Κυριακὴ Πεντηκοστῆς (Ἰωάν. 7,37-52· 8,12)
ΔΥΟ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ
«Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (Ἰωάν. 7,43)
Ἑορτάζουμε, κατὰ τοὺς πατέρας, τὰ γενέθλια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ὁ καθένας μας ἔχει γενέθλια, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἡμέρα γεννήσεώς της εἶνε ἡ σημερινή, κατὰ τὴν ὁποία τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν κατῆλθε στοὺς μαθητάς, τοὺς ἀγραμμάτους ἁλιεῖς τῆς Γαλιλαίας, καὶ τοὺς ἀνέδειξε διαπρυσίους κήρυκας.
Σήμερα ὡς εὐαγγέλιο διαβάζεται μία σχετικὴ περικοπή. Τὴν προσέξατε; Ὅταν διαβάζωνται τὰ ἀναγνώσματα καὶ οἱ εὐχές, πρέπει νὰ προσέχουμε, ὥστε νὰ μὴ μᾶς διαφεύγῃ οὔτε λέξι ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα. Οἱ περισσότεροι δυστυχῶς ἀκοῦνε ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουν.
Γι᾽ αὐτὸ ἐπιτρέψτε μου, τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα, νὰ ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
* * *
Οἱ Ἰουδαῖοι ἑώρταζαν καὶ ἑορτάζουν μέχρι σήμερα μία μεγάλη ἑορτή, τὴν σκηνοπηγία, εἰς ἀνάμνησιν ἑνὸς ἱστορικοῦ γεγονότος. Ὅταν δηλαδὴ οἱ πρόγονοί τους, μετὰ ἀπὸ σκλαβιὰ αἰώνων, βγῆκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἐπέστρεφαν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, πέρασαν σαράντα χρόνια περιπλανώμενοι στὴν ἔρημο. Δὲν κατοικοῦσαν βέβαια σὲ σπίτια· ἔμεναν κάτω ἀπὸ σκηνές. Αὐτὸ λοιπὸν ἐνθυμοῦντο μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, ποὺ διαρκοῦσε ὀκτὼ ἡμέρες. Τότε οἱ Ἑβραῖοι ἄφηναν τὰ σπίτια τους, ἔστηναν σκηνές, καὶ ἔμεναν ὅλοι κάτω ἀπὸ αὐτές, ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ πλούσιοι.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο λέει, ὅτι τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς σκηνοπηγίας ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, στάθηκε στὸ προαύλιο ποὺ χωροῦσε χιλιάδες κόσμο, καὶ ἐκεῖ ἐδίδασκε. Προσέξατε μιὰ λέξι τοῦ εὐαγγελίου; Δὲν λέει ἁπλῶς ὅτι μίλησε, ἀλλὰ ὅτι «ἔκραξε» (Ἰωάν. 7,37).
Τί θὰ πῇ «ἔκραξε»; Φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμι τῶν πνευμόνων του. Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοὶ ποὺ μᾶς σχολιάζουν. Φωνάζει, λένε, δὲ μποροῦμε νὰ τὸν ἀκοῦμε… Δὲν φωνάζουμε γιὰ τ᾽ ἀμπέλια καὶ τὰ χωράφια μας· ἂν δὲν πιστεύαμε, θὰ σιωπούσαμε. Φωνάζουμε ὅπως ἡ μάνα ὅταν δῇ τὸ παιδί της νὰ κατρακυλάῃ ἀπ᾽ τὸ βράχο ἢ νὰ πέφτῃ μπροστὰ στὶς ῥόδες τοῦ αὐτοκινήτου, ἢ ὅπως ὁ στρατιώτης ἐν ὥρᾳ μάχης, ἢ ὅπως ἡ ὄρνιθα ὅταν δῇ γεράκι ν᾽ ἀπειλῇ τὰ ὀρνίθια της. Ἔτσι κι ὁ Χριστὸς φώναξε,«ἔκραξε», διότι ἔλεγε κάτι μεγάλο καὶ ὑψηλό. Τί ἔλεγε;
«Ὅποιος διψᾷ, ἂς ἔρχεται κοντά μου καὶ ἂς πίνῃ» (ἔ.ἀ.). Μιλάει γιὰ δίψα. Ποιά δίψα ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Χριστός; Ὄχι τὴ δίψα τὴ φυσική, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸ δροσερὸ νερό, ποὺ τρέχει ἀπὸ πηγὲς καὶ ποτάμια. Ἐννοεῖ κάτι ἄλλο. Ὅπως τὸ σῶμα διψάει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Τί διψάει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου; Διψάει τὴν ἀλήθεια, τὴν εἰρήνη, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀγάπη, τὴ συγχώρησι τῶν ἁμαρτημάτων, τὰ ὡραῖα καὶ ἀναγκαῖα αὐτὰ πράγματα.
Ποιός μπορεῖ νὰ τὰ δώσῃ αὐτά; Μήπως τὸ χρῆμα, ἡ ἐπιστήμη, ἡ τέχνη, ὁ κόσμος ὁλόκληρος; Κανένα ἀπὸ αὐτά. Κι ὁ ἄνθρωπος μένει διψασμένος. Μοιάζει μὲ τὸν Τάνταλο, τὸν ἀρχαῖο ἐκεῖνο ἥρωα τῆς μυθολογίας ποὺ ἔβλεπε μπροστά του νερό, μὰ μόλις ἅπλωνε τὸ χέρι νὰ τὸ φτάσῃ, τὸ νερὸ ἔφευγε μακριὰ κι αὐτὸς ἔμενε πάντα διψασμένος. Διψασμένοι Τάνταλοι εἶνε κ᾽ οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος μας· διψοῦν, ἀλλὰ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ξεδιψάσῃ.
Ὅποιος λοιπὸν διψάει δίψα πνευματική, λέει ὁ Χριστός, ἂς ἔρχεται κοντά μου νὰ πίνῃ. Ὁ Χριστὸς ἔχει τὸ ἀθάνατο νερό.
Αὐτοὶ ποὺ τὸν ἄκουγαν ἀπὸ κάτω τί ἔνιωθαν ἆραγε; Πολλοὶ ἔλεγαν «Αὐτὸς εἶνε πράγματι ὁ προφήτης», καὶ ἄλλοι «Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός». Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν· «Μὰ μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴ Γαλιλαία;
Δὲ λέει ἡ γραφή, ὅτι θά ᾽νε ἀπόγονος του Δαυῒδ καὶ θὰ προέρχεται ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ;». Ἔτσι λοιπὸν «σχίσμα ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (ἔ.ἀ. 7,43). Χωρίστηκαν σὲ δύο παρατάξεις· ἄλλοι τὸν παραδέχονταν, ἄλλοι τὸν ἀπέρριπταν· μερικοὶ μάλιστα ἤθελαν καὶ νὰ τὸν συλλάβουν, μὰ κανείς δὲν ἅπλωσε χέρι πάνω του.
Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ φαρισαῖοι καὶ ἀρχιερεῖς εἶχαν στείλει ὑπηρέτες τους νὰ τὸν πιάσουν (βλ. ἔ.ἀ. στ. 32). Καὶ πῆγαν οἱ ἀπεσταλμένοι, ἀλλὰ γύρισαν ἄπρακτοι· τοὺς κατέπληξε ἡ διδασκαλία του. «Γιατί δὲν τὸν φέρατε;» τοὺς ρωτοῦν τ᾽ ἀφεντικά. Κι αὐτοὶ ἀπαντοῦν· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 7,46). Τέτοια λόγια δὲν ξανακούσαμε.
Ὁ Χριστὸς εἶχε τὸ Πνεῦμα το ἅγιο. Ἡ διδασκαλία του καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας του μεταδίδουν τὸ Πνεῦμα το ἅγιο ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Πνεῦμα ἅγιο! Πῶς νὰ ἐκφρασθοῦμε; Εἶνε μερικὰ πράγματα ποὺ ἡ γλῶσσα δὲ μπορεῖ νὰ τὰ πῇ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Γραφὴ καὶ οἱ πατέρες χρησιμοποιοῦν εἰκόνες καὶ παραδείγματα. Ἔτσι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο παρουσιάζεται ἄλλοτε σὰν φωτιὰ ἐξ οὐρανοῦ ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει, ἄλλοτε σὰν νερὸ δροσερὸ ποὺ ἀρδεύει κάμπους, καὶ ἄλλοτε σὰν ἄνεμος σφοδρὸς καὶ θύελλα ποὺ ξερριζώνει δέντρα τῆς ἁμαρτίας. Ποικίλες εἶνε οἱ ἐνέργειες τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
* * *
Ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς τὰ λόγια του πέρασαν αἰῶνες. Στὸ διάστημα αὐτὸ παρουσιάστησαν πολλοὶ σοφοί, ποὺ εἶπαν καὶ ἔγραψαν πολλά. Τώρα, κατὰ τὸ πλεῖστον, αὐτοὶ ἔχουν λησμονηθῆ· κάπου – κάπου ψάχνει κανεὶς σὲ βιβλιοθῆκες νὰ βρῇ τί εἶπαν. Τὰ λόγια ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἐξακολουθοῦν ν᾽ ἀκούγωνται καὶ νὰ διαδίδωνται. Ὅπου νὰ πᾶμε, σ᾽ ἀνατολὴ καὶ δύσι, βορρᾶ καὶ νότο, παντοῦ θὰ βροῦμε τὸ Εὐαγγέλιο διαδεδομένο· ὄχι ὅμως χωρὶς ἐμπόδια.
Πῶς διατίθενται σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στὸ Εὐαγγέλιο; Ὅπως καὶ τότε, στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, χωρίζονται σὲ δύο παρατάξεις. Στὴ μία εἶνε ὅσοι τὸ δέχονται, τὸ ἀσπάζονται, τὸ ζοῦν, πεθαίνουν γι᾽ αὐτό.
Στὴν ἄλλη παράταξι εἶνε ὅσοι μένουν ξένοι πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐδῶ ἄλλοι μὲν ἀδιαφοροῦν. Μίλα τους γιὰ λεφτὰ γιὰ γυναῖκες καὶ ἔρωτες γιὰ πολιτικὴ γιὰ συμφέροντα ἐπίγεια, τεντώνουν τ᾽ αὐτὶ ν᾽ ἀκούσουν· ἂν τοὺς μιλήσῃς γιὰ οὐράνια πράγματα, γιὰ παράδεισο κόλασι αἰώνιο ζωή, δὲ δίνουν σημασία.
Ἄλλοι πάλι ἀμφιβάλλουν γιὰ τὶς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, εἶνε πάντα σκεπτικοὶ κ᾽ ἐπιφυλακτικοί. Ἄλλοι ὅμως εἶνε τελείως ἀρνητικοὶ ἢ καὶ ἐπιθετικοί, μάλιστα στὴν ἐποχή μας. Κάνουν σὰν τὰ λυσσασμένα σκυλιά. Ποτέ ἄλλοτε δὲν ἐκδηλώθηκε τέτοια μανία· εἰ δυνατὸν νὰ γκρεμίσουν τὴν Ἐκκλησία, νὰ τὴν ἐξαφανίσουν.
Ὅπως τότε οἱ φαρισαῖοι ἔστειλαν ὑπηρέτες νὰ φιμώσουν τὸ Χριστό, ἔτσι καὶ σήμερα νεώτεροι φαρισαῖοι τοῦ πνεύματος, ἄνθρωποι δῆθεν τῶν γραμμάτων, ἐπιτίθενται ἐναντίον του μὲ ὅ,τι διαθέτουν (ἔντυπα, ῥάδια, τηλεοράσεις, θεάματα κ.λπ.). Τοὺς ἐνοχλεῖ τὸ ὄνομά του, ἡ Ἐκκλησία του καὶ τὸ κήρυγμά της, τοὺς ἐνοχλεῖ ἡ παρουσία τοῦ ῥάσου, τοὺς ἐνοχλεῖ ἀκόμα κ᾽ ἡ καμπάνα καὶ θέλουν νὰ μὴ χτυπάῃ.
Ἄλλοτε ἄκουγε τὴν καμπάνα κι ὁ βοσκὸς στὴν ὕπαιθρο κ᾽ ἔκανε τὸ σταυρό του· τώρα ὅ,τι θυμίζει τὸ Θεὸ ἔγινε ἀποκρουστικὸ καὶ μισητό. Στὸ σημεῖο ποὺ φτάσαμε, κάτι κακὸ θὰ μᾶς συμβῇ· ἢ κανένας σεισμὸς ἢ κανένας πόλεμος ἢ κάτι ἄλλο.
Τὰ λέω αὐτὰ γιὰ ὅλους, δὲν μέμφομαι κάποια συγκεκριμένη πολιτικὴ παράταξι. Δὲν πολιτικολογῶ, δὲν κομματίζομαι· εἶμαι ὑπεράνω κομμάτων, ὁμιλῶ ἐν ὀνόματι Κυρίου. Πρέπει ὁ λαός μας νὰ τὸ αἰσθανθῇ πλέον, ὅτι ζοῦμε σὲ ἐποχὲς κατατρεγμοῦ, συγκεκαλυμμένου διωγμοῦ, ὅπως αὐτὴ ποὺ περιγράφει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο ὅταν λέῃ ὅτι ἔστειλαν ἀπόσπασμα νὰ συλλάβουν τὸ Χριστό. Ἂς ξυπνήσουμε.
Δὲν πρόκειται περὶ πολιτικολογίας, περὶ μικροῦ καὶ ἀσημάντου πράγματος· πρόκειται περὶ μεγάλου καὶ ὑψηλοῦ ζητήματος. Τὸν ὑλισμὸ καὶ τὴν ἀθεΐα ἐλέγχουμε. Οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι μισοῦν τὸ ἀληθινὸ φῶς, ποὺ εἶνε ὁ Χριστός.
Μοιάζουν μὲ ἀσπάλακες, τυφλοπόντικες, ποὺ ἀνοίγουν λαγούμια καὶ κινοῦνται στὸ σκοτάδι· δὲν θέλουν νὰ δοῦν καὶ ν᾽ ἀκούσουν τὸ Θεό, καὶ κινοῦνται μέσα σὲ κρησφύγετα τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς ἀπιστίας.
* * *
Ἀλλ᾽ «ὅσοι πιστοί»! Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· κι ἂν μείνῃς ἕνας μέσ᾽ στὸ σπίτι ἢ στὸ σχολεῖο ἢ στὴν κοινωνία, μὴ φοβᾶσαι. Ἐσὺ θὰ νικήσῃς, ὄχι οἱ πολλοί. Εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, ὁ Χριστὸς νικᾷ καὶ θριαμβεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Πιστεύω ὅτι μιλῶ σὲ ἀνθρώπους μὲ χρῖσμα πίστεως, σὲ ἀνθρώπους ποὺ αἰσθάνονται τὸ μήνυμα τῆς ἁγίας αὐτῆς ἡμέρας. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας στοὺς ἀπίστους καὶ ἀθέους. Ἑνωμένος ὁ πιστὸς λαὸς θὰ δώσῃ τὴ μεγάλη μάχη γιὰ νὰ μείνῃ αὐτὸς ὁ τόπος στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Θυσιάστηκαν χιλιάδες γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Καὶ πιστεύω ὅτι, χάρι στὴ θυσία ἐκείνων, ὁ τόπος μας δὲν θὰ ὑποκύψῃ στὴν ἀθεΐα, ἀλλὰ θὰ μείνῃ στὸ φῶς τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
στον ιερό ναό του Ἁγίου Γεωργίου Φλωρίνης 6-6-1982)