... Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας νά θεραπευθεῖ ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα, ἡ ὁποία νοσεῖ.
Κατά τούς Πατέρες, ὅλοι γεννιόμαστε ‘ψυχοπαθεῖς’, δηλαδή μέ πάθη ψυχῆς.Ὄχι μέ τήν ἔννοια τήν ψυχιατρική, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τήν πνευματική. Γεννιόμαστε μέ ροπές, μέ ἕξεις, μέ συνήθειες, μέ κακές τάσεις μέσα μας.
Βέβαια στό Βάπτισμα θεραπευόμαστε ὡς πρός τήν ἐνοχή καί τήν ἁμαρτία καί ἀποκαθίσταται τό κατ’ εἰκόνα στήν ψυχή μας, ἀλλά αὐτή ἡ κακή ροπή παραμένει. Τήν ἀφήνει ὁ Θεός σάν μία δοκιμασία τῆς βούλησής μας, γιά νά φανερώσουμε τήν ἀγάπη μας στόν Θεό κάνοντας ἕναν ἀγώνα. Ὁπότε κάθε φορά νά ἐπιβεβαιώνουμε τήν ἀγάπη μας σ’ Αὐτόν, ἀρνούμενοι τήν κακή μας ροπή. Ἐνῶ μέσα μας κάτι μᾶς σπρώχνει νά γίνουμε ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς ἀντιστεκόμαστε καί λέμε ‘ὄχι θά ἀγαπήσω τόν Θεό, θά τηρήσω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ’, γιατί αὐτό σημαίνει «ἀγαπῶ τόν Θεό». «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ἰωαν. 14,21). Ὄχι ἁπλῶς συναισθηματικά, ἀλλά ἔμπρακτα τηρώντας τίς ἐντολές φανερώνουμε τήν ἀγάπη μας στόν Θεό. Τουτέστιν κάνοντας τό θέλημά Του.
Γι’ ἀυτό -ὅπως ἐπανηλλημένα ἔχουμε πεῖ- δέν εἶναι σωστό νά ζητᾶμε τό θέλημά μας καί νά βλέπουμε καί τήν Ἐκκλησία σάν ἕνα κοινωνικό ὀργανισμό, πού ὑπηρετεῖ τά θελήματά μας. Δηλαδή νά πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία μέ κανένα δωράκι καί καμία μεγάλη λαμπάδα, καμιά προσφορά, ἔτσι ὥστε ἡ Παναγία καί ὁ Χριστός νά μᾶς κάνουν αὐτό πού θέλουμε. Δέν εἶναι σωστό αὐτό, γιατί ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε νά λέμε «Γεννηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μου. Ἄν βέβαια ζητήσουμε κάτι ἐπίμονα, ὅπως ἐκείνη ἡ μητέρα, πού λέγαμε τίς προάλλες, γιά τό παιδί της, μπορεῖ νά μᾶς τό κάνει ὁ Θεός τό χατίρι, ἀλλά δέν θά εἶναι γιά τό καλό μας.
Τό καλό μας εἶναι νά γίνεται πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ἄς μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι πικρό. Ἄς μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἀκούει. Ἄς μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀργήσει πάρα πολύ νά ἀπαντήσει. Λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ὅτι αὐτό εἶναι τό καλύτερο, νά ἀργεῖ ὁ Θεός νά ἀπαντήσει, γιατί ἐπιμένουμε στήν προσευχή. Γιατί τό μεῖζον εἶναι αὐτό πού παίρνεις παραμένοντας στήν προσευχή. Δηλαδή τό μεγαλύτερο, τό σπουδαιότερο εἶναι ὅτι παραμένεις προσευχόμενος. Ἐνῶ, ἄν στό δώσει τό «καλό» -γιά σένα καλό- θά σταματήσεις νά προσεύχεσαι, ὁπότε χάνεις τό ἀνώτερο, τήν προσευχή.
Ἡ προσευχή εἶναι ἡ πηγή κάθε καλοῦ κι ὅσο ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται τότε εἶναι καλά, ὄχι ὅταν πάρει αὐτά τά καλά πού θέλει νά πάρει ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ἀναγκαῖο κι ἀφοῦ πάρεις τό καλό, νά συνεχίσεις νά προσεύχεσαι. Νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό, νά μή χάσεις τήν ἐπικοινωνία, τή σχέση μαζί Του, τήν ἀγάπη. Ἐπειδή, ὡστόσο, ὁ Θεός γνωρίζει ὅτι μᾶλλον αὐτό θά κάνουμε, ὅταν μᾶς τό δώσει, θά τό πάρουμε καί θά σηκωθοῦμε νά φύγουμε καί θά λέμε ‘ποῦ σέ εἶδα, ποῦ σέ ξέρω’, γι’ ἀυτό μᾶς ἀφήνει νά ζητᾶμε, νά ζητᾶμε, ἔτσι ὥστε νά παραμένουμε κοντά Του.
Ἀλλωστε αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο κέρδος: νά εἶσαι κοντά στόν Θεό, νά εἶσαι -εἰ δυνατόν- μέσα στόν Θεό. Αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας «μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν» (Ἰωαν. 15,4), δηλαδή μείνετε μέσα Μου καί Ἐγώ θά μείνω μέσα σας. Αὐτός εἶναι καί ὁ στόχος μας νά μείνει ὁ Θεός μέσα μας μόνιμα.
Πολλές φορές ἔρχεται ὁ Θεός καί φεύγει λόγω τῆς δικῆς μας ἀκαθαρσίας καί τῆς ἐμπάθειάς μας. Ἔτσι, ὁ προορισμός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά μᾶς καταστήσει ἱκανούς, ὥστε νά κατοικήσει ὁ Θεός μέσα μας.
Ποια εἶναι ἡ βασική δυσλειτουργία, ἡ βασική κακία μας πού ἐμποδίζει τόν Θεό νά ἔρθει μέσα μας καί μᾶς κάνει ψυχοπαθεῖς;
Εἶναι ὁ ἐγωισμός μας, ἡ ὑπερηφάνειά μας. Εἶναι ὅτι ὁ νοῦς μας δέν βλέπει στόν Θεό, ἀλλά βλέπει πρός τόν ἑαυτό του καί πρός τά πράγματα, πρός τά κτίσματα. Ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα καί νά ὁρᾶ τόν Θεό μέσα ἀπό τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ νοῦς, βλέπει πρός τόν ἑαυτό του, ὁπότε δέν παίρνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί εἶναι σκοτισμένος. Εἶναι ὁ νοῦς του σκοτισμένος. Γιατί ὁ νοῦς εἶναι σάν ἔνας καθρέφτης καί πρέπει ὁ καθρέφτης νά βλέπει πρός τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, πού εἶναι ὁ Χριστός. Τότε εἶναι λαμπερός. Τότε εἶναι φωτεινός καί τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι φωτεινός. Ἐάν ὁ καθρέφτης ὅμως γυρίσει ἀνάποδα πρός τόν ἥλιο καί βλέπει πρός τά κάτω, πρός τό χῶμα, πρός τή γῆ, τότε σκοτεινιάζει ὁ καθρέφτης. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας «εἰ τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί, τό σκότος πόσον»; (Ματθ. 6,23). Ἐάν τό φῶς, πού πρέπει νά ἔχεις μέσα σου, εἶναι σκοτάδι, πόσο σκοτάδι θά ἔχεις;
Τό φῶς εἶναι ὁ νοῦς μας, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπό μόνος του ἔχει ἐλάχιστο φῶς, τό κύριο φῶς τό παίρνει ἀπό τόν Θεό. Ἄν λοιπόν δέν τό δέχεσαι αὐτό τό φῶς γιατί δέν εἶσαι στραμμένος πρός τόν Θεό, τότε εἶσαι σκοτεινός καί τό σκοτάδι εἶναι πάρα πολύ μεγάλο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ χαμένος ἄνθρωπος, θά λέγαμε, ὁ ψυχοπαθής ἄνθρωπος.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς θεραπεύει αὐτή τή σκότιση τοῦ νοῦ. Τή βασική μας ἀρρώστια, τό σκοτάδι τοῦ νοῦ μας. Ὅλος ὁ ἀγώνας, πού κάνουμε, ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση εἶναι γιά νά καθαριστεῖ ὁ νοῦς μας, γιά νά φύγει τό σκοτάδι. Αὐτό τό κάνουμε μ’ ἕνα πολύ συγκεκριμένο τρόπο, πού λέγεται μετάνοια. Μετά + νοῦς = μετανοῶ. Τί σημαίνει αὐτό;
Ἀλλάζω προσανατολισμό στόν νοῦ μου. Στρίβω τό κάτοπτρο, τόν καθρέφτη πρός τόν Θεό. Νά ἡ μετάνοια! Ἀντί νά σκέφτομαι καί νά διαλογίζομαι χίλια δυό πράγματα γιά τόν ἑαυτό μου, γιά τά παιδιά μου, γιά τά ὑλικά, δέν σκέφτομαι τίποτα, ἀδειάζω ἀπό ὅλα καί στρέφω τόν νοῦ μου στόν Χριστό. Προσεύχομαι καί ὁρῶ τόν Θεό. Αὐτό εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία.
Ὅλη αὐτή ἡ προσπάθεια, οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές, οἱ ἀκολουθίες πού κάνουμε, εἶναι ὅ, τι καλύτερο γιά τή θεραπεία τοῦ νοῦ μας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα πρόγραμμα καί τό τηρεῖ ἀπαρέγκλιτα. Ὄρθρος, Θεία Λειτουργία, Ὧρες, Ἑσπερινός, Ἀπόδειπνο, Μεσονυκτικό.
Γίνεται πόλεμος, ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι, ὅ,τι καί νά γίνει ἡ Ἐκκλησία δέν σταματάει. Γιατί; Γιά νά μᾶς διδάξει αὐτό ἀκριβῶς, ὅτι θά πρέπει ὁ νοῦς μας νά εἶναι συνεχῶς στραμμένος πρός τό Φῶς, πρός τόν Χριστό. Ἐπειδή δέν μπορεῖ ὁ χριστιανός νά εἶναι 24 ὧρες στήν Ἐκκλησία –μακάρι νά μπορούσαμε καί νά προσευχόμαστε συνεχῶς- μᾶς βάζει αὐτά τά πολύ τακτά διαστήματα μέσα στό εἰκοστετράωρο γιά νά μᾶς θυμίσει αὐτό: ‘Γύρνα, στρίψε τόν καθρέφτη πρός τόν Χριστό’. Αὐτό εἶναι ἡ θεραπεία μας. Οἱ ὀκτώ αὐτές ἀκολουθίες, ἄν τίς βάλουμε στήν πληρότητά τους, εἶναι 4 – 6 ὧρες, ἄν ψάλλουνε καί ἀργά, τό κάνουμε καί 18 ὧρες, ὅπως τό κάνουνε στή Λαύρα, στίς ἀγρυπνίες. Αὐτός εἶναι ὁ στόχος τῆς Ἐκκλησίας, νά μᾶς δείξει ὅτι ὁ νοῦς μας πρέπει νά ἀσχολεῖται μέ τόν Θεό. Νά εἶναι στραμμένος καί νά ἀσχολεῖται μέ τόν Θεό. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀποβάλλει τήν ψυχοπάθειά του.
Ἄν προσέξατε, εἶπαμε ὅτι θά πρέπει νά ἀδειάσουμε ἀπό ὅλους τούς λογισμούς. Θά ἔλεγε κανείς κι ἀπό τούς καλούς λογισμούς ν’ ἀδειάσουμε; Καί ἀπό τούς καλούς λογισμούς! Γιατί καί οἱ καλοί λογισμοί εἶναι ἐμπόδιο στό νά βλέπει ὁ νοῦς τόν Θεό. Οἱ καλοί λογισμοί εἶναι, θά λέγαμε, μιά παγίδα ἀπ’ τά δεξιά. Μᾶς κλέβει ὁ διάβολος ἀπό τό κυρίως ἔργο, πού εἶναι νά ἔχουμε στραμμένο τόν νοῦ μας στόν Χριστό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ὅλη ἡ ἐργασία τῆς κάθαρσης, σ’ αὐτό ἀποσκοπεῖ. Τό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτό εἶναι: νά ἀδειάσει ἡ καρδιά μας ἀπό ὅλους τούς λογισμούς. Ἀρχίζει κανείς καί προσεύχεται. Λέει,γιά παράδειγμα, τήν καρδιακή προσευχή ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’, ἀλλά φεύγει τό μυαλό πάρα πολύ. Εἶναι ἀναμενόμενο.
Ξεκινᾶς νά τό λές μέ τό στόμα. Μία - μία λέξη, Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με, καί προσέχεις αὐτή καθεαυτή τή λέξη. Ὅταν αὐτό τό πεῖς πολλές φορές, ὄχι δεκάδες καί ἑκατοντάδες, χιλιάδες φορές, χρονίσει δηλαδή καί γεμίσει καί τό αὐτί καί ἡ σκέψη σου καί ἡ γλώσσα σου «μαλλιάσει», ὅπως λέμε, τότε σιγά - σιγά θά τό πάρει ἡ διάνοια, θά τό πάρει ἡ σκέψη, θά τό πάρει ὁ ἐγκέφαλος -ἄν θέλετε- καί θά θέλεις ἔπειτα νά τό λές μέ τόν νοῦ σου, μέ τή διάνοιά σου καί μέ τήν καρδιά σου. Ἀκόμα καί τότε δέν πρέπει νά σταματήσεις νά λές τήν εὐχή μέ τό στόμα, ἀλλά νά τή λές καί μέ τούς δύο τρόπους.
Σιγά - σιγά, ὅπως λένε οἱ Πατέρες ὁ νοῦς θά κατέβει καί θά βρεῖ τήν καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης. Ἐκεῖ μέσα θά ἀρχίσει νά κάνει ἡ εὐχή τήν κάθαρση. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δηλαδή, πού ὁ ἄνθρωπος ἐπικαλεῖται, ἔρχεται μέσα στήν καρδία καί διώχνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τούς λογισμούς, πού ὑπάρχουν ἐκεῖ. Κύριος βασιλιᾶς γίνεται ὁ Θεός.
Γι’ ἀυτό εἶπε ὁ Χριστός μας νά ζητᾶμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά ζητᾶμε νά βασιλέψει ὁ Χριστός μέσα στήν καρδιά μας. Νά γίνει Αὐτός ὁ κυρίαρχος καί νά μή βασιλεύουν ἄλλοι λογισμοί, ἄλλες ἐπιθυμίες, ἄλλα θελήματα, τά ὁποῖα μᾶς στεναχωροῦν καί μᾶς ἀγχώνουν καί τά ὁποῖα ἀπαιτοῦμε καί ἀπό τόν Θεό νά μᾶς τά ἱκανοποιήσει. Ἐνῶ βλέπετε ὁ ἅγιος δέν ἔχει κανένα θέλημα, κανένα λογισμό.
Θά πεῖτε πρέπει νά γίνουμε ἅγιοι; Βέβαια πρέπει νά γίνουμε ἅγιοι, γιατί οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού θά σωθοῦνε καί θά πᾶνε στή Βασιλεία καί φυσικά δέν εἶναι μόνο οἱ γνωστοί Ἅγιοι, ἀλλά ὑπάρχουν καί πολλοί ἄγνωστοι.
Αὐτή λοιπόν εἶναι πρακτικά ἡ διαδικασία καί στή συνέχεια προχωράει κανείς μέ τή βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ κι ὅπου φτάσει. Μπορεῖ νά τοῦ πάρει νά διώξει τούς λογισμούς μέρες, μῆνες, χρόνια, μια ζωή! Θά ἀγωνιστοῦμε κι ὅπου φτάσουμε. Ὁ Θεός βλέπει τόν ἀγώνα μας, τήν προσπάθειά μας κι αὐτό εἶναι πού μετράει. Ὅπως λένε στά μικρά παιδιά, πού δέν καταφέρνουν νά κάνουν κάτι, ‘ἀρκεῖ ἡ προσπάθεια’. Ἔτσι καί στά πνευματικά, ἀρκεῖ ἡ προσπάθεια. Ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός εἶναι νά μή σταματήσουμε τόν ἀγώνα.
Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στόν ‘Ἀόρατο Πόλεμο’, ἀκόμα κι ἄν βλέπεις ὅτι χειροτερεύεις, ὅσο περνᾶνε τά χρόνια, ὄχι ὅτι πᾶς καλύτερα, οὔτε ὅτι εἶσαι στά ἴδια, ἀλλά ὅτι πᾶς καί χειρότερα. Και πάλι, λέει, μήν ἀπελπίζεσαι, μή σταματᾶς τόν ἀγώνα κι ὁ Θεός πού θά σέ δεῖ σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα, θά σέ σώσει. Γιατί τό ἀποτέλεσμα εἶναι τοῦ Θεοῦ, δικός μας εἶναι μόνο ὁ ἀγώνας. Αὐτό θέλει ἀπό μᾶς ὁ Θεός, νά μήν ἀπελπιστοῦμε, νά μήν ἀκούσουμε τόν διάβολο, πού μᾶς παροτρύνει νά τά παρατήσουμε, νά μή συνεχίσουμε τήν ἐξομολόγηση -ἀφοῦ λέμε πάντα τά ἴδια- νά χαροῦμε τή ζωή μας, γιατί μᾶλλον δέν ὑπάρχει Θεός κ.λ.π.
Ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά θεραπεύσει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες λοιπόν βρήκανε ὅτι στό χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς, λειτουργεῖ κάτι, τό ὁποῖο ὀνόμασαν νοῦ. Πήρανε τή λέξη ‘νοῦ’, μέ τήν ὁποία ἐμεῖς ἐννοοῦμε τή διάνοια καί ἔκαναν μιά διαφοροποίηση καί εἴπανε ὅτι: «Νοῦς εἶναι ἡ νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στήν καρδιά τοῦ ὑγιοῦς ψυχικά ἀνθρώπου».
Ἄς τό ξεκαθαρίσουμε λίγο. Ἡ ψυχή μας ἔχει ἐνέργεια καί οὐσία. Ὅπως καί τό σῶμα μας, ἔχει οὐσία (μῦς, κόκκαλα..) καί ἔχει καί ἐνέργεια, μέ τήν ὁποία κινούμαστε καί κάνουμε ὅ,τιδήποτε ἄλλο. Ἡ ψυχή μας τώρα ἔχει πολύ λίγη οὐσία -ἀλλά ἔχει οὐσία, δέν εἶναι τελείως ἄυλη- καί ἔχει καί μιά ἐνέργεια, πού τή λέμε νοερά ἐνέργεια. Αὐτή ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς κανονικά θά ἔπρεπε νά εἶναι ἑνωμένη μέ τήν οὐσία. Νά εἶναι ἑνωμένα αὐτά τά δύο. Ἀλλά σέ μᾶς ἔχει γίνει μία διάσπαση καί ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς μας ἔχει φύγει ἀπό τήν οὐσία καί κυκλοφορεῖ ἐδῶ καί κεῖ, ὅπου εἶναι ὁ νοῦς μας. Μπορεῖ ἐγώ τώρα νά μιλάω κι ἐσᾶς ὁ νοῦς σας νά εἶναι στή Θεσσαλονίκη. Ὁπότε δέν εἶναι στήν καρδιά σας, δηλαδή σ’ αὐτά πού λέμε ἐδῶ.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια μας, ὅτι ἡ οὐσία τοῦ νοῦ δέν εἶναι μαζί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει ἀκριβῶς αὐτό. Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στόν ἑαυτό του, βρίσκει τόν ἑαυτό του, μαζεύει τόν νοῦ του, τήν ἐνέργειά του καί τή βάζει στήν καρδιά του. Ἐκεῖ τή βάζει νά προσεύχεται. Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία. Στούς ἁγίους αὐτό συμβαίνει. Γι’ αὐτό καί τούς βλέπουμε ὅτι εἶναι συγκεντρωμένοι. Χωρίς νά εἶναι ἀποκρουστικοί, εἶναι σοβαροί. Ἔχουν αὐτό, πού το λέμε σύννοια. Εἶναι συγκεντρωμένοι στόν ἑαυτό τους, γιατί προσεύχονται καρδιακά. Ὁ νοῦς τους εἶναι μέσα στήν καρδιά τους καί εὔχονται. Αὐτοί εἶναι οἱ ἅγιοι. Αὐτό τό κάνουν μόνιμα, ὄχι γιά ἕνα δευτερόλεπτο, ἄντε γιά ἕνα λεπτό -ἄν τά καταφέρουμε ἐμεῖς- αὐτοί τό κάνουνε συνεχῶς, γιατί εἶναι θεραπευμένοι ἄνθρωποι. Ἐμεῖς χτυπάει τό κινητό μας καί φεύγει ὁ νοῦς μας καί τό σῶμα μας φεύγει! Διότι ὁ νοῦς μας ἔχει βάλει ἄλλες προτεραιότητες.
Πῆραν λοιπόν οἱ Πατέρες τή λέξη νοῦ καί ὀνόμασαν τή νοερά ἐνέργεια ὅταν αὐτή λειτουργεῖ μέσα στήν καρδιά. Αὐτή τώρα ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ νοερά ἐνέργεια, λειτουργεῖ καί στόν ἐγκέφαλο. Ἐκεῖ λειτουργεῖ καί λέγεται λογική.
Μέ τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς λοιπόν ἔχουμε δύο ἐνέργειες. Μία μέσα στήν καρδιά μας καί ὅταν λειτουργεῖ ἐκεῖ, τή λέμε νοῦ καί μία ἄλλη στόν ἐγκέφαλο, πού τή λέμε λογική.
Ἐμεῖς τώρα τί ἔχουμε πάθει; Ἡ ἐνέργεια τῆς λογικῆς εἶναι κατώτερη ἀπό τήν ἐνέργεια τῆς καρδιᾶς. Ἐμεῖς ἔχουμε ὑποτάξει τήν ἐνέργεια τῆς καρδιᾶς στή λογική. Ἐνῶ ἡ λογική θά ἔπρεπε νά ὑπηρετεῖ τόν νοῦ μας, τήν καρδιά μας δηλαδή, ἔχουμε κάνει τό ἀντίστροφο. Ὁ νοῦς μας ὑποτάσσεται στή λογική. Ἀλλα ἡ λογική δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος μέ τή λογική δέν μπορεῖ νά προσεγγίσει τόν Θεό, γιατί ἡ λογική ἁπλῶς ἐπεξεργάζεται τά δεδομένα πού ἔρχονται ἀπό τίς αἰσθήσεις. Ἀπό τό περιβάλλον δηλαδή, τί ἀκοῦμε, τί βλέπουμε, τί ὀσφραινόμαστε, τί πιάνουμε, τί γευόμαστε. Αὐτά τά παίρνει ἡ λογική, τά ἐπεξεργάζεται καί βγάζει κάποια λογικά συμπεράσματα. Τόν Θεό ὅμως οὔτε Τόν πιάνεις, οὔτε Τόν βλέπεις, οὔτε Τόν ἀκοῦς. Δέν μπορεῖς νά Τόν καταλάβεις μέ τίς αἰσθήσεις. Ἄρα μέ τή λογική δέν μπορεῖς νά βρεῖς τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ δυστυχία μας. Ἄν κάνεις σάν κύριο ὁδηγό στή ζωή σου τή λογική, γίνεσαι ἄθεος.
Αὐτό πάθανε στή Δύση καί κατέληξαν ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Γιατί ψάξανε μέ τή λογική νά βροῦνε τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια τῆς Δύσης καί λένε δέν ὑπάρχει Θεός, ἀφοῦ οὔτε Τόν βλέπω, οὔτε Τόν ἀκούω, πῆγα καί στό διάστημα -ὅπως ὁ Ρῶσος ἐκεῖνος- καί δέν Τόν βρῆκα πουθενά.. Λές καί θέλει κανένα μεγάλο τηλεσκόπιο ὁ Θεός γιά νά Τόν ἀνακαλύψεις! Γιατί ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀρρώστια μέσα μας.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτούς τούς λογισμούς τῆς λογικῆς, τούς κατεβάζει καί στήν καρδιά του. Μπερδεύει τώρα τόν Θεό μέ τά κτίσματα καί κάνει Θεούς τά κτίσματα. Ἡ καρδιά ψάχνει νά βρεῖ τόν Θεό, αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τοῦ νοῦ μας νά βρεῖ τόν Θεό. Ἀλλά μολύνεται ἡ καρδιά μας ἀπ’ αὐτούς τούς λογισμούς, πού ἔρχονται ἀπ’ τή λογική, οἱ ὁποῖοι δέν πρέπει κανονικά νά κατεβαίνουν στήν καρδιά. Ἡ καρδιά πρέπει νά εἶναι τελείως καθαρή ἀπ’ ὅλους τούς λογισμούς. Ἀλλά ἡ ἀρρώστια μας ἔχει φτιάξει μέσα μας ἕνα βραχυκύκλωμα.
Ἔτσι λοιπόν ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἔχει βγεῖ ἀπ’ τήν καρδιά του, ὁ νοῦς του εἶναι ἔξω ἀπ’ τήν καρδιά του καί δέν ὑπάρχει φύλακας ἐκεῖ. Ὁπότε καί οἱ λογισμοί, πού ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στή διάνοια, κατεβαίνουν καί κάτω στόν νοῦ, στήν καρδιά κι ὁ ἄνθρωπος μπερδεύεται. Ἔτσι, ἔχει κάνει θεούς τά εἴδωλα, τά πράγματα καί καταντάει στήν εἰδωλολατρία. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ πρόγονοί μας εἶχαν γίνει εἰδωλολάτρες καί μπερδεύανε τά κτίσματα μέ τόν Κτίστη. Ἔλεγαν, Θεός εἶναι ὁ ἥλιος. Χάρη σ’ αὐτόν ζοῦμε. Ἤ κάνανε Θεό τά πάθη τους γιατί αὐτό ἦταν μέσα στήν καρδιά τους. Τήν Ἀφροδίτη, τόν Δία.. καί εἶχαν ἕνα πολύ ὡραῖο ἄλλοθι γιά τή ζωή τους!
Ἡ καρδιά μας λοιπόν ἔχει βραχυκυκλωθεῖ μέ τόν ἐγκέφαλο καί ὑπάρχει αὐτό τό μπέρδεμα. Αὐτά τά δύο ‘κέντρα’ ἔχουνε μπερδευτεῖ. Τό ἕνα κέντρο, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι ἡ καρδιά μας, μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, νά βροῦμε τόν Θεό. Τό ἄλλο κέντρο εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, μέ τό ὁποῖο γνωρίζουμε τό περιβάλλον μας. Δέ μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό. Αὐτά τώρα εἶναι μπερδεμένα μέσα μας καί οἱ λογισμοί κυκλοφοροῦνε πάνω-κάτω. Ἀπό τήν καρδιά πᾶνε στή διάνοια κι ἀπό τή διάνοια πᾶνε στήν καρδιά καί ὑπάρχει αὐτό τό μπέρδεμα. Γι’ αὐτό, εἶπε ὁ Χριστός μας «ἀπ’ τήν καρδιά ἐξέρχονται οἱ πονηροί λογισμοί» (Ματθ. 15,19). Τά πάθη μας ξεκινᾶνε ἀπό ἐκεῖ, ὅταν ἡ καρδιά εἶναι βρώμικη.
Ἡ Ἐκκλησία μας τώρα θεραπεύει αὐτό τό βραχυκύκλωμα καί ξεχωρίζει, θά λέγαμε, αὐτά τά δύο κέντρα. Ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τή λογική του γιά νά γνωρίσει τό περιβάλλον, ἀλλά ἔχει τόν νοῦ του προσανατολισμένο στόν Θεό. Μέ τόν νοῦ του προσεύχεται καί μέ τή λογική του μπορεῖ νά κάνει μαθηματικούς ὑπολογισμούς, νά διαβάζει ἕνα βιβλίο, νά σκέφτεται τί δουλειές ἔχει νά κάνει σήμερα κ.λ.π. Αὐτά δέν τόν ἐμποδίζουν νά προσεύχεται. Θά πεῖτε πῶς; Ἐμᾶς μᾶς ἐμποδίζει. Ἐπειδή ὑπάρχει αὐτό τό μπέρδεμα.
Ἄν συστηματικά ἀρχίσετε νά λέτε τήν εὐχή, μετά ἀπό κάποιο καιρό, ἀνάλογα μέ τήν προθυμία πού ἔχει ὁ καθένας καί τήν καθαρότητα, θά ξεχωρίσουν αὐτά τά δύο καί θά μπορεῖτε συγχρόνως νά προσεύχεστε καί νά κάνετε τίς δουλειές σας.
Νά τό κάνουμε πιό ἁπλό γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα. Ὅταν ἀγαπᾶτε ἕναν ἄνθρωπο, σᾶς ἐμποδίζει αὐτό στό νά φᾶτε, στό νά κάνετε τίς δουλειές σας; Ὄχι. Ἀλλά ὁ νοῦς σας εἶναι σ’ αὐτόν πού ἀγαπᾶτε. Θά τό πῶ πολύ πεζά, δέν ἐμποδίζει ἡ ἀγάπη στόν Θεό, νά κάνετε τίς δουλειές σας. Ἀλλά ἐξαιτίας τοῦ ὅτι δέν ἔχουμε ἀγαπήσει τόν Θεό, δέν Τόν ἔχουμε βάλει πρῶτο στήν καρδιά μας, ἔχουμε ἄλλα πράγματα πρῶτα στήν καρδιά μας, ἔχουμε ἀνθρώπους, ἔχουμε τόν ἑαυτό μας, κυρίως τόν ἑαυτό μας -πάνω ἀπ’ ὅλα- καί τόν λατρεύουμε, γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε καί γεμίζουμε μ’ ἕνα σωρό λογισμούς. Πρέπει νά φύγει ὁ ἑαυτός μας ἀπ’ τήν καρδιά καί νά μείνει στόν ἐγκέφαλο. Θά ἀσχοληθεῖ κανείς καί μέ τό σῶμα του καί μέ τά ψώνια πού θά κάνει, ἀλλά μέχρι ἑνός σημείου. Δέν θά κατέβουν στήν καρδιά. Ἡ καρδιά πρέπει νά εἶναι μόνο γιά τόν Θεό.
Ἔλεγε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: ὁ Χριστός δέν θέλει παρέες, θέλει νά ‘ναι μόνος του ἐκεῖ στήν καρδιά μας. Δέν θέλει ἄλλον. Λέει: ‘Ἐγώ εἶμαι Κύριός σου’. Αὐτό δέν εἶναι ἐγωισμός. Εἶναι βλάσφημο νά τό σκεφτοῦμε αὐτό γιά τόν Θεό. Ἁπλῶς ἔτσι εἴμαστε φτιαγμένοι. Μᾶς θέλει ἀποκλειστικά δικούς του. Νά μή μοιράζουμε τήν καρδιά μας ἐδῶ κι ἐκεῖ γιατί τότε γινόμαστε ‘διχασμένες προσωπικότητες’.
- .............(ἐρώτηση)
Πιάνουμε ἀγάπες μέ τήν καρδιά μας, πού δέν πρέπει νά τίς πιάνουμε καί δημιουργοῦνται μ’ αὐτό τόν τρόπο τά πάθη. Ἄν ἡ βασανιστική ἀνησυχία, γιά παράδειγμα, τοῦ συζύγου ἤ τοῦ χρήματος, κατεβεῖ στήν καρδιά καί τά ἀγαπήσεις, τά λατρέψεις, τότε γίνεται τό πάθος, στήν προκειμένη περίπτωση, τῆς φιλαργυρίας. Αὐτό σοῦ κλέβει ἕνα μέρος τῆς καρδιᾶς σου, ἄν ὄχι ὅλη τήν καρδιά. Ἡ καρδιά τότε εἶναι βρώμικη κι αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖ καθαρά στόν Θεό. Γιατί ἀμέσως μόλις θά πάει νά σκεφτεῖ τόν Θεό, θά τοῦ λέει ὁ λογισμός ‘γιά νά κάνουμε λογαριασμό, μπήκαμε μέσα ἤ ὄχι; Κάνε ταμεῖο’. Θά εἶναι ὁ νοῦς σου ἐκεῖ.
- .............(ἐρώτηση)
Πιάνουμε ἄλλες ἀγάπες. Ἡ ἀγαπητική μας δύναμη ἔχει μία συγκεκριμένη ποσότητα, ἄν τή σκορπίσουμε ἐδῶ κι ἐκεῖ, δέν μένει τίποτα. Ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, οἱ γυναῖκες ἰδίως, σκορπᾶτε τήν ἀγαπητική σας δύναμη σέ πολύ μικρά πράγματα. Ἕνα ὡραῖο ποτήρι, θέλει κι ἕνα ὡραῖο σεμεδάκι ἀπό κάτω κι ἕνα τριαντάφυλλο ζωγραφισμένο κι ἕναν ὡραῖο δίσκο... καί μένει ἡ καρδιά σου ἐκεῖ. Ἔτσι ἡ καρδιά μας χάνει σέ ἀνούσια πράγματα, αὐτό πού πρέπει νά δώσει στόν Θεό ἐξ’ ὁλοκλήρου, γιατί ὁ Θεός λέει «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου» (Ματθ. 22,37).
Διαφωνεῖτε;!!
- Πολύ δύσκολο εἶναι....ἐμεῖς πού εἴμαστε στόν κόσμο...
Μισό λεπτό. Νά κάνω ἕναν σχολιασμό γιατί προδίδουμε τόν ἑαυτό μας μέ τά λόγια μας, ὅπως λέει ὁ Χριστός μας «ἐκ τῶν λόγων σου κριθήση» (Ματθ. 12,37). Εἶναι ἀλήθεια. Φυσικά, ὅ,τι λέει ὁ Χριστός μας ἀλήθεια εἶναι.
Εἴπατε ‘ἐμεῖς πού εἴμαστε στόν κόσμο..’. Ὁ κόσμος ξέρετε τί εἶναι; Ὁ κόσμος εἶναι ἡ κόλαση. Ὁ χριστιανός δέν ἀνήκει στόν κόσμο, «ὅς ἂν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται (Ἰακ. 4,4). Αὐτόματα γίνεσαι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ! Ἀλλοίμονο ἄν εἴμαστε στόν κόσμο! Ἀλοίμονο ἄν ἐγώ ὅταν ἔρχομαι νά μιλήσω, ἔρχομαι στόν κόσμο καί πρέπει νά προφυλαχθῶ, γιατί εἶστε ὅλοι κοσμικοί καί θά εἶστε ἐναντίον μου, ἐπειδή εἶμαι μοναχός. Ἐγώ δέν ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἔρχομαι στόν κόσμο, ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἔρχομαι σέ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι στόν κόσμο. Εἶστε στήν Ἐκκλησία. Ἄλλο Ἐκκλησία κι ἄλλο κόσμος.
Γι’ ἀυτό, διαβάζουμε στήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ μας στή Γεθσημανή «Ἐγώ τούς ἐξέλεξα, φύλαξέ τους. Δέν παρακαλῶ νά τούς πάρεις ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά νά τούς φυλάξεις ἀπό τόν Πονηρό» (Ἰωαν. 17, 10-15). Ἀλλά δέν ἀνήκουν στόν κόσμο, ἀνήκουν σ’ Ἐσένα καί Ἐσύ τούς ἔδωσες σ’ Ἐμένα, λέει ὁ Χριστός στόν Θεό-Πατέρα. Δέν εἴμαστε στόν κόσμο. Μήν τό λέτε αὐτό. Εἶναι λάθος σάν ἔκφραση, ἀλλά πολύ περισσότερο λάθος, ἄν τό ζεῖτε.
Δέν εἶναι ὁ ἕνας κοσμικός κι ὁ ἄλλος μοναχός. Ὄχι. Ἁπλῶς ἐγώ ζῶ στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι πάνω στό βουνό, μοναχική καί ἐσεῖς ζεῖτε στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ἐδῶ στόν κόσμο. Εἶναι πιό δύσκολη ἡ δική σας θέση, γιατί εἶστε ὡς πρόβατα μέσα στούς λύκους (Ματθ. 10,16). Ἀλλα δέν εἶστε λύκοι! Ὁ κόσμος εἶναι λύκοι. Ἀφοῦ μπαίνεις στήν Ἐκκλησία, ἀρνεῖσαι τόν κόσμο, τό κοσμικό φρόνημα δηλαδή. Ὁ κόσμος ἀνήκει στόν διάβολο. Ἀλλοίμονο ἄν ποῦμε ὅτι ἀνήκουμε στόν κόσμο.
- ........Θά μπορούσαμε νοερά ὅταν κάνουμε προσευχή, νά ἔχουμε τή μορφή τοῦ Κυρίου;
Καλό εἶναι νά μήν τήν ἔχουμε, δηλαδή ὡς φαντασία. Νά μήν ἐνεργοποιοῦμε τή φαντασία μας. Ἀλλα καθαρά μέ τόν νοῦ νά σκεφτόμαστε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὅταν προσευχόμαστε πρέπει νά ἔχουμε δύο πράγματα:
Πρῶτον, τήν αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τό συνειδητοποιήσεις, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δίπλα σου ὅταν προσεύχεσαι, συγκλονίζεσαι. Δέν χρειάζεται λοιπόν νά Τόν βλέπεις μέ τή φαντασία σου. Κι αὐτό μπορεῖ νά τό κάνει κανείς, μέ διάκριση, ἀλλά καλύτερα νά τό ἀποφεύγουμε, γιατί μπορεῖ νά τό ἐκμεταλλευτεῖ ὁ διάβολος καί νά μᾶς πάει μέ τή φαντασία σέ ἄλλα πράγματα, ὄχι καλά.
Δεύτερον, νά ἔχουμε συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Ὅτι δέν εἴμαστε ἁπλῶς ἁμαρτωλοί, ἀλλά οἱ πιό ἁμαρτωλοί, οἱ πιό ἀνάξιοι. Ἀκόμα καλύτερα -ἡ ἀποστολική ταπείνωση- εἶναι νά πεῖς εἶμαι ἕνα ἔκτρωμα. Αὐτά τά δύο πράγματα πρέπει νά συνοδεύουν κάθε προσευχή μας.
- Τόν Θεό-Πατέρα δέν Τόν ἔχουμε δεῖ καί δέν πρέπει νά Τόν σχηματίζουμε στό μυαλό μας. Τόν Χριστό ὅμως, πού Τόν εἴδαμε καί ἔχουμε καί τήν εἰκόνα, εἶναι κακό νά κάνουμε προσευχή μπροστά στήν εἰκόνα Του;
Νά προσευχόμαστε μπροστά στήν εἰκόνα εἶναι νόμιμο, ἀφοῦ τό ἔχει καί ἡ Ἐκκλησία μας. Δηλαδή μέ ἀνοικτά τά μάτια νά βλέπεις τήν εἰκόνα. Ἐκεῖ δέν κινδυνεύεις ἀπό τη φαντασία. Γιατί ἡ εἰκόνα δέν εἶναι φαντασία, εἶναι πραγματικότητα. Τή φαντασία ὅμως εἶπαν οἱ Πατέρες νά τήν προσέχουμε πάρα πολύ, διότι εἶναι τό ὄχημα τῶν δαιμόνων. Οἱ γκουρού, στίς ἀνατολικές θρησκεῖες, τό πρῶτο πράγμα πού ἐνεργοποιοῦν εἶναι ἡ φαντασία καί μετά ἀρχίζουν νά ἔχουν δαιμονικές ἐμπειρίες. Ὁ διάβολος τούς πάει ὅπου θέλει.
- .............(ἐρώτηση)
Ἅμα θεραπευθεῖ ὁ νοῦς μας, θά τά ἐνεργοῦμε ὅλα σωστά καί ἡ λογική θά δουλεύει σωστά καί ἡ καρδιά θά δουλεύει σωστά. Γι’ αὐτό, ἄς φροντίσουμε νά γίνει αὐτό τό ξεχώρισμα. Αὐτό γίνεται μέ τήν πολλή προσευχή, τήν καρδιακή προσευχή. Νά ὁρίσετε δέκα λεπτά, πέντε λεπτά, ἕνα λεπτό καί νά πεῖτε ‘αὐτό τό ἕνα λεπτό δέν θά φύγει ὁ νοῦς μου’. Νά πεῖτε γιά ἕνα λεπτό ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’. Νά δεῖτε πόσο δύσκολο εἶναι. Γίνεται, ἀλλά θέλει κόπο.
- .............(ἐρώτηση)
Νά ἐμβαθύνουμε λίγο περισσότερο. Γιατί δέν δίνουμε προτεραιότητα στήν προσευχή; Γιατί μᾶς τραβᾶνε τά καθημερινά;
Διότι ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀρρώστια καί βάζεις τή λογική καί λές ‘ἄν κάτσω τώρα νά προσευχηθῶ, δέν θά προλάβω νά κάνω τίς δουλειές’. Ἤ λέμε ‘νά κάνω πρῶτα αὐτή τήν κατεπείγουσα δουλειά καί μετά προσευχή’. Βάζουμε πρῶτα τή λογική. Δέν δουλεύουμε μέ τήν πίστη, μέ τόν νοῦ. Γιατί ὁ νοῦς εἶναι σκοτισμένος.
Εἶναι ἀπαραίτητο ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει ἕναν πνευματικό ὁδηγό καί νά ἀκολουθεῖ ἀπαρέγκλιτα ἕνα πνευματικό πρόγραμμα καί κάθε μέρα σιγά σιγά θά προχωράει στήν κάθαρση τοῦ νοῦ του. Θά ὁρίσετε, γιά παράδειγμα, μισή ὥρα τήν ἡμέρα νά κάνετε νοερά προσευχή. Ὅσο μπορεῖτε, ὅπως μπορεῖτε, μέ τό στόμα, μέ τή σκέψη, μέ τήν καρδιά. ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με’. Αὐτή ἡ προσευχή καθαρίζει τήν καρδιά. Στήν ἀρχή θά ἔχετε πλῆθος λογισμούς, πάρα πολλούς λογισμούς, γιατί τά δαιμόνια, τά ὁποῖα ὑπάρχουνε μέσα στήν καρδιά, ἐνοχλοῦνται. Ἀλλά σταδιακά ὅσο προχωρᾶτε καί ἐπιμένετε, θά καθαρισθεῖ ἡ καρδιά. Θέλει πολύ ὑπομονή. Εἶναι τό πιό δύσκολο ἔργο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι χρειάζονται γιά τόν χριστιανό 4 – 4½ ὧρες προσευχῆς γιά νά ἔχουμε πνευματική ὑγεία. Ὅπως χρειαζόμαστε τρία γεύματα –μέ μέτρο βέβαια- γιά νά ἔχουμε σωματική ὑγεία, ἔτσι καί ἡ ψυχή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπό τροφή. Ὁ π. Παΐσιος ἔλεγε τό ἑξῆς ὡραῖο, ὅτι θά ‘ρθεῖ ἐποχή πού θά σέ πηγαίνουν φυλακή, ἄν δέν κάνεις προσευχή. Γιατί θά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὅπως εἶναι ἀναγκαῖο νά τρῶς, εἶναι ἀναγκαῖο καί νά προσεύχεσαι.
Μακάρι νά ἔρθει αὐτή ἡ ἐποχή, πού ἔλεγε ὁ ἅγιος, νά καταλάβει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ὅτι χωρίς προσευχή, ἀρρωσταίνει. Ἄν σήμερα ἔχουμε τόσες ψυχοπάθειες, τόσες καταθλίψεις, τόσες αὐτοκτονίες –οἱ ὁποῖες αὐξάνουν πάρα πολύ- εἶναι διότι δέν προσευχόμαστε. Δηλαδή δέν κάνουμε αὐτή τήν κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, πού γίνεται μέ τήν προσευχή καί εἶναι ὁ ἄνθρωπος μπερδεμένος καί σκοτισμένος. Δέν ξέρει τί τοῦ γίνεται. Κυριαρχοῦν μέσα του τά ἄλογα πάθη, οἱ ἄλογες ἀγάπες καί ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ σάν νά εἶναι αὐτόματος, σάν ζῶο. Χειρότερος κι ἀπό ζῶο γίνεται ὁ ἄνθρωπος.
Στήν ταινία πού παρακολουθήσαμε προηγουμένως, ὅταν μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ γῦπες γύρω ἀπό τό ψοφίμι, ἄν προσέξατε, δέν ὅρμηξαν ὅλοι μαζί -ὅπως θά κάναμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι- παρόλο πού τά ζῶα δέν ἔχουν λογική. Ἔτσι ὅπως περίμεναν, εἶχα τήν αἴσθηση ὅτι προσεύχονταν. Τά ζῶα κάνουν προσευχή, δοξάζουν τόν Θεό. Ἦταν ὅλα γύρω γύρω ἀκίνητα καί περιμένανε τόν ἀρχηγό νά πάει νά κάνει ἀρχή. Νά δώσει ‘εὐλογία’, νά δώσει τό σύνθημα. Ἔχουν μιά ὑπακοή. Θά πεῖς ἀπό τά ζῶα θά διδασκόμαστε; Εἶναι κατάπτωση. Κι ὅμως, λένε οἱ Πατέρες πήγαινε νά διδαχθεῖς ἀπό τό μυρμήγκι ἤ ἀπό τή μέλισσα, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Δέν διδασκόμαστε ἀπευθείας ἀπό τόν Θεό, ὅπως θά ἔπρεπε. Ὅταν ὁ νοῦς μας εἶναι στραμμένος πρός τόν Θεό, διδάσκεται ἀπό τόν Θεό. Προσευχή τί σημαίνει; Ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Ἐπικοινωνία τί σημαίνει; Μιλάω καί ἀκούω. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή προσευχή, νά ἀκοῦς κιόλας τί θά σοῦ πεῖ ὁ Θεός. Ἀλλά ἐπειδή εἴμαστε τόσο σκοτισμένοι πού δέν ἀκοῦμε, ἄς διδασκόμαστε ἔστω ἀπό τά ἄλογα ζῶα. Ὅπως λέει ἡ Γραφή: «παρασυνεβλήθη ὁ ἄνθρωπος τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (ψαλμ. 48,13). Ἐκεῖ ἔχουμε καταντήσει καί μᾶλλον τά ἔχουμε ξεπεράσει καί τά ζῶα, γιατί δυστυχῶς ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀλογία τῶν παθῶν.
Τά πάθη εἶναι ἤ ἄλογες ἀγάπες ἤ ἄκριτα μίση, λένε οἱ Πατέρες. Προσέξτε τίς ἐκφράσεις τους:‘ἄλογες ἀγάπες’, ἀγάπες δηλαδή χωρίς λογική, χωρίς λόγο ἤ ‘ἄκριτα μίση’, μίση πάλι χωρίς σωστή κρίση. Αὐτά εἶναι πού σκοτίζουν τόν νοῦ μας καί σκοτίζουν καί τη λογική καί δέ λειτουργεῖ τίποτα σωστά. Ἔπειτα παρασυρόμαστε ἀπό τή γνώμη τοῦ κόσμου. Ἀντί νά δοῦμε κάτι μέ τόν νοῦ, μέ αὐτό πού λέει ὁ Χριστός, ἐμεῖς κοιτᾶμε τί ἐπικρατεῖ στούς πολλούς. Ἀφοῦ ὁ κόσμος ἀγαπάει τά μεταξωτά, λόγου χάρη, θά πᾶμε κι ἐμεῖς ν’ ἀγοράσουμε μεταξωτά; Ὁ Χριστός μας μᾶς ἔδωσε δερμάτινους χιτῶνες, ὄχι μεταξωτούς χιτῶνες, δηλαδή κάτι σκληρό. Γι’ αὐτό οἱ ἀσκητές φορᾶνε σκληρά ροῦχα καί οἱ καλόγεροι φορᾶνε τίς μάλλινες φανέλες γιά νά ἔχουν μιά κακοπάθεια.
Ὅλα ἔχουν σημασία καί ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή, πρέπει νά μποῦμε μέσα στή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας, νά μποῦμε μέσα στήν προσπάθεια γιά τήν κάθαρση μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τή νοερά προσευχή καί ὄχι μόνο μ’ αὐτό καί μέ τήν καταπολέμηση τῶν παθῶν μας. Δηλαδή νά ἀντισταθοῦμε στίς ἁμαρτίες, στό κακό καί συγχρόνως νά ἐπικαλεστοῦμε τή Θεία Χάρη, ὁπότε λίγο - λίγο ἀρχίζει νά ἀδειάζει ἡ καρδιά μας ἀπό ὅλους τούς λογισμούς. Καί ἀπό τούς καλούς. Μπορεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος καθαρά νά προσεύχεται. Τότε διορθώνεται, αὐτό πού λέμε, ἡ ψυχοπάθειά μας.
Δυστυχῶς σήμερα ὑπάρχουν δύο μεγάλες πλάνες γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀντί νά πιστεύουν πολλοί ἄνθρωποι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ‘νοσοκομεῖο’ γιά νά θεραπευθεῖ ἡ ψυχή τους, τή βλέπουν σάν ἕναν κοινωνικό ὀργανισμό. Σάν ἕνα σύστημα, πού θά ἐξυπηρετήσει τό δικό τους θέλημα. Λέει κανείς: ‘ἀρρώστησα, θά πάω στήν Ἐκκλησία νά γίνω καλά, νά πάω στήν Παναγία, νά πάω καί μία μεγάλη λαμπάδα καί ὅ,τι ἄλλο τάμα χρειάζεται, θά παρακαλέσω καί μερικούς Πνευματικούς νά κάνουν προσευχή, θά κάνω καί ἑφτά εὐχέλαια –γιατί ἄν κάνει ἕξι δέν πιάνουν!- γιά νά γίνω καλά’. Και μετά, πού σέ εἶδα, πού σέ ξέρω..καί ‘μή τυχόν καί δέν μοῦ τό κάνεις αὐτό, δέν ξαναπατάω στήν Ἐκκλησία’. Αὐτό εἶναι ἡ θρησκειοποίηση τῆς Ἐκκλησίας.
Κάναμε την ὀρθοδοξία καί τήν Ἐκκλησία, θρησκεία. Ἐνῶ ἡ ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία. Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ ὑπόλοιπες, μουσουλμανισμός κ.λ.π. Εἶναι συστήματα δηλαδή γιά νά ἐξυπηρετήσουν τόν εὐδαιμονισμό. Τό νά περάσουμε καλά. Δυστυχῶς καί τήν ὀρθοδοξία πολλές φορές τήν κάνουμε ἕνα τέτοιο σύστημα, πού νά μᾶς ἐξυπηρετήσει τόν εὐδαιμονισμό μας. Λέει π.χ. τό κράτος, ὅτι χρειάζεται καί ἡ Ἐκκλησία γιά νά ἐξυπηρετήσει τίς ‘θρησκευτικές ἀνάγκες’ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμα χειρότερα νά τήν ἔχουμε σάν ἕνα φολκλόρ.
Ὡραῖο πράγμα νά κάνουμε ἕναν ἐκκλησιαστικό γάμο, γιατί ἔχει παραδοσιακά στοιχεία, ἔχει σόου. Φτιάχνουμε ὡραία τή νύφη –πόσο ὡραία τώρα, ὁ Θεός νά φυλάει, τέλος πάντων, συχνά ντρέπεσαι καί νά κοιτάξεις ἔτσι ὅπως εἶναι ντυμένη. Κουβαλάει κι ἕνα σωρό δαιμόνια πάνω της, γιατί ὁπως λέγαμε, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ξεγυμνώνεται, τόσο δαιμονίζεται.
Δυστυχῶς τήν ἔχουμε κάνει (την Ἐκκλησία) ἕνα τέτοιο σύστημα. Αὐτή εἶναι μιά πολύ μεγάλη πλάνη. Ἔτσι δέν θεραπευόμαστε καί σκανδαλίζουμε καί τούς ἄλλους πού πᾶνε νά θεραπευθοῦν πολλές φορές. Γιατί ἴσως πλησιάζουν κάποιοι μέ καλή διάθεση τήν Ἐκκλησία καί ἡ γιαγιά ἐπειδή πηγαίνει χρόνια ἐκεῖ, δέν ἀφήνει νά καθίσει κανείς στή «δική» της θέση ἤ διώχνουν τίς μητέρες γιατί τά παιδάκια τούς χαλᾶνε τήν κατάνυξη. Δική σου εἶναι ἡ Ἐκκλησία;
Ἡ ἄλλη πλάνη βασίζεται σέ μιά θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά μᾶς ἐξασφαλίσει τήν μετά θάνατον καλή ζωή. Ἄλλη πλάνη αὐτή, νά κάνουμε κάποια πράγματα γιά νά περάσουμε καλά στήν ἄλλη ζωή καί τίποτα ἄλλο. Ἀπεναντίας, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιά νά μᾶς θεραπεύσει ἐδῶ καί τώρα, σ’ αὐτή τή ζωή. Νά θεραπεύσει αὐτό τό βραχυκύκλωμα, πού εἴπαμε, τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. Νά ξεκαθαρίσουν αὐτά τά δύο πράγματα κι ὁ ἄνθρωπος ὅταν προσεύχεται, νά προσεύχεται. Ὁ νοῦς του νά εἶναι στραμμένος στόν Χριστό καί νά λειτουργεῖ μ’ αὐτή τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη, πού λείπει ἀπ’ ὅλους μας.
Τότε εἶναι θεραπευμένος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀγαπάει χωρίς νά ἐξετάζει, ἄν τόν ἀγαπάει ὁ ἄλλος, ἄν ὁ ἄλλος τόν ἀποδέχεται, ἄν τόν μισεῖ, ἄν τόν ἐκμεταλλεύεται ἤ ὄχι. Ὁ Χριστός εἶπε «ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν, τίποτα σπουδαῖο δέν κάνετε» (Λουκ. 6,32). Τό σημαντικό εἶναι νά ἀγαπᾶμε αὐτούς πού δέν μᾶς ἀγαποῦν ἤ εἶναι ἀκόμα καί ἐχθροί μας. Ἀλλά γιά νά τό καταφέρει κανείς αὐτό, πρέπει νά φύγουν ἀπ’ τήν καρδιά τά πάθη. Αὐτοί ὅλοι οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί πού ὑπάρχουν μέσα μας. Λέει κάποιος ‘Αὐτόν τόν ἄνθρωπο ποτέ δέν πρόκειται νά τοῦ μιλήσω, Ἐντάξει δέν ἔχω τίποτα μαζί του, ἀλλά δέν θέλω νά τόν δῶ στά μάτια μου’. Λές ψέμματα. Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά τόν κάνεις ὑπομονή, τό θέμα εἶναι νά τόν ἀγαπήσεις. Ὀφείλεις νά τόν ἀγαπήσεις, ἄν θέλεις νά εἶσαι χριστιανός.
- ......................(ἐρώτηση)
Ἐφόσον ἡ καρδιά δουλεύει μέ τήν πίστη καί ὁ νοῦς δουλεύει μέ τήν πίστη, μπορεῖς νά βρεῖς τόν Θεό. Ἄν βάλεις σάν κύριο ὁδηγό στή ζωή σου τή λογική, γίνεσαι ἄθεος. Μπορεῖ νά λές ὅτι εἶσαι ὀρθόδοξος χριστιανός, στήν πράξη ὅμως θά τόν ἀρνηθεῖς τόν Θεό.
Γιατί θά σοῦ πεῖ ἡ λογική ‘καλά τώρα, ἅμα δέν πῶ ἕνα ψεμματάκι, δέν θά πάρω τήν ἐπιδότηση ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση’. Νά κάνουμε μιά ‘οἰκονομία’. Πάει στήν ἄκρη ὁ Θεός, πάει στήν ἄκρη ἡ πίστη. Λένε οἱ μανάδες ‘ἅμα δέν ξεντύσουμε καί λίγο τό κορίτσι μας, δέν θά παντρευτεῖ’. Πάει στήν ἄκρη ὁ Θεός. Ναί. Εἶναι τραγικό. Δαιμονίζουμε τά παιδιά μας γιά νά πετύχουμε τό πᾶν, πού εἶναι νά παντρευτεῖ. Δέν εἶναι τό πᾶν νά παντρευτεῖ. Τό πᾶν εἶναι νά παντρευτεῖ τόν Χριστό, νά βρεῖ τόν Χριστό. Ἐδῶ εἶναι πού στήν πράξη ἀποδεικνυόμαστε ἄθεοι κι ἄς πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία. Και μύρια τόσα.. Μέσα στό σπίτι ἡ γυναίκα λέει, θά κάνω αὐτό πού λέω ἐγώ καί δέν ὑποχωρεῖ, δέν κάνει ὑπακοή, δέν ταπεινώνεται καί στήν πράξη ἀποδεικνύεται ἄθεη. Ἄς λέει ὁ Χριστός οἱ γυναῖκες νά ὑπακούεται στούς ἄνδρες. Ἐκτός ἁμαρτίας, νά ὑπακούσεις ὅταν σοῦ λέει κάτι σωστό. Ὄχι λές ‘Τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Μέ πνίγει τό δίκιο μου’. Συμβαίνουν αὐτά ἐπειδή μπαίνει ἡ λογική.
Οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ λογική εἶναι ὑπηρέτης τοῦ νοῦ. Δηλαδή διατυπώνει αὐτά πού βλέπει ὁ νοῦς. Οἱ ἅγιοι μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού ἦταν καί μορφωμένοι, εἶχαν καλλιεργήσει καί τή λογική τους, τόν ἐγκέφαλό τους, τή διάνοιά τους καί ἐπειδή εἶχαν φωτισμένο νοῦ μπόρεσαν καί γράψαν καί τά δόγματα, τά διατύπωσαν μέ λογικές προτάσεις. Εἶναι ὑπηρέτης τοῦ νοῦ ἡ λογική. Ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε κάνει τό ἀντίστροφο, ἔχουμε βάλει τόν νοῦ νά ὑποτάσσεται στή λογική. Τόν ὑπηρέτη, τόν κάναμε κυβερνήτη. Τό ὑποζύγιο τό κάναμε καβαλάρη καί τόν καβαλάρη ὑποζύγιο.
Καβαλάρης πρέπει νά εἶναι ὁ νοῦς καί ὁ ἄνθρωπος νά δουλεύει μέ τήν πίστη. Προτεραιότητα εἶναι στήν πίστη καί ὄχι στή λογική. Ἔτσι πρέπει νά λειτουργοῦμε πάντα. Ἡ λογική σοῦ λέει ‘τώρα δέν ἔχω δουλειά, χάθηκα’. Ἡ πίστη σοῦ λέει ‘ἔχει ὁ Θεός’. Τί εἶναι γιά τόν Θεό νά σοῦ δίνει χίλια εὐρώ τόν μήνα; Εἶναι δύσκολο γιά τόν Θεό νά σοῦ δίνει χίλια εὐρώ τόν μήνα; Ἀλλά πρέπει νά Τόν ἐμπιστευτεῖς. Νά πᾶς στόν Θεό, ὄχι στόν βουλευτή γιά νά σοῦ δώσει θέση! Ἤ νά βασιστεῖς στόν ἑαυτό σου καί νά ψάχνεις πτυχία καί νά ἀγχώνεσαι καί νά ἀγχώνεις καί τά παιδιά σου, γιατί πρέπει νά ἔχουν πολλά πτυχία γιά νά βροῦν δουλειά γιά νά ζήσουν.
Ὁ Χριστός δέν εἶπε πρέπει νά δουλεύετε γιά νά ζήσετε. Εἶπε ὅτι «Ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὅταν λειτουργεῖς μέ τήν πίστη, δέν λές νά δουλέψω γιά νά ζήσω, λές νά κοινωνήσω γιά νά ζήσω. Νά κοινωνήσω τόν Χριστό δηλαδή καί τότε ζῶ. Βλέπετε διαφορά; Ἐμεῖς ἔχουμε βάλει τή λογική πάνω ἀπ’ τήν πίστη. Λένε μερικοί ‘δέν μπορεῖς κάθε μέρα νά κοινωνᾶς’. Πῶς δέ μπορεῖς; Ἄν βάλεις τήν πίστη πάνω ἀπ’ τή λογική, μπορεῖς. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί πῶς τό κάνανε; Κι ἐκεῖνοι δουλεύανε. Θά πεῖς ‘Πάτερ τώρα αὐτά δέν γίνονται’. Ναί, γιατί δουλεύουμε μέ τή λογική, γι’ αὐτό. Ἀλλά χρειάζεται νά κάνουμε ἐπανάσταση.
Γιατί μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή ζωή μας; Γιά νά κάνουμε αὐτή τήν ἐπανάσταση. Ὁ χριστιανός εἶναι ὁ πιό μεγάλος ἐπαναστάτης μέσα στόν κόσμο. Ἄν δουλεύαμε μέ τήν πίστη ξέρετε τί θά γινότανε; Χαμός θά γινότανε. Ὅλα ἄνω κάτω θά γινόντουσαν. Ἀλλά συμβιβαζόμαστε μέ τήν κοσμική λογική καί λειτουργοῦμε κι ἐμεῖς κοσμικά.
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί πῆγαν κόντρα στή λογική. Ἡ ὁποία κοσμική λογική τί ἔλεγε τότε; ‘Πρέπει νά πᾶς νά θυσιάσεις στό ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορα κι ὅποιος δέν θυσιάζει στό ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορα εἶναι ἀναρχικός, εἶναι ἀντικαθεστωτικός, ἀντιεξουσιαστής, εἶναι ἐπαναστάτης’. Γι’ αὐτό, καταδιωκόντουσαν οἱ χριστιανοί. Ἐμεῖς θά λέγαμε σήμερα ‘δέν πειράζει, ἄς πᾶμε καί μέσα στήν καρδιά μας θά εἴμαστε κρυπτοχριστιανοί’. Ἀλλά δέν ἰσχύει αὐτό. Δέν λειτουργοῦσαν ἔτσι οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Λέγανε ‘ὄχι, εἶναι ἄρνηση νά πάω νά θυσιάσω στό ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορα’.
Ἐμεῖς σήμερα σέ πόσα ἀγάλματα θυσιάζουμε; Σέ πάρα πολλά, κοσμικά ἀγάλματα. Μαμμωνάς, θέσεις, δουλειά, τά ‘μπράβο, μπράβο’ τῆς κοινωνίας, κοινωνική ἀποδοχή, κοινωνική καταξίωση, τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Ὅλο σ’ αὐτά θυσιάζουμε. Ἐδῶ φαίνεται ἄν εἴμαστε εἰδωλολάτρες ἤ ὄχι. Ὁπότε, ὅταν ἔρθει ὁ ἀντίχριστος καί πεῖ ‘ἔλα νά μέ προσκυνήσεις, νά πάρεις τό χάραγμα’, θά τό κάνουμε κι αὐτό. Ἀφοῦ κάναμε ὅλα τά ὑπόλοιπα προηγουμένως -ὁ Θεός νά φυλάει- ἀλλά πῶς θά ἀντισταθοῦμε; Θά πεῖ κανείς ‘νά μή μπορῶ νά ψωνίσω; Σιγά καί τί ἔγινε; Θά πάρω ἕνα νούμερο στό κούτελο ἤ στό χέρι μου’. ‘Ἄν μπορῶ νά ζήσω καί τά παιδιά μου!’, θά τό πεῖ καί λίγο κομψά. Τά παιδιά δέν ἔχουν Θεό; Αὐτός εἶναι ὁ Θεός γιά τά παιδιά του... Θά βροῦμε πολλές δικαιολογίες. Ἡ Ἐκκλησία τό ἔχει πεῖ. Δέν πρέπει νά τό κάνουμε μέ τίποτα αὐτό. Ἀλλά ἄν ἀπό τώρα δέν ἔχουμε μάθει νά ἀντιστεκόμαστε σέ μικρά πράγματα, πῶς θά ἀντισταθοῦμε στό μεγάλο.
Σᾶς ἔλεγα κι ἄλλη φορά γιά τόν ὅρκο, γιά ἕνα περιστατικό πού ἔζησα. Μία κοπέλα ἔλεγε ‘πάτερ πῶς δέν θά ὁρκιστῶ, ὅλοι θά ὁρκιστοῦν..’. Ἀφοῦ σοῦ δίνει τό δικαίωμα ὁ νόμος καί τό εὐαγγέλιο τό λέει ξεκάθαρα ἀπαγορεύεται νά ὁρκίζεσαι (Ματθ. 5,34). Νά ἔλεγα ὅτι δέν σοῦ δίνει τό δικαίωμα ὁ νόμος. Τί χριστιανός εἶσαι; Αὔριο θά σοῦ πεῖ ὁ ἀντίχριστος νά πάρεις τό χάραγμα καί θά πεῖς ‘ἀφοῦ ὅλοι θά τό πάρουν, ἐγώ μόνη μου πῶς νά μήν τό πάρω’; Εἴδατε πῶς μᾶς τρώει ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, ἡ κενοδοξία; Νά μείνεις μόνος σου, τί ἔγινε;
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης