Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

«Φρίξον ήλιε» (Πορφυρίας μοναχής)


Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα τόσο μεγάλο θυμό για άνθρωπο. Σήμερα για πρώτη φορά εισέπραξα την κακία σε όλο το μεγαλείο της, από μια επιβάτισσα στο ταξί.

Θα σας διηγηθώ όλη τη συζήτηση, λέξη προς λέξη.
Και πολύ θα ήθελα να μπορούσατε να μου πείτε εσείς, τι θα νιώσετε- λύπη, αηδία, θυμό ή όλα αυτά μαζί;

Μπαίνει λοιπόν στο ταξί μια κυρία καλοντυμένη.
-Καλημέρα σας! Στο Αεροδρόμιο παρακαλώ, μου λέει ευγενικά.
-Καλημέρα σας! Από πού θέλετε να πάω; Από Αττική οδό ή από παραλιακή; ρωτάω προς αποφυγή μετέπειτα παρεξηγήσεων και εξηγήσεων.
-Από όπου είναι πιο γρήγορα.

Θεώρησα καλό να πάμε από Αττική Οδό, αλλά, επειδή δεν μπορώ να οδηγώ σιωπηλά, άνοιξα τη συζήτηση.
-Φαντάζομαι πως θα είστε παντρεμένη. 
-Είμαι, αλλά ο σύζυγος μου έχει πεθάνει.
-Λυπάμαι! Έχετε παιδιά;
-Όχι, δεν έχω.
-Επιλογή σας ή δεν μπορέσατε;
-Δεν θέλω να μιλήσω γι” αυτό. Αγριεύει ξαφνικά.

Αρχίζω τότε να βάζω μπρος το κομπιούτερ του μυαλού μου, πώς να την ηρεμήσω και να της ανοίξω το στόμα να κελαηδήσει. Σε λίγο τη ρωτάω:
-Καπνίζετε;
-Καπνίζω.
-Ελάτε μπροστά να καπνίσετε, γιατί πίσω δεν το επιτρέπω.

Σταμάτησα- η κυρία ήρθε μπροστά και άναψε τσιγάρο.
-Δύσκολη δουλειά διάλεξες, μου είπε ήρεμα, δεν φοβάσαι;
-Όχι, γλυκιά μου, δεν φοβάμαι. Έχω την προστασία του Θεού.
-Πιστεύεις στο Θεό;
-Όχι απλά πιστεύω, λατρεύω με όλη μου την καρδιά τον Ιησού μου. Εσύ δεν πιστεύεις;
-Όχι, δεν πιστεύω τίποτε!
-Γιατί, καρδιά μου, δεν πιστεύεις; τη ρώτησα πολύ γλυκά, πολύ τρυφερά.
Και ευτυχώς το εισέπραξε, όπως το είπα, κι άρχισε να ανοίγει την ψυχή της. Δεν περίμενα βέβαια να ακούσω αυτά που άκουσα. Δίπλα μου νόμιζα πως είχα το διάβολο.

-Αν υπήρχε Θεός, η κόρη που είχα, θα παντρευόταν αυτόν που της διάλεξα εγώ κι όχι αυτόν που διάλεξε εκείνη. Αλλά έφαγε το κεφάλι της και ησύχασε!
-Δηλαδή, χώρισε;
-Όχι, πέθανε, μου απάντησε ψυχρά.

Αρχίζω να παγώνω: συνεχίζω όμως στον ίδιο γλυκό τόνο τη συζήτηση, και ας μην το ένιωθα. Φαίνεται πως είμαι πολύ καλή θεατρίνα, γιατί δεν έδειξε να κατάλαβε την προσποίηση μου.

-Παιδιά έχει η κόρη σας; τη ρωτώ.
-Μου είπανε πως έχει κάνει δυο κορίτσια και πως στο ένα μάλιστα έδωσε το όνομα μου, νομίζοντας πως θα με λυγίσει. Αλλά απέτυχε!

-Δεν τα γνωρίζετε τα εγγόνια σας;
-Όχι, δεν τα γνωρίζω.
-Γλυκιά μου, στις γέννες της δεν ήσουν κοντά της;
-Όχι βέβαια, γιατί να είμαι; Αυτή διάλεξε τον δρόμο της, πήρε αυτόν που ήθελε. Όταν μου ανακοίνωσε πως θα παντρευόταν αυτόν που αγαπούσε, την έδιωξα από το σπίτι! Ούτε στον γάμο της πήγα, ούτε της επέτρεψα να βγει νύφη από το σπίτι μου! Δεν πήγα ούτε στις γέννες, ούτε όταν αρρώστησε από καρκίνο!

Ανατρίχιασα ακούγοντας την να λέει τόσο φρικτά λόγια. Εκείνη συνέχισε:

-Οι γειτόνισσες μου, με παρακαλούσαν να πάω να τη δω. Ο άνδρας της είχε το θράσος να έρθει να μου πει πως αυτή γέννησε το πρώτο τους παιδί. Τον έδιωξα κακήν κακώς. Στην πόρτα, μού το είπε το γεγονός και εγώ του την έκλεισα κατάμουτρα. Το κτήνος!!!

Ήρθε ξανά και στο δεύτερο παιδί που κάνανε. Ναι, ο ξεδιάντροπος, δεν του έφτανε η πρώτη προσβολή! Την τρίτη φορά που εμφανίστηκε, ήταν για να μου πει πως αυτή είχε καρκίνο και με ζητούσε. Νόμιζε πως θα με λύγιζε και θα την συγχωρούσα!

Πήγαινε στη γειτονιά κι έκλαιγε. Τους παρακαλούσε να με πείσουν να πάω να τη δω και να τη συγχωρήσω. Είναι όλοι τους τρελοί, δεν ξέρουν ποια είμαι Εγώ!!! Αυτόν που ήθελε δεν πήρε; Καλά να πάθει!!!

-Ο άνθρωπος που αγάπησε και παντρεύτηκε είναι φτωχός;
-Όχι, έχει μάλιστα πολύ καλή δουλειά.
-Τότε γιατί δεν την συγχωρέσατε;
-Γιατί δεν με άκουσε. Γι” αυτό τη μεγάλωσα; για να κάνει του κεφαλιού της; Ε, όχι, δεν είναι έτσι, εγώ δεν τα σηκώνω αυτά!

Σε δυο μήνες ξαναήρθε το κτήνος, να μου πει πως εκείνη πέθανε.
-Πιστεύω πως στην κηδεία θα πήγατε!
-Όχι, ούτε στην κηδεία πήγα!
-Στον τάφο της, τουλάχιστον, κάποια άλλη στιγμή μόνη σας πήγατε, να της ανάψετε το καντηλάκι της;
-Γιατί να πάω;
-Καλά, ακόμη της κρατάτε κακία;
-Μέχρι να πεθάνω!
-Δεν φοβάστε το Θεό μ” αυτά που μου λέτε;
-Κανένα Θεό δεν φοβάμαι και τίποτα!!!

Τα λόγια της ήταν τόσο σκληρά, που μου ερχόταν να την χαστουκίσω. Αν είχα το δικαίωμα να την βγάλω από το ταξί, θα την κατέβαζα στην Αττική Οδό και θα την παρατούσα εκεί. Μα, βλέπετε, αυτό το δικαίωμα δεν μου το δίνει ο νόμος.

Ένιωσα τόσο πόνο γι” αυτό το κορίτσι, που χάθηκε τόσο πικραμένο, και συνάμα τόση αποστροφή γι” αυτή τη γυναίκα, που ο Θεός της επέτρεψε να γίνει μάνα! Δεν άντεχα άλλο να την ακούω. Πάτησα γκάζι, το στροφόμετρο έφτασε στα 170 χιλιόμετρα, έτρεχα σαν τρελή… 

Ήθελα να φτάσω γρήγορα και να την ξεφορτωθώ. Ένοιωθα πως μου μόλυνε την ατμόσφαιρα, πνιγόμουν, δεν μπορούσα ν” αναπνεύσω. Άνοιξα το παράθυρο να μπει αέρας, οι παλμοί της καρδιάς μου είχαν κτυπήσει στο κόκκινο, νόμιζα πως θα πεθάνω.

Άνοιξα το ραδιόφωνο και δυνάμωσα τον ήχο- προτιμούσα να ακούω τραγούδια. Δεν μπορούσα να την ακούω πια, αν και τα λόγια της ηχούσαν δυνατά στα αυτιά μου. Δεν άντεχα να είναι δίπλα μου, στο κάθισμα, αυτό το κτήνος. Δεν άντεχα, δεν άντεχα! Επιτέλους έφτασα στο Αεροδρόμιο και κατέβηκε.

Ο πόνος μου γι” αυτό το πονεμένο κορίτσι με έπνιγε. Έπεσα πάνω στο τιμόνι και έκλαιγα γοερά. Δεν μπόρεσα να συνεχίσω την εργασία μου εκείνη την ημέρα- γύρισα σπίτι μου πικραμένη.

Ούτε την επομένη ημέρα μπόρεσα να εργασθώ. Σηκώθηκα το πρωί, μπήκα στο ταξί και πήγα σε μια εκκλησία. Άναψα ένα κεράκι για την ψυχούλα αυτής της κοπέλας και προσευχήθηκα στην Παναγιά να την λυπηθεί και να την έχει κοντά της, να της προσφέρει την αγάπη, που στερήθηκε από την μητέρα της. 

Από τη μητέρα, που είχε κάνει την καρδιά της ζούγκλα, όπου φώλιαζαν όλα τα φίδια του κακού και δεν άφησε ούτε χαραμάδα, για να τη φωτίσει το φως του Θεού και να την ομορφήνει η αγάπη Του!


Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», 
της μοναχής Πορφυρίας. ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος