Στην Αλεξάνδρεια ζούσε μία ευσεβής κοπέλα χριστιανή, η Ταϊσία, η οποία βοηθούσε τους μοναχούς, τους προερχόμενους από την έρημο στην πόλη. Τους τροφοδοτούσε με τρόφιμα, χρήματα και παρείχε άσυλο σ’ όποιον το χρειαζόταν.
Ο διάβολος ζήλεψε την ενάρετη ζωή της και της έστειλε τέτοιους ανθρώπους, οι οποίοι αποπλάνησαν την αθώα ψυχή της. Πέφτοντας στην ακολασία και κατόπιν σε έκκληση ηθών, διέκοψε όλες τις σχέσεις με τους ερημίτες και σταδιακά μετατράπηκε σε μία πλούσια γόησσα, η οποία παρείχε έναντι μεγάλης αμοιβής υπηρεσίες σε ασελγείς άνδρες.
Η άσχημη φήμη για την άσωτη ζωή της έφθασε μέχρι τους γέροντες, οι οποίοι κάποτε τη γνώριζαν. Θλιμμένοι και ενθυμούμενοι την πρότερη δικαία ζωή της και τη βοήθεια, την οποία τους παρείχε, αποφάσισαν να της στείλουν έναν άγιο άνδρα, τον Ιωάννη Κολοβό, ζητώντας να πάει σ’ αυτήν και να της εξηγήσει. Ίσως οι συμβουλές του να μπορούσαν να τη σώσουν και να την αποσπάσουν από την άβυσσο της ακολασίας.
Ο άγιος, λοιπόν, γέροντας πήγε στο πλούσιο σπίτι της και κτύπησε την πόρτα. Με τον χτύπο στην πόρτα εμφανίστηκε η υπηρέτρια από την οποία ζητά να ενημερώσει την κυρία της για τον ερχομό του. Ανεβαίνοντας στο διαμέρισμα της κυρίας της, η κοπέλα είπε ότι την ζητά κάποιος γέροντας Ιωάννης.
Νομίζοντας, ότι αυτός ήρθε, όπως και οι υπόλοιποι άνδρες, του επέτρεψε την είσοδο, λέγοντας, ότι οι μοναχοί βρίσκονται στην Ερυθρά θάλασσα και μπορούν να έχουν ένα πλούσιο μαργαριτάρι, το οποίο τώρα έχει εξαιρετική τιμή. Ο άγιος άνδρας μπήκε στο δωμάτιο της, στάθηκε, την κοίταξε και έκλαψε. Συγχισμένη και αμήχανη από το κλάμα του τον ρώτησε:
-Τι έχετε; τι συμβαίνει;
-Βλέπω, πώς στο πρόσωπο σου παίζει ο σατανάς, απήντησε ο διορατικός γέροντας.
Η δύναμη του πνεύματος που βγήκε από τα λόγια αυτού του άγιου άνδρα, τόσο τη συγκλόνισε, που βάζοντας τα κλάματα, ρώτησε:
-Πείτε, άγιε πατέρα, υπάρχει μετάνοια για κάποια σαν εμένα;
-Ναι, απήντησε αυτός, έλα μαζί μου.
Χωρίς να ενημερώσει τους υπηρέτες για το τι θα γίνει με την περιουσία της ακολούθησε τον γέροντα στην έρημο. Προχωρούσαν μία ολόκληρη ημέρα και όταν ήδη ο ήλιος είχε δύσει, ο άγιος γέροντας της έδειξε μία θέση για διανυκτέρευση, την οποία ο ίδιος είχε προετοιμάσει. Κατόπιν, αφού απομακρύνθηκε κρατώντας την πρέπουσα απόσταση, ξάπλωσε και ο ίδιος στην αμμώδη γη.
Τη νύχτα, ξύπνησε ξαφνικά και είδε πως την ψυχή της με ασυνήθιστο λαμπερό φως, άγιοι άγγελοι ανέβαζαν στους Ουρανούς.
Και μία φωνή του είπε:
-Μία ημέρα της δικής της μετάνοιας έγινε δεκτή από Εμένα περισσότερο από τη μετάνοια κάποιων άλλων σε όλη τους τη ζωή.
Τόσο απίστευτα, βαθιά ήταν η κραυγή της για μετάνοια, όταν αυτή βάδιζε στην έρημο μαζί με τον γέροντα, που το Θεϊκό Πνεύμα ευλόγησε όχι μόνο να εξαγνιστεί, αλλά και να σωθεί καλώντας την στη δόξα της ουράνιας, Αιώνιας ζωής. Ο γέροντας ήταν συγκλονισμένος και κατάπληκτος από το όραμα. Δοξάζοντας το Θεό επέστρεψε στην έρημο, όπου διηγήθηκε στους αδελφούς του για όλες τις περιπέτειες της αγίας Ταϊσίας.
Η ασυνήθιστη αυτή ιστορία μας μιλά για την ανείπωτη Θεϊκή ευμένεια προς τον αμαρτωλό, ο οποίος με την αληθινή-βαθιά, πύρινη μετάνοια μπορεί όχι μόνο να σπάσει τα διαβολικά δίχτυα και να πάρει συγχώρηση, αλλά και να αξιωθεί δίκαιο θάνατο και να κριθεί άξιος της δόξας των Αγίων.
από το βιβλίο: «ΑΠΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ – ΣΤΟ ΦΩΣ – Εξομολόγηση ενός ανθρώπου»
Αρχιμανδρίτου Ιωάννη (Κόγκαν) – Μόσχα 2010