Ερχόμαστε σε ένα θέμα που λέγεται «Πρόνοια του Θεού» και η οποία πολύ ενδιαφέρει και πολύ συγκινεί την ψυχή μας. Αυτή η Πρόνοια του Θεού που είναι αλήθεια της Αγίας Γραφής και μαρτυρία της ιστορίας του κόσμου είναι και καθημερινή πείρα της ζωής μας, που μας κάνει γεμάτοι ευγνωμοσύνη προς το Θεό να στρέφουμε καθημερινώς προς Αυτόν και ακατάπαυστα να τον δοξολογούμε.
Η θεία Πρόνοια
Αλλά τι είναι η θεία Πρόνοια; Είναι προέκταση και συμπλήρωση της θείας δημιουργίας. Δηλαδή: Δημιουργία και Πρόνοια είναι ενέργειες του Θεού, οι οποίες αλληλοεξαρτώνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Θεός, λέμε, δημιούργησε τον κόσμο, και ο Θεός προνοεί περί του κόσμου. «Ὁ Θεός ἐστιν ὅ τε ποιητής καί προνοητής».
Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Πρώτη αλήθεια. Δεύτερη, συνέχεια αυτής. Ο Θεός όρισε νόμους, τους φυσικούς νόμους, για να κυβερνάται ο κόσμος. Και Τρίτη. Ο Θεός δεν άφησε τον κόσμο να προχωρεί και να εξελίσσεται βάσει των φυσικών μόνο νόμων, αλλά στέκει επάνω από το δημιούργημά του, ο σοφός Δημιουργός, και το επιβλέπει, το κατευθύνει και, οσάκις χρειάζεται, επεμβαίνει ο ίδιος για να το καθοδηγήσει στην εκπλήρωση των σοφών και υψίστων σκοπών που όρισε γι’ αυτό. Αυτή η συνεχής και άμεση φροντίδα και επίβλεψη του Θεού επί του κόσμου προς πλήρη εκπλήρωση της αποστολής και του προορισμού του ονομάζεται Θεία Πρόνοια, πρόνοια του Θεού για τον κόσμο.
Χωρία από την Αγία Γραφή που βεβαιώνουν την πρόνοια αυτή του Θεού, και μάλιστα του Τριαδικού Θεού, είναι τα: Ιωάν. ε΄ 17· «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι». Το Ματθ. στ΄ 26, όπου παρουσιάζεται ο Πατήρ ο ουράνιος να τρέφει τα πετεινά του ουρανού, και ι΄ 29, όπου φαίνεται η φροντίδα του ουρανίου Πατρός για τη συντήρηση και ζωή και των μικρότερων πτηνών. Λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο· «οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν». συνεχίζει ειδικότερα για τον άνθρωπο· «ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί».
Και οι τρίχες της κεφαλής σας είναι μετρημένες. Τόση είναι η πρόνοια του Θεού. Και τα χωρία: Κολ. α΄ 13· «ὃς (ο Θεός δηλαδή) ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καὶ μετέστησεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ». Το Εβρ. α΄ 3, όπου λέει ο Παύλος, ότι ο Υιός του Θεού «δι’ ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς», και με τους λόγους του αυτούς μας παρουσιάζει την τέλεια αγάπη και πρόνοια του Υιού του Θεού για τη συγχώρηση των αμαρτιών μας και την αιώνια σωτηρία μας.
Και η θεία αυτή Πρόνοια είναι διπλή, διπλής φύσεως και μορφής. Πρόνοια για τη συντήρηση του κόσμου. Και Πρόνοια για την καθοδήγηση και βοήθεια των όντων του κόσμου, ιδίως των ανθρώπων προς πραγματοποίηση των σκοπών της υπάρξεως και ζωής τους. Επομένως έχουμε συντήρηση του κόσμου και κυβέρνηση του κόσμου.
Η συντήρηση του κόσμου
Είπαμε, συντήρηση του κόσμου είναι η πρόνοια του Θεού στο να διατηρείται ο κόσμος, όπως είναι, στο είναι του, όπως υπάρχει, στην ύπαρξή του, στη γραμμή και πορεία που του έδωσε ο Θεός και να μην υφίσταται φθορά και αλλοίωση και, πιο πολύ, να μην υφίσταται καταστροφή. Έτσι ο κόσμος διατελεί πάντοτε κάτω από τη θεία εξάρτηση και η συντήρησή του είναι συνέχεια της δημιουργίας του.
Η Αγία Γραφή, όταν μιλά για τη συντήρηση του κόσμου, λέει, ότι το πνεύμα του Θεού «συνέχει» (Σοφ. Σολ. α΄ 7), δηλαδή συγκρατεί τα πάντα, ότι ο Κύριος «φέρει τὰ πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» (Εβρ. α΄ 3), τα κρατεί δηλαδή και τα διευθύνει όλα με το λόγο του, που είναι γεμάτος δύναμη· ότι «τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε» (Κολασ. α΄ 17), όλα τα κτίσματα από το Θεό συγκρατούνται, ότι «ἐν αὐτῷ (στο Θεό) ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», υπάρχουμε σαν να πλέουμε μέσα στην πρόνοια και παρουσία του Θεού και εκείνος με το παντοδύναμο χέρι του μας κρατεί στη θέση μας (Πραξ. ιζ΄ 28), το οποίο θα πει ότι ο Θεός είναι η αρχή του είναι (της ύπαρξης), της ζωής και της κίνησης των πάντων. «Ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα (να υπάρχουν όλα), καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου (στο καλό αποβλέπουν όλα όσα έγιναν στον κόσμο), καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον (δηλαδή δεν υπάρχει σε αυτά αιτία, αφορμή) ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπὶ γῆς (δεν υπάρχει άδης να βασιλεύει επάνω στη γη και να καταπίνει τους ανθρώπους)», λέει και ο Σολομών (Σοφ. Σολ. α΄ 14).
Και ο Δαβίδ· ο Θεός είναι «ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὐ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. ργ΄ 5). Σταθερή και ακλόνητη την έφτιαξε τη γη και τη θεμελίωσε επάνω σε γερές βάσεις (1).
Η κυβέρνηση του κόσμου
Κυβέρνηση του κόσμου είναι η κατεύθυνση του κόσμου από το Θεό, ώστε να εκπληρώνεται ο ύψιστος σκοπός του. Ο σκοπός αυτός για τον άνθρωπο είναι, όπως έχουμε πει, η σωτηρία του και για όλο τον κόσμο η δόξα του Θεού. Δηλαδή, ο Θεός επεμβαίνει και κυβερνά τα πάντα ανεξαιρέτως, έμψυχα και άψυχα. Μέσα σε όλα, στην πορεία όλων των όντων ο Θεός βρίσκεται και τα κατευθύνει και χωρίς το θέλημα του πανσόφου Θεού τίποτε δεν γίνεται και στον ουράνιο και στον επίγειο κόσμο. Όπως λέει και ο ιερός Χρυσόστομος· «τὰ τοίνυν ἔργα φύσει τοιαῦτα, ὡς ἀπολάμπειν, ὡς ἀποστίλβειν, ὡς ἀνακηρύττειν τοῦ πεποιηκότος τὴν ὁσιότητα». Δηλαδή· τα έργα που έφτιαξε ο Θεός είναι φτιαγμένα έτσι σαν να λάμπουν, σαν να ακτινοβολούν, σαν να διακηρύττουν την αγιότητα εκείνου που τα έφτιαξε.
Πάρε μία εικόνα της ζωής μας, Χριστιανέ, και φαντάσου το πλοίο με τον πλοίαρχό του. Το πλοίο πλέει μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, τα κύματα πελώρια και απειλητικά ορθώνονται για να το καταποντίσουν, όσο μεγάλο και αν είναι. Και κινδυνεύει, σε κάθε στιγμή κινδυνεύει, το καράβι να βουλιάξει. Αλλά στο τιμόνι στέκει ολόρθος και αλύγιστος με ορθάνοιχτα τα μάτια ο κυβερνήτης του πλοίου και με στιβαρό χέρι διευθύνει το καράβι του παρ’ όλα τα τραντάγματα και τους κινδύνους, εκείνος το οδηγεί, χωρίς να πάθει τίποτε, στο ασφαλές λιμάνι. Είναι και αυτή μια εικόνα της θείας πρόνοιας για τον κόσμο και τη ζωή του καθενός μας. Έτσι, σαν το σοφό και γενναίο, τον ατρόμητο πλοίαρχο, στέκει επάνω από τον κόσμο και τον άνθρωπο ο Θεός και προνοεί· προστατεύει, διευθύνει και κυβερνά τα πάντα, χωρίς να παθαίνει βλάβη και ζημία ο κόσμος και οι άνθρωποι του κόσμου.
Προσευχή και θαύμα
Εδώ έχει θέση η προσευχή και το θαύμα. Αν ο Θεός δεν παρακολουθεί τον κόσμο και ιδιαίτερα τον άνθρωπο, για να τον προστατεύει και τον σώζει από πειρασμούς και κινδύνους, τότε δεν έχει θέση η προσευχή, τότε δεν γίνεται το θαύμα. Αλλά το αντίθετο συμβαίνει, όπως χιλιάδες γεγονότα το μαρτυρούν καθημερινώς. Και πρόνοια Θεού υπάρχει και η προσευχή θαυματουργεί και σώζει, επειδή ο Θεός προνοεί για τον κόσμο και ιδιαιτέρως για τον άνθρωπο και τον παρακολουθεί σε όλα τα βήματα της ζωής του, για αυτό και προσεύχεται ο άνθρωπος.
Η προσευχή προϋποθέτει την Πρόνοια. Στην Πρόνοια αυτή στηριζόμενοι οι άνθρωποι, πάντοτε βέβαια, αλλ’ ιδιαίτερα στις θλίψεις και δοκιμασίες της ζωής μας, γονατίζουμε, υψώνουμε τα χέρια μας στον ουρανό, ανοίγουμε την ψυχή μας στο Θεό και κινούμε και χείλη και γλώσσα, για να του πούμε τον πόνο μας και να ζητήσουμε την βοήθεια και προστασία του, να ζητήσουμε την επέμβασή του, για να μας σώσει από τα θλιβερά περιστατικά της ζωής μας.
Και αν η προσευχή μας γίνεται με θερμή και ακλόνητη πίστη στη θεία Πρόνοια και ευσπλαχνία, τότε θαυματουργεί. Επεμβαίνει ο Θεός και έξω ακόμη από τους φυσικούς νόμους, κάνει το θαύμα του και μας σώζει. Αυτή η έκτακτη επέμβασή του είναι το θαύμα, τα θαύματα που γεμίζουν τη ζωή των πιστών και προκαλούν την έκπληξη και τον θαυμασμό. Μέσα στην Πρόνοια του Θεού κινείται η προσευχή μας και βρίσκει θέση και πραγματοποίηση και το θαύμα. Και ας σημειώσουμε και τούτο. Το έργο της ψυχικής σωτηρίας μας είναι η πλέον συγκινητική εκδήλωση της θείας για μας Πρόνοιας.
Ναι, στη θεία αυτή Πρόνοια στηρίζεται και όλο το θείο έργο της σωτηρίας και λύτρωσής μας (2). Πολλές μαρτυρίες υπάρχουν της Αγίας Γραφής περί της προνοιακής αυτής ενέργειας του Θεού προς προστασία και λύτρωση του ανθρώπου. Μία· «ἐξ οὐρανοῦ ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος, εἶδε πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Άλλη· «ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτὸν τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ, ρύσασθαι ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς αὐτῶν καὶ διαθρέψαι αὐτοὺς ἐν λιμῷ» (Ψαλμ. λβ΄ 13, 18, 19).
Και τρίτη στον λγ΄ ψαλμό· «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους, καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν. πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακὰ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν. ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτῶν ἐρρύσατο αὐτούς» (16, 17, 18) και «λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ».
Και τόσα άλλα που λέγουν ότι ο Θεός είναι παρών πάντοτε, για να ακούει τις προσευχές των εκλεκτών και να σώζει αυτούς. Είναι παρών παρομοίως και για να βλέπει τις πονηρίες και αδικίες των κακών και να τις ματαιώνει. Προσευχή, λοιπόν, και θαύμα, θαυματουργική ενέργεια και επέμβαση του Θεού σε ανταπόκριση των προσευχών των ανθρώπων του. Ως προς δε την ειδική ενέργεια του Θεού, η οποία καταδεικνύει την συγκινητική του Πρόνοια για την αιώνια σωτηρία του αμαρτωλού, αρκεί ο λόγος του ίδιου του Κυρίου· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιωάν. γ΄ 16).
Από πού το κακό;
Μία απορία όμως ίσως προβληθεί. Αφού τον κόσμο τον δημιούργησε ο Θεός και τον δημιούργησε «καλόν λίαν», από πού το κακό; Πώς υπάρχει κακό στον κόσμο και μάλιστα τόσο πολύ και σε τόσο μεγάλο βαθμό το κακό; Ο αγαθός Θεός δημιούργησε μαζί με το αγαθό και το κακό; Κοντά στα τόσα καλά να υπάρχουν και τόσα κακά; Αυτό θα ήταν βλασφημία να το παραδεχθούμε, διότι από το αγαθό, τον Πανάγαθο Θεό, μόνο το αγαθό προέρχεται.
Εδώ, για να καταλάβουμε το πράγμα, πρέπει να ξεχωρίσουμε στις δύο μορφές του το κακό. Πρώτον είναι το φυσικό κακό. Έπειτα είναι και το ηθικό κακό. Φυσικό κακό είναι όλα τα θλιβερά και οδυνηρά που συμβαίνουν στη φύση και τη ζωή του ανθρώπου. Τέτοια είναι οι σεισμοί, οι θύελλες και πλημμύρες και καταστροφές, που αφανίζουν τα αγαθά από τη γη και κτυπούν τον άνθρωπο. Είναι οι ασθένειες, η φτώχεια, η πείνα, η ανεργία και τόσα άλλα, από τα οποία πάσχουμε όλοι και υποφέρουμε.
Τα θέλει αυτά ο Θεός; Και αν δεν τα θέλει, γιατί αφήνει να γίνονται και να πληγώνονται, να υποφέρουν από αυτά τα λογικά πλάσματά του; Απαντούμε σε αυτό. Όχι, ο Θεός δεν το θέλει το φυσικό κακό. Ούτε αρρώστιες ούτε φτώχειες ούτε καταστροφές θέλει. Αλλ’ επειδή αυτά τα βάσανα και δεινά συγκρατούν πολλές φορές τον άνθρωπο από τον κατήφορο του κακού, άλλοτε δε και δικαίους, αγίους ανθρώπους τους δίνουν αφορμή να εκδηλώνουν την αρετή τους και να παίρνουν καλό παράδειγμα οι κακοί, γι’ αυτούς τους λόγους ο Θεός επιτρέπει, μπορούμε δε να πούμε και πως θέλει να έρχεται το φυσικό κακό, για να εκπληρώνονται οι δύο αυτοί σωτήριοι σκοποί.
Έτσι με ένα πόλεμο που γίνεται, παύουν τις ακολασίες και ασωτείες τους οι άνθρωποι, αφήνουν τις απιστίες τους και με πίστη ρίχνονται στη μετάνοια και προσευχή. Επίσης ως προς την καλλιέργεια και εκδήλωση της αρετής. Αφήνει να συμβούν οι πιο μεγάλες καταστροφές στο δίκαιο και άμεμπτο Ιώβ, του δίνει μία ασθένεια στο τέλος φοβερή και εκδηλώνεται όλη η πίστη και η υπομονή του δικαίου αυτού ανθρώπου που έμεινε παράδειγμα στον αιώνα.
Παρομοίως τον απόστολο Παύλο, τον αγιότατο κήρυκα του Ευαγγελίου, τον δοκιμάζει ο Θεός με ασθένεια φοβερή, με σκόλοπα, όπως ο ίδιος λέει, και εκδηλώνεται έτσι όλη πίστη, όλη η αρετή, όλη η αγάπη και αφοσίωση του Αποστόλου στο Θεό. Έτσι έχουμε το δικαίωμα να πούμε πως το φυσικό αυτό κακό γεννά πίστη και μετάνοια, φέρνει αρετή και αγιότητα. Το θέλει τότε ο Θεός, αφού τόσα καλά αποδίδει. Το θέλει βέβαια και αφήνει, ευδοκεί ακόμη να γίνεται για το μεγάλο ψυχικό καλό των ανθρώπων (3).
Και τώρα για το ηθικό κακό. Από πού προήλθε και προέρχεται το ηθικό κακό, η αμαρτία; Το κακό τούτο, η αμαρτία δηλαδή, που είναι , όπως είπαμε, το κυρίως και το μόνο κακό, το πραγματικό κακό, που πλήττει και θανατώνει την ψυχή του ανθρώπου, είναι εφεύρεση του σατανά, γέννημα και θρέμμα του πονηρού.
Ο πονηρός διάβολος το επινόησε, αυτός το έθεσε σε κυκλοφορία μεταξύ των αγγέλων αρχικά, και παρέσυρε ένα μέρος από αυτούς και τους έκανε δαίμονες σε όλα ομοίους του. Αυτός επίσης το εισήγαγε και στον άνθρωπο, ο οποίος και το αποδέχθηκε και έγινε αμαρτωλός και υπάρχει ακόμη και σήμερα το κακό, εφόσον υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι και το αποδέχονται και το ακολουθούν και ζουν κατά τις υπαγορεύσεις του κακού.
Δεν είναι, λοιπόν, δημιούργημα του Θεού το κακό, αλλά έργο του πονηρού διαβόλου και του πονηρού ανθρώπου. Εφόσον δηλαδή ο άνθρωπος με την ελευθερία που έχει να κάνει εκλογή μεταξύ του καλού και του κακού, και με την ελευθερία του αυτή ακούει τις εισηγήσεις και εμπνεύσεις του πονηρού και προτιμά αντί του αγαθού το κακό, γίνεται και αυτός πονηρός και κακός. Πονηρός στα αισθήματα και τη σκέψη, πονηρός και στις ενέργειες και τα έργα του.
Έτσι γίνεται και αυτός, ο πονηρός άνθρωπος, αίτιος του κακού και δεν είναι σφάλμα να πούμε πως το κακό, κατά δεύτερο λόγο, μετά από τον εφευρέτη του διάβολο, προέρχεται και από τον πονηρό άνθρωπο που το δέχεται και το εγκολπώνεται. Το κακό, λοιπόν, από τον πονηρό, τον κακό διάβολο, και από τον πονηρό άνθρωπο. Από το Θεό που είναι άγιος, ποτέ, ποτέ. Λέει και η Αγία Γραφή· «ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα. ἕκαστος δὲ (άνθρωπος) πειράζεται (σπρώχνεται ή παρασύρεται στο κακό) ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος» (Ιακ. α΄ 13, 14). Επειδή έχει την πονηρή επιθυμία μέσα του ο καθένας, γι’ αυτό το λόγο κάνει το κακό.
Αίτιος, λοιπόν του κακού τούτου, της αμαρτίας, όχι ο Θεός, που είναι άγιος, αλλ’ ο πονηρός άνθρωπος. Ο Θεός την αμαρτία την μισεί, την αποστρέφεται, ζητεί να την εξαλείψει και από τις καρδιές των ανθρώπων και από το πρόσωπο της γης. Και μπορεί βέβαια ο Θεός, αφού μισεί το κακό, να το εξαλείψει μονομιάς και εντελώς. Δεν το κάνει όμως. Γιατί; Διότι έτσι θα εκμηδενίσει την ανθρώπινη θέληση.
Με τη βία και τον εξαναγκασμό αρετή δεν μπορεί να νοηθεί και να σταθεί. «Τό κατά βίαν γινόμενον, οὐ λογικόν, οὐδέ ἀρετή», λέει ο άγιος Δαμασκηνός. Η αρετή είναι αρετή, όταν είναι καρπός και κατόρθωμα της ελεύθερης θέλησης και εργασίας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι αυτεξούσιος, ώστε με καλή χρήση του αυτεξουσίου του να παράγει πραγματική αρετή. Και τότε ο άνθρωπος είναι και θαυμαστός και σε Αγγέλους και σε ανθρώπους και κάθε αμοιβής και χάριτος άξιος, άξιος της βασιλείας των ουρανών.
****************
(1) Δύο μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες αναπτύσσοντας τούτο το θέμα της συντήρησης του κόσμου λένε: «Τοῦ γάρ ποιῆσαι τόν κόσμον οὐχ ἦττον ἐστι τό συγκρατεῖν, ἀλλ’ εἰ δεῖ και θαυμαστόν εἰπεῖν, καί μεῖζον. Τό μέν γάρ ἐξ οὐκ ὄντων ἐστί παράγειν· τό δέ, τά γεγονότα εἰς τό μή εἶναι μέλλοντα ἀναχωρεῖν, συνέχειν τε καί συνάπτειν πρός ἄλληλα διαστασιάζοντα, τοῦτό ἐστι τό μέγα καί θαυμαστό, καί πολλῆς δυνάμεως τεκμήριον». Η συγκράτηση δηλαδή του κόσμου από την διάσπαση και τον αφανισμό είναι απόδειξη μέγιστης και θαυμαστής δύναμης, λέει ο ιερός Χρυσόστομος.
Αυτά με απλή γλώσσα λένε: Το να φτιάξει ο Θεός τον κόσμο μεγάλο έργο είναι. Μα δεν είναι μικρότερο το να συγκρατεί τον κόσμο, αφού τον έφτιαξε. Μάλιστα μπορεί να πει κανείς, πως είναι και πιο θαυμαστό και μεγαλύτερο πράγμα. Το πρώτο, η δημιουργία του κόσμου, έγινε από το μηδέν. Το δεύτερο, η συντήρηση, είναι τούτο, το να συγκρατεί κανείς τα όσα έγιναν, να τα κρατεί ενωμένα και το ένα κοντά στο άλλο, ενώ έχουν την τάση να ξεχωρίζουν και να απομακρύνονται το ένα από το άλλο και να πέφτουν στο χάος, αυτό είναι το μεγάλο και θαυμαστό έργο, ανώτερο από το πρώτο.
Αυτό είναι δείγμα πολύ μεγάλης δύναμης και εξουσίας, η συγκράτηση δηλαδή του κόσμου στην αρχική θέση του από τη διάσπαση και τον αφανισμό. Και ο Μέγας Βασίλειος· «Οὐδέν ἀπρονόητον, οὐδέν ἠμελημένον παρά τῷ Θεῷ· πάντα σκοπεύει ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός, πᾶσι πάρεστι, σκορπίζων ἐκάστῳ τήν σωτηρίαν. Πολλάκις οὖν καί ἐν τοῖς μικροτάτοις ἡ σοφία αὐτοῦ καί ἡ πρόνοια διαφαίνεται».
Κανένα έργο της δημιουργίας δεν είναι χωρίς πρόνοια και σχέδιο μελετημένο, κανένα έργο του Θεού παραμελημένο. Όλα τα σκοπεύει και τα παρακολουθεί το ακοίμητο μάτι του Θεού, κοντά σε όλα βρίσκεται, για να σκορπίζει σε όλα την συντήρηση και ασφάλεια από ενδεχόμενη καταστροφή. Πολλές φορές και στα μικρότερα από τα όντα η σοφία του Θεού και η αγαθή Του πρόνοια φαίνεται, σαν να φωνάζει μόνη της και να καλεί όλους μας να την δούμε και να δοξάσουμε τον προνοητή.
Το ότι δε στην συντήρηση του κόσμου διαφαίνεται η αγάπη του Θεού, ως δημιουργική και προνοητική αιτία, διακηρύττει το ωραίο χωρίο της Σοφ. Σολ. ια΄ 24-26, το οποίο λέει· «ἀγαπᾷς γὰρ τὰ ὄντα πάντα καὶ οὐδὲν βδελύσσῃ, ὧν ἐποίησας· οὐδὲ γὰρ ἂν μισῶν τι κατεσκεύασας. πῶς δὲ ἔμεινεν ἄν τι, εἰ μὴ σὺ ἠθέλησας ἢ τὸ μὴ κληθὲν ὑπὸ σοῦ διετηρήθη; φείδῃ δὲ πάντων, ὅτι σά ἐστι». Δηλαδή· Συ, Θεέ μου, που αγαπάς όλα τα όντα, τα οποία έκανες, και κανένα δημιούργημά σου δεν σιχαίνεσαι.
Ούτε κατασκεύασες τίποτε από μίσος, για να βασανίζεται τάχα. Πώς δε ήταν δυνατόν να μείνει στη θέση του κανένα από αυτά, αν συ δεν το θέλησες, ή διατηρήθηκε εκεί που το έβαλες, αν συ δεν το διατηρούσες; Όλα τα αγαπάς και τα λυπάσαι, διότι δικά σου έργα όλα είναι.
(2) «Ἀναιρεθείσης (της θείας Προνοίας) μῦθος ἡ περί Σωτῆρα οἰκονομία φαίνεται, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν φερομένων ἡμῶν. Ἡ γάρ ἀκόλουθος Χριστῷ διδασκαλία καί τόν δημιουργόν ἐκθειάζει καί τήν πρόνοιαν μέχρι τῶν κατά μέρος ἄγει» (Κλήμης Αλεξανδρεύς). Αν αρνηθούμε, δηλαδή, τη θεία Πρόνοια, πρέπει να παραδεχθούμε πως η οικονομία που έκανε ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σαρκωθεί και να σταυρωθεί, ακόμη να αναστηθεί και να αναληφθεί στους ουρανούς, όλο αυτό το σωτήριο για μας έργο είναι ένας μύθος.
Σε μια τέτοια περίπτωση εμείς οι πιστοί ακολουθούμε τα απατηλά φρονήματα του κόσμου, και δεν μένουμε πιστοί στον Χριστό. Διότι η διδασκαλία την οποία κήρυξε και μας παρέδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός και τη δημιουργία του Θεού κηρύττει και εκθειάζει, και την αγαθή Του πρόνοια ως και στα ελάχιστα μέρη την φέρει. Όπως π.χ. στις τρίχες της κεφαλής μας, όταν λέει στο Ευαγγέλιό Του, ότι και αυτές οι τρίχες όλες είναι μετρημένες.
(3) Έτσι ο μεν άγιος Βασίλειος εκεί που μιλά για το φυσικό κακό και για τα καλά, που μπορεί να προέλθουν από αυτό, παρατηρεί και τα εξής: «Διά τοῦτο νόσοι πόλεων καί ἐθνῶν (επιδημίες στα έθνη), ἀέρων αὐχμοί καί ἀφορίαι γῆς (ξηρασίες και ανομβρίες) καί αἱ κατά τόν βίον ἑκάστου τραχύτεραι περιπτώσεις τῆς κακίας τήν αὔξησιν περικόπτουσι (οι ατομικές συμφορές του καθενός περιορίζουν το κακό και δεν μεγαλώνει).
Ὥστε τά τοιαῦτα φυσικά κακά παρά Θεοῦ γίνεται, τῶν ἀληθινῶν κακῶν, ἥτοι τῆς ἁμαρτίας τήν γένεσιν ἐξαιροῦντα. Αἵ τε γάρ κατά τό σῶμα κακώσεις καί τά ἐκτός ἐπίπονα πρός ἀποχήν τῆς ἁμαρτίας ἐπινενόηνται». Όλα δηλαδή τα βάσανα της ζωής τα επιτρέπει και τα στέλνει ο Θεός, για να πληγώνουν τον άνθρωπο και έτσι πληγωμένος αυτός να αποφεύγει την αμαρτία, διότι «κυρίως κακόν ἡ ἁμαρτία, ὅπερ μάλιστά ἐστι τῆς τοῦ κακοῦ προσηγορίας ἄξιον».
Καθαυτό κακό, δηλαδή, είναι η αμαρτία και αυτή πρέπει να ονομάζεται κακό. Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει· «Συγχωρεῖ» κατ’ ευδοκία ο Θεός «πολλάκις καί τόν δίκαιον περιπεσεῖν συμφοραῖς (και στον ενάρετο αφήνει ο Θεός να έρχονται συμφορές), ἵνα τήν ἐν αὐτῷ λανθάνουσαν ἀρετήν δείξῃ τοῖς ἄλλοις· συγχωρεῖ τόν ὅσιον πάσχειν κακῶς, ἵνα μή ἐκ τοῦ ὀρθοῦ συνειδότος ἐκπέσῃ, ἤ καί ἐκ τῆς δοθείσης αὐτῷ δυνάμεως καί χάριτος εἰς ἀλαζονείαν ἐκπέσῃ ὡς ἐπί τοῦ Παύλου».