Πολλὲς φορὲς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἄλλα λέμε, ἄλλα πιστεύουμε καὶ ἄλλα πράττουμε. Τὸ παρακάτω περιστατικὸ μοῦ τὸ διηγήθηκε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος Γερμανός, καλὸς φίλος καὶ πατριώτης ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ποὺ εἶχε καταφύγει στὸν Ἄρη τὸν Βελουχιώτη, ὅταν τὸν κυνηγοῦσαν οἱ Γερμανοί, καὶ κάθησε γιὰ κάποιο διάστημα μαζί του.
Μοῦ διηγήθηκε, λοιπὸν τὰ ἑξῆς:
«Στὶς 17 Ἰανουαρίου τοῦ 1943 βρισκόμαστε μὲ τὸν Ἄρη τὸν Βελουχιώτη, τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἦταν Ἀθανάσιος Κλάρας, σὲ ἕνα ὕψωμα κοντὰ σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Εὐρυτανίας. Ὅταν χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ, μὲ ρωτάει ὁ Βελουχιώτης, «γιατί χτυπάει ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ;».
«Δὲν ξέρω», τοῦ ἀπαντῶ.
«Δὲν ξέρεις;» μοῦ λέει ἔκπληκτος.
«Αὔριο εἶναι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Καὶ πρέπει νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία! Παπα-Γερμανέ, εἶσαι παπὰς καὶ δὲν ξέρεις τί εἶναι αὔριο; Είναι δυνατόν;».
Τὴν ἄλλη ἡμέρα πήγαμε πράγματι στὴν ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν πρώτη καμπάνα. Καὶ μείναμε σὲ ὅλη τὴν ἀκολουθία, μέχρι τὸ ἀντίδωρο. Ἐγὼ τὸ θεώρησα φυσικό.
Ὅταν ἔληξε ὁ πόλεμος καὶ ἐπέστρεψα στὸ μοναστήρι, στὴ Μονὴ Ἀγάθωνος, ἔρχεται μιὰ μέρα ἕνα λεωφορεῖο μὲ προσκυνητές.
Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος μὲ χαιρετάει καὶ μοῦ λέει, «παπα-Γερμανέ, ἐσὺ δὲν ἤσουν μὲ τὸν Βελουχιώτη;».
«Ναί», τοῦ λέω.
«Δὲν εἴχατε ἔρθει κάποτε μαζὶ στὸ τάδε χωριό, τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ λειτουργηθήκατε;».
«Ναί», ἀπαντῶ.
«Τὸ λοιπόν, ἄκου. Μιὰ μέρα ἦρθε στὸ χωριό μας ὁ Ὑπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων. Ἦταν Κυριακὴ καὶ περίμενε στὸ καφενεῖο νὰ τελειώσει ἡ Λειτουργία, γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦμε ὅλοι καὶ νὰ μᾶς μιλήσει. Ἐγὼ ἤμουν ἐπίτροπος στὸν ναό. Ὅταν πήγαμε στὸ καφενεῖο, ἄρχισε ὁ ὑπουργὸς νὰ μᾶς λέει διάφορα, γιατὶ ἦταν καὶ θεολόγος.
Ἐγώ – νὰ σοῦ τὸ ἐπιβεβαιώσουν αὐτὸ καὶ οἱ παρευρισκόμενοι συντοπίτες μου – πάω καὶ τοῦ λέω, “κύριε ὑπουργέ, ἦρθε κάποτε στὴν ἐκκλησία μας καὶ λειτουργήθηκε ἕνας κομμουνιστής, ὁ Ἄρης ὁ Βελουχιώτης. Κι ἐσύ, ποὺ εἶσαι ὑπουργὸς Θρησκευμάτων, τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας ἀντὶ νὰ ἔρθεις νὰ ἀνάψεις ἕνα κερί, περίμενες στὸ καφενεῖο νὰ τελειώσει ἡ ἐκκλησία, γιὰ νὰ μᾶς μιλήσεις. Δὲν ντρέπεσαι, ποὺ εἶσαι καὶ θεολόγος;”.
Τὰ ἔχασε! Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε, “ἔχεις δίκιο, ἀπόλυτα δίκιο”.
Τότε κατάλαβα πὼς δὲν ἦταν καθόλου τυχαῖο αὐτὸ ποὺ εἶχα ζήσει μὲ τὸν Βελουχιώτη».
Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν λέμε ποτὲ γιὰ κανέναν τίποτα! «Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε».
Διήγησις Ἰωάννου Μαρουσιώτη, άπὸ τὸ βιβλίο του
“Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅλα γιὰ κάποιο καλὸ λόγο συμβαίνουν“