Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μικρό κεράκι που βρισκόταν σε ένα δωμάτιο μαζί με πολλά άλλα κεριά. Τα περισσότερα απ’ αυτά όμως ήταν πολύ μεγαλύτερα και πολύ ομορφότερα από αυτό.
Μάλιστα, μερικά ήταν δεμένα με κορδέλλες πολύχρωμες και τραβούσαν την προσοχή όλων. Δεν ήξερε τον λόγο που βρισκόταν εκεί, και τα άλλα μεγάλα κεριά το έκαναν να αισθάνεται μικρό και ασήμαντο.
Όταν έπεσε ο ήλιος και σκοτείνιασε το δωμάτιο, είδε έναν άνθρωπο να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο… Έρχονταν προς το μέρος του κρατώντας ένα αναμμένο σπίρτο. Κατάλαβε τότε ότι θα του έβαζε φωτιά.
Μη!!! φώναξε, σε παρακαλώ μη!
Όμως επειδή ήξερε ότι δεν μπορούσε να ακουστεί, ετοιμάστηκε να υποφέρει τον πόνο, που ήταν σίγουρο οτι θα ακολουθούσε.
Μα, τότε, προς μεγάλη του έκπληξη, το δωμάτιο γέμισε με φως! Αναρωτήθηκε από που έρχεται το φως, αφού ο άνδρας είχε σβήσει το σπίρτο. Κατάλαβε ότι προερχόταν από τον εαυτό του!
Ύστερα ο άνδρας πήρε αυτό το μικρό κεράκι και άναψε κι όλα τα άλλα κεριά τριγύρω. Και τότε όλα τα κεριά έδιναν το ίδιο φως με εκείνο!
Καθώς περνούσαν οι ώρες, το κερί άρχισε να λιώνει. Κατάλαβε ότι σύντομα θα πέθαινε. Με την παρατήρηση αυτή, ανακάλυψε και τον λόγο που είχε δημιουργηθεί.
– Ίσως ο λόγος που βρίσκομαι στη Γη, είναι για να δίνω φως μέχρι να πεθάνω, ψιθύρισε.
Κι αυτό έκανε…
ΟΛΟΙ ΜΑΣ, ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ, ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΦΩΣ ΣΤΟΝ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΜΕΝΟ ΜΑΣ ΚΟΣΜΟ…
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ Η ΑΣΗΜΑΝΤΟΙ ΜΙΚΡΟΙ Η ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ.
ΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΑΣ Σ’ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΖΩΗ ΓΕΜΑΤΗ ΜΕ ΦΩΣ ΚΙ ΑΓΑΠΗ ΧΡΙΣΤΟΥ… ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΗ!