φώς, πού τον λιγόστευε ακόμη περισσότερο ένα πανί πού έβαζε στο μικρό παραθυράκι, όταν ήθελε να συγκεντρωθεί -όπως μου είπε- να προσευχηθεί και να γράψει. Ένα μικρό γραφειάκι, μια καρέκλα, ένας πάγκος, για να κάθεται και κάποιος άλλος. Αυτή ήταν ή όλη του επίπλωσης!

- Πώς εργάζεσθε εδώ π. Γεράσιμε, τον ρώτησα.
- Να σας πω, μου είπε: κάθομαι εδώ στο γραφείο, σκύβω το κεφάλι μου και προσπαθώ με την ευχή να συγκεντρώσω τον νου μου στο θέμα, πού θέλω να γράψω. Κατόπιν πιάνω την πέννα και οι ιδέες και τα νοήματα έρχονται μόνα τους σαν καταρράκτης. Πολλές φορές δεν προλαβαίνω να αποτυπώσω τις σκέψεις μου στο χαρτί. Τον χέρι μου τρέχει μόνο του. Όλα τα αποδίδω στην χάρι του Θεού, τίποτε δεν είναι δικό μου, είπε καταλήγοντας ταπεινά.

Θαύμασα, πώς μέσα σ' αυτήν την εξωτερική απλότητα, ό Θεός έκρυψε έναν τέτοιο εμπνευσμένο ποιητή και υμνογράφο, πού έχει καταστολίσει την Εκκλησία Του με ένθεα έργα, πού αμιλλώνται εν πολλοίς τα δημιουργήματα των θεόπνευστων υμνογράφων μας.

Θεώρησα την συνάντηση μας αυτήν ένα ακόμη πνευματικό κεφάλαιο, προερχόμενο από τον ιερό μας Άθωνα, πού τον καταχώρισα στα μυστικά αποθεματικά της ψυχής μου. Ευγνωμονώ γι αυτόν τον Κύριό μας....

Άλλα ό Κύριος, προς τον τέλος, μας επεφύλαξε νέα πλούσια ευλογία! Ό π. Γεράσιμος, φεύγοντας, μας έκανε ένα πολύτιμο δώρο. Ελάτε -μας είπε- να σας γνωρίσω ένα γέροντα ασκητή, τον π. Άβιμέλεχ, ενενήντα δύο ετών.

Κτύπησε μια διπλανή ξύλινη μαυρισμένη πόρτα και σε λίγα λεπτά πρόβαλε μια οσιακή μορφή. Ένας ψηλός-ψηλός καλόγηρος, πού λες και ήταν μόνο κόκαλα και ράσο. 

Σκελετωμένος και στητός σαν κυπαρίσσι, παρά τα 92 του, μας είδε και μας χαιρέτησε γλυκά. Τον πρόσωπο του ήταν σκούρο, με λίγα γενάκια. Τα μάτια του ζωηρά, η φωνή του ισχνή. Άνθρωπος-σκιά!.... Του φιλήσαμε τον χέρι και τον παρακαλέσαμε να μας πει κάτι. 

«Τί να σας πω εγώ παιδιά μου -μας είπε- πού είμαι 92 χρονών και όμως ακόμη δεν έχω μετανοήσει;». Και σιώπησε! 

Ό δεύτερος της συνοδείας, π. Διονύσιος, μας αποκάλυψε ότι, τόσων χρόνων άνθρωπος, δεν έχει αρρωστήσει ποτέ στην ζωή του. Κάποια μέρα -είπε- αισθάνθηκε ένα πόνο στο στομάχι και μου ζήτησε να του δώσω κάποιο φάρμακο. Αλλά τί φάρμακο να δώσης σ' έναν τέτοιον αγνό οργανισμό; Του έδωσα λοιπόν κι' εγώ ένα ρεβίθι βρασμένο, με λίγο μέλι και του είπα να τον καταπιεί. Ύστερα από λίγες ώρες ήλθε και μου είπε: «Θεός σχωρέσου, παιδάκι μου, μου έκανε πολύ καλό αυτό τον φάρμακο, πού μου έδωσες»!.... Άθωότης και άπλότης μικρού παιδιού! «εάν μην στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μην είσέλθητε....» (Ματ. 18, 3).


Φεύγοντας περάσαμε από την Μονή Γρηγορίου, την Μονή πού με πονάει.... Μας ύπεδέχθη ένας νεαρός μοναχός, ό άρχοντάρης. Μας κέρασε και μας τακτοποίησε στα κελλιά. 

Είμαστε ακόμη στο αρχονταρίκι, όταν μπήκε μέσα ένας ηλικιωμένος μοναχός, κοντός και στρουμπουλός, λίγο άγριος. Τον χαιρετήσαμε και μας ρώτησε από πού ήλθαμε. Φάνηκε πώς αυτός ήταν ό κυρίως άρχοντάρης. Όταν λοιπόν ό μικρός του είπε ότι μας έχει τακτοποιήσει, του έβαλε τις φωνές μπροστά μας. 

«Ποιος σου είπε να τους τακτοποίησης; Μ' ερώτησες εμένα;». 
Ό μοναχός κατακοκκίνισε, ντράπηκε, αλλά δεν μίλησε καθόλου, ό καημένος. Θαυμάσαμε την στάση του! Στα Μοναστήρια οι Γεροντάδες εκπαιδεύουν τούς νεωτέρους στην ταπείνωση και με τέτοιους τρόπους! 

Όμως ό γέρος, ας φώναζε, είχε καλή καρδιά και αγάπη. Μας έβαλε λοιπόν να φάμε σε μια μικρή τράπεζα και μας διακονούσε ταπεινά. Σε μια στιγμή κάποιος από μας του είπε ότι ό πατήρ Άθηναγόρας είχε αδελφό εδώ στο Μοναστήρι σας, ό όποιος έχει κοιμηθεί.

- «Ποιόν», ρώτησε με ενδιαφέρον ό γέρων.
- «Τον διάκονο-Κορνήλιο», του απάντησε.
- «Τί; Ό Κορνήλιος ήταν αδελφός σου»; μου είπε.
- «Ναι, τον θυμάσθε πάτερ;»

Τότε τον είδα να αναλύεται σε λυγμούς, σαν μικρό παιδί!...
- «Τον Κορνήλιο αν θυμάμαι; Το πιο αγαπητό μας καλογέρι; "Αχ, το παιδάκι μου, μάς έφυγε πρόωρα.....».

Κι' όλο σκούπιζε τα μάτια του με τον μαντήλι.... Συγκινηθήκαμε από την άδολη παιδική αγάπη του γέροντος μοναχού....

Το βράδυ η Μονή είχε αγρυπνία και η παρέα μας έπιασε τα στασίδια. Οι ώρες περνούσαν χωρίς να τις καταλαβαίνουμε. Ήταν πολύ ωραία και κατανυκτικά. Εγώ καθόμουν σ' ένα στασίδι, κοντά στον θρόνο του Ηγουμένου Βησσαρίωνος. 

Όταν με έβλεπε συνεκινείτο πολύ γιατί θυμόταν, όπως έλεγε, τον Κορνήλιο. Ό Γέροντας στον θρόνο του έψαλλε τα «άνοιξαντάρια». Κατόπιν ήλθαν τα «στιχηρά» του εσπερινού. Δεν ενθυμούμαι ποιά εορτή ήταν. Ό Ηγούμενος σε μια στιγμή είπε στον κανονάρχη, πού σαν την «νυχτερίδα» μες' τον ημίφως των κεριών, ανεμίζοντας με τον φαρδύ του μανδύα έτρεχε από αναλόγιο σε αναλόγιο: «Δώσε στον πατέρα Άθηναγόρα να ψάλη».

Αυτός όμως δεν υπάκουσε και με παράτρεξε, πηγαίνοντας σε κάποιον διπλανό μου. Ό Ηγούμενος του ξαναείπε να δώση σε μένα. Τότε ό κανονάρχης πέταξε τον βιβλίο θυμωμένος και αποχώρησε από τον Ναό. 

Το απροσδόκητο αυτό συμβάν μάς εξέπληξε όλους. Να πω την αλήθεια, δεν πολυκατάλαβα τί άκριβώς συνέβη.... Όταν τον πρωί αποχωρούσαμε από την Μονή, κάποιος μοναχός με πλησίασε και μου είπε: «Πάτερ, μην στενοχωρήσθε για το χθεσινοβραδινό γεγονός. Αυτός ό μοναχός είναι σφόδρα εναντίον του Πατριάρχου Άθηναγόρου και όταν άκουσε τον όνομά σας κάτι τον έπιασε, δεν ξέρω, και γι αυτό φέρθηκε έτσι. Να μάς συγχωρείτε, υπάρχουν βλέπετε και σε μάς αδυναμίες».... Γέλασα απορημένος....
Επιστρέψαμε στα Γιαννιτσά πλουσιότεροι πνευματικά.


Από το βιβλίο ''Όσα δεν πήρε ο άνεμος'' Αρχιμ. Αθηναγόρα Καραμαντζάνη