1. «Ο ήλιος είναι φανερός, βρίσκεται μπροστά σ’ όλους και δεν χρειάζεται να τον αναζητούμε. Αν όμως κατεβούμε κάπου μέσα στη γη, κι αν όλα τ’ αναποδογυρίσουμε, θα χρειαστούμε πολύ κόπο για να δούμε τον ήλιο. Έτσι λοιπόν κι εδώ. Αν θάπτουμε τον εαυτό μας στο βυθό των πονηρών επιθυμιών, μέσα στο σκοτάδι των παθών και των βιοτικών πραγμάτων, μόλις και μετά βίας μπορούμε να δούμε και να σηκώσουμε το κεφάλι! Ο χωμένος μέσα σε λάκκο, όσο πιο πολύ ανεβαίνει προς τα επάνω, τόσο πιο πολύ πλησιάζει προς τον ήλιο. Ας αποτινάξουμε λοιπόν το χώμα, ας πετάξουμε από πάνω μας το πυκνό σκοτάδι. Είναι πυκνό κι αδιαπέραστο και δεν μας αφήνει να δούμε καλά. Και πώς διασπάται το σύννεφο αυτό, λέει; Εάν ελκύσουμε προς εμάς τις ακτίνες του νοητού ήλιου, του Ηλίου της Δικαιοσύνης, εάν υψώσουμε τα χέρια μας προς τον ουρανό: «Έπαρση των χειρών μου, θυσία εσπερινή» (Ψαλμ. 140, 2).
Αν μαζί με τα χέρια υψώσουμε και το νου. Καταλαβαίνετε οι μυημένοι τα λόγια μου. Ίσως γνωρίζετε αυτό που λέχθηκε και αντιλαμβάνεστε τον υπαινιγμό. Ας υψώσουμε το νου! Γνωρίζω εγώ πολλούς άνδρες, σχεδόν κρεμασμένους απ’ τη γη. Τους είδα με υψωμένα τα χέρια πέρα απ’ το μέτρο του δυνατού, να είναι λυπημένοι, επειδή δεν μπορούσαν να υψωθούν πνευματικά, και να προσεύχονται έτσι με προθυμία. Έτσι θέλω να είστε πάντοτε εσείς. Κι αν όχι πάντοτε, τουλάχιστον πάρα πολύ συχνά. Κι αν όχι πολύ συχνά, τουλάχιστον μερικές φορές, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των εωθινών και των εσπερινών προσευχών. Γιατί πες μου, δεν μπορείς να υψώσεις τα χέρια; Ύψωσε τη διάθεση όσο θέλεις. Αυτή ύψωσέ την μέχρι τον ουρανό. Κι αν θελήσεις να αγγίξεις την ίδια την κορυφή ή να ανέβεις και να περπατήσεις ψηλότερα, μπορείς να το κάνεις.
Γιατί ο νους μας είναι πιο ανάλαφρος και πιο υψηλός από κάθε φτερό. Όταν μάλιστα λάβει και τη χάρη του Πνεύματος, πω, πω, πόσο ταχύς είναι τότε, πόσο διαπεραστικός, πώς παντού περιφέρεται, πώς δεν καταβυθίζεται και δεν πέφτει στο έδαφος! Τέτοια φτερά ας κατασκευάσουμε για μας, μ’ αυτά θα μπορέσουμε να διαπλεύσουμε και το τρικυμισμένο πέλαγος της παρούσας ζωής. Τα ταχύτερα απ’ τα πουλιά διασχίζουν και όρη και φαράγγια και πελάγη και σκοπέλους μέσα σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς καμμιά βλάβη Τέτοιος είναι κι ο νους.
Όταν φτερωθεί, όταν απαλλαγεί απ’ τις βιοτικές μέριμνες, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει, ανεβαίνει πάνω από όλα, κι αυτά τα πυρωμένα βέλη του διαβόλου. Δεν είναι τόσο εύστοχος ο διάβολος, ώστε να μπορέσει να φτάσει ψηλά, αλλά τί κάνει; Ρίχνει βέβαια τα βέλη του, γιατί είναι αδιάντροπος, αστοχεί όμως κι επιστρέφει το βέλος προς αυτόν κενό, κι όχι μόνο κενό, άλλα και πέφτει επάνω στο κεφάλι του! Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να χτυπήσει κάτι το βέλος που στέλνεται απ’ αυτόν!! (Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου, απ’ την ΚΒ΄ Ομιλία «Εις την προς Εβραίους»)
2. «Η προσευχή είναι μεγάλο όπλο, μεγάλο κόσμημα, μεγάλη ασφάλεια. Όταν παρακαλούμε ανθρώπους, χρειαζόμαστε και έξοδα και χρήματα, και δουλοπρεπή κολακεία, και πολύ χρόνο και ενόχληση. Γιατί πολλές φορές δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς απ’ ευθείας στους ίδιους τους κυρίους για να του κάνουν τη χάρη, αλλ’ είναι ανάγκη προηγουμένως να κολακεύσει τους υπηρέτες και τους οικονόμους και τους επιτρόπους τους με χρήματα και με λόγια και με κάθε τρόπο, και τότε μέσω εκείνων να μπορέσει να πάρει αυτό που ζητάει. Στον Θεό όμως δεν γίνεται έτσι. Γιατί δεν χρειάζεται μεσολαβητής γι’ αυτά που ζητάμε, ούτε παρακαλείται τόσο πολύ, όσο συγκατανεύει στη χάρη όταν παρακαλείται από μας τους ίδιους που έχουμε ανάγκη. Κι έδώ βέβαια, είτε παίρνουμε, είτε δεν παίρνουμε, είναι δυνατό να κερδίσουμε, ενώ με τους ανθρώπους και στις δύο περιπτώσεις πολλές φορές έχουμε ζημιωθεί.
Αφού λοιπόν το κέρδος είναι μεγαλύτερο, και περισσότερη η ευκολία σ’ εκείνους που πλησιάζουν τον Θεό, να μην περιφρονούμε την προσευχή. Γιατί τότε περισσότερο σου δίνει αυτά που ζητάς, όταν τα ζητάς εσύ ο ίδιος, όταν δεν τα ζητάς σαν αγγαρεία, πράγμα που κάνουν οι περισσότεροι. Γιατί η γλώσσα τους λέει τα λόγια, αλλ’ η ψυχή τους τρέχει στα σπίτι ή στους δρόμους της αγοράς, κι όλο αυτό είναι κατασκεύασμα του διαβόλου. Γιατί, επειδή γνωρίζει ότι την ώρα εκείνη, μιλώντας με τον Θεό, μπορούμε να πετύχουμε και τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, θέλοντας να μας βυθίσει στο λιμάνι, εμφανίζεται εκείνη ακριβώς την ώρα απομακρύνοντας τη σκέψη μας απ’ αυτά που λέμε, ώστε να φύγουμε μάλλον ζημιωμένοι παρά κερδισμένοι. Γνωρίζοντάς τα λοιπόν αυτά, όταν προσέρχεσαι στον Θεό, να σκέφτεσαι σε ποιόν πηγαίνεις, και θα σου είναι αρκετό για να είσαι νηφάλιος».
Αν μαζί με τα χέρια υψώσουμε και το νου. Καταλαβαίνετε οι μυημένοι τα λόγια μου. Ίσως γνωρίζετε αυτό που λέχθηκε και αντιλαμβάνεστε τον υπαινιγμό. Ας υψώσουμε το νου! Γνωρίζω εγώ πολλούς άνδρες, σχεδόν κρεμασμένους απ’ τη γη. Τους είδα με υψωμένα τα χέρια πέρα απ’ το μέτρο του δυνατού, να είναι λυπημένοι, επειδή δεν μπορούσαν να υψωθούν πνευματικά, και να προσεύχονται έτσι με προθυμία. Έτσι θέλω να είστε πάντοτε εσείς. Κι αν όχι πάντοτε, τουλάχιστον πάρα πολύ συχνά. Κι αν όχι πολύ συχνά, τουλάχιστον μερικές φορές, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των εωθινών και των εσπερινών προσευχών. Γιατί πες μου, δεν μπορείς να υψώσεις τα χέρια; Ύψωσε τη διάθεση όσο θέλεις. Αυτή ύψωσέ την μέχρι τον ουρανό. Κι αν θελήσεις να αγγίξεις την ίδια την κορυφή ή να ανέβεις και να περπατήσεις ψηλότερα, μπορείς να το κάνεις.
Γιατί ο νους μας είναι πιο ανάλαφρος και πιο υψηλός από κάθε φτερό. Όταν μάλιστα λάβει και τη χάρη του Πνεύματος, πω, πω, πόσο ταχύς είναι τότε, πόσο διαπεραστικός, πώς παντού περιφέρεται, πώς δεν καταβυθίζεται και δεν πέφτει στο έδαφος! Τέτοια φτερά ας κατασκευάσουμε για μας, μ’ αυτά θα μπορέσουμε να διαπλεύσουμε και το τρικυμισμένο πέλαγος της παρούσας ζωής. Τα ταχύτερα απ’ τα πουλιά διασχίζουν και όρη και φαράγγια και πελάγη και σκοπέλους μέσα σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς καμμιά βλάβη Τέτοιος είναι κι ο νους.
Όταν φτερωθεί, όταν απαλλαγεί απ’ τις βιοτικές μέριμνες, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει, ανεβαίνει πάνω από όλα, κι αυτά τα πυρωμένα βέλη του διαβόλου. Δεν είναι τόσο εύστοχος ο διάβολος, ώστε να μπορέσει να φτάσει ψηλά, αλλά τί κάνει; Ρίχνει βέβαια τα βέλη του, γιατί είναι αδιάντροπος, αστοχεί όμως κι επιστρέφει το βέλος προς αυτόν κενό, κι όχι μόνο κενό, άλλα και πέφτει επάνω στο κεφάλι του! Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να χτυπήσει κάτι το βέλος που στέλνεται απ’ αυτόν!! (Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου, απ’ την ΚΒ΄ Ομιλία «Εις την προς Εβραίους»)
2. «Η προσευχή είναι μεγάλο όπλο, μεγάλο κόσμημα, μεγάλη ασφάλεια. Όταν παρακαλούμε ανθρώπους, χρειαζόμαστε και έξοδα και χρήματα, και δουλοπρεπή κολακεία, και πολύ χρόνο και ενόχληση. Γιατί πολλές φορές δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς απ’ ευθείας στους ίδιους τους κυρίους για να του κάνουν τη χάρη, αλλ’ είναι ανάγκη προηγουμένως να κολακεύσει τους υπηρέτες και τους οικονόμους και τους επιτρόπους τους με χρήματα και με λόγια και με κάθε τρόπο, και τότε μέσω εκείνων να μπορέσει να πάρει αυτό που ζητάει. Στον Θεό όμως δεν γίνεται έτσι. Γιατί δεν χρειάζεται μεσολαβητής γι’ αυτά που ζητάμε, ούτε παρακαλείται τόσο πολύ, όσο συγκατανεύει στη χάρη όταν παρακαλείται από μας τους ίδιους που έχουμε ανάγκη. Κι έδώ βέβαια, είτε παίρνουμε, είτε δεν παίρνουμε, είναι δυνατό να κερδίσουμε, ενώ με τους ανθρώπους και στις δύο περιπτώσεις πολλές φορές έχουμε ζημιωθεί.
Αφού λοιπόν το κέρδος είναι μεγαλύτερο, και περισσότερη η ευκολία σ’ εκείνους που πλησιάζουν τον Θεό, να μην περιφρονούμε την προσευχή. Γιατί τότε περισσότερο σου δίνει αυτά που ζητάς, όταν τα ζητάς εσύ ο ίδιος, όταν δεν τα ζητάς σαν αγγαρεία, πράγμα που κάνουν οι περισσότεροι. Γιατί η γλώσσα τους λέει τα λόγια, αλλ’ η ψυχή τους τρέχει στα σπίτι ή στους δρόμους της αγοράς, κι όλο αυτό είναι κατασκεύασμα του διαβόλου. Γιατί, επειδή γνωρίζει ότι την ώρα εκείνη, μιλώντας με τον Θεό, μπορούμε να πετύχουμε και τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, θέλοντας να μας βυθίσει στο λιμάνι, εμφανίζεται εκείνη ακριβώς την ώρα απομακρύνοντας τη σκέψη μας απ’ αυτά που λέμε, ώστε να φύγουμε μάλλον ζημιωμένοι παρά κερδισμένοι. Γνωρίζοντάς τα λοιπόν αυτά, όταν προσέρχεσαι στον Θεό, να σκέφτεσαι σε ποιόν πηγαίνεις, και θα σου είναι αρκετό για να είσαι νηφάλιος».
(Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου, απ’ τα «Ιερά Παράλληλα», Αγ. Ιω. Δαμασκ)