Κρέμασε στον ώμο του το δισάκι ο Μωυσής. Πηδώντας με μεγάλες δρασκελιές τις πέτρες και τα βράχια άρχισε να σκαρφαλώνει στο βουνό. Δύο, τρία πέντε λεπτά και η λιγνή φιγούρα του ξεχώρισε στο πιο ψηλό σημείο, ανάμεσα ουρανού και γης.
Σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι το καλογεράκι. Ο γέροντάς του, ο ξακουσμένος για την αρετή του Ιωάννης, στεκότανε στ’ άνοιγμα της σπηλιάς του και τον κοίταζε. Σήκωσε ο γέροντας το χέρι και τον ευλόγησε. Έσκυψε ο νέος το κεφάλι. Δυο βήματα και χάθηκε πίσ’ από το βουνό.
Μέρες τώρα κάνει ο Μωυσής τον ίδιο δρόμο. Φεύγει μ’ άδειο το δισάκι του και γυρνά νωρίς τ’ απομεσήμερο μ’ ένα σακούλι μπρος στο στήθος κι ένα πίσω στην πλάτη γεμάτο χώμα. Βαλθήκανε να κάνουνε ένα μικρό περιβολάκι για να φυτέψουνε δυο τρία λάχανα,. εκεί μπρος στη σπηλιά τους, κι είχαν ανάγκη από χώμα. Πού χώμα στην έρημό τους, του Θολά!
Ψάξε, ψάξε ο Μωυσής βρήκε ένα τόπο. Ανάμεσα σε άγριες πέτρες και βράχια αν έσκαβες προσεχτικά μάζευες με τις χούφτες σου κάμποσο χώμα. Έφευγε, λοιπόν, κάθε πρωί μετά τις προσευχές του και τραβούσε γρήγορα για το μέρος με το χώμα.
Ο ήλιος γρήγορα λαμπαδιάζει στα μέρη εκείνα. Απ’ το πρωί αρχίζει κιόλας να τσουρουφλίζει τη γη, τις πέτρες και του Μωυσή το κεφάλι. Μα, τούτος τραβά γρήγορα. Έχει το σκοπό του…
Φτάνει στον τόπο με το χώμα. Σηκώνει ως τη μέση το ρούχο του, μαζεύει τα μανίκια ως τον αγκώνα και σκύβει με λαχτάρα. Πρώτα σηκώνει πέτρες, μετά κουνάει μικρούς βράχους κι ύστερα μ’ ένα μυτερό λιθάρι πιάνει και ξύνει την ξεροψημένη γη. Μαζεύει μικρές, μικρές τουφίτσες το χώμα, κι έπειτα προσεχτικά γεμίζει το δισάκι, μ’ ευλάβεια, θα πεις, μην τύχει και ξεφύγει μεσ’ απ’ τα δάχτυλά κανένας κόκκος και πάει χαμένος.
Έτσι δουλεύει το καλογερόπαιδο. Ώρες, κάτω από τον ήλιο της ερήμου του Σινά. Ψήνεται η κορφή του απ’ την κάψα. Μα ποιος το λογαριάζει; Θα ‘ναι χαρούμενος ο γέροντάς του και σε δυο τρεις φορές ακόμα θα έχουν έτοιμη τη γη για το κηπάκι τους.
Γεμίσανε τα δυο σακούλια του. Με προσοχή τα φορτώνεται ο Μωυσής και παίρνει το δρόμο, να γυρίσει στη σπηλιά τους. Μες στο λιοπύρι, χωρίς νερό, τόση δουλειά ως το μεσημέρι κι είν’ το περπάτημα του νέου πιο αργό, βαρύ, προσεχτικό.
Στο δρόμο του βρίσκει ένα μεγάλο βράχο. Εκεί σταματάει κάθε φορά να πάρει ανάσα. Φτάνει και ξεφορτώνεται. Ξαπλώνει κάτω απ’ τη σκιά του βράχου κι είναι σαν βασιλιάς, μες στη δροσιά, ο Μωυσής.
«Κύριε ελέησον!» ψιθυρίζει και κλείνει τα μάτια. Καλό είναι να κοιμηθεί λίγα λεπτά, να ξαποστάσει.
Μες στη σπηλιά, έγειρ’ ο γέροντας Ιωάννης ‘κει στη γωνιά να κλέψει λίγον ύπνο. Ολονυχτίς προσεύχεται ο άγιος άνθρωπος για των ανθρώπων τη σωτηρία. Κι εκεί που κλείνουνε τα μάτια του ακούει φωνή:
«Κοιμάσαι Ιωάννη; Το ξέρεις πως το παιδί σου ο Μωυσής, είναι σε κίνδυνο μεγάλο; Σήκω, λοιπόν, κουνήσου!»
Ξυπνάει τρομαγμένος. Βάζει φωνή, μεσ’ απ’ τα γέρικά του στήθη, και κράζει: «Μωυσή!» και πάλι «Μωυσή!», λες και μπορούσ’ ο Μωυσής να τον ακούσει. Κείνος βρισκόταν ώρες μακριά του κι όσο κι αν φώναζε, άδικος κόπος!
Κάθεται έξω απ’ τη σπηλιά ο γέροντας και περιμένει.
Περνούν οι ώρες. Όπου και να ναι πρέπει να φτάσει το καλογεράκι του. Και να, σε λίγο γράφεται πάνω στο μπλε τ’ ουρανού η σκούρα του φιγούρα.
Αργά, αργά φτάνει το παλικάρι. Ξεφορτώνεται με προσοχή τα δισάκια με το χώμα. Ξεφύσηξε βαθιά. Ανάσανε κι ο γέροντας. Κι έπιασε να ρωτάει το παιδί τι γίνηκε το μεσημέρι.
«Πήγα να ξαποστάσω, γέροντα, και ξάπλωσα κάτω από το μεγάλο βράχο. Μα μόλις έκλεισα τα μάτια μου ακούω τη φωνή σου να με κράζει: «Μωυσή!» και πάλι «Μωυσή!» Πετάχτηκα από το βράχο όρθιος: «Ευλόγησον γέροντα, ναι, έρχομαι!» είπα κι άρπαξα το δισάκι μου στον ώμο. Μόλις δύο βήματα έκανα πιο ‘κει και σαν να έγινε σεισμός!
Κουνήθηκε συθέμελα ο βράχος που ένα λεπτό πιο πριν κοιμόμουνα από κάτω. Με βουητό, απ’ τη ρίζα του, έγειρε στον κατήφορο και σκόρπιζε στο διάβα του πέτρες, βράχους λιθάρια…
Για μια στιγμή μονάχα, γέροντα, αν είχα μείνει από κάτω θα ‘μουν τώρα σκοτωμένος».
Τέλειωσε το λόγο του το καλογεράκι, ο Μωυσής. Μπήκε μες στη σπηλιά ο γέροντας, ο μέγας Ιωάννης. Να, ξαναπιάνει την ατέλειωτή του προσευχή…
Σ.Γ.Α.