Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Κυριακάτικο Κήρυγμα


Β΄ Κυριακή του Ματθαίου
«Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»



Πολύ παράδοξη ή μάλλον ανεδαφική και απραγματοποίητη, θα φάνηκε η κλήση αυτή στους ανθρώπους που δεν είχαν πίστη, έστω και ελάχιστη, στον Χριστό. Μερικοί πιθανώς να γέλασαν ειρωνικά με τα λόγια αυτά του Κυρίου. Διότι ο Ιησούς εκείνο τον καιρό της προσκλήσεως των Μαθητών θεωρούνταν από τους περισσότερους ανθρώπους ένας μαραγκός του χωριού, χωρίς σπουδές, αγράμματος, όπως τον ονόμαζαν οι γραμματείς. Εκείνοι που τους καλούσε να τους στείλει στον κόσμο ως αποστόλους για να αναμορφώσουν τον κόσμο, ήσαν μερικοί αγράμματοι ψαράδες της Τιβεριάδας. Τα εξωτερικά αυτά φαινόμενα ήταν πολύ αποκαρδιωτικά. Και όμως προς αυτούς είπε ο Κύριος· «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων».

Δεν θα γινόταν εκείνοι αλιείς ανθρώπων από τον εαυτό τους, με μόνη την πτωχή τους μόρφωση και την περιορισμένη ικανότητα που διέθεταν. Έπρεπε να προηγηθεί κάτι άλλο. Έπρεπε προηγουμένως να ακολουθήσουν με πίστη τον Χριστό, να μαθητεύσουν κοντά Του, να ακούσουν την θεία διδασκαλία Του, να δουν τα έργα Του, να θαυμάσουν το αγιώτατο παράδειγμά Του, να διαποτιστούν από όλα αυτά και κατόπιν να γίνουν οικουμενικοί διδάσκαλοι.

Δεν γίνεται κανείς κήρυκας των αληθειών του Ευαγγελίου, αν προηγουμένως δεν ακολουθήσει τον Χριστό με όλη του την ψυχή και την καρδιά. Και οι ψαράδες της Τιβεριάδος άφησαν τα δίκτυα και τα πλοία, εγκατέλειψαν γονείς και συγγενείς και ακολούθησαν τον Χριστό.

Έγιναν οι καλοπροαίρετοι, οι υπάκουοι και προσεκτικοί Μαθητές Του. Τρία ολόκληρα χρόνια τον άκουγαν να διδάσκει. Όπου δεν τον καταλάβαιναν – και ήταν πολλά εκείνα τα σημεία – τον ρωτούσαν: «Κύριε, του έλεγαν, εξήγησέ μας τι σημαίνει αυτή η παραβολή, που δίδαξες προηγουμένως».

Τον έβλεπαν να προσεύχεται για αρκετή ώρα, να διανυκτερεύει στην προσευχή. Αυτοί καταλάβαιναν κάπως, πόσο μεγάλο προνόμιο είναι η προσευχή. Ήθελαν να προσευχηθούν, αλλά δεν γνώριζαν τον τρόπο. Τον παρακάλεσαν· «Κύριε, δίδαξον ὑμᾶς πῶς δεῖ προσεύχεσθαι». Και ο Κύριος τους δίδαξε τον τρόπο της προσευχής, τι να ζητούν από τον Θεό με την προσευχή τους και τους έδωσε ένα τέλειο τύπο προσευχής, το γνωστό «Πάτερ ἡμῶν». 

Ήταν οι ευπειθείς, οι επιμελείς Μαθητές, οι οποίοι ναι μεν δεν καταλάβαιναν πολλά, αλλά είχαν την επιθυμία να μάθουν. Και ο μέγας Διδάσκαλος και παιδαγωγός τους χειραγωγούσε στις υψηλές αλήθειες, τους φώτιζε με το φως της διδασκαλίας Του. Τους έλεγε ότι χάρις στην αγαθή τους διάθεση, τους είχε δοθεί το προνόμιο να γνωρίζουν τις μυστηριώδεις και σωτήριες αλήθειες. «Ὑμᾶς δέδοται, τούς εἶπε, γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν»[1].

Εκείνο όμως που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στους Μαθητές, εκείνο που βαθιά τους εξέπληξε ήταν η αγία ζωή του Διδασκάλου, το λαμπρό παράδειγμά Του, η απόλυτη αναμαρτησία Του, η άφθαστη αρετή Του. Τα πάντα σ’ Αυτόν ήταν άγια, τέλεια, απολύτως σύμφωνα με όσα δίδασκε. Κανείς από τους εχθρούς του δεν είχε να τον κατηγορήσει για τίποτε. Διότι «αὐτός ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὐρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»[2]

Γι’ αυτό με απόλυτη εμπιστοσύνη άκουσαν οι Μαθητές τον Κύριο να τους λέει, κατά την ώρα του Μυστικού Δείπνου· «ὑπόδειγμα δέδωκα ὑμῖν, ἳνα καθώς ἐγώ ἐποίησα καί ὑμεῖς ποιῆτε»[3]. Αξιέπαινοι οι Μαθητές, διότι, «ἀφῆκαν πάντα καί ἠκολούθησαν αὐτῷ»[4].

Ακριβώς, διότι οι Μαθητές άφησαν τα πάντα και ακολούθησαν με πίστη τον Χριστό, αναδείχθηκαν οικουμενικοί διδάσκαλοι. Φωτίσθηκαν από την διδασκαλία του Κυρίου, έλαβαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος, ενισχύθηκαν από την δύναμη του Θεού και Πατρός και πραγματοποίησαν ένα υπεράνθρωπο έργο, μοναδικό στην ιστορία του κόσμου, ακατόρθωτο από οποιαδήποτε ανθρώπινη δύναμη και προσπάθεια. Εάν το εξαίρετο αυτό έργο των Αποστόλων δεν το βλέπαμε ως ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, ως μια πραγματικότητα που κραυγάζει δια μέσου των αιώνων και εάν μάς το διηγούνταν κάποιος άλλος, θα αρνούμασταν να το πιστέψουμε.

Είναι τόσο μεγάλο ώστε καταπλήσσει την ανθρώπινη διάνοια. Οι ψαράδες, φορείς και κήρυκες ύψιστων αληθειών, που όμοιες δεν άκουσε ποτέ η ανθρωπότητα ούτε και θα ακούσει μέχρι της συντελείας των αιώνων. Απόκτησαν σοφία, ρητορεία και διαλεκτική ικανότητα, ώστε κανείς να μην μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη του λόγου τους. Σ’ αυτούς πραγματοποιήθηκε πλήρως η υπόσχεση του Κυρίου.

«Ἐγώ, τούς εἶπε, δώσω ὑμῖν στόμα καί σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδέ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείεμνοι ὑμῖν»[5]. Οι άρχοντες και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς της Ιερουσαλήμ, ο Άννας και ο Καϊάφας, τα μέλη του συνεδρίου, που είχαν καταδικάσει τον Κύριο, έμειναν κατάπληκτοι από την σοφία και την ρητορεία του Πέτρου και του Ιωάννη, όταν τους είχαν μπροστά τους ως υπόδικους. «Βλέποντες το θάρρος και την δύναμη του λόγου του Πέτρου και του Ιωάννου και έχοντες υπ’ όψιν τους ότι ήταν αγράμματοι άνθρωποι του λαού κατελήφθησαν από έκπληξη και θαυμασμό για την σοφία και την δύναμη του λόγου τους»[6].

Και να, ότι οι κατά κόσμον αγράμματοι, προσείλκυσαν με την δύναμη του κηρύγματός τους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής τρεις χιλιάδες άνδρες. Λίγες ημέρες αργότερα προσετέθησαν άλλες πέντε χιλιάδες. Δεκάδες και εκατοντάδες αργότερα. Επισκέφθηκαν όλο τον τότε γνωστό κόσμο και διέδωσαν την νέα πίστη σε όλα τα έθνη, ώστε δικαίως να διακηρύσσει ο Απόστολος Παύλος, ότι το Ευαγγέλιο «ἐκηρύχθη ἐν πάσῃ τῇ κτίσει τῇ ὑπό τόν οὐρανόν»[7].

Και σήμερα, στην εποχή μας, η ανθρωπότητα, έχει μεγάλη ανάγκη να γνωρίσει το Ευαγγέλιο. Ο Κύριος μας καλεί όλους τους πιστούς να γίνουν ιεραπόστολοι, αλιείς ανθρώπων, ο καθένας στον κύκλο του, στην κοινωνία που ζει. Ας δεχθούμε, λοιπόν, με προθυμία την κλήση αυτή του Κυρίου, έχοντας παράδειγμα τους Μαθητές και Αποστόλους Του.


************


[1] Ματθ. ιγ΄ 11.

[2] Α΄ Πέτρ. β΄ 22.

[3] Ιωάν. ιγ΄ 15.

[4] Ματθ. ιθ΄ 27.

[5] Λουκ. κα΄ 15.

[6] Πράξ. δ΄ 13.

[7] Κολασ. α΄ 23.


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη,
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.