«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;» (Ματθ. 19, 16)
«Ἀγαθέ Διδάσκαλε», ρώτησε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό κάποιος νεαρός πού ἦταν πολύ πλούσιος, «τί καλό νά κάνω γιά ν' ἀποκτήσω τήν αἰώνια ζωή;». Δηλαδή: «Τί νά κάνω γιά νά σωθῶ;».
Ἐρώτημα πολύ σοβαρό. Ἐρώτημα γιά ἕνα ζήτημα πού πρέπει ν' ἀπασχολεῖ κάθε ἄνθρωπο σ' ὅλη τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ὅπως ὁ ταξιδιώτης πού διαπλέει μιά μεγάλη καί φουρτουνιασμένη θάλασσα, δέν συλλογίζεται παρά ἕνα ἥσυχο λιμάνι, ἔτσι κι ἐμεῖς, πού ταλαιπωρούμαστε μέσα στά κύματα τῆς θάλασσας τοῦ βίου, πρέπει ἀκατάπαυστα νά ἔχουμε μπροστά στά μάτια τοῦ νοῦ μας τήν αἰωνιότητα καί, ὅσο βρισκόμαστε στήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, νά φροντίζουμε γιά τή μεταθανάτια κατάσταση τῆς ψυχῆς μας.
Τί εἶναι αὐτό πού μποροῦμε νά τό ἀποκτήσουμε στή γῆ καί νά τό διατηρήσουμε παντοτινά ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα μας; Μόνο ἡ σωτηρία μας!
Δυστυχῶς ὁ πλούσιος νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δέν ἤθελε νά μοιράσει τήν περιουσία του γιά νά γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές του ὅτι εἶναι πιό εὔκολο νά περάσει μιά καμήλα ἀπό βελονότρυπα παρά νά μπεῖ ἕνας πλούσιος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τί λέει ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στήν Καθολική του Ἐπιστολή γιά τούς πλουσίους: "Ἐλᾶτε τώρα, σεῖς οἱ πλούσιοι, κλαύσατε καί θρηνήσατε διά τάς συμφοράς πού σᾶς ἔρχονται. Ὁ πλοῦτος σας ἔχει σαπίσει καί τά ἐνδύματά σας εἶναι φαγωμένα ἀπό τόν σκόρον, τό χρυσάφι σας καί τό ἀσήμι σας ἔχουν σκουριάσει καί ἡ σκουριά τους θά εἶναι μία μαρτυρία ἐναντίον σας, καί θά φάγῃ τίς σάρκες σας σάν φωτιά. Ἐθησαυρίσατε διά τάς ἐσχάτας ἡμέρας. Τά ἡμερομίσθια τῶν ἐργατῶν πού ἐθέρισαν τά χωράφια σας, καί σεῖς τούς τά ἐστερήσατε, φωνάζουν, καί αἱ βοαί τῶν θεριστῶν ἔχουν φτάσει εἰς τά αὐτιά τοῦ Κυρίου Σαβαώθ.
Ἐζήσατε εἰς τήν γῆν μέ πολυτέλειαν καί ἀπολαύσεις, ἐπαχύνατε σάν τά ζῶα διά τήν ἡμέραν πού θά τά σφάξουν. Κατεδικάσατε, ἐσκοτώσατε τόν ἀθῶον· δέ σᾶς φέρει ἀντίστασιν» (Ἰακ. 5, 1-6).
Βλέπετε τί φοβερά λόγια εἶπε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιά τούς πλούσιους καί πόσο βαριά τούς κατηγόρησε; Καί τί μπορεῖ νά εἶναι πιό φοβερό ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πού λέει ὅτι δύσκολο εἶναι γιά ἕναν πλούσιο νά εἰσέλθει στήν Βασιλεία του Θεοῦ; Γιατί ὅμως εἶναι δύσκολο; Διότι ἄν εἴμαστε προσκολλημένοι στόν πλοῦτο καί στά ἀγαθά μας τότε παραμένουμε σκληρόκαρδοι καί μισάνθρωποι ἐγωιστές. Καί τέτοιοι ἄνθρωποι δέν ἔχουν θέση στή Βασιλεία του Θεοῦ.
Ποιά σχέση ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν πλοῦτο; Ἔχουν ἄμεση σχέση. Σκεφθεῖτε, τί εἶναι αὐτό πού βλάπτει τήν ψυχή ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν πλοῦτο; Τήν βλάπτει τό ὅτι τά γήινα ἀγαθά, τίς διάφορες ἀπολαύσεις, τήν πολυτέλεια, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τά βάζουν πάνω ἀπ' ὅλα. Τά θεωροῦν πιό σημαντικά καί ἀπό τά πνευματικά ἀγαθά, τά ὁποῖα ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι πού μπορεῖ νά μήν ἔχουν ὑλικά ἀγαθά, ἔχουν ὅμως τόν μεγάλο πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον.
Ἄν ἐμεῖς, παρ' ὅλο πού δέν εἴμαστε πλούσιοι, ζητᾶμε τίς ἀπολαύσεις καί τίς χαρές τῆς ζωῆς. Ἄν ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ εὐημερία. Ἄν ὅλες οἱ σκέψεις μας εἶναι πώς νά περάσουμε καλύτερα σέ αὐτή τήν ζωή, καί μόνο αὐτό ἐπιδιώκουμε, τότε σίγουρα εἴμαστε μακριά ἀπ' αὐτό πού ζητάει ὁ Κύριος. Διότι οἱ ἄνθρωποι πού ἐπιζητοῦν τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄνθρωποι ἐλεήμονες, αὐτοί ἐπιδιώκουν μόνο τό νά εἶναι κοντά στόν Θεό, νά ἔχουν κοινωνία μαζί του, θέλουν νά εἶναι ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ καί ζητοῦν διαρκῶς τήν χάρη Του καί τήν ἀγάπη Του.
Αὐτός πού εἶναι προσκολλημένος στά γήινα, πού ζητά ἀπολαύσεις, αὐτός πάσχει ἀκριβῶς ἀπ' ἐκεῖνο τό πάθος πού δέν ἀφήνει τούς πλούσιους νά εἰσέλθουν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γιά τόν Θεό ὅμως τά πάντα εἶναι δυνατά. Ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς σώσει ὅλους. Μπορεῖ νά σώσει καί τόν πλούσιο, ἄν ἐκεῖνος μετανοήσει, ἄν μισήσει τόν πλοῦτο του καί κάνει πράξη τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί… δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).
Αὐτό τό ἔκανε ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἁγίους ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας. Ὅταν ἦταν εἴκοσι χρονῶν οἱ γονεῖς του πέθαναν καί ἐκεῖνος ἔγινε κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Μιά μέρα ἄκουσε στήν ἐκκλησία αὐτά τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).
Τά λόγια αὐτά τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, μπῆκαν βαθιά μέσα στήν καρδιά του καί κυρίεψαν ἐξ ὁλοκλήρου τό νοῦ του. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πῆγε, πούλησε τήν περιουσία του, μοίρασε τά χρήματα στούς φτωχούς καί ὁ ἴδιος ἔφυγε στήν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τό βαθύ γῆρας. Εἶχε ἀρνηθεῖ ὅλα τά γήινα ἀγαθά ἀλλά ἔλαβε ἀπό τόν Θεό πλοῦτο ἀσύγκριτα μεγαλύτερο. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς προφητείας καί τῆς θαυματουργίας καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔγινε ἀδελφός καί φίλος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι πρέπει καί ἐμεῖς νά δεχθοῦμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ περί τοῦ γήινου πλούτου. Νά διώξουμε ἀπό τήν καρδιά μας τήν προσκόλληση στά γήινα ἀγαθά. Καί μόνο ἕνα πράγμα νά ἐπιδιώκουμε: τό νά εἴμαστε φίλοι καί ἀδελφοί τοῦ Θεοῦ, φίλοι καί ἀδελφοί τοῦ πλησίον μας. Ἀμήν.-
π. Θεολόγος Παντελῆς