Κυριακή ΙΒ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. ιζ΄, 12-19)
Ἄσχημο πρᾶγμα ἡ ἀχαριστία. Καὶ θλιβερὸ τὸ φαινόμενο, ὁ εὐεργετηθεὶς νὰ γυρνάει τὴν πλάτη στὸν εὐεργέτη. Νὰ τὸν χαρακτηρίζει ἡ ἔλλειψη εὐαισθησίας ἔκφρασης εὐγνωμοσύνης! Καὶ εὐχαριστίας! Νὰ λαμβάνει τὰ δῶρα, νὰ εὐεργετεῖται πλουσιοπάροχα καὶ νὰ ἀποδίδει ἀχαριστία!
Αὐτὴ τὴ στάση τήρησαν οἱ ἐννέα ἀπὸ τοὺς δέκα θεραπευθέντες λεπροὺς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἐνῶ καὶ οἱ δέκα δέχθηκαν τὴν εὐεργεσία τῆς θεραπείας τους ἀπὸ τὸν Χριστό, μόνο ὁ ἕνας αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσει. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης.
«Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε». Καὶ ὁ Χριστὸς βλέποντάς τον μόνον αὐτὸν αἰσθάνθηκε πικρία. Ὄχι γιατὶ ἐπιζητοῦσε τιμὲς καὶ προσκυνήματα. Δὲν τὰ ἔχει ἄλλωστε ἀνάγκη αὐτὰ. Μὰ λυπήθηκε ἐπειδὴ οἱ ἐννέα, μέσα στὴν χαρὰ τῆς θεραπείας ἀπὸ τὴνλέπρα, δὲν ἔννοιωσαν τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουν τὸν εὐεργέτη τους, τὸν Θεό.
Ἐτούτοι οἱ ἐννέα ἀγνώμονες, μετὰ τὴν θεράπεια τους, λησμόνησαν τὴν πρώτη τους κατάσταση. Λησμόνησαν τὶς παρακλητικὲς κραυγές τους, «Ἰησοῦ προστάτη, ἐλέησέ μας». Λησμόνησαν πὼς ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ μόνη τους ἐλπίδα. Ὅλα τὰ λησμόνησαν. Τώρα σὰν γίνανε καλά! Καὶ ξαναμπαίνουν «στὸ θανατερὸ κύκλο τῆς ψευτιᾶς καὶ τῆς ἀλαζονείας, ποὺ στὸ πρῶτο της γνώρισμα εἶναι ἡ λησμονιὰ τῆς πηγῆς τῆς ζωῆς», ποὺ εἶναι ὁ Χριστός.
Ἔτσι παρατηρεῖται τὸ παράδοξο φαινόμενο, ὁ μὲν Σαμαρείτης νὰ ἐκδηλώνει τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Χριστό, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι νὰ δείχνουν ἀχαριστία. Αὐτοὶ ποὺ ἦσαν περισσότερο φωτισμένοι καὶ διδαχθέντες ἀπὸ ποικίλους διδασκάλους, νὰ ντροπιάζονται ἀπὸ ἄλλους «οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦντια μόνο ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τῆς συνειδήσεώς τους καὶ τοῦ ἀγράφου νόμου ἐντός των».
Κι αὐτὸ φυσικὰ ἀποτελεῖ ἐπιβαρυντικὸ στοιχεῖο τῆς ἀχαριστίας τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδὴ ἐτοῦτοι ὡς φωτισθέντες ἀπὸ τὸ νόμο, ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι περισσότερο εὐγνώμονες πρὸς τὸν Θεό.
Ὅμως ὁ Χριστὸς ἀποδεικνύεται πλούσιος καὶ συνεχὴς εὐεργέτης τῶν ἀνθρώπων. Ἀποστέλει τὰ δῶρα Του, τὴν εὐλογία Του καὶ τὴν ἀγάπη Του σ’ ὅλους. Καὶ στοὺς εὐγνώμονες, ποὺ εἶναι οἱ λιγότεροι καὶ τοὺς ἀγνώμονε, ποὺ εἶναι οἱ περισσότεροι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐδῶστὴ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ἐνῶ ἐγνώριζε τὴν ἀχαριστία τῶν ἐννέα, ἐντούτοις παρέχει τὴν χάρη Του σ’ ὅλους. Ἔτσι ἡ ἀγνωμοσύνη τῶν ἐννέα, «δὲν ἐκώλυσε τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἀναξίους εὐεργετῆσαι».
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους γιατὶ σκοπός Του εἶναι «ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ». Νὰ τοὺς κάνει παιδιὰ τοῦ Θεοῦ «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν». Δίχως διακρίσεις καὶ δίχως διαχωρισμούς, κατὰ τὸν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι, διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας».
Ἄρα ὁ Θεὸς θέλει διακαῶς νὰ μᾶς εὐεργετήσει καὶ διασώσει. Ἐμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι βρισκόμενοι κάτω ἀπὸ τὸ «θέλει» τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας κρεμιέται ἀπ’ αὐτὸ τὸ «θέλει». Ἐπειδὴ «ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα θέλημα στὸν οὐρανὸ κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα θέλημα στὴ γῆ. Κι ἐκεῖνο ποὺ συνδέει αὐτὴν τὴν ἀπόσταση, εἶναι τὸ αἴτημα τῆς προευχῆς μας, «γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου!»
Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν πλούσια καὶ καθολικὴ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ποὺ μᾶς «καταδιώκει» λὲς γιὰ νὰ μᾶς διασώσει, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ Ψαλμικὸς στίχος ὑπογραμμίζει· «τὸ ἔλεος Σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου», ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ αἰσθάνεται συγκλονισμένος.
Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν νοιάζεται καὶ καταθέτει καθημερινῶς ἡ βοήθειά Του γι’ αὐτὸν. Τότε μέσα στὸν ἄνθρωπο γεννιέται τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης. Σκιρτάει ἡ ὕπαρξή του ἀπὸ ἐπιθυμία εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεό, γιατὶ ὡς Πατέρας, εἶναι ὁ πολύτιμος εὐεργέτης του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κάθε ἡμέρα καὶ κάθε στιγμὴ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐγγίζει περνώντας δίπλα μας μήπως ἰδεῖ καὶ ἀκούσει ἐὰν κάποιος Τὸν ἀναζητεῖ καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται. Ἐπειδὴ «ἕνα πράγμα τὸν ξεκουράζει, νὰ παίρνει ἐπάνω του τὰ βάρη τῶν ἀνθρώπων». Καὶ μιὰ χαρὰ ἔχει, νὰ δίνει χαρά. Καὶ μιὰ προσδοκία ὑπάρχει νὰ ἰδεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν ἀναζητεῖ. Γιατὶ «ὅλοι οι ἄνθρωποι θέλει νὰ σωθοῦν» καὶ ὁ Ἴδιος διαβεβαιώνει πὼς «μπορεῖ νὰ σώζει συνεχως, εἰς τὸ παντελές».
Σὰν παιδιὰ δὲ τοῦ Θεοῦ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὸ «θέλει» τοῦ Θεοῦ. Τοῦ εὐεργέτου Πατέρας μας. Καὶ ὅταν προσφέρει τὸ καλὸ καὶ ὅταν ἐπιτρέπει τὸ κακό. Καὶ ὅταν τρέχει νὰ μᾶς ἀκούσει «κι ὅταν μακροθυμῇ σάμπως νὰ μὴν ἀκούῃ καὶ νὰ μὴ βλέπῃ, μὲ ὅλ’ αὐτὰ κατεργάζεται τὴν σωτηρία μας». Γι’ αὐτὸ γιὰ ὅλ’ αὐτὰ ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία στὸν Θεὸ -Πατέρα, ποὺ εἴμαστε πάντα μέσα στὴ σκέψη Του!
Ἀρχιμ. Ν.Π.