«Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του Θεού εστί, και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιωάν. δ’ 7-8).
«Είμαστε από τον Θεό», με ποιόν τρόπο; με την αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι κυρίως η θεϊκή, ηθική δύναμη, η οποία μας γεννά «εκ του Θεού», μας κάνει «Υιούς Θεού», μας θεώνει, μας κάνει «ένθεους», «θεϊκούς».
Έτσι σ’ αυτόν όλες οι σκέψεις, όλες οι αισθήσεις και όλα τα έργα είναι από τον Θεό. Και γνωρίζει τον Θεό με ένα καινό, καινούργιο τρόπο, ένα τρόπο πραγματικότατο και πειστικότατο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ευαγγελίζεται: «Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους ότι η αγάπη εκ του Θεού εστί και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιωάν. δ’ 7-8).
«Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Α’ Ιωάν. δ’ 9).
Ο Θεός – Λόγος έγινε άνθρωπος κι έδωσε στον άνθρωπο τη θεϊκή του ζωή, τον μύησε σ’ αυτή τη ζωή και του έδωσε τις δυνάμεις για να πραγματοποιήσει αυτή τη ζωή, παρά τους γήινους και ανθρώπινους όρους.
«Αγαπητοί, ει όντως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν» (Δ’ Ιωάν. δ’ 11).
Το υπόδειγμα της αγάπης και της φιλανθρωπίας το τέλειο και παντέλειο υπόδειγμα είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Είμαστε υπόχρεοι στην αγάπη του Χριστού, την οποία αδιάκοπα βλέπουμε και ζούμε και για την οποία δεν αξίζουμε και για χάρη αυτής της αγάπης πρέπει να αγαπάμε ο ένας τον άλλο.
Η σωτηρία είναι η συνέχεια της αγάπης του Χριστού διά μέσου των ανθρώπων οι οποίοι πιστεύουν σ’ αυτόν. Σωζόμαστε από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο με την αγάπη του Χριστού, τη φιλανθρωπία του Χριστού.
«Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται· εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστίν εν ημίν» (Α’ Ιωάν. δ’ 12).
Η αγάπη φέρνει τον Θεό στη ψυχή και αυτή πάντα ζει «δι’ αυτού» και με αυτό τον τρόπο βλέπει τον Θεό, ο όποιος διαφορετικά είναι μη βλεπόμενος. Ο Θεός από αγάπη ενανθρώπησε, ενσαρκώθηκε, έγινε άνθρωπος. Έτσι και ο άνθρωπος. Με αγάπη θεώνεται, ενθεοποιείται, γίνεται θεός κατά χάριν. Ο αόρατος Θεός με την αγάπη γίνεται ενσαρκωμένος, ορατός. Γιατί η θεϊκή αγάπη είναι μια δύναμη που ενσαρκώνει. Η αγάπη μεταφέρει τον αγαπώντα στον αγαπημένο, ενσαρκώνει τον ένα στον άλλο. Οι ζωές τους γίνονται μία, οι ψυχές τους μία, οι καρδιές τους μία. Αυτοί αισθάνονται τους εαυτούς τους σαν ένα, παρά το ότι είναι και μένουν δυο ξεχωριστές προσωπικότητες.
Αυτό ισχύει για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Με την αμοιβαία αγάπη οι ανήκοντες στην Εκκλησία ενσαρκώνονται ο ένας στον άλλο, ο ένας σε όλους κι όλοι στον ένα. Έτσι με τον ίδιο τρόπο και σκέπτονται και αισθάνονται και πράττουν όλοι μαζί και καθολικά αγωνίζονται «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφεσ. γ’ 18).
Με τη βίωση της αγάπης του Χριστού ο άνθρωπος φέρνει τον Θεό στην ψυχή του, ζει «δι’ αυτού», πράττει «δι’ αυτού», φρονεί «δι’ αυτού», αισθάνεται «δι’ αυτού». Με μια λέξη «ο Θεός εν αυτώ μένει». Γιατί ο Θεός είναι σ’ αυτόν η πιο άμεση διαβίωση, η πιο άμεση πραγματικότητα, η πιο οφθαλμοφανής δοκιμή, η πιο ζωντανή εμπειρία.
«Είμαστε από τον Θεό», με ποιόν τρόπο; με την αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι κυρίως η θεϊκή, ηθική δύναμη, η οποία μας γεννά «εκ του Θεού», μας κάνει «Υιούς Θεού», μας θεώνει, μας κάνει «ένθεους», «θεϊκούς».
Σκιρτά το ανθρώπινο όν, ο άνθρωπος: Η αγάπη τον κάνει να σκιρτά με τις θεϊκές δυνάμεις οι οποίες τον μεταμορφώνουν, τον αναγεννούν σε καινό ον, σε καινή ψυχή, σε καινή αντίληψη, σε καινή ζωή.
Έτσι σ’ αυτόν όλες οι σκέψεις, όλες οι αισθήσεις και όλα τα έργα είναι από τον Θεό. Και γνωρίζει τον Θεό με ένα καινό, καινούργιο τρόπο, ένα τρόπο πραγματικότατο και πειστικότατο.
Μόνο η αληθινή, οργανική ένωση με τον Θεό, η οποία πετυχαίνεται μόνο με την γέννηση «εκ Θεού», «εν αγάπη» δίνει την αληθινή γνώση περί του Θεού. Αν δεν γεννηθεί με αγάπη από τον Θεό ο άνθρωπος, δεν μπορεί να γνωρίζει τον Θεό. Όποιος όμως δεν γνωρίζει τον Θεό συνήθως δεν τον αναγνωρίζει.
Επειδή ο Θεός είναι αγάπη, μας δένει, μας συνδέει με αγάπη και ψυχική προσέγγιση με όλα τα δημιουργήματα και πρώτα με τους ανθρώπους. Όποιος αγαπά τους αδελφούς έχει τον Θεό μέσα του, γνωρίζει τον Θεό, γιατί είναι γεννημένος από τον Θεό. Όποιος δεν αγαπά τους αδελφούς δεν έχει Θεό, δεν ξέρει τον Θεό, δεν βλέπει τα θεϊκά θεοειδή όντα στους ανθρώπους, γιατί δεν είναι γεννημένος από τον Θεό.
Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ευαγγελίζεται: «Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους ότι η αγάπη εκ του Θεού εστί και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιωάν. δ’ 7-8).
«Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Α’ Ιωάν. δ’ 9).
Πραγματικά, η αγάπη του Θεού στους ανθρώπους δεν μπορούσε καλύτερα να εκδηλωθεί από του να στείλει στον κόσμο τον Θεό-Λόγο, για να ζήσουν οι άνθρωποι «εν αυτώ». Η θεϊκή ζωή με την ενσάρκωση του Λόγου έγινε δική μας ανθρώπινη ζωή.
Ο Θεός – Λόγος έγινε άνθρωπος κι έδωσε στον άνθρωπο τη θεϊκή του ζωή, τον μύησε σ’ αυτή τη ζωή και του έδωσε τις δυνάμεις για να πραγματοποιήσει αυτή τη ζωή, παρά τους γήινους και ανθρώπινους όρους.
«Αγαπητοί, ει όντως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν» (Δ’ Ιωάν. δ’ 11).
Το υπόδειγμα της αγάπης και της φιλανθρωπίας το τέλειο και παντέλειο υπόδειγμα είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Είμαστε υπόχρεοι στην αγάπη του Χριστού, την οποία αδιάκοπα βλέπουμε και ζούμε και για την οποία δεν αξίζουμε και για χάρη αυτής της αγάπης πρέπει να αγαπάμε ο ένας τον άλλο.
Αυτή είναι η νέα αγάπη και η νέα εντολή περί της αγάπης.
Καινή, νέα, καινούργια γιατί αγαπά τον άνθρωπο ενώ είναι αμαρτωλός. Καινή, γιατί σπλαχνίζεται τον αμαρτωλό. Γι’ αυτό η χριστολογική αυτή αγάπη, η τόσο τέλεια και σωτηριώδης, έγινε η πρώτη υποχρέωση των χριστιανών, «όφείλομεν αλλήλους αγαπάν».
Καινή, νέα, καινούργια γιατί αγαπά τον άνθρωπο ενώ είναι αμαρτωλός. Καινή, γιατί σπλαχνίζεται τον αμαρτωλό. Γι’ αυτό η χριστολογική αυτή αγάπη, η τόσο τέλεια και σωτηριώδης, έγινε η πρώτη υποχρέωση των χριστιανών, «όφείλομεν αλλήλους αγαπάν».
Γιατί εκπληρώνοντας αυτή την υποχρέωση συνεχίζουμε το θεανθρώπινο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, σώζουμε «εαυτούς και αλλήλους», ή ακριβέστερα σωζόμαστε διά μέσου των άλλων.
Η σωτηρία είναι η συνέχεια της αγάπης του Χριστού διά μέσου των ανθρώπων οι οποίοι πιστεύουν σ’ αυτόν. Σωζόμαστε από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο με την αγάπη του Χριστού, τη φιλανθρωπία του Χριστού.
«Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται· εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστίν εν ημίν» (Α’ Ιωάν. δ’ 12).
Η αγάπη φέρνει τον Θεό στη ψυχή και αυτή πάντα ζει «δι’ αυτού» και με αυτό τον τρόπο βλέπει τον Θεό, ο όποιος διαφορετικά είναι μη βλεπόμενος. Ο Θεός από αγάπη ενανθρώπησε, ενσαρκώθηκε, έγινε άνθρωπος. Έτσι και ο άνθρωπος. Με αγάπη θεώνεται, ενθεοποιείται, γίνεται θεός κατά χάριν. Ο αόρατος Θεός με την αγάπη γίνεται ενσαρκωμένος, ορατός. Γιατί η θεϊκή αγάπη είναι μια δύναμη που ενσαρκώνει. Η αγάπη μεταφέρει τον αγαπώντα στον αγαπημένο, ενσαρκώνει τον ένα στον άλλο. Οι ζωές τους γίνονται μία, οι ψυχές τους μία, οι καρδιές τους μία. Αυτοί αισθάνονται τους εαυτούς τους σαν ένα, παρά το ότι είναι και μένουν δυο ξεχωριστές προσωπικότητες.
Αυτό ισχύει για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Με την αμοιβαία αγάπη οι ανήκοντες στην Εκκλησία ενσαρκώνονται ο ένας στον άλλο, ο ένας σε όλους κι όλοι στον ένα. Έτσι με τον ίδιο τρόπο και σκέπτονται και αισθάνονται και πράττουν όλοι μαζί και καθολικά αγωνίζονται «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφεσ. γ’ 18).
Αυτό είναι εκείνο που έχει γραφτεί στις Πράξεις των Αποστόλων «του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτού έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά» (Πραξ. δ’ 32).
Με τη βίωση της αγάπης του Χριστού ο άνθρωπος φέρνει τον Θεό στην ψυχή του, ζει «δι’ αυτού», πράττει «δι’ αυτού», φρονεί «δι’ αυτού», αισθάνεται «δι’ αυτού». Με μια λέξη «ο Θεός εν αυτώ μένει». Γιατί ο Θεός είναι σ’ αυτόν η πιο άμεση διαβίωση, η πιο άμεση πραγματικότητα, η πιο οφθαλμοφανής δοκιμή, η πιο ζωντανή εμπειρία.
Κι όταν μένει ο Θεός στον άνθρωπο, τότε και την αγάπη αυτού τελειοποιεί. Γιατί από τον Θεό σταδιακά διαχέεται στην ανθρώπινη ψυχή η θεϊκή αγάπη, αυξάνεται σε κάθε τελειότητα, διά μέσου των λοιπών αγίων αρετών, μέχρι που να γεμίσει με αγάπη όλο το είναι του ανθρώπου, το οποίο δεν γνωρίζει τα σύνορα της αγάπης, διότι η θεϊκή αγάπη δεν έχει σύνορα, διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Ο Θεός με την αγάπη κατοικεί στην ανθρώπινη ψυχή, γι’ αυτό αυτή είναι και τέλεια.
Μετάφραση: ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ Θεολόγος, Αγιογράφος.
(Περιοδικό ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ, αρ. 57, 1999 σ. 26-28).