Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Η θεόπνευστη θεολογία των Πατέρων


Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι
ο φωτισμός και η θέωση

π. Ι. Ρωμανίδης


Τα συγγράμματα των Πατέρων είναι θεόπνευστα, επειδή γράφηκαν από θεοπνεύστους άνδρες. Η θεοπνευστία στην περίπτωση αυτή δεν είναι κατά γράμμα, αλλά οι Άγιοι είχαν φθάσει στον φωτισμό και την θέωση και, όταν ομιλούσαν για δογματικά ζητήματα, ομιλούσαν εκ πείρας και αυτό λέγεται θεοπνευστία. Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση.

«θεωρούνται και τα συγγράμματα των Πατέρων ως θεόπνευστα, όχι μόνον τα συγγράμματα της Αγίας Γραφής. Λέγοντας όμως θεοπνευστία, εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε πρώτα - πρώτα σε ποια θέματα μπορεί να είναι κανείς θεόπνευστος, μέχρι πού φθάνει η θεοπνευστία.

Πρώτα-πρώτα, όπως θα ξεύρετε και από τα άλλα μαθήματα, ουδέποτε η Ορθόδοξη παράδοση δέχθηκε κατά γράμμα θεοπνευστία. Δεν υπάρχει στους Πατέρες κατά γράμμα θεοπνευστία, ούτε και στους Ορθοδόξους θεολόγους οποιασδήποτε παραδόσεως. Ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υποστηρίχθηκε η κατά γράμμα θεοπνευστία, όπως έγινε στην δυτική παράδοση. Αυτή η διδασκαλία περί κατά γράμμα θεοπνευστίας δεν υπάρχει στους Πατέρες ούτε στους μοντέρνους Ορθοδόξους θεολόγους. Υπάρχει όμως στην Δύση, κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Λοιπόν, εδώ πρέπει να γίνει σαφής διάκριση του θέματος.

Τώρα, στην Ορθόδοξη παράδοση κατ' αρχήν, τα πρώτα στάδια της θεοπνευστίας είναι το στάδιο του φωτισμού και το τελικό είναι η θέωση. Οπότε, διερωτάται κανείς, ο συγγραφέας, που γράφει ένα κομμάτι της Αγίας Γραφής, γιατί θεωρείται θεόπνευστος; Επειδή ζούσε αυτός σε κατάσταση φωτισμού και από καιρό σε καιρό έφθανε στην θέωση και έγραφε από περίσσεια ως έγραφε και, επομένως, με ακρίβεια για τον Θεό; Ή όταν έγραφε εκείνη την στιγμή, όταν σήκωνε το στυλό του ερχόταν το Πνεύμα το Άγιον σαν ένας πετεινός, περιστερά, ένα πουλάκι και καθόταν εδώ και του υπαγόρευε τι να γράφει;

Για τους Πατέρες της Εκκλησίας θεόπνευστος είναι εκείνος ο οποίος ευρισκόμενος σε κατάσταση φωτισμού ή Θεώσεως, αφού έχει την εμπειρία αυτή, γράφει και γράφει θεοπνεύστως. Αλλά δεν γράφει στα θέματα που δεν έχουν σχέση με την θεοπνευστία. Με ποια θέματα έχει σχέση η θεοπνευστία; Με όλα τα θέματα περί Θεού, με τις αποκαλύψεις του Θεού στον άνθρωπο, το θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο, την ενσάρκωση, την φανέρωση της Ακτίστου δόξης του Θεού μέσω της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την ίδρυση της Εκκλησίας κατά την Πεντηκοστή, την πεντηκοστιανή εμπειρία της Θεώσεως και την συνεχιζόμενη αυτή εμπειρία της Θεώσεως και του φωτισμού μέσα στην ζωή της Εκκλησίας. Επάνω σε αυτά τα θέματα υπάρχει θεοπνευστία και το απλανές».

Σε αυτήν την κατάσταση η θεοπνευστία είναι μια συνεχής κατάσταση, ως νοερή προσευχή και ως θέα του Θεού.
«Στην πατερική παράδοση θεοπνευστία είναι η μόνη απλανής αίσθηση που μπορεί να υπάρχει στον άνθρωπο και, κατ' αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, εξυψώνει την αγάπη του ανθρώπου και τελειοποιεί την κάθαρση και την μεταβάλλει βαθμηδόν και σε θέωση. Μόνο αυτό, κατά τους Πατέρες, λέγεται θεοπνευστία. Αυτή η θεοπνευστία είναι συνεχής κατάσταση.

Οπότε, είναι βλακεία να νομίζει κανείς ότι κάποιος είναι θεόπνευστος επειδή έκατσε να γράψει μία επιστολή στη ρώμη δηλαδή, όπως έκανε ο Απόστολος Παύλος. Και εκεί που έγραφε ήρθε κατά τρόπο θαυμαστό το Πνεύμα το Άγιο και καθοδηγούσε την πέννα του εκείνη την στιγμή, για να γράψει μία επιστολή, δηλαδή. Όχι, δεν είναι έτσι. Θεοπνευστία σημαίνει ότι ο άνθρωπος ο οποίος γράφει είναι στην κατάσταση της αδιάλειπτου προσευχής και μπαινοβγαίνει στην κατάσταση της Θεώσεως. Αυτός είναι ο θεόπνευστος και αυτή είναι η θεοπνευστία».

Στους Πατέρες της Εκκλησίας δεν γίνεται λόγος για αλάθητο σε καθημερινά ζητήματα και στην καθοδήγηση, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται η λέξη «απλανής». Το «αλάθητο» χρησιμοποιείται για δογματικά ζητήματα· το «απλανές» χρησιμοποιείται για την θεραπεία του ανθρώπου.

«Οι Πατέρες δεν λένε «αλάθητον». Στην πατερική γλώσσα λέγεται «απλανές». Γίνεται κανείς «απλανής». «Απλανής» σημαίνει ότι δεν παραπλανάται. Από τι δεν παραπλανάται; Δεν παραπλανάται από τον διάβολο. Δηλαδή, έχοντες την αέναη μνήμη Θεού μέσα τους, κάποτε - κάποτε και την εμπειρία της Θεώσεως, έχουν απλανή καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, το οποίον προσεύχεται αδιαλείπτως μέσα στην καρδιά τους. Και, έχοντες Πνεύμα Άγιον, κατ' αυτόν τον τρόπο, έχουν την απλανή καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος σε θέματα που αφορούν στην θεραπεία του ανθρώπου.

Οπότε, εξ επόψεως θεραπευτικής, είναι απλανής αυτός ο οδηγός. Δεν είναι όμως αλάθητος, από την άποψη ότι δεν μπορεί να κάνη λάθη, διότι κάνει λάθη. Μόνο σε θέματα πνευματικής καθοδηγήσεως δεν κάνει λάθη, διότι απλανώς καθοδηγεί τα πνευματικά του τέκνα στον φωτισμό και στην θέωση, δηλαδή στην θεραπεία και στην τελειότητα.

Από Ορθοδόξου απόψεως, όταν μιλάμε για το αλάθητο της Εκκλησίας αναφερόμαστε μόνο στην διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος, περί Θεού, περί θείας Χάριτος, περί διαγνώσεως των αρρωστημάτων της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί θεραπείας της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί τελειότητος της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί κολάσεως και παραδείσου, περί ενσαρκώσεως, περί Αγίων, περί Θεοτόκου και ό,τι έχει σχέση με την εμπειρία της Θεώσεως. Στα άλλα θέματα δεν υπάρχει αλάθητο και δεν μπορεί να υπάρχει αλάθητο, διότι εκεί πλέον ευρισκόμαστε στην σφαίρα των θετικών επιστημών».

Τα προηγούμενα δείχνουν ποια είναι η μεθοδολογία των Πατέρων και πώς ερμήνευαν την Αγία Γραφή και τελικά πώς θεολογούσαν. Όλα ξεκινούσαν από την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος που βίωναν. Δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε, η μεθοδολογία των Πατέρων δεν ήταν φιλοσοφική, δεν στηριζόταν στην λογική και τον στοχασμό. Η φιλοσοφική μεθοδολογία, η οποία στηρίζεται στην λογική, την πιθανολογία και την φαντασία, είναι μέθοδος των αιρετικών, που χρησιμοποιούσαν και την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και την μεθοδολογία της.

Φαίνεται καθαρά ότι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν φιλοσοφούσαν, δεν χρησιμοποιούσαν τις απόψεις των φιλοσόφων, αλλά ούτε και την μεθοδολογία τους. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες δεν δέχονταν την μεταφυσική. Οι Πατέρες ήταν ό,τι οι Προφήτες και οι Απόστολοι.

«Τι είναι Πατήρ της Εκκλησίας, τι είναι Πατέρες της Εκκλησίας, τι είναι Προφήτης, τι είναι Απόστολος, τι είναι άγιος; Τώρα, στην πατερική παράδοση όλοι οι Άγιοι είναι Πατέρες, όλοι οι Άγιοι είναι νηπτικοί, όλοι οι Άγιοι έχουν φθάσει σε ορισμένες καταστάσεις κλπ.

Στην σημερινή θεολογία, όμως, έχουν γίνει άλλες διαρρυθμίσεις επάνω στο θέμα. Λένε: α, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή είναι οι φιλοσοφούντες Πατέρες. Μέγας Αθανάσιος. Καλά, ο Μέγας Αθανάσιος ο καημένος δεν ήξερε γρι από φιλοσοφία· ήξερε Αγία Γραφή και ήξερε εμπειρική θεολογία, αλλά από φιλοσοφία μηδέν. Δεν ασχολείται με το θέμα ο Μέγας Αθανάσιος. Απλώς, οσάκις αναφέρεται σε φιλοσόφους, τους κοροϊδεύει τους φιλοσόφους».

Οι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι. Μερικοί από αυτούς σπούδασαν και γνώριζαν τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά δεν τις είχαν αποδεχθεί και δεν θεολογούσαν φιλοσοφώντας.

«Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είναι Έλληνες φιλόσοφοι. Καμιά σχέση δεν έχουν με την Ελληνική φιλοσοφία. Οι μεγάλοι Καππαδόκες, ο Χρυσόστομος, δεν είναι φιλόσοφοι. Είναι άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνται με την θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητος. Δηλαδή, η κύρια μέριμνά τους ήταν να περάσουν το πνευματικό τους τέκνο από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση. Αυτή ήταν η μέριμνα τους. Και όλη η Ορθόδοξη θεολογία είχε αυτόν ως σκοπό. Δεν είχε κανέναν άλλο σκοπό».

Όταν διάβαση κανείς τα κείμενα των Πατέρων, όσο και να προσπαθήσει, δεν μπορεί να τους μεταβάλει σε φιλοσόφους.
«Αν πάρει κανείς τον τόμο του Καίμπριτζ και ψάξει για την Intellectual History of Byzantine Empire και ψάξει για Βυζαντινή φιλοσοφία, θα δη πολύ πενιχρά πράγματα, σχεδόν τίποτα, διότι φιλόσοφοι στο Βυζάντιο είναι σαν να είναι ανύπαρκτοι. Και πρέπει κανείς να μεταβάλει τους Πατέρας της Εκκλησίας σε φιλοσόφους, για να μπορεί να γράψει ιστορία της Βυζαντινής φιλοσοφίας. Αλλά οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μεταβάλλονται σε φιλοσόφους. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Πάρε οποιονδήποτε Πατέρα της Εκκλησίας να τον μεταβάλεις σε φιλόσοφο. Το έχουν προσπαθήσει. Αλλά εκείνος που μπορεί κάπως να περιγραφή ως φιλόσοφος, ας πούμε είναι ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος εάν κανείς τον ξέρη αρκετά καλά καταλαβαίνει ότι δεν διαφέρει καθόλου από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Προσπάθησε να βγάλεις τον Γρηγόριο τον Θεολόγο φιλόσοφο· δεν γίνεται. Τον Αθανάσιο φιλόσοφο· δεν γίνεται. Μερικοί βγάζουν τον Βασίλειο. Ούτε αυτός βγαίνει φιλόσοφος και ούτε βγαίνει όπως το θέλουν μερικοί».

Μάλιστα, οι Πατέρες έκαναν στα έργα τους σαφή διάκριση μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, αφού γνώριζαν εκ πείρας ότι η θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη και όχι φαντασία και στοχασμός.

«Στο λεγόμενο Βυζάντιο ήξεραν πάρα πολύ καλά την πατερική παράδοση, ήταν πολύ ζωντανός ο διανοούμενος κόσμος, πάρα πολύ ζωντανός, ήξεραν πάρα πολύ καλά τους αρχαίους, ήξεραν πάρα πολύ καλά τους φιλοσόφους και ήξεραν επίσης πάρα πολύ καλά να διακρίνουν μεταξύ της φιλοσοφίας, που δεν την δέχονταν πάρα πολλοί άνθρωποι, και της θεολογίας.

Αλλά, επειδή δεν ταύτιζαν την θεολογία με την φιλοσοφία και ήξεραν πάρα πολύ καλά ότι η θεολογία είναι μια θεραπευτική επιστήμη, ήξεραν τι είναι ο σκοπός της θεολογίας, τι είναι φωτισμός, τι είναι θέωση και όλα αυτά. Τα μάθαινε κανείς συζητώντας μόνον, χωρίς να διάβαση τίποτα. Μπορούσε απλώς να συζητάει με καλογήρους με τον έναν και τον άλλον και να έρχεται σε κάποια αντίληψη περί αυτών των πραγμάτων. Οπότε, ήταν διαποτισμένη όλη η ατμόσφαιρα με αυτές τις αντιλήψεις κ.τ.λ.».

«Δεν υπάρχει ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας, διότι εγώ υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει βυζαντινή φιλοσοφία. Σε μάς υπάρχουν μόνο θετικές επιστήμες, ήταν πολύ πρακτικοί οι πρόγονοί μας, δεν ήσαν φιλοσοφούντες. Και όταν θεολογούσαν, θεολογούσαν εμπειρικά. Όλος ο προσανατολισμός τους ήταν εμπειρικός. Το ότι τους ανεβοκατεβάζουν τους Πατέρας ως Πλατωνικούς κλπ, είναι μυθιστορήματα των θεολόγων μας, των Νεοελλήνων που πάνε να τους βγάλουν φιλοσόφους τους Πατέρες της Εκκλησίας».

Ακόμη και η αποφατική θεολογία δεν έχει καμία σχέση με τον φιλοσοφικό στοχασμό.

«Αλλά εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι η αποφατική παράδοση αποδόσεως ονομάτων στον Θεό, από πατερικής απόψεως, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με φιλοσοφικό στοχασμό ή οποιοδήποτε τρόπο στοχασμού. Καμία σχέση. Είναι καθαρά βασισμένα όλα που λένε οι Πατέρες, ξεκινάνε από την εμπειρία της Θεώσεως, την παρατήρηση δηλαδή, και έχουν σκοπό αυτά πάλι να δημιουργήσουν στον καθένα την ίδια εμπειρία της Θεώσεως. Ξεκινάμε από την θέωση κι επανερχόμαστε πάλι στην θέωση».

Στα πατερικά κείμενα βλέπουμε ότι οι Πατέρες, καίτοι είχαν σπουδάσει την φιλοσοφία, εν τούτοις την απέρριπταν στον χώρο της θεολογίας, ακριβώς επειδή η φιλοσοφία στηρίζεται στον στοχασμό, ενώ η Ορθόδοξη θεολογία στην εμπειρία.

«Οι Πατέρες της Εκκλησίας τοξεύουν βλήματα συνεχώς εναντίον της ελληνικής φιλοσοφίας, για κανέναν άλλο λόγο παρά διότι η βάση της φιλοσοφίας της εποχής εκείνης ήταν ο στοχασμός των φιλοσόφων, δηλαδή δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξει κανείς, εάν αυτά που έλεγαν οι φιλόσοφοι ήταν σωστά ή όχι.

Γι’ αυτό τον λόγο η ιστορία της φιλοσοφίας έχει μεγάλη αξία, και προπάντων ο στοχασμός των αρχαίων Ελλήνων έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, διότι συνέχεια πρότεινε στους ανθρώπους υποθέσεις. Αλλά όμως, σε πολύ λίγες περιπτώσεις είχε την δυνατότητα μαζί με τις υποθέσεις να προτείνει και τον τρόπο ελέγχου των υποθέσεων αυτών, ώστε να τα περάσουν από τα πειράματα και να προβιβάσουν τις υποθέσεις σε αξιώματα».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνον δεν φιλοσοφούσαν, αλλά δεν αποδέχονταν και την μεταφυσική. Όταν ομιλούμε για μεταφυσική, εννοούμε την λεγομένη οντολογία, ότι υπάρχει ένα ευδαίμον Ον που έχει εντός του τις ιδέες, επί τη βάσει των οποίων κτίσθηκε ο κόσμος, είναι ο αμετάβλητος κόσμος, και ότι και αυτή η ψυχή του ανθρώπου ζούσε προηγουμένως στον αγέννητο κόσμο των ιδεών, όπου και επιθυμεί να επανέλθει. Η μεταφυσική δέχεται έναν αμετάβλητο κόσμο και ο άνθρωπος μπορεί να συλλαμβάνει λογικά τον Θεό.

«Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται την μεταφυσική. Διότι μεταφυσική είναι η ανθρώπινη σκέψη περί του «αμεταβλήτου». Με νοήματα και ρήματα ο άνθρωπος σκέφτεται και εκφράζει το «αμετάβλητον». Και αυτό είναι το θεμέλιο της μεταφυσικής. Αλλά στην πατερική θεολογία έχουμε το περίφημο ρητό του Γρηγορίου του Θεολόγου, που είναι η πυξίδα για κάθε Ορθόδοξο θεολόγο, που λέει ότι Θεόν μεν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον. Οπότε τον Θεό ούτε μπορούμε να τον εκφράσουμε ούτε μπορούμε να τον νοήσουμε».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονταν την φιλοσοφία ως μέθοδο ερεύνης του Θεού, ούτε και τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οι άνθρωποι, ακόμη και κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ήξεραν πολύ καλά ότι στα θεολογικά ζητήματα δεν υπάρχει κανένας μεταφυσικός προσανατολισμός.

«Είχα θίξει το θέμα της μεταφυσικής και πως οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως και όλος ο καλογερικός κόσμος, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν δεχόντουσαν, ας πούμε, ουδένα φιλοσοφικό προσανατολισμό στα θεολογικά θέματα. Αυτό που οι Δυτικοί ονομάζουν μεταφυσική, οι Πατέρες της Εκκλησίας το απορρίπτουν εκ των προτέρων, το ότι δηλαδή είναι δυνατόν στον ανθρώπινο νου (λογική) να συλλάβει τον Θεό».

«Οι Πατέρες της Εκκλησίας, με επιχειρήματα πάντοτε, κατεδάφιζαν την φιλοσοφία. Αλλά όχι με επιχειρήματα των θετικών επιστημών. Τα δικά τους επιχειρήματα ήταν θεολογικά. Σήμερα έχουμε επιστημονικά επιχειρήματα. Είτε κατεδαφισθεί η φιλοσοφία από τις θετικές επιστήμες είτε κατεδαφισθεί από την Ορθόδοξη θεολογία, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Κατεδαφίζεται η φιλοσοφία».

«Βλέπουμε τους Πατέρες που αντιτάσσονταν και στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα και σε όλους τους φιλοσόφους της εποχής τους. Είναι και αυτό ενδεικτικό».

«Η διδασκαλία του Πλάτωνος δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την πατερική παράδοση. Διότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε δέχθηκαν την κατά φύση αθανασία της ψυχής. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η ψυχή είναι κατά φύση θνητή και όχι κατά φύση αθάνατη, διότι για τους Πατέρες της Εκκλησίας ο μόνος φύσει αθάνατος είναι ο Θεός».

Αυτό το συναντούμε και στους μοναχούς που ζούσαν μέσα στην πατερική παράδοση και καταλάβαιναν την διδασκαλία των Πατέρων.

«Οι καλόγεροι ούτε ήθελαν τίποτε να ακούσουν περί αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Όταν ακούγανε Πλάτωνα και Αριστοτέλη επαναλάμβαναν αυτά που λένε οι Πατέρες για τον Πλάτωνα και Αριστοτέλη».

Έτσι, οι Πατέρες ήταν αντίθετοι με την μεταφυσική, αλλά και την γνωσιολογία στην οποία στηριζόταν η μεταφυσική. Ακόμη, αυτό το βλέπουμε και στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τους οποίους μερικοί θεωρούν ως φιλοσοφούντες Πατέρες.

«Τώρα βέβαια, Πατέρες της Εκκλησίας να υποστηρίζουν την ανάγκη να φιλοσοφήσουν, δεν υπάρχουν. Γενικά, όμως, οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι τελείως εναντίον και της μεταφυσικής και της γνωσιολογίας που βασίζεται στην μεταφυσική. Και αυτό φαίνεται σαφέστατα και στον Γρηγόριο Νύσσης και στον δήθεν πλατωνικό Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Αυτός είναι από την αρχή μέχρι το τέλος εναντίον όλων των κατηγορημάτων της πλατωνικής φιλοσοφίας».

Γενικά, «οι Πατέρες απορρίπτουν τον φιλοσοφικό προσανατολισμό στην θεολογία». Η πατερική διδασκαλία συνδέεται με τις θετικές επιστήμες, που έχουν σχέση με την εμπειρία. Περισσότερο σχετίζεται με την ιατρική επιστήμη, επειδή θεραπεύει την νοσούσα προσωπικότητα του ανθρώπου.

«Πολύ περισσότερο συγγενεύει με την πατερική θεολογία η ιατρική επιστήμη, παρά όλες οι φιλοσοφίες του κόσμου. Διότι, ουσιαστικά, η πατερική θεολογία καμία σχέση δεν έχει με την φιλοσοφία».

Από την δημιουργία, όμως, του νεοελληνικού Κράτους διατυπώθηκε η άποψη ότι οι Πατέρες που γνώριζαν την φιλοσοφία ανήγαγαν την απλή πίστη σε φιλοσοφία και, μέσα σε αυτό το κλίμα, εορτάζεται η εορτή των Τριών Ιεραρχών.

«Οποιοδήποτε άρθρο, από τον καιρό που ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος μέχρι σήμερα, αν διαβάσετε, θα δείτε πόσα από αυτά ασχολούνται με τους Πατέρες σαν να ήταν μεγάλοι φιλόσοφοι, οι οποίοι δεν δέχονταν να μείνουν με την απλοϊκή πίστη της μαμάς και της γιαγιάς και του παππού, που δεν πήγαν στο Πανεπιστήμιο, που ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, που ομοιάζουν με αυτά που έλεγε ο Αυγουστίνος, ότι ξέρουν την οδό αλλά δεν ξέρουν πού πάνε. Δηλαδή, απλώς ήταν καλοί άνθρωποι.

Κι έρχονται τώρα οι μεγάλοι Πατέρες που είχαν μια φιλοσοφική παιδεία, πάρα πολύ ισχυρή, και παίρνουν την απλοϊκή πίστη της Αγίας Γραφής και την αναγάγουν σε φιλοσοφική, έτσι σνομπίστικη πίστη δηλαδή, ώστε μπορούμε να προσελκύσουμε και τους διανοούμενους στην Εκκλησία. Διότι πρώτα η Εκκλησία προσήλκυσε τους αγράμματους και τώρα πάμε να προσελκύσουμε τους διανοούμενους. Και υπάρχει πολύ αυτή η τάση και δημιουργήθηκε και εξ αιτίας ενός πατριωτισμού που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα γύρω από τους αρχαίους ημών προγόνους, που ήταν μεγάλοι φιλόσοφοι και πρέπει να επανέλθουμε και εμείς σε αυτούς, να γίνουμε και εμείς σαν αυτούς φιλόσοφοι.

Και κατήντησαν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας να είναι φιλόσοφοι πια. Κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, πόσες φορές ακούμε για την φιλοσοφική δεινότητα του Γρηγορίου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου κλπ. Και ένα μεγάλο μέρος είναι όλα συνθήματα. Έχουμε τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο οποίος είναι ο καταπέλτης εναντίον της ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Χρυσόστομος βρίζει την Ελληνική φιλοσοφία. Και βρήκαν τον Βασίλειο λιγάκι που λέει μερικά περί της παιδείας των νέων κλπ, ενώ υπάρχουν χωρία ολόκληρα από τον Βασίλειο που και αυτός τοποθετεί κατά τον ίδιο τρόπο την Ελληνική φιλοσοφία. Αυτό είναι το βασικό θέμα».

Αυτή η νοοτροπία περί της πατερικής παραδόσεως οδήγησε στην άποψη ότι η πίστη πρέπει να μεταβάλλεται σε γνώση με την βοήθεια της φιλοσοφίας και αυτό συνδέθηκε και με την εθνική ιδέα.

Πάντως, οι Πατέρες ήταν καθαρά εμπειρικοί, στηρίζονταν στην εμπειρία του Αγίου Πνεύματος που είχαν αποκτήσει ζώντας μέσα στην Εκκλησία, η οποία είναι το αναστημένο και δοξασμένο Σώμα του Χριστού. Έτσι, η εμπειρία τους δεν ήταν ατομική, αλλά προσωπική.

«Οι Πατέρες μόνο εμπειρικά φαινόμενα εδέχοντο. Γι’ αυτό ο φωτισμός είναι καθαρά εμπειρική κατάσταση. Η θέωση εξίσου, καθαρά εμπειρική κατάσταση. Και όλη η θεολογία της Εκκλησίας έχει βάση σε αυτές τις εμπειρικές καταστάσεις. Επομένως, μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας ουδεμία θέση έχει».

Επομένως, οι Πατέρες δεν φιλοσοφούσαν, αλλά ερμήνευαν την Αγία Γραφή, βάσει της προσωπικής τους πείρας, χωρίς να στοχάζονται πάνω σε αυτήν. Βεβαίως, οι Άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούσαν την Αγία Γραφή επειδή ήταν κείμενα θεοπνεύστων ανδρών, αλλά την ερμήνευαν επί τη βάσει της δικής τους προσωπικής πείρας.

«Οι Πατέρες, όταν θεολογούν, δεν θεολογούν μόνο από την Αγία Γραφή, θεολογούν από την ίδια την εμπειρία τους».
Οι Άγιοι Πατέρες επίσης λάμβαναν και όρους που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη οι άνθρωποι, αλλά έδιναν άλλο νόημα, σύμφωνα με την αποκάλυψη που είχαν.

«Το ομοούσιος το χρησιμοποίησαν οι αιρετικοί. Πρώτα ο Παύλος ο Σαμοσατεύς χρησιμοποιούσε το ομοούσιος με αιρετικό τρόπο. Η Εκκλησία πήρε έναν αιρετικό όρο του Παύλου Σαμοσατέως κι έγινε το κριτήριον της Ορθοδοξίας. Δεν πήραν οι Πατέρες το νόημα που είχε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς με τον όρον αυτόν και το χρησιμοποίησαν, αλλά παίρνουν τον όρον και δίνουν ένα άλλο νόημα στον όρο αυτό και τον χρησιμοποιούν. Αυτό φαίνεται σαφώς στην πατερική παράδοση».

Μέσα στην προοπτική αυτή ερμήνευαν την Αγία Γραφή. Η ερμηνεία που έκαναν δεν ήταν φιλολογική και προσωπική, αλλά εμπειρική, αγιοπνευματική. Είχαν την ίδια ζωή που είχαν οι Προφήτες και οι Απόστολοι, γι’ αυτό καταλάβαιναν τον λόγο τους.

«Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη, την διαβάζουν ωσάν να υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη ήδη η κάθαρση και ο φωτισμός και η αέναη μνήμη Θεού και η νοερά προσευχή κλπ, και έτσι ερμηνεύουν τους ψαλμούς. Οι ψαλμοί ερμηνεύονται ως ψαλμοί που εκφράζουν την εμπειρία αυτή της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως».

Η ερμηνεία των Πατέρων ξεκινά από την δική τους εμπειρία. Το σημαντικό είναι ότι αυτό το διακρίνει κανείς και σήμερα, εφ’ όσον έχει αυτήν την πνευματική εμπειρία και διαβάσει πατερικά κείμενα. Αυτό συμβαίνει, γιατί η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική και μέσα σε αυτήν ευρίσκεται το ρεύμα της Ορθοδόξου παραδόσεως.

Είναι γνωστόν ότι η Ορθόδοξη πίστη καθορίσθηκε πρωτίστως στις Τοπικές, αλλά έπειτα και στις Οικουμενικές Συνόδους σε όρους και ιερούς Κανόνες από τους Πατέρες που τις συγκρότησαν για να αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί.
Η Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, αλλά αυτό πρέπει να ερμηνευθεί Ορθόδοξα.

«Έχουμε σήμερα την διδασκαλία περί του αλάθητου των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτή η διδασκαλία του αλάθητου των Οικουμενικών Συνόδων, όπως περιγράφεται σήμερα, είναι ωσάν να υπάρχει ένας θεσμός Οικουμενικής Συνόδου, που έχει το αλάθητο της Εκκλησίας. Αυτό, τόσα χρόνια που διαβάζω τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν το ευρίσκω πουθενά. Δεν υπάρχει στους Πατέρες μια τέτοια αντίληψη περί Οικουμενικής Συνόδου.

Βέβαια, η Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, αλλά δεν είναι ένας αλάθητος θεσμός, δεν είναι μόνιμος θεσμός. Υπήρχε Εκκλησία επί τριακόσια είκοσι πέντε χρόνια, πριν από την ο Οικουμενική Σύνοδο, και ζούσε χωρίς Οικουμενική Σύνοδο και από την Θ' Οικουμενική Σύνοδο του 1341 μέχρι σήμερα δεν έχει Οικουμενική Σύνοδο».

Η θεοπνευστία των Οικουμενικών Συνόδων συνδέεται με την παρουσία σε αυτές Πατέρων που ήταν θεόπνευστοι. Δεν είναι θεόπνευστη η Σύνοδος ως ένας θεσμός, αλλά λόγω της συμμετοχής σε αυτήν θεουμένων.

«Σε τι συνίσταται η θεοπνευστία μιας Οικουμενικής Συνόδου, ή σε τι συνίσταται η θεοπνευστία μιας Τοπικής Συνόδου και τι είναι η θεοπνευστία; Οι Πατέρες μιας Συνόδου είτε Τοπικής είτε Οικουμενικής, όταν συνέρχονται για να καταδικάσουν μια αίρεση, σε τι συνίσταται η αυθεντία αυτής της Συνόδου και η θεοπνευστία; Ο Επίσκοπος, ο οποίος λαμβάνει μέρος σε μια Σύνοδο μαζί με όλους τους άλλους Επισκόπους, είτε τους πάρουμε μεμονωμένα τους Επισκόπους ή ως ομάδα, πότε σε αυτόν αρχίζει και πότε τελειώνει η θεοπνευστία;

Την άποψη ότι οι Πατέρες μιας Συνόδου είναι θεόπνευστοι, επειδή συνήλθαν σε μια Οικουμενική Σύνοδο, και τότε είναι θεόπνευστοι δηλαδή, εγώ τουλάχιστον, δεν την έχω βρει πουθενά. Είτε υπάρχει Τοπική Σύνοδος, είτε Οικουμενική Σύνοδος οι απόψεις είναι οι ίδιες για τους Πατέρες της Εκκλησίας. Η διαφορά είναι το οικουμενικό της μιας και το τοπικό της άλλης, που είναι θέμα αυτό της συγκροτήσεως και όχι των Εκκλησιών.

Εάν είχαμε εκατόν πενήντα Επισκόπους που πριν πάνε στην Σύνοδο δεν ήσαν θεόπνευστοι, αυτοί που δεν ήσαν θεόπνευστοι προ της Συνόδου, θα γίνουν θεόπνευστοι μετά την εναρκτήριο προσευχή της Συνόδου; Και θα παύσουν να είναι θεόπνευστοι μετά την λήξη της Συνόδου; Τι γίνεται εδώ; Ο Απόστολος Παύλος ήταν θεόπνευστος πριν σηκώσει την πένα του να γράψει την προς Ρωμαίους Επιστολή και έπαυσε να είναι θεόπνευστος, όταν στο τέλος έγραψε το Αμήν; Πότε άρχισε η θεοπνευστία του και πότε τελείωσε; Και το ίδιο με όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής.

Γι’ αυτό την περασμένη φορά, εγώ τουλάχιστον, προσέφερα την άποψη ότι η θεοπνευστία στην Εκκλησία δεν διαφέρει από την έμπνευση που έχουν οι άνδρες των θετικών επιστημών».

Επομένως, οι Επίσκοποι που έφθασαν στην θεοπτία, έβλεπαν τον Θεό και είχαν επικοινωνία μαζί Του και γι’ αυτό και έγιναν Πατέρες, που είναι η βάση των Οικουμενικών Συνόδων.

Θεόπνευστοι είναι εκείνοι που κατευθύνονται από την εμπειρία τους. Φυσικά, αυτή η εμπειρία είναι δύο ειδών, ήτοι εμπειρία του φωτισμού και εμπειρία της Θεώσεως. Αυτοί οι εμπειρικοί Πατέρες είναι η βάση των Οικουμενικών Συνόδων.

Οι Θεούμενοι Επίσκοποι έφθασαν στην ένωση με τον Θεό και την θεοπτία και έχουν ασφαλή γνώση του Θεού. Δι’ αυτών ενεργεί το Άγιον Πνεύμα. Οι Άγιοι Πατέρες που ευρίσκονταν σε διάφορα μέρη της γης, αλλά είχαν αποκτήσει, δια του Αγίου Πνεύματος, εμπειρία του Θεού, όταν συνήρχονταν σε Οικουμενικές Συνόδους, αποκτούσαν και κοινή ορολογία.

«Γι’ αυτό και μεταξύ των Πατέρων χωρίς να υπάρχει κανένας Πάπας της Ρώμης να υπαγορεύει τι είναι τα δόγματα, τελείως αυθόρμητα, οι Πατέρες υπεστήριξαν όλοι μαζί την ίδια αλήθεια πάντοτε. Δηλαδή, οι άνθρωποι οι οποίοι ήσαν χωρισμένοι ο ένας από τον άλλο από γεωγραφικές Αποστάσεις. Για εκείνη την εποχή ήταν σαν να είμαστε από εδώ μέχρι το φεγγάρι, διότι ο ένας που ζούσε στο ένα μέρος της Αυτοκρατορίας, με έναν άλλο που ζούσε σε άλλο μέρος της Αυτοκρατορίας σαν να ζούσε ο ένας σε έναν πλανήτη και ο άλλος σε άλλο πλανήτη. Επειδή έχουν την ίδια εμπειρία, καταλήγουν σε κοινές αποφάσεις».

Δυστυχώς, υπάρχουν μερικοί σήμερα που παραθεωρούν τους θεουμένους Πατέρες και τοποθετούν τις Συνόδους πάνω από τους Πατέρες, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Άλλωστε, οι ίδιες οι Σύνοδοι επικαλούνται την διδασκαλία των θεοπτών Πατέρων.

«Οι σημερινοί Ορθόδοξοι κάνουν ακριβώς το ίδιο. Η Εκκλησία λέει, ή η Αγία Γραφή λέει, ή η Οικουμενική Σύνοδος λέει. Και είναι παράξενο πράγμα, διότι μαθαίνουμε από τους σημερινούς Ορθοδόξους ότι η Οικουμενική Σύνοδος είναι μεγάλη αυθεντία της Εκκλησίας και αμφισβητούν αν είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Δηλαδή βάλανε την Σύνοδο παραπάνω από τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Και όταν κανείς διαβάζει τα ίδια τα Πρακτικά των Συνόδων, η Οικουμενική Σύνοδος επικαλείται τους Πατέρες της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και λένε οι τριακόσιοι δεκαοκτώ Πατέρες είπαν, οι εκατόν πενήντα Πατέρες είπαν, οι εξακόσιοι Πατέρες είπαν. Δηλαδή όταν εμείς σκεφτόμαστε μια Οικουμενική Σύνοδο, για μας είναι μια Σύνοδος Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι συνάθροισμα Πατέρων οι οποίοι διδάσκουν αυτά κ.ο.κ.».

Μια τέτοια θεσμική αντίληψη περί της Εκκλησίας προέρχεται από τους Φράγκους και την διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος υποστήριζε ότι η αυθεντία για την αποδοχή των δογμάτων είναι η Εκκλησία, ενώ σε μας η αυθεντία είναι οι Πατέρες και όχι «μια αφηρημένη ιδέα, που είναι μια οργανωμένη εκκλησιαστικά αυθεντία».


"Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας 
κατά τις προφορικές παραδόσεις του 
π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'