Ο νεομάρτυρας άγιος Ιάκωβος ο αγιορείτης (1η Νοεμβρίου) διηγήθηκε κάποτε στο μαθητή του Μαρκιανό όσα θαυμαστά είδε στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας:
Καθώς φορούσε ο ιερέας την ιερατική του στολή, έφεξε μπροστά του το φως των αγγέλων, όπως φέγγει ο ήλιος την αυγή, πριν ανατείλει. Όταν άρχισε νά προσκομίζει, τέσσερα αγγελικά τάγματα πήγαν και στάθηκαν στα τέσσερα σημεία του ναού.
Τελειώνοντας την προσκομιδή, σκέπασε με τα ιερά καλύμματα τα τίμια Δώρα, πού συνάμα καλύφθηκαν από μια λάμψη.
Την ώρα της μεγάλης εισόδου, όταν βγήκαν τα Άγια, προπορευόταν ένα φως, πού σκέπαζε το λαό. Το ίδιο φως περικύκλωσε αργότερα την αγία τράπεζα, όταν τοποθετήθηκε το δισκοπότηρο πάνω σ' αυτήν. 'Έξω από τον φωτεινό αυτό κύκλο στέκονταν οι άγγελοι ευλαβικά, χωρίς να τολμούν νά πλησιάσουν. Το φως δεν έφυγε από τον ιερέα σ` όλη τη διάρκεια της λειτουργίας.
Από το στόμα του έβγαινε αόρατη φλόγα, όταν εκφωνούσε τις ευχές και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Επίσης, όταν ύψωνε τα χέρια του, από τα δάχτυλά του ξεχυνόταν φως.
Μετά τον καθαγιασμό, είδα τον Κύριο, ως βρέφος καθισμένο στό δισκάριο μέσα σε φωτεινή δόξα. Ο ιερέας τον μέλισε σε τέσσερα μέρη, και το τίμιο Αίμα Του χύθηκε στο άγιο ποτήριο, από το οποίο μετάλαβε ο λειτουργός.
Όταν τελείωσε η μυσταγωγία, είδα πάλι το θείο Βρέφος ακέραιο ν' ανεβαίνει με δόξα και τιμή στον ουρανό, συνοδευόμενο από τούς αγίους αγγέλους.
Σαν διάκονος έβλεπε κατά καιρούς στις ακολουθίες τούς αγίους αγγέλους νά ψάλλουν και να διακονούν μαζί με τούς μοναχούς.
Κάποτε, διηγείται ο ίδιος, λειτουργούσα τη Μεγάλη Πέμπτη.
Μετά τη μικρή είσοδο και τα αναγνώσματα, είπα, ο ταπεινός, πλάι στό άγιο θυσιαστήριο την εκφώνηση: «Κύριε, σώσον τούς ευσεβείς και επάκουσον ημών».
Ύστερα βγήκα στην ωραία πύλη και, υψώνοντας το οράριο προς το εκκλησίασμα, συμπλήρωσα την ευχή του Τρισάγιου ύμνου: «και εις τους αιώνας των αιώνων».
Τη στιγμή εκείνη έλαμψε μπροστά μου ένα φως. Κοιτάζω προς τα εκεί, και βλέπω τον Κύριό μας 'Ιησού Χριστό, με τη μορφή του γιου του ανθρώπου ν' αστράφτει πιο πολύ κι απ' τον ήλιο μέσα σε άπλετο φως.
Τον τριγύριζαν σαν σμήνος από μέλισσες οι ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων, αρχαγγέλων, χερουβείμ και σεραφείμ. Είχε μπει από τη δυτική πύλη, και βαδίζοντας ανάερα στάθηκε απέναντι από τον άμβωνα.
Υψώνοντας μάλιστα το χέρι Του Ευλόγησε τούς λειτουργούς και τούς προσευχομένους. Τέλος, μπήκε στη θέση πού βρίσκεται η εικόνα Του, πλάι στην ωραία πύλη.
Η καρδιά μου σκίρτησε από αγαλλίαση, από γλυκύτατη αγάπη για τον Κύριο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το όραμα συνέβη την ώρα της εισόδου των ιερέων στο άγιο βήμα, πού συμβολίζει την είσοδό τους στον ίδιο τον ουρανό.
«Ποίησον, Κύριε», δέεται χαμηλόφωνα τη στιγμή εκείνη ο ιερέας, «συν τη εισόδω ημών είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ημίν και συνδοξολογούντων την σήν αγαθότητα». Έξάλλου, μετά την είσοδο ψάλετε και ο αγγελικός ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησαν ημάς».
Το όραμα αυτό φανερώνει πώς οι ουράνιες δυνάμεις συλλειτουργούν αόρατα μαζί μας. Γι' αυτό κάθε πιστός ας γνωρίζει ότι προσεύχεται ανάμεσα στους αγγέλους, σαν νά βρίσκεται στον ουρανό.
Ο Άγιος Θεόφιλος (1788-1853), ένας δια Χριστόν σαλός ιερομόναχος του ρωσικού βορρά, πού ασκήθηκε σε διάφορα μοναστήρια και ερημητήρια του Κιέβου, δεν έπαυε, ακόμα και όταν λειτουργούσε, νά σκανδαλίζει τούς άλλους αδελφούς με την παράξενη συμπεριφορά του.
Ο τότε μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος, ενοχλημένος απ' όλ' αυτά, κάλεσε τούς συμβούλους του, για νά εξετάσει μαζί τους την περίπτωση του ιερομόναχου. Σύντομα όμως έριξε φως στην υπόθεση ένας αδελφός, στον οποίο ο στάρετς είχε δώσει εξηγήσεις για την «ανάρμοστη» συμπεριφορά του στη διάρκεια των ιερών ακολουθιών:
Ο Θεός, του είχε πει εμπιστευτικά, βλέπει την απλότητά μου.
Λειτουργώ σύμφωνα με τη σωστή τάξη, διαβάζω όλες τις απαιτούμενες ευχές και τιμώ τον προεξάρχοντα ως ανώτερό μου.
Όσο όμως βυθίζομαι στη θεωρία της τελέσεως του μυστηρίου, ξεχνώ τον εαυτό μου και ότι είναι γύρω μου. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας βλέπω μια σταυρόσχημη ακτίνα νά κατεβαίνει από ψηλά και νά αιωρείται πάνω από τούς λειτουργούς. Βλέπω επίσης κάποια δροσιά νά κατεβαίνει στα τίμια Δώρα, και λαμπρούς αγγέλους νά πετάνε πάνω από την αγία τράπεζα ψάλλοντας:
Αδελφέ, δεν σου λέω δικαιολογίες, αλλά την καθαρή αλήθεια. σε παρακαλώ όμως νά μη φανερώσεις όσα σου είπα, για νά μη σκανδαλιστούν οι άλλοι από μένα, τον βρωμερό αμαρτωλό.
Ο σύγχρονός μας Άγιος Σάββας (1862-1948), προστάτης και πολιούχος της Καλύμνου, τελούσε τη θεία λειτουργία με τέλεια προσήλωση στο μυστήριο. Πολλές φορές συλλειτουργούσε και συνομιλούσε με αγίους, κάποτε μάλιστα με τούς τρεις Ιεράρχες, ενώ συγχρόνως τον περιέβαλλαν χοροί αγγέλων.
Την ώρα της θείας μεταλήψεως, όπως είχαν παρατηρήσει συλλειτουργοί του ή και άλλοι πιστοί, φούσκωνε και ξεχείλιζε το άγιο ποτήριο, χωρίς όμως νά χύνεται η θεία Κοινωνία.
Η Νίκη Κουτελαίνα, αργότερα μοναχή Σαλώμη, είδε κάποτε τον όσιο στην προσκομιδή πολύ υψωμένο, ενώ τριγύρω παραστέκονταν αγγελικά τάγματα. Παρατήρησε μάλιστα κι αυτή ότι το άγιο ποτήριο φούσκωνε.
Φοβήθηκε η γυναίκα, αλλά δεν μίλησε. Αργότερα φανέρωσε στον άγιο Σάββα αυτά πού είδε. Εκείνος όμως της είπε:
Ω, παιδί μου, μη προς Θεού! μην τα πεις πουθενά!
Ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης (1967), ο σεμνός λευίτης της «Νεραντζιώτισσας» Αμαρουσίου, λειτουργούσε κάποια μέρα στο παρεκκλήσι της Παναγίας μία γυναίκα από το εκκλησίασμα, η Ε.Μ., πού στεκόταν μπροστά στο ιερό βλέπει έναν ξανθό διάκονο με λευκή στολή νά υπηρετεί τον π. Αθανάσιο μπροστά στην αγία τράπεζα. Μάλιστα στεκόταν πάντα στα δεξιά του στη διάρκεια της θείας λειτουργίας δεν βγήκε καθόλου από το άγιο βήμα.
Σκέφτηκε η γυναίκα πώς θα ήταν νεοχειροτονημένος, και του μάθαινε ο ιερέας τη λειτουργική τάξη. Η λειτουργία τελείωσε και ο κόσμος έφυγε. Εκείνη όμως παρέμεινε για νά ικανοποιήσει την περιέργειά της, νά δει ποιος ήταν ο διάκονος. Ο π. Αθανάσιος κατέλυσε κι έφυγε, αλλά ο διάκονος δεν έβγαινε από το ιερό. Τότε η γυναίκα άνοιξε το παραπέτασμα. Μα δεν είδε κανέναν. Ο διάκονος είχε εξαφανιστεί και άλλη έξοδος δεν υπήρχε!
Όταν αργότερα διηγήθηκε στον π. Αθανάσιο το περιστατικό, εκείνος με απλότητα της είπε:
Αυτά, παιδί μου, συμβαίνουν, αλλά μη λες πουθενά τίποτα".
Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Συχνά, στή μεγάλη είσοδο ή στην αγία πρόθεση, τον έβλεπαν νά μην πατάει στό έδαφος, αλλά νά στέκεται και νά βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην αγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους νά κρατούν το Σώμα του Κυρίου. Οι άνθρωποι, έλεγε, είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τι γίνεται μέσα στό ναό, στή διάρκεια της θείας λειτουργίας.
Κάποτε λειτουργούσα, αλλά δυσκολευόμουν νά ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδο, από τα θαυμαστά πού έβλεπαν τα μάτια μου. Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε: «Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι».
Ξαφνικά, νιώθω νά με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και νά με οδηγεί στην αγία πρόθεση. Νόμισα πώς ήταν ο ψάλτης.
Απόρησα, πώς τόλμησε ο ευλογημένος νά κάνει τέτοια ασέβεια - νά μπει από την ωραία πύλη και νά με σπρώξει.
Γυρίζω, και τι νά δω! μία τεράστια φτερούγα, πού είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε νά προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδο...
Τι γίνεται στό ιερό την ώρα της λειτουργίας! στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου...
Μερικές φορές δεν μπορώ ν' αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα. Οι άλλοι ιερείς νομίζουν πώς κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά πού βλέπω και ακούω.
Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! και μόλις ο ιερέας πει το «Δι' ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις. Τότε μέσα στό ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!.
Κάποτε, σε μια θεία Λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η βασιλεία...», ο άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος από τον λαό, τέσσερις άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους.
Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο άγιος να ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και νά! Παρουσιάζεται ένα πεντακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, οι οποίοι το εναπόθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, οι οποίο ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά. Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου!
Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο Ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από τον λειτουργό.
«Όταν ο ιερέας λέει τα άγια τοις αγίοις, για μας όλους το λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στα άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι άγιος!»
Καθώς φορούσε ο ιερέας την ιερατική του στολή, έφεξε μπροστά του το φως των αγγέλων, όπως φέγγει ο ήλιος την αυγή, πριν ανατείλει. Όταν άρχισε νά προσκομίζει, τέσσερα αγγελικά τάγματα πήγαν και στάθηκαν στα τέσσερα σημεία του ναού.
Τελειώνοντας την προσκομιδή, σκέπασε με τα ιερά καλύμματα τα τίμια Δώρα, πού συνάμα καλύφθηκαν από μια λάμψη.
Την ώρα της μεγάλης εισόδου, όταν βγήκαν τα Άγια, προπορευόταν ένα φως, πού σκέπαζε το λαό. Το ίδιο φως περικύκλωσε αργότερα την αγία τράπεζα, όταν τοποθετήθηκε το δισκοπότηρο πάνω σ' αυτήν. 'Έξω από τον φωτεινό αυτό κύκλο στέκονταν οι άγγελοι ευλαβικά, χωρίς να τολμούν νά πλησιάσουν. Το φως δεν έφυγε από τον ιερέα σ` όλη τη διάρκεια της λειτουργίας.
Από το στόμα του έβγαινε αόρατη φλόγα, όταν εκφωνούσε τις ευχές και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Επίσης, όταν ύψωνε τα χέρια του, από τα δάχτυλά του ξεχυνόταν φως.
Μετά τον καθαγιασμό, είδα τον Κύριο, ως βρέφος καθισμένο στό δισκάριο μέσα σε φωτεινή δόξα. Ο ιερέας τον μέλισε σε τέσσερα μέρη, και το τίμιο Αίμα Του χύθηκε στο άγιο ποτήριο, από το οποίο μετάλαβε ο λειτουργός.
Όταν τελείωσε η μυσταγωγία, είδα πάλι το θείο Βρέφος ακέραιο ν' ανεβαίνει με δόξα και τιμή στον ουρανό, συνοδευόμενο από τούς αγίους αγγέλους.
Ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833), ο τόσο προσφιλής αυτός άγιος των 'Ορθοδόξων, ενισχυόταν στους αγώνες του από τη θεία πρόνοια με πνευματικά οράματα, πού παρηγορούσαν την ψυχή του.
Σαν διάκονος έβλεπε κατά καιρούς στις ακολουθίες τούς αγίους αγγέλους νά ψάλλουν και να διακονούν μαζί με τούς μοναχούς.
Κάποτε, διηγείται ο ίδιος, λειτουργούσα τη Μεγάλη Πέμπτη.
Μετά τη μικρή είσοδο και τα αναγνώσματα, είπα, ο ταπεινός, πλάι στό άγιο θυσιαστήριο την εκφώνηση: «Κύριε, σώσον τούς ευσεβείς και επάκουσον ημών».
Ύστερα βγήκα στην ωραία πύλη και, υψώνοντας το οράριο προς το εκκλησίασμα, συμπλήρωσα την ευχή του Τρισάγιου ύμνου: «και εις τους αιώνας των αιώνων».
Τη στιγμή εκείνη έλαμψε μπροστά μου ένα φως. Κοιτάζω προς τα εκεί, και βλέπω τον Κύριό μας 'Ιησού Χριστό, με τη μορφή του γιου του ανθρώπου ν' αστράφτει πιο πολύ κι απ' τον ήλιο μέσα σε άπλετο φως.
Τον τριγύριζαν σαν σμήνος από μέλισσες οι ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων, αρχαγγέλων, χερουβείμ και σεραφείμ. Είχε μπει από τη δυτική πύλη, και βαδίζοντας ανάερα στάθηκε απέναντι από τον άμβωνα.
Υψώνοντας μάλιστα το χέρι Του Ευλόγησε τούς λειτουργούς και τούς προσευχομένους. Τέλος, μπήκε στη θέση πού βρίσκεται η εικόνα Του, πλάι στην ωραία πύλη.
Η καρδιά μου σκίρτησε από αγαλλίαση, από γλυκύτατη αγάπη για τον Κύριο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το όραμα συνέβη την ώρα της εισόδου των ιερέων στο άγιο βήμα, πού συμβολίζει την είσοδό τους στον ίδιο τον ουρανό.
«Ποίησον, Κύριε», δέεται χαμηλόφωνα τη στιγμή εκείνη ο ιερέας, «συν τη εισόδω ημών είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ημίν και συνδοξολογούντων την σήν αγαθότητα». Έξάλλου, μετά την είσοδο ψάλετε και ο αγγελικός ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησαν ημάς».
Το όραμα αυτό φανερώνει πώς οι ουράνιες δυνάμεις συλλειτουργούν αόρατα μαζί μας. Γι' αυτό κάθε πιστός ας γνωρίζει ότι προσεύχεται ανάμεσα στους αγγέλους, σαν νά βρίσκεται στον ουρανό.
Ο τότε μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος, ενοχλημένος απ' όλ' αυτά, κάλεσε τούς συμβούλους του, για νά εξετάσει μαζί τους την περίπτωση του ιερομόναχου. Σύντομα όμως έριξε φως στην υπόθεση ένας αδελφός, στον οποίο ο στάρετς είχε δώσει εξηγήσεις για την «ανάρμοστη» συμπεριφορά του στη διάρκεια των ιερών ακολουθιών:
Ο Θεός, του είχε πει εμπιστευτικά, βλέπει την απλότητά μου.
Λειτουργώ σύμφωνα με τη σωστή τάξη, διαβάζω όλες τις απαιτούμενες ευχές και τιμώ τον προεξάρχοντα ως ανώτερό μου.
Όσο όμως βυθίζομαι στη θεωρία της τελέσεως του μυστηρίου, ξεχνώ τον εαυτό μου και ότι είναι γύρω μου. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας βλέπω μια σταυρόσχημη ακτίνα νά κατεβαίνει από ψηλά και νά αιωρείται πάνω από τούς λειτουργούς. Βλέπω επίσης κάποια δροσιά νά κατεβαίνει στα τίμια Δώρα, και λαμπρούς αγγέλους νά πετάνε πάνω από την αγία τράπεζα ψάλλοντας:
«Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου». Τότε όλη μου η ύπαρξη αρπάζεται ανέκφραστα, και μου είναι αδύνατον νά τραβήξω την προσοχή μου από το πάντερπνο όραμα.
Αδελφέ, δεν σου λέω δικαιολογίες, αλλά την καθαρή αλήθεια. σε παρακαλώ όμως νά μη φανερώσεις όσα σου είπα, για νά μη σκανδαλιστούν οι άλλοι από μένα, τον βρωμερό αμαρτωλό.
Ο σύγχρονός μας Άγιος Σάββας (1862-1948), προστάτης και πολιούχος της Καλύμνου, τελούσε τη θεία λειτουργία με τέλεια προσήλωση στο μυστήριο. Πολλές φορές συλλειτουργούσε και συνομιλούσε με αγίους, κάποτε μάλιστα με τούς τρεις Ιεράρχες, ενώ συγχρόνως τον περιέβαλλαν χοροί αγγέλων.
Την ώρα της θείας μεταλήψεως, όπως είχαν παρατηρήσει συλλειτουργοί του ή και άλλοι πιστοί, φούσκωνε και ξεχείλιζε το άγιο ποτήριο, χωρίς όμως νά χύνεται η θεία Κοινωνία.
Η Νίκη Κουτελαίνα, αργότερα μοναχή Σαλώμη, είδε κάποτε τον όσιο στην προσκομιδή πολύ υψωμένο, ενώ τριγύρω παραστέκονταν αγγελικά τάγματα. Παρατήρησε μάλιστα κι αυτή ότι το άγιο ποτήριο φούσκωνε.
Φοβήθηκε η γυναίκα, αλλά δεν μίλησε. Αργότερα φανέρωσε στον άγιο Σάββα αυτά πού είδε. Εκείνος όμως της είπε:
Ω, παιδί μου, μη προς Θεού! μην τα πεις πουθενά!
Ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης (1967), ο σεμνός λευίτης της «Νεραντζιώτισσας» Αμαρουσίου, λειτουργούσε κάποια μέρα στο παρεκκλήσι της Παναγίας μία γυναίκα από το εκκλησίασμα, η Ε.Μ., πού στεκόταν μπροστά στο ιερό βλέπει έναν ξανθό διάκονο με λευκή στολή νά υπηρετεί τον π. Αθανάσιο μπροστά στην αγία τράπεζα. Μάλιστα στεκόταν πάντα στα δεξιά του στη διάρκεια της θείας λειτουργίας δεν βγήκε καθόλου από το άγιο βήμα.
Σκέφτηκε η γυναίκα πώς θα ήταν νεοχειροτονημένος, και του μάθαινε ο ιερέας τη λειτουργική τάξη. Η λειτουργία τελείωσε και ο κόσμος έφυγε. Εκείνη όμως παρέμεινε για νά ικανοποιήσει την περιέργειά της, νά δει ποιος ήταν ο διάκονος. Ο π. Αθανάσιος κατέλυσε κι έφυγε, αλλά ο διάκονος δεν έβγαινε από το ιερό. Τότε η γυναίκα άνοιξε το παραπέτασμα. Μα δεν είδε κανέναν. Ο διάκονος είχε εξαφανιστεί και άλλη έξοδος δεν υπήρχε!
Όταν αργότερα διηγήθηκε στον π. Αθανάσιο το περιστατικό, εκείνος με απλότητα της είπε:
Αυτά, παιδί μου, συμβαίνουν, αλλά μη λες πουθενά τίποτα".
Ο μακαριστός ηγούμενος του οσίου Δαβίδ, γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ' όλες τις ιερές ακολουθίες, μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας.
Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Συχνά, στή μεγάλη είσοδο ή στην αγία πρόθεση, τον έβλεπαν νά μην πατάει στό έδαφος, αλλά νά στέκεται και νά βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην αγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους νά κρατούν το Σώμα του Κυρίου. Οι άνθρωποι, έλεγε, είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τι γίνεται μέσα στό ναό, στή διάρκεια της θείας λειτουργίας.
Κάποτε λειτουργούσα, αλλά δυσκολευόμουν νά ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδο, από τα θαυμαστά πού έβλεπαν τα μάτια μου. Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε: «Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι».
Ξαφνικά, νιώθω νά με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και νά με οδηγεί στην αγία πρόθεση. Νόμισα πώς ήταν ο ψάλτης.
Απόρησα, πώς τόλμησε ο ευλογημένος νά κάνει τέτοια ασέβεια - νά μπει από την ωραία πύλη και νά με σπρώξει.
Γυρίζω, και τι νά δω! μία τεράστια φτερούγα, πού είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε νά προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδο...
Τι γίνεται στό ιερό την ώρα της λειτουργίας! στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου...
Μερικές φορές δεν μπορώ ν' αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα. Οι άλλοι ιερείς νομίζουν πώς κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά πού βλέπω και ακούω.
Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! και μόλις ο ιερέας πει το «Δι' ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις. Τότε μέσα στό ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!.
Απόψε παιδί μου, αποκάλυψε κάποτε σ' ένα μοναχό, συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια πού δεν περιγράφονται. Σαν πεθάνω, νά πεις πώς κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και συζούσε με την Αγία Τριάδα".
O άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του.
Κάποτε, σε μια θεία Λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η βασιλεία...», ο άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος από τον λαό, τέσσερις άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους.
Στον «Απόστολο», φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη. Στο «Αλληλούια», μετά τον «Απόστολο», οι φωνές του λαού ανέβηκαν ενωμένες στον ουρανό σαν πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί. Και στην ανάγνωση του Ευαγγελίου κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.
Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο άγιος να ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και νά! Παρουσιάζεται ένα πεντακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, οι οποίοι το εναπόθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, οι οποίο ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά. Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου!
Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο Ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από τον λειτουργό.
Δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους. Όταν ο ιερέας έφτασε στην αγία Τράπεζα κι ακούμπησε τα τίμια Δώρα, οι άγγελοι τα σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα δύο Σεραφείμ στα αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει.
Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «...μεταβαλών τω Πνεύματι σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν!» Τότε βλέπει πάλι ο δίκαιος έναν άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Έχυσε το αίμα Του στο άγιο Ποτήριο, ενώ το σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.
«Όταν ο ιερέας λέει τα άγια τοις αγίοις, για μας όλους το λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στα άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι άγιος!»
-«Και τι είναι αγιοσύνη, πάτερ;»
-«Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή κατακρίνεις τον συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη θεία Κοινωνία.
Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε. Αν όμως δεν είσαι, φύγε…».
Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ο άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν μόλις ελάμβαναν τα θεία Δώρα, ενώ άλλα έλαμπαν σαν τον ήλιο.
Οι άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη Μετάληψη. Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή.