ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μτθ. στ΄, 22-33)
Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει ὡς κεντρικό θέμα τήν ἀγωνιώδη μέριμνα τῶν ἀνθρώπων γιά τή ζωή, ἔναντι τῆς ὁποίας ὑπογραμμίζει τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εὔλογα ὅμως ἀκούγοντας αὐτά, θά διερωτηθεῖ κανείς:
Μήπως ἔτσι καταδικάζεται ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά φροντίσει γιά τόν ἑαυτό του καί τήν οἰκογένειά του; Θά ἦταν παρανόηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νά ὑποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο. Ἡ φροντίδα γιά τή ζωή δέν ἀπορρέει μόνο ἀπό τή στοιχειώδη λογική, ἀλλ’ ἀποτελεῖ καί προσταγή τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἔχει μεταβάλλει αὐτή τή φροντίδα ἀπό μέσο διατήρησης τῆς ζωῆς σέ σκοπό καί περιεχόμενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός λέει: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ» (Μτθ. 6,24). Ὁ Θεός κι ὁ μαμωνάς δέν εἶναι δυό ἰσότιμα καί ἰσοδύναμα μέρη. Διαφέρουν ριζικά καί οὐσιαστικά. Ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο, Πατέρας, πού δίνει ἀγάπη καί ζωή, πού κάνει σύντροφο καί συνομιλητή του τόν ἄνθρωπο.
Ὁ μαμωνάς εἶναι πράγμα ἄψυχο, χωρίς ζωή καί ἀγάπη, χωρίς ἴχνος ἀνθρωπιᾶς, πού κάνει τόν ἄνθρωπο ὅμοιό του, δηλαδή ἄψυχο πράγμα. Τό δίλημμα λοιπόν δέν εἶναι νά διαλέξει κανείς ἕνα κύριο, ἀλλά νά διαμορφώσει τήν προσωπικότητά του ἤ νά τήν ἀρνηθεῖ, νά προτιμήσει τό εἶναι ἤ τό ἔχειν, τή ζωή ἤ τό θάνατο. Δέν πρόκειται γιά μιά ἠθική ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά γιά τή διαμόρφωσή του σέ ἄνθρωπο ἤ ὄχι. Ὅλα ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι ἁπλά συνέπειες, ἐκδηλώσεις πού δείχνουν τί προτίμησε ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτές τίς συνέπειες μᾶς δείχνει στή συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ Χριστός μ’ ἕνα παράδειγμα ἀπό τήν καθημερινή μας ζωή. Ὅλος ὁ κόπος κι ἡ φροντίδα μας εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε, νά ἔχουμε, νά κατέχουμε. Νά κατέχουμε τρόφιμα καί ποτά, νά κατέχουμε ροῦχα καί σπίτια, νά κατέχουμε χῶρες καί ἀνθρώπους. Γιατί αὐτά διασφαλίζουν τό μέλλον μας. Ἀκόμα κι οἱ διαπροσωπικές μας σχέσεις αὐτή τήν τάση κατοχῆς ἐκφράζουν: ἡ ἀγάπη τῶν ἄλλων στηρίζει τό ἐγώ μας ψυχολογικά, ὁ θαυμασμός τους μᾶς δίνει σιγουριά, ἡ ὑποταγή τους ἄνευ ὅρων εἶναι τό καλύτερο πού περιμένουμε.
Λέμε πιό συχνά πόσο μᾶς ἀγαποῦν παρά πόσο ἀγαποῦμε. Λίγο πολύ βλέπουμε λογιστικά τίς σχέσεις μας μέ τούς συνανθρώπους. Τό ἴδιο κάνουμε μερικές φορές καί μέ τό Θεό, ὅταν φυσικά τόν θυμόμαστε: ζητοῦμε νά προσθέσει στήν κατοχή μας. Γιατί τό σύνολο τῆς ζωῆς μας ἔχει μεταβληθεῖ σέ κατοχή πραγμάτων, πού τά παίρνουμε ἀπό αὐτόν πού τά ἔχει.
Εἶναι ὁλοφάνερο, ἀγαπητοί μου, πώς ἔχουμε χάσει τήν ἀνθρώπινη ὑπόστασή μας. Ἀφοῦ καί τό Θεό τόν μεταβάλαμε σέ ἀποθηκάριο τῶν ἀναγκῶν μας! Ζητήσαμε τή ζωή στό χῶρο τοῦ ἔχειν, μέ ἀποτέλεσμα νά χάσουμε τήν ἀνθρώπινη ὑπόστασή μας.
Δέν εἶναι ὅμως μόνο τραγική αὐτή μας ἡ πορεία. Εἶναι καί παράλογη, ὅπως φαίνεται μέ τά ἁπλά παραδείγματα πού δίνει ὁ Χριστός. Παράλογη, γιατί ξεχνᾶ τήν πηγή τῆς ζωῆς, ὅπως ἐμφανίζεται στόν κόσμο. Τά ἀγριολούλουδα καί τά πουλιά δέν κατέχουν τίποτε. Ὑπάρχουν γιατί τά φροντίζει ὁ Θεός, ὁ Θεός πού εἶναι «αὐτοζωή». Δέν ἔχει ἁπλά ὁ Θεός ζωή, ἀλλά εἶναι ζωή. Γι’ αὐτό δίνει ζωή στόν κόσμο, χωρίς νά φοβᾶται μήν τή στερηθεῖ ὁ ἴδιος.
Γι’ αὐτό ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, χωρίς νά φοβηθεῖ τό θάνατο. Γιατί ὁ θάνατος μπορεῖ ν’ ἁρπάξει κάτι πού ὁ ἄλλος ἔχει, ἀλλά δέ μπορεῖ νά μεταβάλει τό Εἶναι. Γι’ αὐτό φοβᾶται ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος τό θάνατο: διότι θά τοῦ στερήσει ὅσα ἔχει, πού στό σύνολό τους ταυτίζονται μέ τή ζωή. Αὐτή ὅμως εἶναι λανθασμένη τοποθέτηση. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ζωή, ἐνῶ ὁ θάνατος ἔχει ἐξουσία μόνο στά πράγματα.
Συνεπῶς, ἀδελφοί, ἡ μετάβαση στό χῶρο τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς δηλαδή, πρέπει ν’ ἀποτελεῖ τό μοναδικό μέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί μόνο ἔτσι θά λυτρωθεῖ ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Ἀλλιῶς θ’ ἀγωνίζεται γιά νά ταφεῖ κάτω ἀπό περισσότερα δεσμά, ὑλικά καί πνευματικά, ἀτομικά καί συλλογικά.
Ἡ λύση εἶναι μονάχα μία: ἡ ἔνταξη στό χῶρο τῆς ζωῆς, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στό νέο κόσμο πού ἐγκαινίασε ὁ Χριστός. Κι ἐδῶ πρέπει νά θυμηθοῦμε πώς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά προσφορά νέων πραγμάτων ἀπό τό Θεό στόν ἄνθρωπο. Δέ δίνει ὁ Θεός νέα προγράμματα γιά τή λύση τῶν προβλημάτων τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε προσθέτει κάτι σέ ὅσα τοῦ ἔχει δώσει.
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέ σημαίνει ὑλική ἀφθονία, ὅπως περίμεναν οἱ Ἰσραηλίτες, οὔτε λύση τῶν προβλημάτων μας μέ τήν τεχνολογική πρόοδο ἤ τή ριζική κοινωνική ἀλλαγή, ὅπως θά θέλαμε ἐμεῖς. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐμφάνιση ἑνός νέου προσώπου, ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ τοῦ ἴδιου, ὥστε ὁ ἄθρωπος νά γίνει θεός. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ξεκίνημα, μιά ἀνατοποθέτηση τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου ἀπό τόν πλανεμένο δρόμο τοῦ ἔχειν, τῆς κατοχῆς, στό σωτήριο δρόμο τοῦ Εἶναι, τῆς ζωῆς.
Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὁ Χριστός λέει στούς μαθητές του νά ζητοῦν πρῶτα πρῶτα καί νά ἐπιδιώκουν τήν ἔνταξή τους στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά ζητεῖ νά τόν ἀκολουθήσουν στήν πορεία του, νά γίνουν ὅμοιοι μέ αὐτόν, νά βροῦν τή ζωή καί τήν αἰωνιότητα κοντά του. Αὐτή ἡ «συμμόρφωση» μέ τό Χριστό, ἡ ἀποδοχή τοῦ Εἶναι ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ θέωση, ἡ κληρονομιά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως