Κυριακή Η' Ματθαίου - Κανείς πεινασμένος
«Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14,20)
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ πατέρας μας. Ἡ ἀγάπη του ὠκεανός, τὸ ἐνδιαφέροντου ἀπερίγραπτο. Δὲν θέλει νὰ ζοῦμε δυστυχισμένοι, διψασμένοι, πεινασμένοι, γυμνοί. Διαφορετικά, θὰ μᾶς εἶχε ῥίξει σ᾽ ἕνα πλανήτηγυμνό, κατάξερο, χωρὶς σταγόνα νεροῦ, χωρὶς πράσινο φύλλο, χωρὶς κελάϊδημα πουλιοῦ.
Ὁ Θεὸς προνοεῖ . Φρόντισε ἡ κατοικία τῶν παιδιῶν του νὰ εἶνε ὅσο τὸ δυνατὸν εὐχάριστη. Καὶ ἀκτῖνες ἥλιου, καὶ αὖρες, καὶ ζέφυροι, καὶ νερά, καὶ δέντρα, καὶ ζῷα, καὶ πουλιά, καὶ λουλούδια, καὶ πολύτιμα μέταλλα…
Τί πλοῦτο ἔθεσε στὴ διάθεσί τους! Κι ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ εὐτυχισμένος. Μέσα σὲ τέτοιο πλοῦτο, εἶνε δυστυχισμένος· καὶ πεινάει, καὶ διψάει, καὶ αἱματοκυλίει τὴν ὑδρόγειο. Ποιά ἡ αἰτία; ποιός φταίει; Ἡ ὀρθὴ λύσι τοῦ περιέργου αὐτοῦ φαινομένου βρίσκεται κρυμμένη στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, κατὰ Ματθαῖον κεφ. 14, στίχ. 14-22.
Πρὸς τὴν βορειοανατολικὴ γωνία τῆς λίμνης Γεννησαρέτ ὑπάρχει ἔρημος. Ἐκεῖ ἀποσύρθηκε ὁ Ἰησοῦς γιὰ μία βαθύτερη καὶ μυστικώτερη ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἀλλὰ λαὸς πολύς, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀποχωριστῇ, τρέχει κι αὐτὸς πρὸς τὴν ἔρημο. Ὅπου ὁ βοσκὸς ἐκεῖ καὶ τὰ πρόβατα, ὅπου ὁ δάσκαλος ἐκεῖ καὶ οἱ μαθηταί. Σὲ λίγο ἡ ἀκατοίκητη ἔρημος γίνεται πόλις. Νομίζεις, ὅτι ὅλη ἡ Καπερναοὺμ μεταφέρθηκε ἐκεῖ. Τί θέαμα! Ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἑλκύονται ἀπὸ τὴν θεία μορφὴ τοῦ Ναζωραίου, ποὺ ἐκπέμπει πρὸς κάθε κατεύθυνσι κύματα ἀγάπης μοναδικῆς.
Οἱ ἄνθρωποι ῥουφοῦν τὰ λόγια του, ποὺ εἶνε γλυκύτερα ἀπ᾽ τὸ μέλι. Οἱ ψυχὲς ὑψώνονται σὲ τέτοια ὕψη, ὅπου ἡ ὕλη ἐκπνέει, οἱ αἰσθήσεις σιγοῦν, τὸ πνεῦμα κυριαρχεῖ, καὶ τότε κανείς δὲν στενοχωριέται γιὰ τὴν ἐρημιά, γιὰ τὴν καυστικότητα τῶν ἀκτίνων, γιὰ τὴν ἔλλειψι γενικὰ κάθε σωματικῆς ἀναπαύσεως. Τὸ πνεῦμα ἦταν ἐκεῖ σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο του. Κανένας δὲν φώναζε «Πεινῶ».
Ἂν ἔλειπε τὸ πνεῦμα, ἂν ἔλειπε Ἐκεῖνος ποὺ τρέφει τὶς ψυχὲς μὲ τὸ λόγο του, τότε οἱ χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων θὰ ἦταν ὅλο στομάχι καὶ κοιλιὰ μὲ ἀπαιτήσεις ἀκόρεστες, ποὺ κανείς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσῃ καὶ τὰ πλήθη σὰν τὸν ὄχλο τῆς ῾Ρώμης θὰ κραύγαζαν· «Ἄρτον καὶ θεάματα».
Χωρὶς τὸ πνεῦμα τοῦΧριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα ἀδηφάγο ὄν, ποὺ ζῇ μόνο γιὰ νὰ τρώῃ, νὰ πίνῃ καὶ νὰ κυλιέται στὸν κόσμο τῶν πέντε αἰσθήσεων. Τότε καὶ ἡ ἐλαχίστη ἔλλειψι ἀγαθῶν μπορεῖ νὰ τὸν κάνῃ θηρίο, ἱκανὸ νὰ σφάξῃ τὸν συνάνθρωπό του γιὰ…ἕνα ποτήρι σαμπάνιας.
Ἀλλὰ προσοχή! Δὲν εἴμαστε μόνο πνεύματα, ὥστε νὰ μὴν ἔχουμε καθόλου ἀνάγκη τὴν ὕλη. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ποὺ γνώριζε ὅσο κανένας ἄλλος τὴν σύστασι τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὶς πραγματικέςτου ἀνάγκες, δὲν ἦταν δυνατὸν ν᾿ ἀδιαφορήσῃ γιὰ τὴν τροφὴ τῶν χιλιάδων ἐκείνων ἀκροατῶν τῆς ἐρήμου. Πῶς ὅμως θὰ τρεφόταν ὅλη ἐκείνη ἡ πόλις; Ποῦ ἀγορά, ποῦ ἀποθῆκες καὶ τρόφιμα;
Ὦ ὀλιγόπιστε ἄνθρωπε, εἶνε παρὼν ὁ Κύριος ποὺ τρέφει ὅλη τὴν οἰκουμένη, κ᾽ ἐσὺ ἀνησυχεῖς; Αὐτὸς ποὺ συντηρεῖ στοὺς πυθμένες τῶν θαλασσῶν τὰ κοχύλια καὶ τὰ σκουλήκια, αὐτὸς ποὺ τρέφει στὴν ἔρημο τὰ πουλιὰ τῶν κοράκων, ὁ «ἀνοίγων» κατὰ τὴν ὡραία εἰκόνα τοῦ Δαυῒδ «τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐμπιπλῶν τὰ σύμπαντα χρηστότητος» (Ψαλμ. 103,28) , δὲν θὰ βρῇ ἆραγε τρόπο καὶ στὴν περίπτωσι αὐτὴ νὰ θρέψῃ τὰ πλάσματά του, τοὺς πιστοὺς αὐτοὺς δούλους του, ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τόση ἀπόστασι ν᾿ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του;
Ὑπάρχουν ἐκεῖ πέντε κρίθινα ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια, τρόφιμα ἐλάχιστα, ποὺ μόλις θὰ ἔφταναν γιὰ ἕνα λιτὸ γεῦμα τῆς ὁμάδος τῶν μαθητῶν. Αὐτὴ ἦταν ἡ μόνη ὕλη ποὺ ὑπῆρχε καὶ ζύγιζε λίγα κιλά. Καὶ νά, ἡ λίγη αὐτὴ ὕλη ξαφνικὰ πολλαπλασιάζεται καταπληκτικά, γιὰ νὰ θρέψῃ τὶς χιλιάδες ἐκεῖνες. Πῶς; Θαυματουργικά . Μὲ τὴν εὐλογία, μὲ τὴ δύναμι τοῦ Κυρίου!
–Ἀδύνατον, ἀδύνατον! φωνάζουν οἱ ὑλισταί. Ἀλλὰ γιατί ἀδύνατον, ἄνθρωπε; Ἐπειδὴ δὲν καταλαβαίνεις πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα; Ἄσε πρὸς στιγμὴν αὐτό, ποὺ σὲ σκανδαλίζει, καὶ παρατήρησε τὸ γεωργό . Τί κάνει; Ῥίχνει στὴ γῆ ἕνα κουκκὶ σιτάρι, κι ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὸ παίρνει 30, 50, 100 νέα κουκκιά. Σὲ ρωτῶ· Πῶς τὸ ἕνα αὐτὸ κουκκὶ πολλαπλασιάστηκε; Ἐξήγησέ μου, σὲ παρακαλῶ, τὸ φαινόμενο αὐτό, γιὰ νὰ σοῦ πῶ κ᾽ ἐγὼ πῶς πολλαπλασιάστηκαν τὰ 5 ψωμιά.
Πρὶν ν᾽ ἀνακαλυφθῇ ἡ Ἀμερικὴ ἡ καλλιέργεια τοῦ σιταριοῦ ἦταν ἐκεῖ ἄγνωστη. Οἱ πρῶτοι Εὐρωπαῖοι ἄποικοι μετέφεραν ἐκεῖ λίγα σακκιὰ σιτάρι, τὸ ἔσπειραν, καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια τὰ λίγα ἐκεῖνα κουκκιὰ πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ, ὥστε οἱ πεδιάδες τοῦ Μισσισιππῆ νὰ γίνουν οἱ σιτοβολῶνες τοῦ κόσμου,ἱκανοὶ νὰ τρέφουν ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια ἀνθρώπους. Σὲ ρωτῶ καὶ πάλι· Πῶς τὰ λίγα κουκκιὰ πολλαπλασιάστηκαν;
Νά μία ζωηρὴ εἰκόνα τοῦ θαύματος τῆς ἐρήμου. Πόσο ἀνόητοι εἶνε οἱ ἄπιστοι! Θέλουννὰ περιορίσουν τὴ δύναμι τοῦ Ὑψίστου. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε στὴν ἀρχὴ στὸν σπόρο τὴ θαυματουργὸ δύναμι νὰ αὐξάνεται καὶ νὰ πολλαπλασιάζεται, γιατί δὲν ἔχει τὴ δύναμι νὰ θαυματουργήσῃ καὶ πάλι πάνω στὴν ὕλη;
Ἡ ὕλη δὲν εἶνε κάτι ἀνεξάρτητο καὶ αὐτοτελές, πολὺ περισσότερο δὲν εἶνε ἐχθρικὴ πρὸς τὸ Πνεῦμα. Ἂν ἦταν κάτι τὸ ξένο πρὸς τὴν θεία δημιουργία, δὲν θὰ ἔπαιρνε ὁ Θεάνθρωπος στὰ χέρια του τὴν ὕλη (τὰ πέντε ψωμιὰκαὶ τὰ δύο ψάρια) γιὰ νὰ τὴν εὐλογήσῃ. Ἡ ὕλη εἶνε κι αὐτὴ ἕνα δημιούργημα τοῦ πανσόφου Θεοῦ, προωρισμένη νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ Πνεῦμα.
Ἡ ὕλη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Πνεύματος. Ἀλλ᾿ ἀλλοίμονο! ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὴν ὕλη, τὴν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἀπὸ τὸ Δημιουργό της, τὴν ἐργάζεται, τὴν ἐκμεταλλεύεται, καὶ τέλος τὴν θεοποιεῖ· καὶ λέει γιὰ τὸν χάλυβα, τὸν χρυσό, τὸν ἄργυρο, γιὰ κάθε εἶδος ὑλικοῦ ἀγαθοῦ ποὺ συγκεντρώνει στὶς ἀποθῆκες του· «Οὗτός μου θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν.
Ὕλη καὶ μόνο ὕλη!». Ἔτσι ἡ ὑπηρέτρια ἔγινε κυρία· κάτι περισσότερο, θεότης, μαμωνᾶς! Καὶ τ᾽ ἀποτελέσματα; εἶνε μπροστά μας, προκαλοῦν φρίκη. Αὐτὴ ἡ προσκόλλησι στὴν ὕλη τύφλωσε τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ ὅτι ὄχι ἡ ἐγωιστικὴ ἀπόλαυσι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλὰ ἡ μετρημένη χρησιμοποίησι καὶ ἡ δικαίακατανομή τους λυτρώνει τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς θεοποιήσεως τοῦ μαμωνᾶ.
Ὄχι εἴλωτες τῆς ὕλης, ἕτοιμοι γιὰ ἕνα κου κί της νὰ αἱματοκυλίσουμε τὴ γῆ –μήπως κι αὐτὴ ἡ γῆ δὲν εἶνε ἕνα κουκκί στὸ ἄπειρο σύμπαν;–, ἀλλὰ βασιλεῖς καὶ κυρίαρχοι τῆς ὕλης, χρησιμοποιώντας την ὡς ὄργανο, ὡς πιστὴ ὑπηρέτρια τοῦ Πνεύματος γιὰ τοὺς ὑψίστους σκοποὺς τῆς θείας δημιουργίας, ζώντας ὄχιγιὰ νὰ τρῶμε καὶ νὰ πίνουμε, ἀλλὰ τρώγονταςγιὰ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε τὸ Θεὸ σὰν ἔνσαρκοι ἄγγελοι· νά πῶς θέλει νὰ βλέπῃ τοὺς ἀνθρώπους τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Κύριε! Στὴν ἔρημο οἱ ἄνθρωποι ποὺ σὲ ἄκουγαν «ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις» (Ματθ. 14,20) . Ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα ὑπὸ νέα μορφὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναληφθῇ καὶ σήμερα. Κανείς πάνω στὴ γῆ δὲν θά ᾽πρεπε νά ᾽νε πεινασμένος. Πῶς; Ἂς πιέζουν ὅσο θέλουν τὸν ἐγκέφαλό τους οἱ σοφοὶ καταρτίζοντας σχέδια ἐπὶ σχεδίων. Σ᾽ ἐσένα θὰ ἔρθουν ὅλοι μιὰ μέρα καὶ θὰ ποῦν ταπεινά· Κύριε, δός μας ψωμί, «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον» (ἔ.ἀ. 6,11) ,γιατὶ μόνο ἐσὺ μπορεῖς νὰ μᾶς χορτάσῃς!
Ἐὰν σ᾽ ἀκούγαμε, Κύριε, ἐὰν ἡ διδασκαλία σου ῥύθμιζε ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, τὸ θαῦμα τῆς ἐρήμου θὰ ἐπαναλαμβανόταν καὶ σήμερα. Γιατὶ μόνο τὸ δικό σου πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἐξοντώσῃ τὸ θηρίο τῆς φιλαυτίας, ποὺ εἴτε ὡς πλεονεξία καὶ φιλαργυρία εἴτε ὡς ἀσωτία καὶ σπατάλη καταβροχθίζει ἀμύθητα ποσά.
Ἡ διδασκαλία σου διδάσκει τὴν ἐργατικότητα,τὴν οἰκονομία, τὴν ἐγκράτεια, καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους. Νά οἱ ἀπόστολοί σου. Δὲν εἶχαν παρὰ μόνο δύο ψάρια καὶ πέντε ψωμιά. Καὶ ὅμως αὐτὰ τὰ λίγα, ἐπὶ τῷ ῥήματί σου τὰ θέτουν στὴ διάθεσι τοῦ συνόλου.
Ὦ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποῦ εἶσαι, γιὰ νὰ λύσῃς καὶ τὰ δυσκολώτερα οἰκονομικὰ προβλήματα; Κύριε! Ἐὰν δὲν ἀγαπήσουμε πρῶτα ἐσένα, ποὺ εἶσαι ὁ οὐράνιος Ἄρτος, ἐὰν δὲν ποθήσουμε πρῶτα τὴ βασιλεία σου καὶ τὴ δικαιοσύνη σου, ἐὰν δὲν θρέψουμε πρῶτα τὶς ψυχές μας μὲ τὸ ψωμὶ τῆς θείας διδασκαλίας σου, δὲν θὰ ἔχουμε τὸν ἐπιούσιο ἄρτο.
Τραγικοὶ Τάνταλοι, θὰ πεινᾶμε καὶ θὰ διψᾶμε αἰωνίως καὶ θὰ αἱματοκυλίουμε τὴ γῆ, ἐν μέσῳ ῥεόντων ὑλικῶν ἀγαθῶν, ποὺ εἶνε ἱκανὰ νὰ θρέψουν ὄχι ἕνα πλανήτη ἀλλὰ τρεῖς πλανῆτες.