50ος Ψαλμός: Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα Έλεός σου |
ΨΑΛΜΟΣ 50ος: «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· 4 ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. 5 ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. 6 σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. 7 ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. 8 ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. 9 ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. 10 ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. 11 ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. 12 καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. 13 μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ. 14 ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. 15 διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. 16 ρῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. 17 Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. 18 ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. 19 θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. 20 ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη ῾Ιερουσαλήμ· 21 τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.»
Ο 50ός ψαλμός είναι ο πλέον συνήθης ψαλμός που χρησιμοποιείται στην Εκκλησία μας, σε όλες τις περιπτώσεις, ιδιαιτέρως κατά τις ημέρες της Μ. Σαρακοστής.
Αυτός ο ψαλμός σύμφωνα με την αρχαία παράδοση που υπάρχει γραμμένη στο ψαλτήριο, αποδίδεται στον προφητάνακτα Δαυίδ. Αυτόν τον σπουδαίο βασιλιά. Κατά σειράν είναι ο δεύτερος βασιλιάς του Ισραήλ, μετά τον Σαούλ. Επελέγη από τον Θεό. Ήταν βοσκός αιγοπροβάτων όταν ο Θεός τον εκάλεσε δια του προφήτου Σαμουήλ, για να τον αναδείξει βασιλιά του Ισραήλ. Ο Δαυίδ είχε το μεγάλο τάλαντο της ποιήσεως και έπαιζε και όργανο, το ψαλτήριο.
Το ψαλτήριο είναι όργανο και επειδή τα θρησκευτικά συνοδεύοντο από το όργανο που ελέγετο ψαλτήριο, λέμε ψαλτήριο, ψαλμοί κ.λπ.
Ο ψαλμός αυτός σύμφωνα με την παράδοση, γράφεται μετά από την μεγάλη αμαρτία την οποία διέπραξε ο Δαυίδ, ο οποίος έπεσε στο φοβερό αμάρτημα της μοιχείας. Κατόπιν τον επισκέπτεται ο προφήτης Νάθαν απεσταλμένος από τον Θεό και του λέει μία παραβολή:
– Εδώ στην περιοχή μας ήταν ένας πλούσιος που είχε πολλά πρόβατα και ένας άλλος φτωχός είχε μία μικρή προβατίνα. Ο πλούσιος σκοτώνει τον φτωχό και του παίρνει το πρόβατο. Εξοργίζεται ο Δαυίδ και ρωτάει ποιος είναι αυτός και που είναι. Ο Νάθαν του λέει, Βασιλιά μου αυτός δεν είναι μακριά, εδώ είναι, εσύ είσαι.
Η στιγμή είναι συγκλονιστική. Ο Δαυίδ συναισθάνεται βαθύτατα το μέγεθος της αμαρτίας του, την μεγάλη πτώση του. Γεννιόνται ερωτηματικά, πως ο Θεός άφησε αυτόν τον εκλεκτό να πέσει.
Η στιγμή είναι συγκλονιστική. Ο Δαυίδ συναισθάνεται βαθύτατα το μέγεθος της αμαρτίας του, την μεγάλη πτώση του. Γεννιόνται ερωτηματικά, πως ο Θεός άφησε αυτόν τον εκλεκτό να πέσει.
Ο Θεός δεν υπογράφει συμβόλαιο με τον καθένα μας, εμείς να πηγαίνουμε αντίθετα από το θέλημά Του και αυτός να μας κρατάει από το χαλινάρι.
Όπως λέει η σοφία της Π. Διαθήκης, άφησε τον άνθρωπο ο Θεός να έχει ο ίδιος την πρωτοβουλία να επιλέγει εκάστοτε τον δρόμο του. Τον νόμο του Θεού τον ξέρει, και ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν με κάποια σοβαρότητα να ισχυρισθούν ότι δεν ξέρουν το θέλημα του Θεού σήμερα. Το θέμα είναι πόσοι τον εφαρμόζουμε και αν πάντοτε τον εφαρμόζουμε.
Ο ψαλμός αυτός είναι γραμμένος μέσα από την συντριβή την οποία αισθάνεται ο Δαυίδ. Σ’ αυτό το έξοχο ποίημα δεν έχει εικόνες που φαντάζουν. Οι τόνοι είναι πολύ χαμηλοί, τίποτα δεν είναι περιττό και μας κάνει εντύπωση ότι επανέρχεται στο θέμα της αμαρτίας του, της ικεσίας προς το θείο έλεος να τύχει συγγνώμης, και την σειρά των αιτημάτων τα οποία διατυπώνει, για να μπορέσει να επανέλθει στην προτέρα ευδαίμονα κατάσταση «Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου» θα πει σε κάποια στιγμή.
Αυτός ο ψαλμός προχωρεί σε βάθος, δεν είναι επιφάνεια. Δεν είναι το «Κύριε, ελέησον» που λέμε πολλές φορές μηχανικά. Δεν κρίνω το Κύριε ελέησον που λέει η Εκκλησία. Κρίνω εμάς που πολλές φορές το λέμε μηχανικά. Το «Κύριε ελέησον» είναι κάτι το συγκλονιστικό, ζητάμε το έλεος του Θεού.
Στην ορθόδοξη Εκκλησία μας που έχει τόση πνευματικότητα, υπάρχει η λεγομένη«ευχή» που την ξέρουμε όλοι «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Είναι η σύντομη ευχή που λένε οι μοναχοί, που λέμε και εμείς και που είναι όντως αυτή η επίκληση θαυματουργική, σώζει. Έχω δει ανθρώπους να σώζονται από τα χέρια του διαβόλου τον οποίο βλέπουν χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει, να σώζονται μ’ αυτήν την ευχή. Σ’ αυτήν την ευχή υπάρχει το «Ελέησόν με».
Τόσο συνυφαίνεται με την πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας ο περίφημος αυτός ψαλμός της μετανοίας «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου». «Επί πλείον πλύνον με……ο Θεός ουκ εξουδενώσει».
Ακολουθεί ένα δίστιχο που είναι προσθήκη μεταγενέστερη και αν είμαστε λίγο προσεκτικοί στο κείμενο θα δούμε ότι δεν ταιριάζει στην μελωδικότητα του ψαλμού όπως τελειώνει «Αγάθυνον Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα» ενώ προηγουμένως έλεγε «ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις». «Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους».
Είναι μία προσδοκία της επανόδου στην Γη της Επαγγελίας, μεταγενεστέρα προσθήκη σ’ αυτόν τον υπέροχο ψαλμό. Ο ψαλμός ξεκινάει με το «Ελέησόν με».
Τι σημαίνει η λέξη ελέησον, ο όρος είναι οικείος σε μας από την λέξη ελεημοσύνη. Ελεημοσύνη είναι ότι κάποιος έχει και στρέφεται σε κάποιον που στερείται και του παρέχει από εκείνα που έχει, κινούμενος από έλεος. Έλεος είναι μία φορά από μέσα προς τα έξω προς τον απέναντί μας. Ο Θεός είναι ο ελεήμων.
Στον 102ο ψαλμό λέει «Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος μακρόθυμος και πολυέλεος, ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί». Αυτή είναι η σταθερά ιδεολογία της Π. Διαθήκης, η οποία είναι τόσο παρεξηγημένη, γιατί μερικοί έχουν κολλήσει σε μερικά πράγματα δεν μπορούν να τα ερμηνεύσουν και να καταλάβουν και τα απορρίπτουν με πολλή άνεση.
«Ελέησόν με, ο Θεός» εκείνος ο οποίος μπορεί να προσφέρει στον Δαυίδ, σε μένα, σε σας, την άφεση για τις αμαρτίες μας, είναι ο Θεός με το μέγα έλεός του.
Το μέγα έλεος αναφέρεται εδώ για το μέγεθος της αμαρτίας. Δεν είναι ένα απλό έλεος αυτό που οι άνθρωποι κάνουν στον συνάνθρωπο εξ υποχρεώσεως, αλλά είναι ο αναμάρτητος Θεός, ο Πλάστης, ο Κύριός μας.
Εκείνος προς τον οποίο στρέφεται ο αμαρτήσας, στρεφόμαστε εμείς γιατί ποιος είναι αναμάρτητος. Κάνουμε επίκληση στο μέγα έλεός Του και Του ζητάμε να μας ελεήσει. Την ώρα που λέει αυτά συνειδητοποιεί το μέγεθος του θανασίμου αμαρτήματος.
Θυμάται το «ου μοιχεύσεις» τον τρόπο της μοιχείας, θυμάται την ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπισε την περίπτωση. Και συνειδητοποιεί ότι ο Θεός του έδωσε την ευκαιρία να συνέλθει.
Και επικαλείται «το πλήθος των οικτιρμών του» για να «εξαλείψει το ανόμημά του». Έτσι μπαίνει στο νόημα της μετανοίας. Σύμφωνα με την Εκκλησία το νόημα της μετανοίας, με το αντίστοιχο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, είναι ο άνθρωπος να μισήσει την αμαρτία την οποία διέπραξε.
Να αναλάβει πλήρως την ευθύνη «Σοι μόνω ήμαρτον» έχω συνείδηση «ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω». Το παράπτωμα του Αδάμ είναι ότι παραπέμπει στον άλλο «η Εύα με ηπάτησεν». Και όταν ερωτάται η Εύα, ο όφις.
Εδώ είναι η συνείδηση της αμαρτωλότητας και του ζητάει να εξαλείψει το ανόμημά του, να το σβήσει.
Η πεμπτουσία της μετανοίας είναι να επανέλθει ο άνθρωπος στην προτέρα κατάσταση, στην προ της αμαρτίας κατάσταση. Και αυτό είναι κάτι που είναι χάρις του Θεού. Αλλά για να έλθει η χάρις πρέπει και ο άνθρωπος να κάνει ένα μικρό βήμα.
Ο ψαλμός βοηθά σ’ αυτό το μικρό βήμα, να κινηθεί ο άνθρωπος προς τον Θεό και να ζητήσει το θείο έλεος. Και του ζητάει αυτό που επιτυγχάνεται με την μετάνοια, του ανομήματος του οποιουδήποτε ανομήματος.
Πόσο ειλικρινής, πόσο βαθιά είναι η μετάνοια, τόση μεγάλη είναι η χάρις του Θεού. Διότι ο Θεός επιβλέπει επί την ταπείνωσιν των ανθρώπων και εξαλείφει, δηλαδή δεν αφήνει ίχνος, δεν αφήνει ουλή από το τραύμα.
Και περισσότερο «πλύνον με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με». Και την ανομία μου την γνωρίζω, «και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός». Όσο διαλογίζομαι, όσο σκέπτομαι την αμαρτία μου, τόσο δεν φεύγει από τον νου μου, συνειδητοποιώ το μέγεθος της αμαρτίας, αλλά ευτυχώς δεν μένω εκεί μόνο, κάνω το βήμα προς Εκείνον που είναι η πηγή του ελέους.
Εάν μείνω στην συνείδηση της αμαρτίας, δύο πράγματα μπορεί να συμβούν. Να με κατακυριεύσει ο διάβολος ο οποίος περιμένει ν΄ απελπιστώ, πράγμα που δεν παθαίνει ο Δαυίδ. Αν απελπισθώ θα το πάρω απόφαση και θα επαναλάβω. Τώρα εγώ δεν μπορώ να διορθωθώ, μ’ αυτά που έχω κάνει δεν σώζομαι. Το βλέπουμε αυτό στον καθημερινό βίο σε όλα τα επίπεδα.
Το δεύτερο είναι να μας καταλάβει αλλιώς ο διάβολος. Σας αναφέρω τον διάβολο διότι περιμένει πάντοτε. Συνήθως ο διάβολος περιμένει στην πόρτα της Εκκλησίας. Εκεί αγριεύει περισσότερο, εκεί που ο άνθρωπος νομίζει ότι έχει ασφάλεια και αρχίζει και αποκτά μια περίεργη αυτοπεποίθηση, εκεί τον περιμένει ο δαίμονας. Το ξέρουμε αυτό. Και λέμε κατόπιν, πως το έκανα εγώ αυτό το πράγμα. Πως το έκανα εγώ, υπεισέρχεται το εγώ.
Μετατίθεται το αμάρτημα, γίνεται αμάρτημα προς εμέ και όχι ενώπιον του Θεού. Πως εγώ το έκανα αυτό. Όταν δεν έχουμε μεταθέσει σε τρίτους την αμαρτία μας.
– Εγώ δεν έφταιγα αλλά οι συνθήκες κ.λπ. Είναι συνηθισμένα πράγματα αυτά. Και είναι πολύ καλός σύμβουλος σ’ αυτά ο διάβολος να δίνει δικαιολογίες.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο πράγμα με τον Δαυίδ.
Ο Δαυίδ είχε συνείδηση του εγκλήματός του. «Σοι μόνω ήμαρτον». Αυτό το σοι αντιπαρατίθεται στο εγώ. Πως έπεσα εγώ! «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα». Σε σένα μπροστά έκανα το πονηρό. Ο οφθαλμός του Θεού βλέπει κατάματα. Γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός; Γιατί κατέβηκε και σταυρώθηκε, για να κρατήσουμε την ελευθερία μας. Για να είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε, με τον Θεό ή χωρίς τον Θεό, ή και εναντίον του Θεού.
«Όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί με». Και έτσι δικαιώνεται ο νόμος και αν ήθελα κριθώ από εσένα θα νικούσες.
Σε άλλη περίπτωση: «Εάν ανομίες παρατηρήσεις Κύριε, Κύριε, τις υποστίσεται»; και αλλού πάλι «ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων». «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου». Δεν είναι κάποια αμαρτωλή σύλληψη. Σ’ αυτό αντιπαρατίθεται ότι ο Θεός αγαπά την αλήθεια και ότι αποκαλύπτει «τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας» στον προφήτη του, αλλά και σε μας. Δεν γνωρίζουμε τον νόμο του; Δεν γνωρίζουμε το θέλημά του; Το ευαγγέλιό του;
Μας απέστειλε προφήτες, μας εδίδαξαν οι Γραφές του, ήρθε ο ίδιος και ενηνθρώπισε και σταυρώθηκε.
Κατόπιν έστειλε τους αποστόλους για να κηρύξουν και να εμπεδώσουν το ευαγγέλιο της σωτηρίας, ώστε να μην υπάρχει δικαιολογία.
«Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι» ο ύσσωπος είναι ένα φυτό, σαν το δικό μας τον βασιλικό ή το δεντρολίβανο που το χρησιμοποιούμε για θρησκευτικούς λόγους. Είναι εικόνα που χρησιμοποιεί για τον εξαγιασμό. «Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».
Να προσέξουμε γιατί ο διάβολος βάζει πολλές φορές την αμφιβολία αν όντως ο Θεός συγχώρησε το αμάρτημά μας. Όλα αυτά που θα κάνουν τον άνθρωπο πάνλευκο σαν χιόνι είναι αγαλλίαση ευφροσύνη και θα φθάσει η αγαλλίαση μέχρι «τα οστά τα τεταπεινωμένα». Τα οστά χρησιμοποιούνται εδώ για τον έσω άνθρωπο. Αυτή η αγαλλίαση φθάνει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής.
Πάλι επανέρχεται ο προφητάναξ και βλέπει κανείς την συνείδηση της αμαρτωλότητας, αλλά και κάτι άλλο πολύ μεγάλο και πολύ σπουδαίο, το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί ενώπιον του Θεού. Ενώπιον του Θεού ο άνθρωπος είναι τίποτα. Και όμως χάριν αυτού του τίποτα που νομίζουμε, ο Θεός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε γι’ αυτό το τίποτα. Για να το αναδείξει σ’ αυτό που εκείνος έπλασε «εις το καθ’ ομοίωσιν επανάγαγε» όπως λέμε στην νεκρώσιμη ακολουθία.
«Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον». Στρέψε το πρόσωπό σου εσύ ο Πανάγιος από μένα, και εξάλειψε πάσας τας ανομίας μου.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο πράγμα με τον Δαυίδ.
Ο Δαυίδ είχε συνείδηση του εγκλήματός του. «Σοι μόνω ήμαρτον». Αυτό το σοι αντιπαρατίθεται στο εγώ. Πως έπεσα εγώ! «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα». Σε σένα μπροστά έκανα το πονηρό. Ο οφθαλμός του Θεού βλέπει κατάματα. Γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός; Γιατί κατέβηκε και σταυρώθηκε, για να κρατήσουμε την ελευθερία μας. Για να είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε, με τον Θεό ή χωρίς τον Θεό, ή και εναντίον του Θεού.
«Όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί με». Και έτσι δικαιώνεται ο νόμος και αν ήθελα κριθώ από εσένα θα νικούσες.
Σε άλλη περίπτωση: «Εάν ανομίες παρατηρήσεις Κύριε, Κύριε, τις υποστίσεται»; και αλλού πάλι «ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων». «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου». Δεν είναι κάποια αμαρτωλή σύλληψη. Σ’ αυτό αντιπαρατίθεται ότι ο Θεός αγαπά την αλήθεια και ότι αποκαλύπτει «τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας» στον προφήτη του, αλλά και σε μας. Δεν γνωρίζουμε τον νόμο του; Δεν γνωρίζουμε το θέλημά του; Το ευαγγέλιό του;
Μας απέστειλε προφήτες, μας εδίδαξαν οι Γραφές του, ήρθε ο ίδιος και ενηνθρώπισε και σταυρώθηκε.
Κατόπιν έστειλε τους αποστόλους για να κηρύξουν και να εμπεδώσουν το ευαγγέλιο της σωτηρίας, ώστε να μην υπάρχει δικαιολογία.
«Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι» ο ύσσωπος είναι ένα φυτό, σαν το δικό μας τον βασιλικό ή το δεντρολίβανο που το χρησιμοποιούμε για θρησκευτικούς λόγους. Είναι εικόνα που χρησιμοποιεί για τον εξαγιασμό. «Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».
Να προσέξουμε γιατί ο διάβολος βάζει πολλές φορές την αμφιβολία αν όντως ο Θεός συγχώρησε το αμάρτημά μας. Όλα αυτά που θα κάνουν τον άνθρωπο πάνλευκο σαν χιόνι είναι αγαλλίαση ευφροσύνη και θα φθάσει η αγαλλίαση μέχρι «τα οστά τα τεταπεινωμένα». Τα οστά χρησιμοποιούνται εδώ για τον έσω άνθρωπο. Αυτή η αγαλλίαση φθάνει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής.
Πάλι επανέρχεται ο προφητάναξ και βλέπει κανείς την συνείδηση της αμαρτωλότητας, αλλά και κάτι άλλο πολύ μεγάλο και πολύ σπουδαίο, το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί ενώπιον του Θεού. Ενώπιον του Θεού ο άνθρωπος είναι τίποτα. Και όμως χάριν αυτού του τίποτα που νομίζουμε, ο Θεός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε γι’ αυτό το τίποτα. Για να το αναδείξει σ’ αυτό που εκείνος έπλασε «εις το καθ’ ομοίωσιν επανάγαγε» όπως λέμε στην νεκρώσιμη ακολουθία.
«Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον». Στρέψε το πρόσωπό σου εσύ ο Πανάγιος από μένα, και εξάλειψε πάσας τας ανομίας μου.
Εκείνο που θέλει ο άνθρωπος και έχει ανάγκη είναι η «καρδία καθαρά κτίσε μέσα μου, και πνεύμα ευθές».
Αυτήν την ευθύτητα του πνεύματος που δεν κάνει και δεν ακολουθεί γυριστά δρομάκια, αλλά προχωρεί στην ευθεία. Τι σημασία έχει η καθαρά καρδιά; Θα θυμόμαστε ότι ένας από τους μακαριστούς του Κυρίου είναι «Μακάριοι, οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Άνθρωπος που δεν έχει καθαρή καρδιά δεν θα δει Θεού πρόσωπο. Όχι μόνο εκεί, αλλά εδώ.
Ο λαός μας, λέει δεν είδα Θεού πρόσωπο. Και ξέρουμε αυτές τις στιγμές που έχουμε μία λάμψη του θείου μέσα μας, στην καρδιά μας. Και την έχουμε αυτή την λάμψη όταν με την βοήθειά Του και την χάρι Του, καθαρίζουμε την καρδιά μας, αφήνουμε τον Θεό να την καθαρίσει με το μυστήριο της εξομολογήσεως. Τότε βλέπουμε του Θεού το πρόσωπο.
«Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, και το πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού». Αυτή η απόρριψη από το πρόσωπο του Θεού, είναι η ικεσία μας. Απόστρεψε το πρόσωπό σου από τις αμαρτίες μας και μην απορρίψεις εμάς από το πρόσωπό σου. Ο Παράδεισος είναι το να έχω θέα του Θεού και η πρόγευση για τους δικαίους αρχίζει από εδώ.
Μέσα στον πόνο, μέσα στην κατ’ άνθρωπον δυστυχία πολλές φορές, λάμπει το φως του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου, και βλέπει του Θεού το πρόσωπο.
«Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Ηγεμονικόν σημαίνει να ηγείται το πνεύμα σε όλο το είναι. Να μην κυριαρχούμαι από τα πάθη, αλλά το πνεύμα μου που στρέφεται προς σε και καθαγιάζεται από εσένα και το Άγιό σου Πνεύμα, να ηγεμονεύει σ΄ όλο μου το βίο.
Τώρα κάνει ένα τάμα. «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι». Το να φέρεις κάποιον στον δρόμο του Θεού, όχι να τον σύρεις, όχι να τον προκαλέσεις, όχι να του πεις ότι είναι αμαρτωλός, γιατί έτσι θα τον διώξεις. Αλλά με την αγάπη σου και την ταπεινοφροσύνη σου, να τον προσεγγίσεις, να τον σαγηνεύσεις. Όχι με την σαγήνη των λόγων και των τρόπων, αλλά με των έργων σου των καλών το παράδειγμα.
Αυτό υπονοεί εδώ, ότι θα ζήσω ένα βίο τέτοιο Θεέ μου, ώστε να μπορέσω να φέρω ανθρώπους εις μετάνοια «Ρύσαι εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου». Ο Θεός αποκαλείται Θεός της σωτηρίας «αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου».
Η δικαιοσύνη του Θεού είναι αγαλλίαση και να το λές ακόμη. «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις» εσύ ν’ ανοίξεις τα χείλη μου για ν’ αναγγέλει το στόμα μου την αίνεσίν σου. Αν ήθελες θυσία θα σου έδινα. «Ολοκαύτωμα ουκ ευδοκήσεις». Αλλά εσύ δεν θέλεις ολοκαυτώματα. Και τώρα το άκρον άωτον, ο ύψιστος βαθμός της πνευματικότητας της Π. Διαθήκης.
«Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον» το μυστικό της Αγίας και Μ. Τεσσαρακοστής. Η συντριβή του ανθρώπου για όσα έκανε. Για όσα δεν έκανε σωστά και καλά. Γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που δεν είναι, που θέλει ο Θεός να είσαι. «Θυσία τω Θεώ». Ο Θεός λογίζει ως θυσία το πνεύμα το συντετριμμένο, αυτό που λέμε εμείς κατάνυξη. Ο ψαλμωδός κλείνει αυτόν τον περίφημο ψαλμό με την κατάνυξη και την ταπείνωση.
Τις δύο σπουδαιότατες αρετές που συνιστούν τον πνευματικό άνθρωπο. Όχι τα πτυχία, όχι οι καθηγεσίες στα Πανεπιστήμια, ούτε οι Ακαδημίες, ούτε τα πολλά διπλώματα, αλλά το πνεύμα το συντετριμμένο και η ταπεινοφροσύνη, είναι εκείνα που ανεβάζουν τον άνθρωπο.
Ο ψαλμός αυτός ας είναι μία αφορμή να αναθεωρήσουμε τον μέχρι τούδε βίο μας και να κάνουμε από σήμερα μία νέα αρχή. Με την χάρι του Θεού, με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο.
Του Νικολάου Μπρατσιώτη, καθηγητή της Βιβλικής Ιστορίας
και Βιβλικής Θεολογίας στην Θεολογική Σχολή Αθηνών